ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ: ένας οδηγός για περιουσιακά και προσωπικά ζητήματα σε απλή γλώσσα

Σε συνεργασία με την Εταιρεία Alzheimer Αθηνών και τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα EE οι Δικηγόροι, Κωνσταντίνος Πικραμένος και Γιάννης Μπιλιάνης, παρουσιάζουν το βιβλίο με τίτλο «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ: ένας οδηγός για τον προγραμματισμό περιουσιακών και προσωπικών ζητημάτων».

Το έργο απευθύνεται σε μη νομικούς και καλύπτει τα βασικά σημεία του περιουσιακού και προσωπικού προγραμματισμού.

Όταν μιλάμε για τον προγραμματισμό περιουσιακών ζητημάτων αναφερόμαστε σε έναν συνολικό προγραμματισμό που περιλαμβάνει όχι μόνο τις συναλλαγές εν ζωή, αλλά και τη σύνταξη μιας διαθήκης, η οποία θα περιλαμβάνει τις επιθυμίες του προσώπου για την τύχη της περιουσίας του μετά το θάνατό του. Ο σκοπός του προγραμματισμού είναι να αποφεύγονται, κατά το μέτρο του δυνατού, μελλοντικά προβλήματα.

Εκτός, όμως, από την τακτοποίηση ζητημάτων περιουσιακής φύσης, μεγάλη αξία έχει ο προγραμματισμός προσωπικών ζητημάτων. Παράδειγμα τέτοιου προγραμματισμού είναι η πρόβλεψη για τη φροντίδα του προσώπου σε περίπτωση που αυτό καταστεί ανίκανο να λαμβάνει αποφάσεις για τον εαυτό του.

Συνολικά ο στόχος του οδηγού είναι να πληροφορήσει τον αναγνώστη του σχετικά με ζητήματα περιουσιακής και προσωπικής φύσης, ώστε ο τελευταίος να έχει την ευχέρεια να τα ρυθμίσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του και με νομικά έγκυρο τρόπο.

Το βιβλίο διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή (e-book) δωρεάν από τις ιστοσελίδες της Εταιρείας Alzheimer Αθηνών και των Εκδόσεων Αντ. Ν. Σάκκουλα EE και σε έντυπη μορφή από το κεντρικό κατάστημα του εκδότη και συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Ι.Υ.Α.)

Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου.

Μέθοδοι της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Ι.Υ.Α.) είναι ιδίως η τεχνητή σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων.

Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Η συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα.

Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τη χρησιμοποίησή τους, διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου, διάστασης, λήξης ή καταγγελίας του συμφώνου συμβίωσης ή λήξης της ελεύθερης ένωσης οι ζυγώτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατίθενται χωρίς αντάλλαγμα, χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς ή καταστρέφονται.

Εξάλλου, η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη.

Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.

Διαφωνία γονέων για την ονοματοδοσία ανήλικου τέκνου

H ονοματοδοσία ανήλικου τέκνου συνιστά δικαίωμα, το οποίο εντάσσεται στο περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου έχει αναταθεί με δικαστική απόφαση σε έναν από τους δύο γονείς, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει σε αμφότερους, να αποφασίσουν από κοινού για το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο.

Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, για την ονοματοδοσία αποφασίζει το δικαστήριο με βασικό του γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα ή τη γνώμη των γονέων και ούτε από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι ήδη βαπτισμένοι, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του.

Το πρώτο πράγμα, το οποίο διαπιστώνει το δικαστήριο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι εάν το ανήλικο τέκνο έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο όνομα είναι αυτό που το καθορίζει και το ξεχωρίζει στον κόσμο των ανηλίκων αλλά και των ενηλίκων. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα της νομολογίας:

 

Το όνομα αυτό είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου το όνομα «………………», το οποίο άλλωστε αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων, ανταποκρίνεται στα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, ενώ στη χρήση του συνήθισε από την αρχή της ζωής του ο ανήλικος. (…)

κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι τα παιδιά από πολύ νωρίς ανταποκρίνονται στα ονόματα αυτά, τα οποία θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους. (…)

Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα «………..», εξαρχής από την μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό της περιβάλλον, και στη συνέχεια και στο παιδικό σταθμό, που παρακολουθεί, με συνέπεια να το έχει ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητας του. (…)

Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα «…..», στα οποία με προθυμία ανταποκρίνοντας αφού με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονται αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα «….» αντίστοιχα, θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους. (…)

Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ανήλικο τέκνο δεν έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, επιστρατεύει άλλα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτού, όπως ή ύπαρξη τυχόν προηγούμενης συμφωνίας των γονέων του, τα έθιμα της ελληνικής κοινωνίας και ο σεβασμός της ισότητας μεταξύ των γονέων. Για παράδειγμα στη νομολογία συναντάμε την εξής περίπτωση:

αποδείχτηκε ότι από τη χρονική στιγμή που οι διάδικοι έλαβαν γνώση της εγκυμοσύνης της ενάγουσας-αντεναγομένης και του φύλου του κυοφορούμενου τέκνου τους συμφώνησαν ότι αυτό θα λάμβανε το όνομα του πατέρα του εναγομένου-αντενάγοντος και θα ονομαζόταν «…..». Η κατά τα ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων έλαβε χώρα στο πλαίσιο του εθίμου, το οποίο επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και με βάση το οποίο το πρώτο τέκνο αρσενικού γένους λαμβάνει το όνομα του παππού του από την πατρική γραμμή, καθώς με τον τρόπο αυτό αφενός τιμάται ο πατέρας του συζύγου και αφετέρου υπογραμμίζεται η συνέχεια και η διαχρονικότητα της οικογένειας. (…)

 

Τέλος, σε σπάνιες περιπτώσεις η διαφωνία των γονέων επιλύεται από το δικαστήριο με τη δόση διπλού ονόματος.

Ευχαριστούμε θερμά τον εξαιρετικό συνάδελφο Στέλιο Κρεούζη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας τα αποτελέσματα της νομολογιακής του έρευνας.

Δικαιώματα κληρονόμου έναντι του επιζώντος συνδικαιούχου κοινού λογαριασμού

Σύμφωνα με το νόμο, ένας ή περισσότεροι έχουν τη δυνατότητα να ανοίξουν λογαριασμό στο όνομα περισσοτέρων, με συνέπεια ότι ο καθένας εξ αυτών έχει το δικαίωμα να κάνει χρήση του κοινού λογαριασμού χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων. Τι συμβαίνει όμως, όταν κάποιος συνδικαιούχος αποβιώσει; Τι δικαιώματα έχουν οι κληρονόμοι του έναντι του επιζώντος συνδικαιούχου;

Ακολουθεί μια σύντομη ανάλυση των συνηθέστερων ενδεχομένων:

ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ Ο ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡ. 2 Ν. 5638/1932

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου 5638/1932  μπορεί κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού να τεθεί πρόσθετα ο όρος με βάση τον οποίο μετά το θάνατο οποιουδήποτε από τους συνδικαιούχους η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες μέχρι τον τελευταίο απ’ αυτούς.

Στην περίπτωση που δεν έχει τεθεί ο όρος του αρ. 2, οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από τους υπόλοιπους συνδικαιούχους το μέρος της κατάθεσης που αντιστοιχεί στο δικαιοπάροχό τους κληρονομούμενο με βάση την εσωτερική σχέση.

ΟΤΑΝ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ Ο ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡ. 2 Ν. 4638/1932

Δωρεά εν ζωή και αιτία θανάτου: Σύμφωνα με το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ: «Σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό του ν. 5638/1932, η κατάθεση, αν με αυτή πραγματοποιήθηκε δωρεά, κρίνεται ως προς το δίκαιο της νόμιμης μοίρας ως δωρεά, εφόσον πρόκειται για κληρονομία καταθέτη που πέθανε μετά την εισαγωγή του ΑΚ.».

