Προσβολή της προσωπικότητας από παράνομες και αυθαίρετες κατασκευές
ΠΠρΑθ 363/2020
Η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης παρεμποδίζει την κοινή χρήση της κοινόχρηστης παρόδιας στοάς, προσβάλλοντας την προσωπικότητα του ενάγοντος, διότι με την καθιέρωση της στοάς ως κοινόχρηστης, ο ενάγων απέκτησε εξουσία χρήσεως αυτής, ως απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία (εξουσία χρήσεως) προσβάλλεται εξωτερικώς σε περίπτωση παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως (βλ. π.π. μείζονα σκέψη υπό στοιχείο Β’). Η δε προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ενάγοντος είναι παράνομη, διότι έγινε χωρίς δικαίωμα, αφού η εναγομένη πραγματοποίησε τις ανωτέρω αυθαίρετες εργασίες, τοποθετώντας ξύλινο πάγκο και μεταλλική ράμπα, στην κοινόχρηστη παρόδια στοά χωρίς δικαίωμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι η ένδικη παρόδια στοά επί της πλατείας ……, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας επί της οδού ….. στην Αθήνα, είναι κοινόχρηστη και δικαιούται ο ενάγων να την χρησιμοποιεί απρόσκοπτα, να υποχρεωθεί η εναγομένη, και κάθε τρίτος που έλκει από αυτήν δικαίωμα, να παύσει την παράνομη κατάληψη της παρόδιας στοάς και να αποδώσει ελεύθερο στην κοινή χρήση το χώρο της στοάς αφαιρώντας τις παράνομες κατασκευές, ήτοι τη σιδερένια ράμπα και τον ξύλινο πάγκο και να υποχρεωθεί η εναγομένη να προκαταβάλει στον ενάγοντα το ποσό της δαπάνης για να επιχειρηθεί η ανωτέρω αφαίρεση από τον ενάγοντα, ήτοι το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, υπό τον όρο ότι η εναγομένη δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωσή της να αφαιρέσει τις εν λόγω παράνομες κατασκευές.
ΑΠ 388/2016
(…) υπεύθυνοι για την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους, συνεπεία της οποίας υπέστησαν ηθική βλάβη, είναι (πλην των λοιπών εναγομένων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα αναιρετική δίκη) και η πρώτη αναιρεσείουσα, ανώνυμη εταιρεία εκμισθώτρια του άνω τμήματος του αιγιαλού, που ενώ είχε εκ του νόμου, υποχρέωση, να ελέγχει, μέσω του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου αναιρεσείοντος, την νόμιμη αξιοποίηση του δημόσιου κοινόχρηστου χώρου που εκμίσθωσε, ανέχθηκε, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, τις άνω παράνομες εγκαταστάσεις και την παράνομη λειτουργία της επιχείρησης του αναψυκτηρίου, συμβάλλοντας έτσι και αυτοί στην παράνομη υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την εντεύθεν προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων (…)
ΜΠρΘεσ 5163/2010
Με την κρινόμενη αγωγή τους παραπονούνται οι ενάγοντες ότι η οικία του εναγομένου έχει κατασκευασθεί κατά παράβαση των όρων δόμησης που προβλέπονται για τον παραδοσιακό οικισμό του Παρθενώνα (…) Εφόσον όμως οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων αποδειχθούν και ουσιαστικά βάσιμοι, εάν δηλαδή το κτίσμα του εναγομένου έχει κατασκευασθεί καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων από το νόμο για τους όρους και τους περιορισμούς δόμησης (ασχέτως του εάν έχουν εκδοθεί πράξεις της διοίκησης που τις επιτρέπουν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας), τότε δύναται να υπάρχει προσβολή της προσωπικότητάς τους λόγω υποβάθμισης του οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο αυτή αναπτύσσεται.
ΕφΑθ 2579/2003
(…) η προεκτεθείσα υπέρβαση του ύψους της οικοδομής των εναγομένων κατά 1,53 μ., (και αληθής υποτιθεμένη) δεν προκαλεί κατ’ αντικειμενική κρίση ούτε προσβολή του φυσικού περιβάλλοντος κι ούτε κραυγαλέα ακαλαισθησία στο οικιστικό περιβάλλον της περιοχής όπου ευρίσκονται οι όμορες οικοδομές και συνεπώς δεν κρίνεται ότι πλήττει την προσωπικότητα του ενάγοντος.
