Η οικονομική κακοποίηση

Η βία που ασκείται εντός της οικογένειας δεν περιορίζεται, ως γνωστόν, στην φυσική επίθεση (σωματική και σεξουαλική κακοποίηση), αλλά περιλαμβάνει και συμπεριφορές, όπως είναι η ψυχολογική/συναισθηματική βία και η οικονομική αποστέρηση. Η οικονομική αποστέρηση είναι μια μορφή ελέγχου, η οποία έχει ως σκοπό να παγιδεύσει το πρόσωπο που την υφίσταται σε μια σχέση κακοποίησης. Πρόκειται δηλαδή για μία εξαιρετικά αποτελεσματική μορφή ελέγχου, αφού επιτυγχάνει την αποδυνάμωση και την απομόνωση του θύματος της κακοποίησης, το οποίο αισθάνεται πως στερείται κάθε ευκαιρίας διαφυγής.

Η οικονομική αποστέρηση χρησιμοποιείται αρκετά συχνά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες ασχολούνται με τα οικιακά και δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα της κακοποίησης αναγκάζεται είτε να παρακαλά προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα χρήματα για την κάλυψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών είτε να ζει με τον φόβο ότι αναστατώνοντας τον θύτη της κακοποίησης, θα μειώσει την ικανότητα του να εργάζεται και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημα.

Θύματα οικονομικής αποστέρησης, όμως, είναι συχνά και πρόσωπα, τα οποία εργάζονται και έχουν ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές ο θύτης της κακοποίησης τους στερεί πρωταρχικά την ικανότητα διαχείρισης των χρημάτων αυτών, όπως και των οικογενειακών εισοδημάτων. Έτσι το θύμα της κακοποίησης αδυνατεί να λαμβάνει αποφάσεις ως ελεύθερο και ενήλικο άτομο και αναγκάζεται να καταφεύγεις σε παζαρέματα, κολακείες και ατέρμονες συζητήσεις ακόμα και για τις πλέον στοιχειώδεις οικονομικές αποφάσεις.

Επιπλέον, επειδή οι οικογενειακές αποταμιεύσεις βρίσκονται υπό τον έλεγχο του προσώπου, που ασκεί την κακοποίηση, το θύμα της κακοποίησης έχει συχνά μεγάλες πρακτικές δυσκολίες στην εξεύρεση διεξόδου. Ειδικά, μάλιστα, όταν υπάρχουν και ανήλικα τεκνά, ο φόβος πως ένα διαζύγιο θα μειώσει το βιοτικό τους επίπεδο είναι συχνά καθηλωτικός.

Δυστυχώς τα παραπάνω φαινόμενα έχουν μεγάλη έκταση στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και πρέπει να τονιστεί ότι αφορούν και οικογένειες, που στον κοινό νου χαρακτηρίζονται ως υπεράνω υποψίας. Έτσι δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο ο ένας εκ των δύο συζύγων, ο οποίος είναι και θύτης σωματικής και ψυχολογικής βίας, να μην εκπληρώνει τις συζυγικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, κατορθώνοντας να αποταμιεύσει σημαντικά ποσά, τα οποία τοκίζονται και πολλαπλασιάζονται.

Τα ποσά αυτά, τα οποία προέρχονται από τις κοινές οικογενειακές οικονομίες, τοποθετούνται στην συνέχεια στο τραπεζικό σύστημα προς το συμφέρον τάχα της οικογένειας και με σκοπό την φροντίδα των τέκνων, αλλά και των ίδιων των συζύγων. Μόλις, όμως, το θύμα της κακοποίησης , ξεκινά τις προσπάθειές του να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή, ο θύτης οικειοποιείται όλες τις οικογενειακές αποταμιεύσεις, επιδιώκοντας να εξοντώσει οικονομικά το θύμα του, να το αναγκάσει να επιστρέψει κοντά του και να το εκδικηθεί για την απόφασή του. Το σχέδιό αυτό, μάλιστα, συχνά το έχει έντεχνα προετοιμάσει, φροντίζοντας να αδειάσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, όλους τους κοινούς οικογενειακούς λογαριασμούς και να τοποθετήσει όλες τις οικογενειακές οικονομίες σε λογαριασμούς, που ελέγχονται αποκλειστικά από εκείνον.

Η αντιμετώπιση κάθε φαινομένου κακοποίησης απαιτεί την δράση ευαισθητοποιημένων και κατάλληλα ενημερωμένων δημοσίων λειτουργών και επαγγελματιών. Ως προς ορισμένες πτυχές της νομικής αντιμετώπισης της οικονομικής κακοποίησης ακολουθούν σύντομα ορισμένες παρατηρήσεις:

Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα:

Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται, ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται, ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις πάγιες παραδοχές της νομολογίας του Αρείου Πάγου, αλλά και την αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής του νόμου 1329/1983:

Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει αναγκαίως: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση ή ακύρωση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων που απαιτείται να είναι συμπληρωμένη, γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου και δ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος.

Η απαίτηση εκάστου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, στα περιουσιακά, δηλαδή, στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλον κατά τη διάρκεια του γάμου, είναι κατ’ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ. ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται, όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις.  Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου γενέσεως της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γενέσεως της αξιώσεως (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.

Ο εναγόμενος δε, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας συμβολής, που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, μονάχα αν επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση.

Η συμβολή του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει, είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ). Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, όταν οι υπηρεσίες αυτές, των οποίων προσδιορίζεται το είδος και η αξία, είναι περισσότερες από αυτές, που επιβάλει η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (Α.Π.287/2011, 625/2011).

Στην πράξη εμφανίζονται συχνά δυσκολίες σχετικές με τον ακριβή προσδιορισμό της περιουσίας του εναγομένου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος. Ειδικότερα η αποτίμηση της αξίας των οικιακών εργασιών, της ιδιοκατοίκησης και της παροχής άλλου είδους υπηρεσιών και διευκολύνσεων απαιτεί ειδίκευση και εμπειρία.

Αγωγή για την απόδοση των αναληφθέντων από κοινό λογαριασμό

Σύμφωνα με την νομολογία από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ν.δ. 118/1973, προκύπτει ότι χρηματική κατάθεση σε κοινό ανοικτό λογαριασμό τράπεζας στο όνομα δύο ή περισσοτέρων είναι εκείνη που περιέχει τον όρο, ότι μπορεί να γίνει χρήση, δηλαδή ανάληψη από τον κοινό αυτό λογαριασμό, από έναν ή περισσότερους από εκείνους στο όνομα των οποίων έγινε η κατάθεση, γιατί βάση της καταθέσεως αυτής η κυριότητα περιέρχεται μεν στην Τράπεζα, σύμφωνα με τα άρθρα 806 και 830 του ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ. της 17-7-/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών» (Ολ.ΑΠ 1092/1991), αλλά καθένας από εκείνους, στο όνομα των οποίων έγινε η κατάθεση, δικαιούται κατ’ αρχήν να απαιτήσει και να αναλάβει εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπρόσωπος άλλου, κατ’ άρθρο 211 ΑΚ, το σύνολο ή μέρος της καταθέσεως, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, οπότε γίνεται κύριος των αναληφθέντων χρημάτων και είναι αδιάφορο σε ποιον πράγματι από τους καταθέτες ανήκαν τα χρήματα, όπως αδιάφορη είναι και η μεταξύ των καταθετών σχέση που οδήγησε σε κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, η οποία μόνο ενοχικές αξιώσεις μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος εκείνου από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού που προέβη στην ανάληψη των χρημάτων. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490, 491 και 493 του ΑΚ προκύπτει, ότι κατά του αναλαβόντος τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό ο μη αναλαβών έχει αξίωση, λόγω της δημιουργούμενης ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής, ποσού ίσου προς το ήμισυ της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα εφ’ ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 713, 719, 977 εδ. α’, 211 και 1034 του ΑΚ συνάγεται, ότι παράδοση της νομής, για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος, συντελείται και με την προαντιφώνηση της νομής του, όταν στα πλαίσια συμβάσεως εντολής ο εντολοδόχος, ως αντιπρόσωπος του εντολέα του για ενέργεια νομικών πράξεων διαχειρίσεως της περιουσίας του τελευταίου, αποκτά από κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους τα κατατεθέντα χρήματα, εξ ιδίου μεν δικαίου όσον αφορά τη σχέση με τη θεματοφύλακα τράπεζα, αλλά δυνάμει της έννομης σχέσης εντολής γεννάται αμέσως υποχρέωσή του να παραδώσει την με αντιφώνηση νομής κατοχή των χρημάτων από τον ίδιο προς τον αντιπροσωπευόμενο αληθινό νομέα και κύριο τούτων.

Εν προκειμένω η μεγαλύτερη πρακτική δυσκολία έγκειται στην επιτηδειότητα ορισμένων θυτών κακοποίησης, οι οποίοι χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διάφορα τεχνάσματα προκείμενου να συγκαλύψουν τα ίχνη τους. Ως παράδειγμα αναφέρεται το άνοιγμα πολλών διαφορετικών λογαριασμών, το ξαφνικό τους κλείσιμο και το άνοιγμα νέων στη θέση τους με μηδενικό υπόλοιπο, η χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων για το άνοιγμα και το κλείσιμο προθεσμιακών καταθέσεων και η χρήση άλλων συγγενών ως παρένθετων προσώπων ή συνδικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί σύγχυση στο θύμα, αλλά και στον νομικό του παραστάτη, που δεν διαθέτει σχετική εμπειρία.