Α)    Δωρεά εν ζωή

Στην περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα-κληρονομούμενο, ενώσω ο τελευταίος ήταν εν ζωή και το χρηματικό αυτό ποσό αποτελεί δωρεά εν ζωή του κληρονομούμενου προς τον πρώτο, ο νόμιμος μεριδούχος έχει δικαίωμα προσβολής της με την αγωγή μέμψης της δωρεάς ως άστοργης, το δε χρηματικό ποσό που αποτελεί το αντικείμενο της χαριστικής επίδοσης θα προστεθεί στην κληρονομιά για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας.

Στην περίπτωση της δωρεάς εν ζωή, αυτή υπολογίζεται ως στοιχείο της πλασματικής κληρονομιάς και αν η δωρεά έγινε προς τρίτο μη μεριδούχο, αυτή προστίθεται στην κληρονομιά με την προϋπόθεση ότι έγινε μέσα στα δέκα τελευταία χρόνια πριν από το θάνατο του δωρητή και δεν επιβαλλόταν από λόγους ευπρέπειας ή ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος.

Β)    Δωρεά αιτία θανάτου

Στην περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα-κληρονομούμενο, μετά το θάνατο του τελευταίου και εφόσον καθόλη τη διάρκεια της ζωής του ο επιζών συνδικαιούχος δεν προέβαινε σε διαχειριστικές πράξεις του κοινού λογαριασμού τότε το χρηματικό ποσό αυτό αποτελεί δωρεά αιτία θανάτου του κληρονομούμενου προς τον επιζώντα συνδικαιούχο.

Η δωρεά αιτία θανάτου ως προς το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των αναγκαίων κληρονόμων και κατά τον υπολογισμό αυτής λαμβάνεται ως κληροδοσία, τα δε δωρηθέντα αιτία θανάτου θεωρούνται ως υπάρχοντα στην κληρονομιά, δεν προσθέτονται πλασματικώς στην πραγματική ομάδα, αλλά υπολογίζονται στο ενεργητικό αυτής.

Επομένως, αν προσβάλλεται το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας των παραπάνω κληρονόμων, η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη και δεν χρήζει μέμψεως κατά το ποσοστό που κατ’ αξίαν απαιτείται για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας. Την ακυρότητα όμως αυτή πρέπει να προτείνει ο ενδιαφερόμενος μεριδούχος ο οποίος μπορεί να ενάγει τον δωρεοδόχο, είτε με την περί κλήρου, είτε με τη διεκδικητική αγωγή.

ΑΝΑΛΗΨΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΣΟΥ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΔΩΡΕΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΠΙΖΩΝΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΙΟΥΧΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΥΜΕΝΟΥ

Στην περίπτωση που ο επιζών συνδικαιούχος ανέλαβε κάποιο χρηματικό ποσό από τον κοινό λογαριασμό με τον θανόντα – κληρονομούμενο, όσο ο τελευταίος ήταν ακόμη εν ζωή και το χρηματικό ποσό αυτό δεν αποτελεί δωρεά του κληρονομούμενου προς τον πρώτο, τότε ο κληρονόμος δύναται να στραφεί με αγωγή κατά του επιζώντος συνδικαιούχου και να αξιώσει την καταβολή ποσού κατά το ποσοστό της κληρονομικής του μερίδας, είτε ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης είτε ποσοστό αυτής, ανάλογο με το ανήκον στον κληρονομηθέντα.

 

 

 

 

Δικαστήριο για διατροφή ανηλίκου τέκνου, το οποίο εν τω μεταξύ ενηλικιώθηκε

Τι συμβαίνει όταν ένας γονέας έχει ασκήσει αγωγή για την διατροφή ανηλίκου τέκνου, αλλά εκείνο έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής; Δυστυχώς, πρόκειται για να ένα συνηθισμένο φαινόμενο εξαιτίας της καθυστέρησης της ελληνικής δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, στις περιπτώσεις διακοπής της συμβίωσης των γονέων ή διαζυγίου, εφόσον την επιμέλεια του παιδιού την έχει ο ένας γονέας, τις αξιώσεις διατροφής που έχει το παιδί κατά του γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του, μπορεί να τις ασκεί εκείνος που έχει την επιμέλεια.

