Δικαιολόγηση και χρησιμότητα των ελαφρυντικών περιστάσεων

Δικαιολόγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Σύμφωνα με τις ενωτικές θεωρίες, κρατούσες στην θεωρία και την νομολογία, ο σκοπός της ποινής είναι ο συνδυασμός της γενικής και της ειδικής πρόληψης με απώτατο όριο την ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ποινή έχει ως σκοπό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ και εγκυρότητα των κανόνων δικαίου, οφείλει όμως ταυτόχρονα να μην υπερβαίνει τα όρια της ειδικής πρόληψης. Σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιούσε τον δράστη ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί, αφού θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ανθρώπινης αξίας. Γι’ αυτό η ποιότητα της προσωπικότητάς του θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη διεργασία της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, προκειμένου και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή να συνδράμει στον πραγματικό σωφρονισμό του δράστη. Περαιτέρω η ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης δεν αποτελεί δικαιολογητική βάση της ποινής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως έσχατο όριό της, ώστε να μην επιβάλλονται δυσανάλογα μεγάλες συγκριτικά με το άδικο που τέθηκε ποινές ακόμη κι αν κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με την σύντομη αυτή ανάπτυξη μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις φαίνεται πως μειώνουν την ανάγκη της ειδικής πρόληψης, της προσπάθειας, δηλαδή, αποτροπής του συγκεκριμένου δράστη από περαιτέρω αξιόποινες πράξεις.  Συγκεκριμένα, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου έντιμου βίου, την ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρόνο μετά την αξιόποινη πράξη, ειδικά με τον τρόπο που έχουν ερμηνευτεί από την νομολογία, παραπέμπουν σε έναν δράστη για τον οποίον η διάπραξη της αξιόποινης πράξης αποτέλεσε ένα ξεκάθαρα αταίριαστο με το ήθος του συμβάν, ένα σφάλμα για το οποίο έμπρακτα έχει μετανοήσει ή μια πράξη της οποίας δεν υπήρξε συνέχεια, αλλά αντίθετα επακολούθησε θετική συμπεριφορά.

Ο δράστης αυτός είναι σαφές ότι έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από έναν μέσο δράστη, αφού εγκλημάτησε αντίθετα προς την προσωπικότητά του και άρα θα είναι περισσότερο δεκτικός στη διαδικασία επανακοινωνικοποίησής του.

Αλλά και οι ελαφρυντικές περιστάσεις των μη ταπεινών αιτίων και της οργής ή βίαιης θλίψης φαίνεται ότι προσδίδουν στην πράξη έναν εξόχως έκτακτο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα σε μια ευνομούμενη κοινωνία εκείνος, ο οποίος διακατέχεται από μη ταπεινά κίνητρα, τεκμαίρεται πως δεν θα στραφεί σε παράνομες δραστηριότητες εκτός κι αν βρεθεί σε μια τραγική και σπάνια κατάσταση. Επιπλέον θεωρείται δεδομένο πως η συμπεριφορά των κοινωνών μεταξύ τους διαπνέεται από έναν ελάχιστο σεβασμό και δεν είναι τέτοιου είδους (ανάρμοστη ηθικά ή άδικη νομικά), ώστε να προκαλέσει σε έναν εχέφρονα άνθρωπο θλίψη ή οργή. Αν, λοιπόν, ο κατηγορούμενος εγκληματήσει στις παραπάνω συνθήκες δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του είναι γενικότερα εχθρική απέναντι στην έννομη τάξη και τα αγαθά που προστατεύει σε σύγκριση πάντα με εκείνον που εγκληματεί σε συνηθισμένες συνθήκες. Αυτή η σύγκριση μας αποκαλύπτει πως υπάρχουν μειωμένες ειδικοπροληπτικές ανάγκες.

