Ειδικά ζητήματα σχετικά με τους αλληλεγγύως υπεύθυνους

Το ΣτΕ σε σειρά αποφάσεων του τα τελευταία χρόνια έχει εξετάσει διάφορα ειδικά ζητήματα σχετικά με την αλληλέγγυα ευθύνη.  Μεταξύ άλλων:

Δικονομική θέση ομορρύθμων εταίρων λυθείσας εταιρίας

Με την ΣτΕ 1728/2023 κρίθηκαν τα εξής:

Επειδή, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται καταρχάς ότι στην περίπτωση λύσεως προσωπικής εταιρίας, οι καταλογιστικές των φόρων πράξεις νομίμως εκδίδονται στο όνομα της λυθείσας εταιρίας, εφόσον οι πράξεις αφορούν φορολογικές οφειλές ή παραβάσεις που ανάγονται σε διαχειριστικές περιόδους, κατά τις οποίες υφίστατο ακόμη η εταιρία ή δεν είχε περατωθεί το στάδιο της εκκαθαρίσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου (β.δ. της 19.4/1.5.1835), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο [προ της καταργήσεως του άρθρου αυτού με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 294 του ν. 4072/2012 (Α΄ 86/11.4.2012), βλ. ήδη άρθρο 249 επ. του νόμου αυτού], η ευθύνη των ομορρύθμων εταίρων για τα χρέη της ομόρρυθμου εταιρίας είναι απεριόριστη και εις ολόκληρον.

Εξάλλου, εν αντιθέσει με τον προϊσχύοντα Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (π.δ. 331/1985, Α΄ 116), ο οποίος προέβλεπε ότι δικαίωμα προσφυγής έχει «εκείνος που βαρύνεται άμεσα από την πράξη» ή «εκείνος στον οποίο παρέχεται ειδικά το δικαίωμα αυτό από τον ουσιαστικό νόμο» (άρθρο 74 παρ. 1), ο Κ.Δ.Δ., οι διατάξεις του οποίου τυγχάνουν, εν προκειμένω, εφαρμογής, ορίζοντας στο άρθρο 64 παρ. 1 περ. α΄ ότι προσφυγή μπορεί, μεταξύ άλλων, να ασκήσει όποιος «έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον» ταυτίζει την ενεργητική νομιμοποίηση με το έννομο συμφέρον, αποσυνδέοντάς την από την ύπαρξη ιδίας φορολογικής υποχρέωσης του προσφεύγοντος (πρβλ. ΣτΕ 1316/2012 επταμ.). Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι κατά πράξεως, η οποία έχει εκδοθεί στο όνομα λυθείσας ομόρρυθμης εταιρίας και έχει κοινοποιηθεί στους κατά τον χρόνο λύσεως της εταιρίας ομορρύθμους εταίρους, νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου της έδρας της εταιρίας και οι ομόρρυθμοι εταίροι. Μπορούν δε να ασκήσουν την προσφυγή, είτε όλοι μαζί, είτε ορισμένοι από αυτούς, είτε και ο καθένας χωριστά, και να ζητήσουν την ακύρωση ή τροποποίηση της καταλογιστικής πράξεως κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία (…)

Ευθύνη προσωρινής διοίκησης ορισμένης με δικαστική απόφαση κατά το άρθρο 69 του Α.Κ.

Με την ΣτΕ 753/2021 κρίθηκαν τα εξής:

Ως εκ της περιορισμένης κατά τα ανωτέρω έκτασης της ευθύνης των διοικούντων Α.Ε. που καθιερώνει η παρ. 3 του άρθρου 115 του Κ.Φ.Ε., η διάταξη αυτή, κατά την έννοιά της, εν όψει και του σκοπού της, που συνίσταται στη διασφάλιση της τακτικής και έγκαιρης είσπραξης των παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων, καταλαμβάνει όλα τα πρόσωπα που κατά τον κρίσιμο χρόνο λειτουργίας της εταιρείας την διοικούν, ακόμη και εάν πρόκειται για μέλη προσωρινής διοικήσεως διορισθείσας δικαστικώς βάσει του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα.

Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωρινότητας του διορισμού τους και της περιορισμένης, κατά κανόνα, εξουσίας τους, όπως αυτή οριοθετείται με την απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, αποκλείουν την υποχρέωση και, συνακόλουθα, την ευθύνη τους για την καταβολή των φορολογικών οφειλών της Α.Ε. από παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, εφόσον οι σχετικές αξιώσεις του Δημοσίου γεννώνται, μετά την 1.12.1998, κατά το χρονικό διάστημα της θητείας τους, δοθέντος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στις εξουσίες της προσωρινής διοίκησης περιλαμβάνεται, ως υπόθεση επείγουσας φύσεως, που δεν μπορεί να αναβληθεί, η εκπλήρωση τυχόν ανακυπτουσών κατά το χρονικό διάστημα της θητείας της φορολογικών υποχρεώσεων της Α.Ε.

Ευθύνη ασκούντος στην Ελλάδα την διοίκηση εταιρίας με έδρα σε κράτος που δεν έχει υπογράψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής σε φορολογικά θέματα

Από την περίληψη που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα adjustice.gr για την όλως πρόσφατη υπ’ αριθμ. 1355/2025 απόφαση προκύπτουν τα εξής:

Σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 2 Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος ν. 2238/1994, σε συνδυασμό με το άρθρο 101 του ίδιου Κώδικα, καθώς και προς τις αρχές του ρεαλισμού του φορολογικού δικαίου και της φορολογικής διαφάνειας, προκειμένου περί εταιρείας η οποία συνεστήθη σε κράτος (Λιβερία) που δεν έχει υπογράψει με την Ελλάδα σύμβαση διοικητικής συνδρομής σε φορολογικά θέματα (με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη, ως προς την εν λόγω εταιρεία,  η ανταλλαγή και ελεγξιμότητα των σχετικών πληροφοριών),  και για την οποία (εταιρεία) αποδείχθηκε ότι μοναδική της δραστηριότητα στην Ελλάδα ήταν η για κάποιο χρονικό διάστημα εκμετάλλευση ορισμένου ακινήτου, ότι η νομική της προσωπικότητα στην πραγματικότητα υποχωρούσε έναντι των φυσικών προσώπων που αποτελούσαν τους πραγματικούς της ιδιοκτήτες (beneficial owners), ότι τελικά διέκοψε κάθε δραστηριότητα στην Ελλάδα (μεταβίβαση του πιο πάνω ακινήτου, μη ύπαρξη καν γραφείου), και ότι, κατά τον χρόνο της διακοπής της δραστηριότητάς της, συγκεκριμένο πρόσωπο (από τους ως άνω πραγματικούς της ιδιοκτήτες) ήταν, όπως αποδείχθηκε, ο ασκών τη διοίκησή της στην Ελλάδα, νομίμως κρίθηκε ότι το πρόσωπο αυτό, λόγω της τελευταίας αυτής σχέσης του με την εταιρεία, η οποία, υπό τα ανωτέρω ιδίως δεδομένα, είχε τον χαρακτήρα διακόψασας τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα υπεράκτιας εταιρείας, ήταν αλληλεγγύως υπεύθυνο, κατά τις ως άνω διατάξεις, για ταμειακώς βεβαιωθέντα χρέη της από φόρους εισοδήματος και σχετικές προσαυξήσεις.

Τα ένδικα βοηθήματα του αλληλεγγύως υπευθύνου υπό το ισχύον νομικό καθεστώς

Α. Προσφυγή

Όπως έχουμε αναφέρει, ο αλληλεγγύως υπεύθυνος δύναται να ασκήσει έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεσή του το τελευταίο.

Πλέον λοιπόν, είναι απολύτως σαφές ότι ο αλληλεγγύως υπεύθυνος μπορεί να ασκήσει φορολογική προσφυγή. Η δυνατότητα αυτή όμως, αμφισβητούνταν κατά τον χρόνο εισαγωγής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013) και μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος από την ΣτΕ 498/2020, η οποία δέχτηκε τα εξής:

«Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Δ. παρέχεται στους προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμον ευθυνόμενους για την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων νομικών προσώπων ή οντοτήτων -μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διευθύνοντες σύμβουλοι ανωνύμων εταιρειών- η δυνατότητα ασκήσεως όλων των έναντι της φορολογικής διοικήσεως διαδικαστικού χαρακτήρα δικαιωμάτων που παρέχονται εκ του νόμου στα ίδια τα νομικά πρόσωπα. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνεται και η κατ` άρθρο 63 του Κ.Φ.Δ. ενδικοφανής προσφυγή, η άσκηση της οποίας αποτελεί προϋπόθεση παραδεκτού της εν συνεχεία ασκούμενης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων προσφυγής. Δεδομένου, εξάλλου, ότι από το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της σιωπηρής ή ρητής απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής ο νόμος δεν προβλέπει καμία εξαίρεση (βλ. παρ. 8 του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ.), οι προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενοι για τις φορολογικές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου -οι οποίοι, άλλωστε, πρέπει να μνημονεύονται στην καταλογιστική του φόρου πράξη (βλ. άρθρο 37 περ. θ΄ του Κ.Φ.Δ.)- νομιμοποιούνται, υπό την ιδιότητά τους αυτή, να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόρριψης της ενδικοφανούς τους προσφυγής, με την οποία, κατ` ενάσκηση δυνατότητας παρεχόμενης εκ του νόμου, εστράφησαν κατά της εκδοθείσης σε βάρος του νομικού προσώπου καταλογιστικής πράξης της φορολογικής αρχής. Η δυνατότητα δικαστικής αμφισβήτησης της νομιμότητας της απορρίψεως της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελεί, κατά τούτο, αναγκαίο συμπλήρωμα του αντίστοιχου διαδικαστικού δικαιώματος που παρέχεται στους προσωπικώς και αλληλεγγύως ευθυνόμενους, οι οποίοι, λόγω της συμμετοχής τους στη διοικητική διαδικασία που προηγείται της οριστικοποίησης της φορολογικής οφειλής του νομικού προσώπου, νομιμοποιούνται ενεργητικώς για την άσκηση προσφυγής κατά της πράξης, με την οποία περατώνεται η προβλεπόμενη εκ του νόμου ενδικοφανής διαδικασία. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, η οποία θα απέκλειε τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής για την παραπάνω κατηγορία προσώπων, ανεξαρτήτως του ότι δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο, θα είχε ως συνέπεια να παραμένει ημιτελής και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου η παρεχόμενη από το άρθρο 50 παρ. 7 του Κ.Φ.Δ. δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής…»

Β. Πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του νομικού προσώπου

Πριν από την δημοσίευση της ΣτΕ 498/2020 είχε γίνει δεκτό ότι ο αλληλεγγύως υπεύθυνος δικαιούται να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του νομικού προσώπου (κατ’ άρθρο 113 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.), εάν το τελευταίο ασκήσει προσφυγή. Η δυνατότητα αυτή δεν έχει παύσει, αλλά η πρακτική της σημασία είναι περιορισμένη.

Γ. Ανακοπή

Ο αλληλεγγύως υπεύθυνος δικαιούται να ασκήσει ανακοπή κατά των πράξεων της διοικητικής εκτέλεσης. Σε αντίθεση όμως, με τα όσα γίνονταν στο προηγούμενο νομικό καθεστώς δεν δικαιούται να προβάλει λόγους κατά της φορολογικής οφειλής ή της αλληλέγγυας ευθύνης του, αφού πλέον, τους παραπάνω λόγους μπορεί και οφείλει να τους προβάλει με την προσφυγή του.

Τι λόγους μπορούν να προβάλουν οι αλληλεγγύως υπεύθυνοι στην προσφυγή τους;

Σχετικά με τους λόγους που μπορούν να προβάλουν οι αλληλεγγύως υπεύθυνοι στην προσφυγή τους είναι κρίσιμες οι παραδοχές τις ΣτΕ 2816/2020:

«Επειδή, η, κατά τα ανωτέρω, αναγνώριση της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής από τους εντεταλμένους στη διοίκηση νομικών προσώπων και οντοτήτων θα παρέμενε άνευ ουσιαστικού περιεχομένου, εάν δεν παρεχόταν στα πρόσωπα αυτά η δυνατότητα προβολής λόγων, με τους οποίους να αμφισβητείται η συνδρομή των κατά νόμον προϋποθέσεων γένεσης της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης τους. Παραδεκτώς, ως εκ τούτου, προβάλλονται τέτοιοι λόγοι με την προσφυγή που τα πρόσωπα αυτά ασκούν κατά της απόρριψης της στρεφόμενης κατά των πράξεων της φορολογικής αρχής ενδικοφανούς προσφυγής τους. Πέραν των λόγων αυτών, με την προσφυγή μπορούν να προβληθούν και λόγοι, αναγόμενοι στη νομιμότητα της οικείας καταλογιστικής πράξης ή της εν γένει φορολογικής οφειλής του κυρίως υπόχρεου νομικού προσώπου, όπως είναι κατ’ εξοχήν οι λόγοι περί παραγραφής των σχετικών φορολογικών αξιώσεων. Και τούτο, διότι, άλλως, η παροχή της δυνατότητας ασκήσεως προσφυγής θα είχε ως συνέπεια τον, άνευ λόγου, περιορισμό των αιτιάσεων που, υπό το προγενέστερο του Κ.Φ.Δ. καθεστώς, μπορούσαν να προβληθούν από τους αλληλεγγύως υπόχρεους κατά του νόμιμου τίτλου (πράξης προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμου), με την ανακοπή που ασκούσαν κατά των πράξεων διοικητικής εκτέλεσης που εκδίδονταν σε βάρος τους.»

(…)

Σε αμφότερες, εξάλλου, τις περιπτώσεις, «οι αλληλεγγύως ευθυνόμενοι έχουν προσωπικό και άμεσο έννομο συμφέρον προβολής των συγκεκριμένων κατηγοριών λόγων, δεδομένου ότι τόσο στην περίπτωση αμφισβήτησης της συνδρομής των προϋποθέσεων της αλληλέγγυας ευθύνης, όσο και στην περίπτωση που αμφισβητείται η νομιμότητα του επιβληθέντος στο νομικό πρόσωπο φορολογικού βάρους τυχόν αποδοχή της προσφυγής έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμον ευθυνόμενου προσώπου από την πρόσθετη εγγυητικού χαρακτήρα ευθύνη του για την πληρωμή των βεβαιωθέντων σε βάρος του νομικού προσώπου φορολογικών οφειλών.»

(…)

«Απαράδεκτο προβολής των τελευταίων αυτών λόγων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε κατ’ επίκληση της ανάγκης αποτροπής του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, καθόσον ο κίνδυνος αυτός -ο οποίος, άλλωστε, περιορίζεται σημαντικά μέσω της χρήσης του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για τη Διοικητική Δικαιοσύνη (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ. – Δ.Δ.)- αντιμετωπίζεται επαρκώς με την ενεργοποίηση της απορρέουσας εκ του καθήκοντος επιμελούς και καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης υποχρέωσης των διαδίκων, και, ιδίως, της φορολογικής διοικήσεως για ενημέρωση του δικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου για τις εκκρεμείς ενώπιον άλλων δικαστηρίων συναφείς υποθέσεις, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων της διοικητικής δικονομίας (άρθρο 197 του Κ.Δ.Δ.), από τις οποίες συνάγεται ότι η ανέκκλητη απόφαση που δημοσιεύεται πρώτη ή η απόφαση που καθίσταται το πρώτον τελεσίδικη δεσμεύει, ως προς το κριθέν ζήτημα της νομιμότητας της φορολογικής οφειλής ή της καταλογιστικής του φόρου πράξης, το διοικητικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται, εν συνεχεία, της προσφυγής του νομικού προσώπου. Στην αντίστροφη, εξάλλου, περίπτωση, ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων αποτρέπεται με την εφαρμογή της παραγράφου 3 του άρθρου 197 του Κ.Δ.Δ., στην οποία ορίζεται ότι το, κατά τις λοιπές παραγράφους του αυτού άρθρου, παραχθέν από τελεσίδικες και ανέκκλητες αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων δεδικασμένο «εκτείνεται . . . και σε εκείνους από τους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να αξιωθεί η εκπλήρωση της σχετικής υποχρέωσης», κατηγορία στην οποία προδήλως υπάγονται και οι προσωπικώς και αλληλεγγύως κατά νόμον ευθυνόμενοι, με αποτέλεσμα, και στις περιπτώσεις αυτές, το μεταγενεστέρως επιληφθέν διοικητικό δικαστήριο να δεσμεύεται από το ήδη δημιουργηθέν, κατά την εκδίκαση της προσφυγής του νομικού προσώπου, δεδικασμένο ως προς το ζήτημα της νομιμότητας της φορολογικής οφειλής ή της καταλογιστικής του φόρου πράξης.»

Συνοψίζοντας, οι αλληλεγγύως υπεύθυνοι μπορούν, κατ’ επιλογή τους, να προβάλουν λόγους με τους οποίους να αμφισβητούν είτε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης τους, είτε την νομιμότητα της φορολογικής οφειλής. Εάν γίνει δεκτή η προσφυγή τους, με λόγους που αφορούν την ανυπαρξία της φορολογικής οφειλής, τότε το ακυρωτικό αποτέλεσμα λειτουργεί και υπέρ του νομικού προσώπου της εταιρίας.

Αλληλέγγυα ευθύνη και ζητήματα διαχρονικού δικαίου – ΟλΣτΕ 355/2023

Το νομικό καθεστώς της αλληλέγγυας ευθύνης είναι παλαιό και έχει τροποποιηθεί πολλαπλώς με αποτέλεσμα να ανακύπτουν ζητήματα διαχρονικού δικαίου, αλλά και σύγχυση στους φορολογούμενους.

Τα κυριότερα από αυτά τα ζητήματα μπορούμε να τα σκιαγραφήσουμε με βάση τις σκέψεις της υπ’ αριθμ. 355/2023 απόφασης της Ολομέλειας του ΣτΕ.

Ξεκινώντας λοιπόν, από το καθεστώς του παλαιού ΚΦΕ (ν. 2238/1994) επισημαίνουμε ότι ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ρύθμιζε στην παράγραφο 1 του άρθρου 115 τα ζητήματα της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων ανώνυμες εταιρείες και συνεταιρισμούς.

Εν συνεχεία, τα ζητήματα της αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων νομικά πρόσωπα ρυθμίσθηκαν στο άρθρο 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), από την έναρξη ισχύος του οποίου (1-1-2014) καταργήθηκαν οι διατάξεις του παλαιού Κ.Φ.Ε.

Ακολούθως, με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4646/2019 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 1 και 2 του ανωτέρω άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4646/2019 τροποποιήθηκαν επί το επιεικέστερον οι προϋποθέσεις γένεσης της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης για τις φορολογικές οφειλές νομικών προσώπων και ορίσθηκε ότι, πέραν της ιδιότητας των προσώπων αυτών, ως εντεταλμένων στη διοίκηση των νομικών προσώπων, πρέπει να συντρέχουν στο πρόσωπό τους σωρευτικώς οι αναφερόμενες στο άρθρο 34 του ν. 4646/2019 προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, με τις νέες ρυθμίσεις «αποκαθίσταται μια εύλογη ισορροπία ανάμεσα στην ευθύνη του πρωτοφειλέτη νομικού προσώπου/νομικής οντότητας και στην αλληλέγγυα ευθύνη των ασκούντων πραγματική διοίκηση για την εξόφληση των υποχρεώσεων του πρώτου προς το Δημόσιο» και «η αλληλέγγυα ευθύνη περιορίζεται στα πρόσωπα που πράγματι άσκησαν διοίκηση και ως εκ τούτου είχαν τη δυνατότητα να ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό του νομικού προσώπου/οντότητας, δηλαδή ήταν εξουσιοδοτημένα να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που βάρυναν το τελευταίο, συμπεριλαμβανομένης και της εξόφλησης του φόρου εισοδήματος του παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, του ΦΠΑ και του ΕΝΦΙΑ».

Εξάλλου, με τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 29 του άρθρου 66 του ν. 4646/2019 επεκτάθηκε η εφαρμογή των νεωτέρων ευμενέστερων ρυθμίσεων και στις περιπτώσεις των οφειλών οι οποίες είχαν βεβαιωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 4646/2019 (12-12-2019), καθώς και σε εκκρεμείς υποθέσεις οφειλών. Προς τούτο παρασχέθηκε στον φερόμενο ως ευθυνόμενο για την εξόφληση των ως άνω βεβαιωμένων έως 12-12-2019 οφειλών του νομικού προσώπου, προθεσμία υποβολής αιτήσεως στην φορολογική διοίκηση, με την οποία δύναται να προβάλει ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις της προσωπικής και αλληλέγγυας ευθύνης, φέροντας το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του αυτών.