Διάδικος όμως, είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του ή ο πατέρας του, που απλώς αναπληρώνει την ελλείπουσα ικανότητα του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα.

Κατά συνέπεια και στη δίκη διατροφής ανήλικου τέκνου που δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωσή του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται τα δίκαιά του, παύει αυτοδικαίως η εκπροσωπευτική εξουσία του νομίμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε.

Τα παραπάνω ισχύουν και για την άσκηση ή συζήτηση ενδίκων μέσων και τις πράξεις εκτέλεσης.

Η πλημμελής εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980 από τη χώρα μας

               Η διεθνής απαγωγή παιδιών από τον ένα γονέα αποτελεί ένα φαινόμενο, που έχει διαρκώς αυξανόμενες διαστάσεις στην εποχή μας και σοβαρότατες συνέπειες για τον γονέα, του οποίου παραβιάζεται το δικαίωμα επιμέλειας. Κυρίως, όμως, αποτελεί μια τραυματική εμπειρία για το παιδί, το οποίο αποκόπτεται από τον ένα εκ των δύο γονέων του με βίαιο για την ψυχοσύνθεσή του τρόπο, καθώς και από το οικείο του περιβάλλον.

            Ως γνωστόν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης του 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (ν. 2102/1992), εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

            Το άρθρο 13 παρ. 1 της ανωτέρω Σύμβασης, όμως, θέτει ορισμένες εξαιρέσεις στον κανόνα της άμεσης επιστροφής του απαχθέντος παιδιού στον τόπο συνήθους διαμονής του. Μεταξύ άλλων στην εν λόγω διάταξη προβλέπεται ότι η δικαστική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού εφόσον αποδεικνύεται “ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση”.

            Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη της περ. β΄ του άρθρου 13 της Σύμβασης της Χάγης είναι αυτή που επικαλούνται ως επί το πλείστον οι απαγωγείς των ανηλίκων τέκνων, εκμεταλλευόμενοι τον τρόπο διατύπωσής της. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η ερμηνεία της διάταξης κατά τρόπο στενό και περιοριστικό.

            Εκκινώντας από την γραμματική ερμηνεία της διατάξεως παρατηρούμε πως ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σοβαρός (“grave”). Για την φυσική ή ψυχική δοκιμασία (“physical or psychological harm’’) δεν υπάρχει καταρχήν παρόμοιος επιθετικός προσδιορισμός. Η συνέχεια, όμως, της διάταξης αναφέρει “ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να το περιάγει (το τέκνο) σε μια αφόρητη κατάσταση” (“or otherwise place the child in an intolerable situation”). Από την ίδια την σύνταξη της πρότασης προκύπτει, λοιπόν, πως και η φυσική ή ψυχική δοκιμασία, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 13 παρ. β, πρέπει να ισοδυναμεί με τη δημιουργία μιας αφόρητης καταστάσεως. Πρέπει, λοιπόν, να πρόκειται για μια ιδιαίτερα σοβαρή φυσική ή ψυχική δοκιμασία.

            Σύμφωνα με την εξηγητική έκθεση της Σύμβασης της Χάγης (Explanatory Report, Results of the work of the Hague Conference on private internation law, διαθέσιμη διαδικτυακά στο site: https://www.hcch.net/), παρ. 34 : “…τα τρία είδη εξαιρέσεων στον κανόνα της επιστροφής των ανηλίκων τέκνων θα πρέπει να εφαρμόζονται μέχρι τα όρια της γραμματικής τους διατύπωσης και όχι περισσότερο. Εξ αυτού συνάγεται πρώτα από όλα πως πρέπει να ερμηνεύονται με έναν στενό/περιοριστικό τρόπο, προκειμένου η Σύμβαση να μην καταστεί κενό γράμμα.” (“This implies above all that they are to be interpreted in a restrictive fashion, if the Convention is not to become a dead letter”).

            Προκειμένου, δηλαδή, να μην απαξιωθούν οι μηχανισμοί επιστροφής, που προβλέπονται στη Σύμβαση, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να ενεργοποιούν τις εξαιρέσεις της και τη δυνατότητά τους να μην διατάσσουν την επιστροφή ανηλίκων, που κρατούνται παράνομα, μονάχα σε εξαιρετικές περιστάσεις και ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης εξαιρετικά αυστηρά, όπως, δηλαδή, σκόπευσαν και οι συντάκτες της. Εξάλλου, η αναιτιολόγητη και εσφαλμένη αποδοχή της ύπαρξης της εξαίρεσης του άρθρου 13 περ. β’ συνιστά και παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της οικογενειακής ζωής.

            Στη χώρα μας, όμως, υπάρχει συστημικό πρόβλημα πλημμελούς εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Συγκεκριμένα, γίνεται εσφαλμένα και υπερβολικά συχνά δεκτή η  ένσταση των γονέων-απαγωγέων περί της συνδρομής της εξαίρεσης του άρθρου 13 περ. β΄ της εν λόγω Σύμβασης.  Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται από τη μη τήρηση και δημοσίευση στατιστικών στοιχείων για τη δικαστική έκβαση αυτού του είδους των υποθέσεων.

            Για του λόγου το αληθές κατέθεσα για λογαριασμό εντολέα μας στις 24-10-2022 την με αριθμό πρωτοκόλλου 8930 αίτησή προς τον κ. Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να μας χορηγηθούν ανωνυμοποιημένα στατιστικά στοιχεία για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980 από το Πρωτοδικείο Αθηνών. Αίτηση με παρόμοιο περιεχόμενο κατέθεσα στις 24-10-2022 και  με αριθμό πρωτοκόλλου 52958/25-10-2022 προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

            Από το μεν Πρωτοδικείο Αθηνών λάβαμε την απάντηση «Απορρίπτει ελλείψει τήρησης στατιστικών στοιχείων»  από το δε Υπουργείο Δικαιοσύνης λάβαμε την εξής απάντηση: «Σας γνωρίζουμε ότι η από 24.10.2022 αίτησή σας προωθήθηκε από την Υπηρεσία μας στο Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω αρμοδιότητας. Μόλις λάβουμε την απάντηση του Πρωτοδικείου, θα σας ενημερώσουμε σχετικά.»

            Οι παραπάνω απαντήσεις τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό πως στη χώρα μας υπάρχει συστημικό πρόβλημα πλημμελούς εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης του 1980, αφού η έλλειψη διαφάνειας μέσω της δημοσίευσης στατιστικών στοιχείων δεν επιτρέπει τον ουσιαστικό έλεγχο για το αν η χώρα μας συμβαδίζει με τη νομολογία των λοιπών συμβαλλομένων στην ανωτέρω Σύμβαση κρατών.

Αθήνα, 21-11-2022

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Άλλα άρθρα του γραφείου μας για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980:

Η σύμβαση της Χάγης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών

Η αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980  

Αυθαίρετη δόμηση και ποινικές κυρώσεις

Ως γνωστόν οι αυθαίρετες κατασκευές που πραγματοποιούνται μετά την 28η Ιουλίου 2011 κατεδαφίζονται υποχρεωτικά και επιβάλλονται πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτων, καθώς και ποινικές κυρώσεις.

Είναι, όμως, σε κάθε περίπτωση δυνατόν να εκδοθεί «άδεια νομιμοποίησης», όπως ονομάζεται η οικοδομική άδεια ή η έγκριση εργασιών μικρής κλίμακας, που εκδίδεται, μετά την εκτέλεση εργασιών προκειμένου να νομιμοποιηθούν αυτές, εφόσον είναι σύμφωνες είτε με τις ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της άδειας νομιμοποίησης διατάξεις, είτε με αυτές που ίσχυαν, κατά τον χρόνο εκτέλεσής αυτών.

Σε περίπτωση, δηλαδή, αυθαίρετης κατασκευής, που τηρεί τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις ή αυτές που ίσχυαν κατά το χρόνο κατασκευής της, αυτή είναι δυνατόν να νομιμοποιηθεί ύστερα από έκδοση της άδειας δόμησης είτε μετά από την έκδοση έγκρισης εργασιών μικρής κλίμακας. Μετά την έκδοση της παραπάνω οικοδομικής άδειας, η κατασκευή παύει να είναι αυθαίρετη και κατεδαφιστέα.

Για την τύχη των διοικητικών κυρώσεων στην παραπάνω περίπτωση ισχύουν όσα αναλύονται στο άρθρο 94 του Νόμου 4495/2017.

Εξάλλου, οι αιτήσεις για την έγκριση εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας υποβάλλονται ηλεκτρονικά με ευθύνη του υποβάλλοντος μηχανικού και η έγκριση εκδίδεται αυτόματα, αμέσως μετά την ηλεκτρονική υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών, μελετών και στοιχείων.

Start-up Enterprise: The Legal Guide (έντυπη έκδοση)

Ένας νομικός οδηγός για τις start-up σε απλή γλώσσα

 

Σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα E.E., οι Δικηγόροι, Γιάννης Μπιλιάνης  και Κωνσταντίνος Πικραμένος παρουσιάζουν το βιβλίο με τίτλο «Start-up Enterprise: The Legal Guide». Πρόκειται για την έντυπη, εμπλουτισμένη έκδοσή του ομότιτλου e-book , το οποίο διατίθεται δωρεάν από την ιστοσελίδα του εκδότη.

Στο βιβλίο συγκεντρώνονται και αναλύονται οι βασικές νομικές έννοιες που πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του κατά την υλοποίηση μιας επιχειρηματικής ιδέας. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που απευθύνεται σε όσους σκοπεύουν να ιδρύσουν μια νέα επιχείρηση ανεξάρτητα από την εκπαίδευσή τους.

Ο αναγνώστης:

  • Θα έχει μια πολύ καλή εικόνα για τις προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει, όταν θελήσει να υλοποιήσει την επιχειρηματική ιδέα του και θα γνωρίζει πως να αναζητήσει τα απαραίτητα εργαλεία.
  • Θα μάθει το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα δραστηριοποιηθεί και θα ζητήσει χρηματοδότηση.
  • Θα γνωρίσει τους μεγαλύτερους νομικούς κινδύνους, αλλά και πως μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα για την αποτροπή τους.
  • Θα εξοικειωθεί με την έννοια της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και του εμπορικού απορρήτου, ώστε να προστατεύσει την τεχνογνωσία της επιχείρησής του.

Το βιβλίο προλογίζει ο κ. Χρίστος Δήμας, Υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων αρμόδιος για την Έρευνα και την Καινοτομία, ο οποίος τονίζει πως τα τελευταία δύο χρόνια, η Πολιτεία, μέσα από μια σειρά συστηματικών πρωτοβουλιών έχει συμβάλει ενεργά προς την ανάδειξη και ενεργό υποστήριξη του οικοσυστήματος καινοτομίας και επιχειρηματικότητας.

«Με την καθοδήγηση του παρόντος εγχειριδίου, ο σύγχρονος επιχειρηματίας-startupper είναι επαρκώς εφοδιασμένος με τα απαραίτητα «νομικά εργαλεία», γνώσεις και κατευθύνσεις που τον βοηθούν στην πραγματοποίηση και ανάπτυξη της επιχειρηματικής του ιδέας σε ένα πλαίσιο νομικής ασφάλειας.»

Οι συγγραφείς είχαν, ήδη, την ευκαιρία να παρουσιάσουν στους φοιτητές του Μητροπολιτικού Κολλεγίου ένα workshop για την ίδρυση και λειτουργία μιας start-up, ενώ ετοιμάζουν και άλλες συναφείς εκδηλώσεις και συνεργασίες.

Σε συνεργασία με τον Φάρο Τυφλών της Ελλάδος το βιβλίο «Start-up Enterprise: The Legal Guide» είναι πλέον διαθέσιμο σε γραφή Braille.