Ο σκοπός της ειδικής πρόληψης είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς φανερώνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας η επιβαλλόμενη ποινή να είναι λειτουργική, να μπορεί, δηλαδή, να εκπληρώνει τον απώτερο σκοπό της, το σωφρονισμό του δράστη, με την ελάχιστη δυνατή βλάβη των εννόμων αγαθών του. Άλλωστε, υπέρμετρα βαριές ποινές που δε συνάδουν με την προσωπικότητα του δράστη μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να έχουν, διότι, όταν η προσωπικότητα του δράστη εμφανίζεται «ακίνδυνη», η επιβολή της νόμιμης ποινής, έστω και κατά το ελάχιστο όριό της θα είναι ανώφελη και αδικαιολόγητα σκληρή.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον έλληνα δικαστή, καθώς του επιτρέπουν να επιβάλει ποινές που δεν υπερβαίνουν την ανάγκη για ειδική πρόληψη.

Άτυπη χρήση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Παρότι ο βασικός σκοπός της πρόβλεψης των ελαφρυντικών περιστάσεων είναι η προσαρμογή του πλαισίου των ποινών σε μια εξαιρετική περίπτωση δράστη, που έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από τον μέσο όρο, στην πράξη το άρθρο 84 ΠΚ χρησιμοποιείται και σαν εργαλείο από τον ποινικό δικαστή προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή εξοντωτικών ποινών σε δράστες που δεν διαφέρουν από τον μέσο όρο. Συγκεκριμένα, είναι συχνό φαινόμενο στο ελληνικό ποινικό σύστημα οι δικαστικοί λειτουργοί να δεσμεύονται από ιδιαίτερα αυστηρά κατώτατα όρια ποινών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 167 ΠΚ για την αντίσταση κατά της αρχής και η νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, που πολύ συχνά τροποποιείται με τρόπο πρόχειρο και ευκαιριακό.

Σε τέτοιο είδους περιπτώσεις η αναγνώριση των ελαφρυντικών δίνει άτυπα στους δικαστικούς λειτουργούς την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν ένα κατώτερο πλαίσιο ποινής, που ανταποκρίνεται καλύτερα στην ιδέα περί δικαιοσύνης. Η πρακτική αυτή, που δεν γίνεται ελαφρά τη καρδία, αποδεικνύει τη χρησιμότητα της διάταξης ως αντιστάθμισμα στις πάγιες υπερβολές του ποινικού νομοθέτη και την ευφυΐα της διατύπωσής της. Το σαφές μειονέκτημα, όμως, μιας τέτοιας πρακτικής είναι πως μοιραία παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού η εφαρμογή του κανονικού ή του μειωμένου πλαισίου ποινής βασίζεται στο προσωπικό αίσθημα δικαίου του δικαστή και όχι στις αξιολογήσεις του νομοθέτη.

Μια συνολική θεωρητική λύση στο παραπάνω πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η κατάργηση των ελαφρυντικών περιστάσεων σε συνδυασμό με την κατάργηση των κατωτάτων ορίων ποινής και ενδεχομένως και της διάκρισης από το εθνικό ποινικό δίκαιο των  ειδών στέρησης της ελευθερίας. Αξίζει να σημειωθεί πως η κατάργηση των κατώτατων ορίων της ποινής έλαβε πράγματι χώρα στον νέο γαλλικό ΠΚ, αλλά αναφορικά με τη χώρα μας μια τέτοια εξέλιξη φαντάζει εξαιρετικά μακρινή. Επιπλέον υποστηρίζεται  έντονα και η άποψη πως η διατήρηση κατωτάτων ορίων των ποινών επιτελεί σημαντική γενικοπροληπτική λειτουργία και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία και η διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, υπάρχει κι ένας ακόμα παράγοντας πέρα από τον αριθμητικό προσδιορισμό της ποινής, που καθιστά την διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων ενδεδειγμένη καθώς η ποινή επιβάλλεται ως γνωστόν ως ιδιαίτερη αποδοκιμασία του δράστη από την έννομη τάξη. Έτσι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η αναγνώριση μιας ελαφρυντικής περίστασης είναι σε κάθε περίπτωση σημαντική, γιατί εκτός από το να ορίζει ένα μειωμένο πλαίσιο ποινής συνεπάγεται και μια θετική ηθική αξιολόγηση για τον κατηγορούμενο.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s