Σχετικά με την διαφορά που προκαλείται από την αμφισβήτηση της απορριπτικής απόφασης ή της σιωπηρής απόρριψης της ανωτέρω αιτήσεως πρόκυψαν ερμηνευτικά ζητήματα, τα οποία επέλυσε η Ολομέλεια του ΣτΕ στην σχολιαζόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο έκρινε:

Επειδή, ενόψει του ότι το αντικείμενο της προσφυγής που παρέχεται -κατά τα ανωτέρω- στους διοικούντες νομικά πρόσωπα από την προαναφερθείσα μεταβατική διάταξη περιορίζεται στη διαπίστωση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της -κατά το στάδιο εισπράξεως και όχι βεβαιώσεως του φόρου- ευθύνης αυτών βάσει της νεώτερης ευμενέστερης ρύθμισης του άρθρου 34 του ν. 4646/2019, εφαρμοστέες, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, είναι, όσον αφορά στο αρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς δικαστήριο και το απαιτούμενο παράβολο, οι διατάξεις που ισχύουν για τις διαφορές που αναφύονται κατά την είσπραξη δημοσίων εσόδων, ήτοι το άρθρο 218 του Κ.Δ.Δ. για το αρμόδιο δικαστήριο και το άρθρο 277 παρ. 2 περ. α΄ του αυτού Κώδικα αναφορικά με το παράβολο.

Εφαρμοστέες λοιπόν, στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας περί ανακοπών.

Το ισχύον νομικό καθεστώς για την αλληλέγγυα ευθύνη των διοικούντων νομικών προσώπων

Σύμφωνα με το άρθρο 49 του ΚΦΔ (Ν. Ν 5104/2024) τα πρόσωπα που είναι εκτελεστικοί πρόεδροι, διευθυντές, γενικοί διευθυντές, διαχειριστές, διευθύνοντες σύμβουλοι, εντεταλμένοι στη διοίκηση και εκκαθαριστές των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, καθώς και τα πρόσωπα που ασκούν εν τοις πράγμασι τη διαχείριση ή διοίκηση νομικού προσώπου, ευθύνονται προσωπικά και αλληλέγγυα για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος, παρακρατούμενου φόρου, κάθε επιρριπτόμενου φόρου, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, που οφείλονται από αυτά τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους, όπως και για τους τόκους, πρόστιμα, προσαυξήσεις και οποιεσδήποτε διοικητικές χρηματικές κυρώσεις επιβάλλονται επ` αυτών, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α) Τα ανωτέρω πρόσωπα είχαν μια από τις ανωτέρω ιδιότητες είτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας είτε κατά τον χρόνο λύσης, διάλυσης ή συγχώνευσής τους είτε κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισής τους,

β) Οι οφειλές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες κατά τη διάρκεια της θητείας τους υπό κάποια εκ των ανωτέρω ιδιοτήτων με την επιφύλαξη των επόμενων εδαφίων.

γ) Οι εν λόγω οφειλές δεν καταβλήθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στο Δημόσιο από υπαιτιότητα των ανωτέρω προσώπων. Το βάρος απόδειξης για τη μη ύπαρξη υπαιτιότητας φέρουν τα πρόσωπα της παρούσας.

Πρόσωπα που ευθύνονται για την καταβολή φόρου εκ μέρους του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύνανται να ασκήσουν έναντι της Φορολογικής Διοίκησης, παράλληλα με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, οποιοδήποτε δικαίωμα θα είχε στη διάθεσή του το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα.

Σημειώνεται ότι για τις οφειλές προς τους φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υπάρχει ιδιαίτερο νομικό πλαίσιο (Ν. 4321/2015 και ΥΑ 65118/2021, ΦΕΚ Β’ 4217).

Χαρακτηριστικά της αλληλέγγυας ευθύνης

Η ευθύνη αυτή ακολουθεί την οφειλή του νομικού προσώπου, το οποίο σημαίνει ότι, αν η τελευταία αποσβεσθεί, ωφελείται αντίστοιχα και ο αλληλεγγύως υπεύθυνος.

Δεν είναι όμως, προϋπόθεση για την γένεσή ή για την επιδίωξη της είσπραξης της η αδυναμία του νομικού προσώπου να ανταποκριθεί στην οφειλή του.

Επίσης, δεν κατανέμεται ποσοτικά μεταξύ του αλληλεγγύως υπεύθυνου και του νομικού προσώπου.

Περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας

Με την ΥΑ 1082/2021  (ΦΕΚ Β’ 1487) ορίστηκαν ενδεικτικά περιπτώσεις έλλειψης υπαιτιότητας για τη μη στοιχειοθέτηση της αλληλέγγυας ευθύνης των διοικούντων νομικών προσώπων. Οι πιο σημαντικές περιπτώσεις είναι οι εξής:

  • Αποδεδειγμένη και παρατεταμένη αδυναμία ασκήσεως καθηκόντων διοίκησης λόγω βαριάς ασθένειας που εμποδίζει το πρόσωπο να επιληφθεί των υποθέσεων του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, κατά τον χρόνο στον οποίο ανάγεται η αλληλέγγυα ευθύνη του. Για την απόδειξη της αδυναμίας άσκησης καθηκόντων, θα πρέπει να προσκομίζεται σχετική ιατρική γνωμάτευση για κάθε έτος ευθύνης, βεβαίωση νοσηλείας από δημόσιο ή ιδιωτικό νοσοκομείο συνοδευόμενες από καθώς και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο.
  • Εκκαθάριση του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας σύμφωνα με ειδική διάταξη νόμου ή με δικαστική απόφαση με τις οποίες προσδιορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος ικανοποίησης των πιστωτών του νομικού προσώπου.
  • Αποδεδειγμένη, με βάση έγγραφα (π.χ. σύμβαση εργασίας, βεβαίωση εταιρίας), αποκλειστική ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων διοίκησης και εκπροσώπησης (όπως π.χ. διευθυντής μάρκετινγκ, ανθρωπίνου δυναμικού, πληροφορικής, τεχνικών – υποστηρικτικών υπηρεσιών ή πωλήσεων) που δεν άπτονται των φορολογικών υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, εφόσον τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν έχουν αρμοδιότητα αποκλειστικής γενικής εκπροσώπησης και διαχείρισης του νομικού προσώπου, σύμφωνα με δημοσιευμένα έγγραφα.
  • Ύπαρξη αμετάκλητης αθωωτικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος ή τελεσίδικη απόφαση δικαστηρίου βάσει των οποίων διαπιστώνεται ρητά η έλλειψη υπαιτιότητας σχετικά με τη δημιουργία ή τη μη καταβολή της οφειλής από τον αλληλεγγύως υπόχρεο.
  • Παραίτηση προγενέστερη της κρίσιμης περιόδου, για την οποία τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας, ακόμα και αν δεν έχει ενημερωθεί η Φορολογική Διοίκηση από το νομικό πρόσωπο ή αποδεδειγμένη μη αποδοχή του διορισμού, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο περί μη αποδοχής αυτής εφόσον έχει νομίμως επιδοθεί .
  • Ορισμός ως νομίμου εκπροσώπου αλλοδαπού νομικού προσώπου, το οποίο δεν έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, εφόσον, στον εν λόγω νόμιμο εκπρόσωπο δίδεται συγκεκριμένη εντολή ή παρέχεται συγκεκριμένη εξουσιοδότηση από τα πρόσωπα τα οποία διοικούν το αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, ιδίως με σκοπό την εκπλήρωση διαδικαστικών υποχρεώσεων του αλλοδαπού νομικού προσώπου στην Ελλάδα ή τη διεκπεραίωση συγκεκριμένων υποθέσεων (ενδεικτικά: εκπροσώπηση στην Ελλάδα για την ίδρυση θυγατρικής εταιρείας, εκπροσώπηση για την αγορά ή την πώληση ακινήτου στην Ελλάδα, εκπροσώπηση ενώπιον δημοσίων υπηρεσιών, εκπροσώπηση για το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού κ.λπ.).
  • Στην περίπτωση κατά την οποία τα πρόσωπα δεν έχουν πραγματική ανάμειξη στη διοίκηση των υποθέσεων του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας. Για την περίπτωση αυτή εκτιμώνται συνολικά και λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, όπως: η έλλειψη αμοιβής προς το πρόσωπο αυτό, η έλλειψη μετοχικής ή εταιρικής σχέσης με το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, η μη διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών, η μη διαχείριση των εταιρικών τραπεζικών λογαριασμών (βεβαίωση από τις συνεργαζόμενες με την εταιρεία τράπεζες με την οποία αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει δείγμα υπογραφής του προσώπου αυτού, ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να υπογράφει για λογαριασμό του νομικού προσώπου), η μη υπογραφή πρακτικών Διοικητικού Συμβουλίου ή οικονομικών καταστάσεων, σε συνδυασμό με στοιχεία που αποδεικνύουν το πρόσωπο που πραγματικά διαχειρίζεται τις εταιρικές υποθέσεις.
  • Έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας κατά τον επίμαχο χρόνο, πιστοποιούμενη από δικαστική απόφαση (π.χ. θέση υπό δικαστική συμπαράσταση).

Ειδικές περιπτώσεις

Αν οι οφειλές διαπιστώνονται μετά από έλεγχο, ως αλληλεγγύως υπεύθυνα πρόσωπα κατά την έννοια της παρούσας νοούνται μόνο τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των περ. α) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 49 ΚΦΔ κατά το φορολογικό έτος ή την περίοδο στην οποία ανάγονται οι οφειλές αυτές.

Εάν οι φορολογικές οφειλές της παρούσας έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει και τα πρόσωπα στα οποία συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των περ. α) και γ) της παρ. 1 του άρθρου 49 ΚΦΔ κατά τον χρόνο που κάθε δόση της ρύθμισης κατέστη ληξιπρόθεσμη ή η ρύθμιση απωλέσθηκε.

Για τα ποσά των τόκων, των προσαυξήσεων, των προστίμων και των λοιπών χρηματικών κυρώσεων, η αλληλέγγυα ευθύνη βαραίνει τα πρόσωπα που είναι αλληλεγγύως υπεύθυνα για την κύρια οφειλή επί της οποίας υπολογίζονται και επιβάλλονται τα ποσά αυτά.

Ένταξη σε ρύθμιση

Ειδικά αν απωλεσθεί ρύθμιση στην οποία είχαν υπαχθεί οι εν λόγω οφειλές, τα πρόσωπα που ευθύνονται αλληλέγγυα δύνανται να επανεντάξουν, κατόπιν αίτησής τους, στο ίδιο καθεστώς ρύθμισης τις υπολειπόμενες οφειλές του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας για τις οποίες έχουν ευθύνη καταβολής. Διατάξεις και όροι που διέπουν την αρχική ρύθμιση στην οποία γίνεται επανένταξη, εξακολουθούν να ισχύουν.

Σε περίπτωση που τα πρόσωπα που ευθύνονται αλληλεγγύως υποβάλλουν αίτηση για επανένταξη των οφειλών τους σε ρύθμιση εντός προθεσμίας τριών μηνών από την απώλεια της ρύθμισης, δεν βαρύνονται με τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα που γεννώνται ως συνέπεια της απώλειας της ρύθμισης, τα οποία και εξακολουθούν να βαρύνουν το νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα.

Ειδικά για το ζήτημα αυτό έχει εκδοθεί η ΥΑ Α1079/2025 (ΦΕΚ Β’ 3493) «Επανένταξη οφειλών σε ρύθμιση τμημ.καταβολής από αλληλεγγύως ευθυνόμενα πρόσωπα άρ.49, Ν.5104/24».

Μεταξύ άλλων, διευκρινίζεται ότι οι ανωτέρω ευεργετικές διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε πρόσωπα που είχαν την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου κατά τον χρόνο απώλειας της ρύθμισης στην οποία αιτούνται επανένταξη, σε πρόσωπα που είχαν υποβάλει, στο όνομα και για λογαριασμό τους, την αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση στην οποία αιτούνται επανένταξη, και σε διακανονισμούς κατόπιν αποδοχής πράξεων στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 75 του ΚΦΔ.