Κατεβάστε δωρεάν το e-book πατώντας εδώ.

Νομικό σκεπτικό αποφάσεως ισόχρονης συνεπιμέλειας

Απόσπασμα από την υπ’ αριθμ. 895/2021 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σχετικά με τη νομική βάση και το διατακτικό των δικαστικών αποφάσεων ισόχρονης συνεπιμέλειας:

Σύμφωνα με τα άρθρα 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, με τα άρθρα 7, 5, 6, 8 και 10 Ν. 4800/2021, ΦΕΚ A` 81,τα οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 30 του αυτού νόμου, ισχύουν από τις 16.9.2021, και εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αμετάκλητη δικαστική απόφαση:

Άρθρο 1510: « Γονική μέριμνα: Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (Γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του».

1511 ΑΚ: « Άσκηση – ανάθεση γονικής μέριμνας κατά το συμφέρον του τέκνου: 1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. 2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας».

1512 ΑΚ: «Σε περίπτωση διαφωνίας: Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο».

1513: «Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου – διάσταση των συζύγων: Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα».

1514: «Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας: 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για στην άσκηση της γονικής μέριμνας».

1518: « Επιμέλεια του προσώπου: Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου. Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. Γι` αυτόν τον σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το σχολείο και αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών ή δημοσίων οργανισμών. Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει».

Από τις ως άνω διατάξεις, μετά την τροποποίησή τους, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4800/2021, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να μεταβάλει το ισχύον μέχρι τώρα δίκαιο στο κεφάλαιο της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο παιδοκεντρικός πυρήνας του. Επομένως, πάντα παραμένει στο επίκεντρο η προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου (άρθρο 1511 ΑΚ). Όμως, μετά την ως άνω μεταβολή, ενώ προγενέστερα προκρινόταν η αποκλειστική επιμέλεια, προκρίνεται πλέον η συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, μόνο, δε, όταν προκύπτει ότι αυτή θα αποβεί εις βάρος του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα, με απόφαση που θα αιτιολογεί την ως άνω παρέκκλιση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει την ανάθεση στον ένα γονέα ο τίτλος του άρθρου 1514 ΑΚ.

(…)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

(…)

ΟΡΙΖΕΙ ότι τα ανωτέρω τέκνα θα διαμένουν ανά μια εβδομάδα (εναλλάξ) στην οικία κάθε γονέα, ήτοι την μια εβδομάδα στην οικία του πατέρα και μια εβδομάδα στην οικία της μητέρας. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει τα τέκνα από την οικία της μητέρας την Παρασκευή το απόγευμα, ώρα 18:00`, αρχής γενομένης από την πρώτη Παρασκευή μετά την επίδοση της παρούσας, απ’ οποιονδήποτε από τους διαδίκους, και θα τα παραδίδει στην οικία της μητέρας την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα ώρα 18:00`. Επίσης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μια εβδομάδα θα διαμένουν με τον πατέρα τους και μια εβδομάδα με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε στη γιορτή των Χριστουγέννων να είναι με τον ένα γονέα και στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς με τον άλλο γονέα, την επόμενη, δε, χρονιά θα συμβαίνει το αντίστροφο, ενώ το Πάσχα, τη μια εβδομάδα θα είναι την Κυριακή του Πάσχα με τον ένα γονέα και την άλλη χρονιά με τον άλλο γονέα. Το καλοκαίρι, δε, θα διαμένουν 15 μέρες συνεχόμενες του Ιούλιο και 15 ημέρες συνεχόμενες τον Αύγουστο με τον πατέρα τους και 15 μέρες συνεχόμενες με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε τη μια χρόνια τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου να διαμένουν με τον πατέρα τους και την επόμενη χρονιά με τη μητέρα τους.

Αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης προς εξασφάλιση απαίτησης από συμμετοχή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό

Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 135/2022 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) στην οποία παραστάθηκε για λογαριασμό του γραφείο μας ο Δικηγόρος Μιχαήλ Πικραμένος. Η εν λόγω απόφαση αφορά σε αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση απαίτησης από συμμετοχή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Κατά το ενδιαφέρον της μέρος η απόφαση έχει ως εξής:

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. δ` περ. α` ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ`ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού, είναι η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ` ιδίαν δικαιούχοι, η χρηματική δε κατάθεση που γίνεται στον ανω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ίδιου του αναλαμβάνοντος δικαίου. Αν αναληφθεί, έξαλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρο, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης.

Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 Α.Κ., που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα.

Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, το βάρος απόδειξης της οποίας έχει αυτός που την επικαλείται, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος.

Αναφορικά δε με τις σχέσεις μεταξύ των πολλών συνδικαιούχων του λογαριασμού, αυτές διέπονται από την εσωτερική μεταξύ τους σχέση που τους συνδέει, η οποία μπορεί να είναι εντολή, δάνειο, κ.λπ. ή και χαριστική, όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση.

(…)

Η σύνταξη του αιτούντος κατατίθεται, από τον ασφαλιστικό του φορέα, στον υπ` αριθμ. ………….τραπεζικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα «……….Α.Ε.», στον οποίο έχει προσθέσει αυτός ως συνδικαιούχους την καθ`ης η αίτηση και την κόρη τους …………, για να μπορούν αυτοί, σε περίπτωση κινητικού του προβλήματος ή εν γένει ασθένειας του, να κάνουν αναλήψεις μετρητών χωρίς την παρουσία του, πάντοτε όμως με τη συγκατάθεσή του. Στις 21.12.2020, ο αιτών είχε μεταφέρει στο λογαριασμό αυτόν ποσό ύψους 15.000,00 ευρώ από έτερο λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα και προστιθεμένων των μηνιαίων καταθέσεων του ποσού της σύνταξής του από τον ασφαλιστικό του φορέα, το υπόλοιπο του εν λόγω υπ` αριθμ. ………….. τραπεζικού λογαριασμού του, στις αρχές Νοεμβρίου του 2021, ανερχόταν σε 19.636,64 ευρώ.

Από τις αρχές του 2021, εντάθηκαν οι διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων για τη διαχείριση των οικονομικών τους και εξελίχθηκαν σε σοβαρούς διαπληκτισμούς και χειροδικίες, που είχαν ως αποκορύφωμα την ενέργεια της καθ` ης να προβεί στις 15.11.2021 σε ανάληψη του συνολικού υπολοίπου του εν λόγω λογαριασμού. Ειδικότερα, κατά την ημέρα εκείνη, η καθ` ης χρησιμοποιώντας την υπηρεσία web banking, όπου είχε προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης, προέβη σε μεταφορά του συνολικού υπολοίπου των 19.636,64 ευρώ από τον ανωτέρω συνταξιοδοτικό λογαριασμό του αιτούντος σε δικό της λογαριασμό στην ίδια τράπεζα (« ……….Α.Ε.»), που έφερε τον αριθμό ………… με μόνο συνδικαιούχο τον υιό τους

(…)

Επομένως, η ενέργεια αυτή της καθ` ης, να μεταφέρει χρήματα από το λογαριασμό αυτό σε δικό της λογαριασμό, έγινε εντελώς αυθαίρετα και με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης προσωπικών κεφαλαίων του αιτούντος, πιθανολογήθηκε δε ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό των 19.636,34 ευρώ είναι απολύτως αναγκαίο για την βιοποριστική του συντήρηση και την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του (με ιατρικές επεμβάσεις, νοσοκομειακή περίθαλψη, φαρμακευτική αγωγή κ.ο.κ.) εν όψει και του προχωρημένου της ηλικίας του. Η δε επισφαλής περιουσιακή κατάσταση της καθ` ης (ελαττωμένη περιουσία), δημιουργεί κίνδυνο για την ικανοποίηση των αξιώσεων του, καθόσον δεν αποκλείεται απώλεια του αναληφθέντος ποσού, με επακόλουθο τη ματαίωση της ικανοποίησής τους.

Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος για τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης μέχρι του ποσού των 19.636,64 ευρώ, για να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτηση.