Όπως έχουμε αναφέρει, η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών στις φορολογικές διαφορές έχει μεγάλη σημασία, αφού στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικούς ισχυρισμούς, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τους είχε επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τους προβάλει το πρώτον ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς.
Βέβαια, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ισχυρισμός μιας φορολογικής προσφυγής συνδέεται αναπόφευκτα με ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Για παράδειγμα ο ισχυρισμός περί παραγραφής, ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως αμιγώς νομικός, συνδέεται τόσο με το πραγματικό τους έτους γέννησης της φορολογικής υποχρέωσης (έναρξη παραγραφής) όσο και της ημερομηνίας της έγκυρης κοινοποίησης της πράξης (διακοπή της παραγραφής). Προκύπτει λοιπόν, ότι η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών δεν είναι πάντοτε σαφής.
Στο σημείο αυτό η ΣτΕ 157/2023 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, αφού κρίθηκε ότι: «Εξάλλου, παραδεκτώς προβάλλονται το πρώτον με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου λόγοι περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής κανόνων δικαίου, οι οποίοι προϋποθέτουν μεν έρευνα περί της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, εφόσον, όμως, αυτά εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα γνώσης της φορολογικής διοίκησης, και όχι του φορολογουμένου, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του δικάζοντος διοικητικού δικαστηρίου ή της φορολογικής διοίκησης εκτεταμένη έρευνα ή διασταυρωτικός έλεγχος της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής τους. Τέτοια περιστατικά μπορούν ιδίως ν’ αφορούν τη διενέργεια ή παράλειψη εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης ενεργειών-υλικών πράξεων, τα οποία μόνον η ίδια μπορεί να αποδείξει-βεβαιώσει, όπως λ.χ. περιστατικά σχετικά με την τήρηση εκ μέρους της της διαδικασίας για τη (νομότυπη) κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεών της.»
Επειδή όμως, στην πράξη, το Δημόσιο πάντοτε επιχειρηματολογεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υπέρ της άποψης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος-φορολογούμενου είναι στην πραγματικότητα ουσιαστικοί και ότι θα έπρεπε να είχαν προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, συνίσταται όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί να περιλαμβάνονται στην ενδικοφανή προσφυγή.