Η αυθαίρετη δόμηση ως άδικη πράξη
ΕφΑθ 534/2020
Επομένως, η εκ μέρους των αρχικώς εναγομένων παράλειψη της υποβολής αιτήσεως περί χορηγήσεως προηγουμένης εγκρίσεως της αρμοδίας Γ` Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών προ της υποβολής των ως άνω αιτήσεων αναθεωρήσεως της αρχικής υπ’ αριθ. …../21.5.2002 οικοδομικής άδειας και οπωσδήποτε προ της διεξαγωγής των σχετικών οικοδομικών εργασιών συνιστά αναμφιβόλως ευθεία παράβαση των αμέσως προαναφερομένων διατάξεων ( άρθρων 10 παρ. 3 και 6 Ν. 3028/2002 « Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς » και 9 παρ. 9 του Ν. 1577/1985 « Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός », όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 2831/2000 ), η οποία πληροί την προϋπόθεση του « παρανόμου » κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, καθ’ όσον οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν τεθεί αποκλειστικώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπουν και στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των ομόρων ακινήτων, συνισταμένου στην προστασία του συνόλου των εκδηλώσεων της κυριότητας αυτών και δη στην διασφάλιση για όλους της απρόσκοπτης και ακώλυτης απολαύσεως της θέας των ακινήτων αυτών προς αρχαιολογικούς χώρους και αρχαιολογικά μνημεία, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο Ι.Α. της προπαρατεθείσας μείζονος σκέψεως, η δε πράξη αυτή είναι ταυτοχρόνως και υπαίτια, καθ’ όσον οι αρχικώς εναγόμενοι αναμφιβόλως γνώριζαν την υποχρέωσή τους να λάβουν την ως άνω έγκριση της αρμοδίας Εφορείας Αρχαιοτήτων, προτού προβούν σε υποβολή οποιοσδήποτε αιτήσεως προς την αρμοδία πολεοδομική υπηρεσία ή στη διεξαγωγή οιασδήποτε οικοδομικής εργασίας. Μετά ταύτα, η παράνομη και υπαίτια ύψωση της οικοδομής των αρχικώς εναγομένων άνω του ανωτάτου επιτρεπομένου ύψους των δώδεκα ( 12 ) μέτρων, ήτοι των ένδεκα ( 11 ) μέτρων, πλέον ενός ( 1 ) μέτρου, εφ’ όσον στο υπό ανέγερση ακίνητο προβλέπεται πυλωτή, ανεξαρτήτως του εάν η υπέρβαση υπολογίζεται σε 1,96 μ. ( όπως εκτιμά η Γ` Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ) ή περιορίζεται σε 0,96 μ. ( όπως αρχικώς δέχθηκε η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου ……. μετά τις διενεργηθείσες από κλιμάκια υπαλλήλων της αυτοψίες ), ως και η για τους αυτούς λόγους παράνομη και υπαίτια κατασκευή κτιστής πέργκολας, ύψους 2,20 μ. ( στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στο ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό από 5.8.2005 υπ’ αριθ. πρωτ. …… έγγραφο της Γ` Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών προς το Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου …… ως μη καλυπτομένη από την αρχική χορηγηθείσα υπ’ αριθ. πρωτ. …../11.3.2002 έγγραφη άδεια αυτής ), απέκοψαν τη θέα της αυτοτελούς ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου ( Β’ ) υπέρ το ισόγειο ορόφου της κειμένης επί της οδού …… αριθ. …. ( σε συμβολή με την οδό ….. ) οικοδομής του αρχικώς ενάγοντος προς τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, το Λόφο του Φιλοπάππου και την πέριξ αυτών ευρύτερη αρχαιολογική περιοχή, με συνέπεια την ευθεία προσβολή της κυριότητας αυτού επί του ως άνω ακινήτου ( δια της καταργήσεως και εν πόση περιπτώσει του δραστικού περιορισμού της θέας αυτού προς τους ως άνω αρχαιολογικούς χώρους ) και εντεύθεν τη μείωση της πραγματικής ( εμπορικής – αγοραίας ) αξίας του, κατά το ποσόν της οποίας ( μειώσεως ) ζημιώθηκε ο αρχικώς ενάγων και ήδη οι καλούσες – εκκαλούσες ως καθολικές διάδοχοι αυτού.
ΑΠ 698/2017
(…) ο νομοθέτης με τη θέσπιση των περιορισμών του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού σκόπευε να προστατεύσει (και) το ατομικό έννομο συμφέρον των ιδιοκτητών των παρακείμενων οικοπέδων σε σχέση με τις ανάγκες για επαρκή ηλιασμό, αερισμό και φωτισμό των κτιρίων τους, για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων, αλλά και σε σχέση με τη θέα αυτών, η οποία εμπίπτει στο πεδίο προστασίας που πηγάζει από τις παραβιασθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 914, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 και 932 ΑΚ.
Η λήψη πολεοδομικής άδειας δεν αναιρεί την αντίθεση με τον κανονισμό πολυκατοικίας
ΕφΑθ 517/2020
Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 1, 2 § 1, 3 §§ 1, 2, 4 § 1,5 και 13 §1 του Ν. 3741/1929 προκύπτει ότι με τον κανονισμό πολυωρόφου οικοδομής εγκύρως τίθεται περιορισμός και απαγόρευση ως προς τη χρήση των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων πραγμάτων της πολυκατοικίας και ότι, αν με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή ισχύει και αν ακόμη από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών, ούτε μειώνεται η ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι δεν είναι αναγκαία η έρευνα των προϋποθέσεων τούτων για να κριθεί αν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη, ως αντικειμένη στον κανονισμό, ενέργεια συνιδιοκτήτη όταν επιδιώκεται να αρθεί η παράνομη αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε. Όμως η γι` αυτήν την άρση αξίωση απαγορεύεται ως καταχρηστική, όταν η άσκησή της υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Είναι η υπέρβαση «προφανής» όταν προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος του ( Α.Π. 238/2008 ΝΟΜΟΣ).
(…) Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του ……. και σχετικός λόγος εφέσεως ότι προέβη στη νομιμοποίηση του επιδίκου ως κατοικία, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη βεβαίωση της διαδικασίας υπαγωγής στο Ν.4178/2013, δεν ασκεί έννομη επιρροή και αλυσιτελώς προβάλλεται σε κάθε περίπτωση, διότι η απαγόρευση του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος οικοδομής, η οποία έχει υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, να ενεργεί κατασκευές ή χρήσεις που είναι αντίθετες στο Ν. 3741/1929, στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή στον κανονισμό (όταν υπάρχει), ή η υποχρέωση σε ορισμένη χρήση της οριζοντίου ιδιοκτησίας σύμφωνα με την συστατική πράξη της οροφοκτησίας και τον κανονισμό, δεν αίρονται από την κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις νομιμοποίηση των κατασκευών και χρήσεων και ούτε νομιμοποιούνται, οι κατασκευές αυτές και χρήσεις έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, όταν με αυτές βλάπτονται, τα δικαιώματα των τελευταίων, ούτε ακόμη οι πολεοδομικές διατάξεις κατισχύουν της συστατικής πράξεως και του κανονισμού της πολυκατοικίας. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται και ζήτημα αναβολής κατ`άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. εωσότου αποφανθεί το Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων ( ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ) (…)
Η αξία αυθαίρετης κατασκευής ως μέρος των συζυγικών αποκτημάτων
ΑΠ 269/2013
(…) προέκυψε ότι ο εναγόμενος κατασκεύασε πάνω ακριβώς από το προαναφερθέν διαμέρισμα αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή την έκδοση οικοδομικής αδείας, ένα ακόμη διαμέρισμα, εμβαδού 80 τ.μ. περίπου, το οποίο συνδέεται με το κάτω διαμέρισμα με εσωτερική σκάλα και αποτελούσαν τα δύο αυτά διαμερίσματα την οικογενειακή στέγη των διαδίκων. Η αξία του διαμερίσματος αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, ανέρχεται σε 35.000 Ευρώ.
Αξίωση κατεδάφισης και ένσταση καταχρηστικότητας
ΕφΑθ 2826/2001
(…) το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, κρίνει ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η αποκατάσταση της προτέρας κατάστασης των πραγμάτων με την καθαίρεση μέχρι τα θεμέλια του ανατολικού τμήματος της οικοδομής των εναγομένων και απορριφθεί κατ ουσίαν το αίτημα αυτό της αγωγής, αλλά να επιδικασθεί στον ενάγοντα η παραπάνω χρηματική αποζημίωση και ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Διαφορά από αγωγή άρθ. 26 ΓΟΚ/1973 για κλείσιμο παραθύρων.
ΕφΑθ 3770/2004
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 1108, 1000 1001 εδ. πρώτο και 1003 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η διάνοιξη ή η διατήρηση από το κύριο του ακινήτου ανοιγμάτων (παραθύρων κ.λπ.) σε τοίχο, ο οποίος είναι κτισμένος εξ ολοκλήρου στο δικό του ακίνητο, όσο και αν αυτός προσεγγίξει προς το γειτονικό ακίνητο, δεν αποτελούν αυτές καθεαυτές, επέμβαση σε ξένη ιδιοκτησία, διότι τόσο η διάνοιξη όσο και η διατήρηση των ανοιγμάτων αυτών απορρέουν από το δικαίωμα της κυριότητάς του (βλ. ΑΠ 279/1985 ΕλΔ 26, 1483, ΕΑ 6157/2001 ό.π.). Τέλος από τις διατάξεις του άρθ. 26 § 9 του ν.δ. 8/1973 «Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» η ισχύς του οποίου παρατάθηκε και μετά την κατάργηση του εν λόγω Διατάγματος (άρθ. 31 § 1 του ν. 1577/1985 και 296/88/1987 και 233/1988 αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.) και των άρθ. 10 §§ 9-10, 36 § 2 του «Κτιριοδομικού Κανονισμού» (υπ’ αριθ. 3046/ 304/1989 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 48977/3068/ 27.6/ 30.6.1989 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 26 του ν. 1577/1985 (ΓΟΚ), προκύπτει ότι σε μεσότοιχους ή εξωτερικούς τοίχους κτιρίου που ανεγείρονται σε σαφή με το κοινό όριο ιδιοκτησιών απαγορεύεται η διάνοιξη ανοιγμάτων και ότι τέτοια ανοίγματα που προϋπήρχαν του ν.δ. 8/1973 (ΓΟΚ) δεν κλείονται με πράξη της Διοίκησης αλλά ύστερα από δικαστική απόφαση η οποία εκτελείται κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Οι παραπάνω διατάξεις περιέχουν κανόνα γειτονικού δικαίου, ο οποίος εισάγει έμμεσο και γενικό περιορισμό της κυριότητας του γείτονα, χωρίς πάντως να την επιβαρύνει με εμπράγματα υπέρ τρίτου δικαιώματα (νόμιμες δουλείες) παρέχουν δε στον κύριο του ακινήτου που έχει κοινό όριο με κτίσμα, στον τοίχο του οποίου υπάρχουν ανοίγματα, ενοχικό δικαίωμα να αξιώσει το κλείσιμο των ανοιγμάτων αυτών. Η αγωγή αυτή έχει ενοχικό και όχι εμπράγματο χαρακτήρα και διαφέρει συνεπώς της αρνητικής της κυριότητας αγωγής κατά τούτο αλλά και διότι δεν προϋποθέτει διαταρακτικές ενέργειες στο ακίνητο του ενάγοντος αλλά θεμελιώνεται στο γεγονός και μόνο της ύπαρξης των υπόψη ανοιγμάτων, στρέφεται δε κατά του εκάστοτε ιδιοκτήτη του ομόρου ακινήτου, ανεξάρτητα αν είναι αυτός που δημιούργησε τα ανοίγματα, και το αίτημά της περιορίζεται στο κλείσιμο μόνο των ανοιγμάτων και όχι στην παράλειψη μελλοντικής διατάραξης (βλ. ΑΠ 570/1993 ΕλΔ 35. 1359, ΑΠ 1084/1994, ΕΑ 6157/2001 ό.π., ΕΑ 4128/2001 ό.π., ΕΑ 7571/1999 ό.π., ΕΠειρ 57/ 1997 ΕλΔ 1997
Κίνδυνος καταρρεύσεως γειτονικού ακινήτου λόγω εκσκαφών
ΑΠ 370/2010 (βλ. σχετικά και ΑΠ 272/2020.)
Εξάλλου, κατά το άρθρο 1007 ΑΚ, δεν επιτρέπεται να σκάβεται το ακίνητο σε τέτοιο βάθος, ώστε το έδαφος του γειτονικού ακινήτου να στερηθεί το απαιτούμενο έρεισμα, εκτός αν έχει ληφθεί πρόνοια να στεριωθεί αρκετά το έδαφος με άλλο τρόπο. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κύριος οιουδήποτε ακινήτου δεν δύναται να προβαίνει σε εργασίες οι οποίες, έστω και κατόπιν αδείας της αρχής ενεργούμενες, λόγω του βάθους αυτών, θέτουν σε κίνδυνο (διαρκή ή προσωρινό) καταρρεύσεως το γειτονικό ακίνητο. Στερείται έννομης συνέπειας αν η εν κινδύνω επί του γειτονικού ακινήτου οικοδομή δεν είχε ανεγερθεί κατά τους κανόνες της τέχνης. Το τελευταίο δύναται να αποτελέσει βάση ενστάσεως κατά το άρθρο 300 ΑΚ για τη θεμελίωση συντρέχοντος πταίσματος του κυρίου της ελαττωματικής οικοδομής. Ως προς την έλλειψη πρόνοιας για επαρκή στερέωση, ο ενεργών την ανόρυξη πρέπει, κατά τον χρόνο επιχειρήσεώς της, να λάβει, όλα τα αναγκαία και δυνατά προφυλακτικά μέτρα, από την άποψη της συγκεκριμένης καταστάσεως του γειτονικού ακινήτου, ακόμα και αν το επ’ αυτού έργο είναι ελαττωματικό, σε αντίθετη δε περίπτωση παραβαίνει τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 1007 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1108§1 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέλαβε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Δεν αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στον κύριο του ακινήτου, του οποίου το έδαφος κινδυνεύει να χάσει το απαιτούμενο έρεισμα, λόγω της εκσκαφής, που επιχειρείται στο γειτονικό ακίνητο, παρέχεται το δικαίωμα να αξιώσει από τον επιχειρούντα την εκσκαφή την παράλειψη αυτής, εφόσον δεν έχει συντελεσθεί ή την αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εάν αυτή συντελέσθηκε, με αξίωση προς αποζημίωση, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη, πρόκληση ζημίας (περιουσιακής ή ηθικής) και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως, ιδίως δε αρκεί η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας, η οποία (υποχρέωση) απορρέει από τις αρχές των χρηστών ηθών και, κυρίως, της καλής πίστεως. Η υπαιτιότητα διακρίνεται, αναλόγως προς τη βαρύτητας της, σε δύο είδη, τον δόλο και την αμέλεια, Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, Αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής
ΟλΑΠ 4/2016
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 Α.Κ., αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.). Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108 ΑΚ και του άρθρου 218 ΚΠολΔ, δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη.
Περαιτέρω, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημία στον κύριο του ακινήτου, παρέχει στον τελευταίο, εκτός από τη διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914, 932 Α.Κ. Η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οφειλόμενη κατ’ αρχή σε χρήμα (άρθρο 297 παρ.1 Α.Κ.), μπορεί να ζητηθεί να γίνει in natura (άρθρο 297 παρ.2 Α.Κ.), δηλαδή με την υποχρέωση αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως και απομακρύνσεως των κατασκευασμάτων. Πότε ένα τέτοιο σωρευόμενο στη διεκδικητική αγωγή αίτημα ασκείται ως αξίωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας του κυρίου ή ως περιεχόμενο της αρνητικής αγωγής και προς προστασία της κυριότητος αποτελεί εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής.