Φορολογικές Διαφορές: Ένας σύντομος οδηγός

Εισαγωγή

Η παρούσα ανάρτηση αναλύει περιληπτικά και με απλή γλώσσα τα βασικά σημεία για την διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών. Η διαδικασία αυτή ξεκινά υποχρεωτικά με την ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ. Στη συνέχεια, εφόσον ο φορολογούμενος εξακολουθεί να αμφισβητεί την πράξη, μπορεί να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια. Στόχος μας είναι να παρουσιαστούν τα βασικά βήματα και οι προϋποθέσεις αυτής της διαδικασίας, ώστε ο αναγνώστης να έχει μία σαφή εικόνα του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκούνται και κρίνονται οι φορολογικές προσφυγές.

 

Τι είναι οι φορολογικές διαφορές;

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΣτΕ «φορολογική διαφορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων γεννάται από ατομικές διοικητικές πράξεις, με τις οποίες είτε επιβάλλεται αμέσως φορολογικό βάρος ή φορολογική κύρωση είτε κρίνεται αντικείμενο ευθέως συναπτόμενο με συγκεκριμένη φορολογική ή συναφή υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικώς ορισμένη, η οποία αμφισβητείται εν όλω ή εν μέρει με την προσφυγή

Για παράδειγμα, φορολογική διαφορά μπορεί να προκύψει μετά από φορολογικό έλεγχο εισοδήματος ή μετά από έλεγχο Φ.Π.Α., όταν η διοίκηση διαπιστώνει αποκλίσεις στην δήλωση των εισοδημάτων ή την έκδοση εικονικών τιμολογίων.

 

Η ενδικοφανής προσφυγή

Η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί το πρώτο, υποχρεωτικό στάδιο επίλυσης των φορολογικών διαφορών, πριν την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Πρόκειται για διοικητική διαδικασία που παρέχει στον φορολογούμενο τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τις πράξεις της φορολογικής διοίκησης και να ζητήσει την αναθεώρησή τους από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Η εξέταση της υπόθεσης περιλαμβάνει τόσο νομικό όσο και ουσιαστικό έλεγχο της πράξης, ώστε να διασφαλίζεται η προδικαστική κρίση της διαφοράς.

Η προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τριάντα ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης. Για τους κατοίκους εξωτερικού η προθεσμία ανέρχεται σε εξήντα ημέρες. Αν η τελευταία ημέρα συμπίπτει με αργία, η προθεσμία μετατίθεται στην επόμενη εργάσιμη, ενώ η προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου.

Η προσφυγή υποβάλλεται στην αρχή που εξέδωσε την πράξη, κατά κανόνα ηλεκτρονικά, και πρέπει να περιέχει τους λόγους και τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν το αίτημά του.

 

Προσφυγή στα Διοικητικά Δικαστήρια

Η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής στις φορολογικές διαφορές ορίζεται στο άρθρο 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η προσφυγή ασκείται εντός τριάντα ημερών για όσους διαμένουν στην Ελλάδα και εντός ενενήντα ημερών για όσους διαμένουν στην αλλοδαπή. Η προθεσμία αυτή αναστέλλεται από την 1η έως την 31η Αυγούστου.

Σημειώνεται ότι επίδοση του αρχικού δικογράφου στις φορολογικές διαφορές απαιτείται μόνο στις αιτήσεις αναστολής και αναίρεσης.

Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων καθορίζεται από το ύψος του αντικειμένου της φορολογικής διαφοράς. Οι διαφορές έως σαράντα χιλιάδες ευρώ υπάγονται στο Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, οι διαφορές από σαράντα χιλιάδες ένα ευρώ έως διακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, ενώ οι διαφορές που υπερβαίνουν το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ υπάγονται στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο.

Ως προς την κατά τόπον αρμοδιότητα, επισημαίνεται ότι δεν αρμόδιο το δικαστήριο της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη, αλλά το δικαστήριο της κατοικίας του φορολογουμένου. Στις περιπτώσεις αλληλέγγυας ευθύνης, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της έδρας του νομικού προσώπου.

Η καταβολή παραβόλου αποτελεί προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής. Το παράβολο επιστρέφεται σε περίπτωση που η προσφυγή γίνει δεκτή. Για τις φορολογικές διαφορές το παράβολο είναι αναλογικό και ανέρχεται σε ποσοστό 1% επί του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο αφορά αποκλειστικά τον κύριο φόρο ή το πρόστιμο, χωρίς να συνυπολογίζονται προσαυξήσεις και τόκοι.

Το ποσό του παραβόλου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Επίσης, εάν το αναλογούν ποσό υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ, καταβάλλονται προκαταβολικά οι τρεις χιλιάδες και το υπόλοιπο καταλογίζεται με την απόφαση σε περίπτωση απόρριψης της προσφυγής.

Από το ανωτέρω, συνολικό ποσό, το ένα τρίτο καταβάλλεται κατά την κατάθεση της προσφυγής και τα δύο τρίτα μέχρι τη συζήτησή της. Ο υπολογισμός του παραβόλου γίνεται από την αρμόδια ΔΟΥ, η οποία εκδίδει σχετικό σημείωμα. Για τις διαφορές που αφορούν αλληλέγγυα ευθύνη, το παράβολο ανέρχεται στο ποσό των εκατό ευρώ.

Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται φορολογικής προσφυγής, εφόσον την κάνει δεκτή, έχει την εξουσία είτε να ακυρώσει την πράξη (εν όλω ή εν μέρει) είτε να την τροποποιήσει.

Για το ζήτημα της συνάφειας

Σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κοινό ένδικο βοήθημα μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο είναι κατά τόπον αρμόδιο ως προς όλες. Ως συναφείς θεωρούνται οι πράξεις και οι παραλείψεις όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και στην ίδια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση ή όταν η νομιμότητα της μίας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης.

Στις φορολογικές διαφορές, η συνάφεια δεν αίρεται μόνο και μόνο επειδή οι πράξεις αφορούν διαφορετικά φορολογικά έτη. Από την άλλη, δεν συνεπάγεται συνάφεια το γεγονός ότι υπάρχει κοινή απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

Παράδειγμα συναφών πράξεων είναι η επιβολή κυρίου φόρου και του σχετικού προστίμου, ο προσδιορισμός φόρου εισοδήματος και η επιβολή προστίμου λόγω ανακρίβειας, καθώς και η επιβολή προστίμου Φ.Π.Α. για εικονικά τιμολόγια σε συνδυασμό με την πράξη προσδιορισμού του Φ.Π.Α. Επίσης, πράξεις που αφορούν τον ίδιο φόρο αλλά διαφορετικά φορολογικά έτη θεωρούνται συναφείς.

Αν οι πράξεις κριθούν ως μη συναφείς, θα διαταχθεί ο χωρισμός του δικογράφου από το αρμόδιο δικαστήριο.

 

Έφεση

Κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σε φορολογικές διαφορές από το Μονομελές ή το Τριμελές Πρωτοδικείο επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ. Η έφεση μπορεί να στηρίζεται σε κάθε νομικό ή πραγματικό σφάλμα της πρωτόδικης απόφασης. Η προθεσμία για την άσκησή της είναι εξήντα ημέρες, ενώ για τους διαμένοντες στην αλλοδαπή η προθεσμία παρεκτείνεται κατά εξήντα ημέρες, δηλαδή ανέρχεται συνολικά σε εκατόν είκοσι ημέρες.

Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα ανήκει καταρχήν στο Τριμελές Διοικητικό Εφετείο. Κατ’ εξαίρεση, επί αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, αρμόδιο για την εκδίκαση της έφεσης είναι το Μονομελές Διοικητικό Εφετείο.

Προϋπόθεση όμως, του παραδεκτού της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 93 παράγραφος 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, είναι η καταβολή ποσοστού 20% του οφειλόμενου ποσού, όπως αυτό προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με τον κύριο φόρο, τον δασμό ή το τέλος. Η καταβολή αυτή πρέπει να γίνει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει εφόσον έχει χορηγηθεί αναστολή.

 

Αναστολή εκτέλεσης

Ειδικά για τις φορολογικές διαφορές, σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 3 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η προσφυγή συνεπάγεται την αναστολή καταβολής του πενήντα τοις εκατό των οφειλών, υπό την προϋπόθεση ότι το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό έχει καταβληθεί. Περαιτέρω, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί η προσφυγή τη χορήγηση πλήρους αναστολής εκτέλεσης της πράξης. Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να περιορίσει το ανασταλτικό αποτέλεσμα μόνο σε συγκεκριμένα μέτρα εκτέλεσης και ως προς ορισμένα περιουσιακά στοιχεία.

Λόγοι που δικαιολογούν τη χορήγηση αναστολής είναι η ανεπανόρθωτη βλάβη, δηλαδή εκείνη που είναι μη αναστρέψιμη ή δυσχερώς επανορθώσιμη, καθώς και το προδήλως βάσιμο της προσφυγής, ιδίως όταν η πράξη αντίκειται σε πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή υπερεθνικού δικαστηρίου.

Η αναστολή αποκλείεται όταν η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη, όταν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος προκύπτει ότι οι αρνητικές συνέπειες της αναστολής υπερτερούν της ωφέλειας για τον αιτούντα, όταν ο τελευταίος δεν υποβάλει πλήρη και ακριβή δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης, η οποία περιλαμβάνει το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή και την περιουσία του τόσο στην Ελλάδα όσο και στην αλλοδαπή, καθώς και κατά το μέρος που η προσβαλλόμενη πράξη έχει ήδη εκτελεστεί.

Με την κατάθεση αίτησης αναστολής, ο αιτών υποχρεούται να επιδώσει τόσο την αίτηση όσο και την προσφυγή στη Διοίκηση.

Για την αναστολή εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ισχύουν κατ’ αναλογία οι ίδιες ρυθμίσεις που προβλέπονται για την αναστολή εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Και εδώ οι λόγοι που μπορούν να θεμελιώσουν την αναστολή είναι η ανεπανόρθωτη βλάβη και το προδήλως βάσιμο του ενδίκου μέσου.

 

Επίλογος
Η διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών μπορεί να φαίνεται πολύπλοκη, καθώς προβλέπονται στενές προθεσμίες και αυστηρές προϋποθέσεις για το παραδεκτό των προσφυγών. Ωστόσο, με την έγκαιρη λήψη συμβουλής από τον δικηγόρο και τον λογιστή του, ο φορολογούμενος μπορεί να κινηθεί με ασφάλεια και να προστατεύσει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του.

Η έννοια των νομικών ισχυρισμών στις φορολογικές διαφορές

Όπως έχουμε αναφέρει, η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών στις φορολογικές διαφορές έχει μεγάλη σημασία, αφού στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικούς ισχυρισμούς, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τους είχε επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τους προβάλει το πρώτον ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς.

Βέβαια, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ισχυρισμός μιας φορολογικής προσφυγής συνδέεται αναπόφευκτα με ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Για παράδειγμα ο ισχυρισμός περί παραγραφής, ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως αμιγώς νομικός, συνδέεται τόσο με το πραγματικό τους έτους γέννησης της φορολογικής υποχρέωσης (έναρξη παραγραφής) όσο και της ημερομηνίας της έγκυρης κοινοποίησης της πράξης (διακοπή της παραγραφής). Προκύπτει λοιπόν, ότι η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών δεν είναι πάντοτε σαφής.

Στο σημείο αυτό η ΣτΕ 157/2023 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, αφού κρίθηκε ότι: «Εξάλλου, παραδεκτώς προβάλλονται το πρώτον με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου λόγοι περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής κανόνων δικαίου, οι οποίοι προϋποθέτουν μεν έρευνα περί της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, εφόσον, όμως, αυτά εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα γνώσης της φορολογικής διοίκησης, και όχι του φορολογουμένου, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του δικάζοντος διοικητικού δικαστηρίου ή της φορολογικής διοίκησης εκτεταμένη έρευνα ή διασταυρωτικός έλεγχος της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής τους. Τέτοια περιστατικά μπορούν ιδίως ν’ αφορούν τη διενέργεια ή παράλειψη εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης ενεργειών-υλικών πράξεων, τα οποία μόνον η ίδια μπορεί να αποδείξει-βεβαιώσει, όπως λ.χ. περιστατικά σχετικά με την τήρηση εκ μέρους της της διαδικασίας για τη (νομότυπη) κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεών της.»

Επειδή όμως, στην πράξη, το Δημόσιο πάντοτε επιχειρηματολογεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υπέρ της άποψης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος-φορολογούμενου είναι στην πραγματικότητα ουσιαστικοί και ότι θα έπρεπε να είχαν προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, συνίσταται όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί να περιλαμβάνονται στην ενδικοφανή προσφυγή.

Νέα αποδεικτικά στοιχεία με υπόμνημα ενώπιον της ΔΕΔ – Ζητήματα φορολογικού δικαίου

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει «Στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικά ζητήματα (λχ παραγραφή), ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τα επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τα προβάλει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Αντίθετα, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1686/2019, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει οπωσδήποτε να έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, καθώς είναι απαράδεκτο να προβάλλονται για πρώτη φορά στα διοικητικά δικαστήρια.»

Ένα ενδιαφέρον όμως, ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ο προσφεύγων στην ΔΕΔ μπορεί να επικαλεστεί νέα αποδεικτικά στοιχεία με το υπόμνημά του. Στο ερώτημα αυτό η ΣτΕ 1478/2023 έδωσε καταφατική απάντηση υπό την προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν τους ήδη προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή ισχυρισμούς.

Η απόφαση αφορούσε την αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθ. 5277/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή φορολογουμένων κατά πράξης προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και πρόσθετων φόρων για το οικονομικό έτος 2009. Το Διοικητικό Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προσκομίστηκαν με υπόμνημα ενώπιον της Δ.Ε.Δ. μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και τα οποία αποτελούσαν διευκρινιστικά στοιχεία ως προς τους υπολογισμούς των ποσών προς ανάλωση.

Επί του ζητήματος αυτού του ΣτΕ έκρινε «Εξάλλου, ενόψει του σκοπού που εξυπηρετεί η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής, όπως αυτός αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη και αφορά την ανάγκη επανεξέτασης από τη φορολογική διοίκηση των τιθέμενων από τον φορολογούμενο ζητημάτων κατά τρόπο που εξυπηρετείται τόσο η ικανοποίηση του δικαιώματος προς παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όσο και η κατά το δυνατόν ταχεία και αποτελεσματική εκκαθάριση των φορολογικών διαφορών ενώπιον της διοίκησης και η αποτροπή άσκοπης επιβάρυνσης του φόρτου των δικαστηρίων, προκύπτει ότι μπορούν να προσκομιστούν επιτρεπτώς με υπόμνημα ενώπιον της Δ.Ε.Δ. αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχαν προσκομισθεί κατά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν τους προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή λόγους. Τούτο εξυπηρετεί την οικονομία της (διοικητικής και ένδικης) διαδικασίας και εναρμονίζεται με την ευρεία εξουσία που παρέχει ο νόμος στη Δ.Ε.Δ.»

Η ενδικοφανής προσφυγή στη φορολογική δίκη και η ανάγκη συνεργασίας δικηγόρου και λογιστή

Η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί ένα σημαντικό στάδιο στη διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, καθώς επιτρέπει στον φορολογούμενο να αμφισβητήσει διοικητικά τις πράξεις της φορολογικής διοίκησης πριν την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Πρόκειται για διοικητική προσφυγή που συνεπάγεται τόσο τον νομικό όσο και τον ουσιαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα αναθεώρησης της απόφασης της διοίκησης σε προδικαστικό στάδιο.

Σύμφωνα με το άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας o φορολογούμενος έχει προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας συμπίπτει με αργία, η προθεσμία μετατίθεται για την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Σημειώνεται ότι η προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, ενώ οι φορολογούμενοι κάτοικοι εξωτερικού έχουν προθεσμία 60 ημερών.

Η ενδικοφανής προσφυγή απευθύνεται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), η οποία υπάγεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Η υποβολή γίνεται στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη (πλέον ηλεκτρονικά πλην εξαιρέσεων) και η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα του προσφεύγοντος.

Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή ποικίλουν και περιλαμβάνουν ουσιαστικούς και νομικούς ισχυρισμούς.

Στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικά ζητήματα (λχ παραγραφή), ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τα επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τα προβάλει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Αντίθετα, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1686/2019, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει οπωσδήποτε να έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, καθώς είναι απαράδεκτο να προβάλλονται για πρώτη φορά στα διοικητικά δικαστήρια. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, αν ένας φορολογούμενος παραλείψει να προβάλει έναν ισχυρισμό, ο οποίος δεν είναι αμιγώς νομικός, έγκαιρα, ουσιαστικά χάνει το δικαίωμά του να τον επικαλεστεί μεταγενέστερα.

Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη -μέσα στην ασφυκτική προθεσμία των τριάντα ημερών- η στενή συνεργασία δικηγόρου και λογιστή, ώστε να προβληθούν όλοι οι αναγκαίοι ισχυρισμοί.

Προθεσμίες Υποβολής Δικαστικής Προσφυγής

Η προθεσμία για την κατάθεση δικαστικής προσφυγής είναι, γενικά, 60 ημέρες από την επίδοση της απόφασης της ΔΕΔ ή της πράξης που προσβάλλεται. Η προθεσμία αυτή αφορά τις περισσότερες περιπτώσεις διοικητικών διαφορών. Στις φορολογικές διαφορές όμως, η προθεσμία μειώνεται στις 30 ημέρες, εξαιτίας της ανάγκης για ταχύτερη επίλυση των φορολογικών υποθέσεων.

Οι προθεσμίες για την άσκηση δικαστικής προσφυγής αναστέλλονται κατά τις δικαστικές διακοπές, οι οποίες είναι: Από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου (γενικός κανόνας) για τις περισσότερες διοικητικές διαφορές. Από 1 έως 31 Αυγούστου ειδικά για τις φορολογικές διαφορές, όπου οι προθεσμίες είναι πιο σύντομες και στοχεύουν στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων.

Η τήρηση των παραπάνω προθεσμιών είναι κρίσιμη, καθώς η εκπρόθεσμη άσκηση δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος του φορολογούμενου να διεκδικήσει δικαστικά την ανατροπή της απόφασης ή της πράξης που προσβάλλει.