Ζητήματα  ποινικού δικαίου – πρακτικός οδηγός 2025

Οι περισσότεροι άνθρωποι τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της ζωής τους έρχονται σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Είτε επειδή κατηγορούνται για κάποιο ποινικό αδίκημα, είτε επειδή οι ίδιοι κατήγγειλαν μια αξιόποινη πράξη, είτε, τέλος, επειδή είναι μάρτυρες σε κάποια ποινική υπόθεση.

Το παρόν άρθρο απευθύνεται σε εκείνους που δεν έχουν προγενέστερη επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και έχει σκοπό να εξηγήσει με απλό τρόπο και παραδείγματα ορισμένες βασικές έννοιες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, ώστε να συμβάλει στη διατήρηση της ψυχραιμίας και στη λήψη ορθών και έγκαιρων αποφάσεων.

Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει νομικές συμβουλές και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να αναζητείται εξατομικευμένη και έμπειρη νομική καθοδήγηση.

Στοιχεία επικοινωνίας

Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη πείρα στον χειρισμό ποινικών υποθέσεων από τις πιο απλές μέχρι τις πλέον περίπλοκες, όπως εκείνες, που απαιτούν γνώση και κατανόηση της λογιστικής επιστήμης ή σχετίζονται με το εταιρικό δίκαιο. Ιδιαίτερη είναι η ενασχόληση μας με την ορθή σύνταξη μηνύσεων, με την εκπροσώπηση της υποστήριξης της κατηγορίας και με την άσκηση των ενδίκων μέσων της εφέσεως και της αναιρέσεως.

Οι βασικές μας αρχές είναι η παρακολούθηση της εθνικής και διεθνούς νομολογίας, η εις βάθος ενασχόληση με την κάθε υπόθεση ξεχωριστά και η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

logo

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Α. Τα ποινικά αδικήματα

Διακρίσεις των εγκλημάτων

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα με βάση την απειλούμενη για την τέλεσή τους ποινή (άρθρο 18 ΠΚ). Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (η οποία χωρίζεται σε πρόσκαιρη με ποινή ανερχόμενη από 5 έως και 20 χρόνια και σε  ισόβια – άρθρο 52 ΠΚ) είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση (στερητική της ελευθερίας ποινή ανερχόμενη από 10 μέρες έως και 5 έτη- άρθρο 53 ΠΚ) ή με χρηματική ποινή ή με κοινωφελή εργασία είναι πλημμέλημα.

Μια ακόμη διάκριση των εγκλημάτων εντοπίζεται ανάμεσα σε εκείνα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (όπως είναι ο κανόνας) και σε εκείνα, τα οποία διώκονται μόνο κατ’ έγκληση. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα (άρθρο 114 ΠΚ) αν ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν την υποβάλει  μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξης που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται. Σημειώνεται τέλος ότι ο δικαιούχος της έγκλησης έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί ρητά ενώπιον της αρμόδιας αρχής από το δικαίωμα άσκησής της.

Παραγραφή

Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά από δεκαπέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρθρο 111 ΠΚ).

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα (άρθρο 113 ΠΚ). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα κακουργήματα παραγράφονται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεση του εγκλήματος στην περίπτωση που η εν λόγω πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη (ή όταν στρέφεται κατά του Δημοσίου) και σε 20 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση ενώ τα πλημμελήματα μετά από 8 έτη. Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός δεν ισχύει, όταν η αναστολή γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ (βλ. μεταξύ άλλων την συχνή περίπτωση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία αναστέλλεται, αν για το γεγονός για το οποίο έγινε η  καταμήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη).

Β. Η δίωξη των εγκλημάτων

Γέννηση της ποινικής δίκης

Προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας είναι η πληροφόρηση του αρμοδίου εισαγγελέα ότι τελέστηκε ένα έγκλημα  (notitia criminis). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 37 ΚΠΔ).

Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται μέσω οποιουδήποτε τρόπου σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, αν πληροφορήθηκαν την τέλεση οιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρακτικά, όμως, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μετά από την κατάθεση μιας μηνύσεως ή εγκλήσεως.

Μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου αδικήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αμέσως παθόντος και αδικηθέντος, ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος από τον αμέσως παθόντα ή αδικηθέντα.

Διάκριση πρέπει να γίνεται από τα «παράπονα» στις αστυνομικές αρχές, που έχουν ως σκοπό το να γίνουν συστάσεις για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς και την καταγραφή της κατάστασης. Για παράδειγμα συχνά γίνονται συστάσεις για διατάραξη της κοινής ησυχίας, χωρίς η υπόθεση να παίρνει το δρόμο της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι αστυνομικές αρχές ενδέχεται να καταγράφουν περιστατικά στο «βιβλίο συμβάντων», που τηρούν, τα οποία δεν έχουν ποινική απαξία. Οι εγγραφές αυτές, όμως, μπορεί αν έχουν αποδεικτική αξία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντιδικίας.

Όταν στα χέρια του εισαγγελέα φτάσει μια μήνυση, έγκληση ή αναφορά μελετάται η νομική, λογική και ουσιαστική της βασιμότητα. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη.

Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν διαφωνεί με την αρχειοθέτηση, να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης. (άρθρο 43 ΚΠΔ)

Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως τα όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν και για τον χειρισμό της έγκλησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 51 ΚΠΔ) με την διαφορά ότι υπάρχει υποχρέωση συνοπτικής αιτιολόγησης της απορριπτικής διάταξης. Η διάταξη επιδίδεται στον εγκαλούντα.

Ο εγκαλών μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της απορριπτικής διάταξης του εισαγγελέα μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσού 350 ευρώ.

 Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παράβολου (άρθρο 52 ΚΠΔ).

Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, καταθέτει παράβολο ποσού 100 ευρώ υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Αν δεν κατατεθεί παράβολο, η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων  και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 53 ΚΠΔ).

Ανάκληση της έγκλησης

Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, κατά την κύρια διαδικασία, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια απόφαση στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ισούνται με το ελάχιστο των εξόδων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (200 ευρώ).
Αν η έγκληση ανακαλείται κατά την προδικασία ή την προπαρασκευαστική διαδικασία, τα έξοδα ανάκλησης ορίζονται στο ½ του παραπάνω ποσού.

Άσκηση ποινικής δίωξης

Ποινική δίωξη είναι η ενέργεια του εισαγγελέα με την οποία η τέλεση μιας αξιόποινης πράξης τίθεται υπό την κρίση του ποινικού δικαστή. Προϋπόθεση για την  άσκηση της ποινικής δίωξης είναι η ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων, που στηρίζουν την κατηγορία.

Πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκειμένου να κριθεί η αναγκαιότητα αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί  προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 43 ΚΠΔ). Στα κακουργήματα η άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, ενώ στα πλημμελήματα προαιρετική, αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και υποχρεωτική αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή αν πρόκειται για πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

Εξαίρεση από την υποχρεωτική στα κακουργήματα διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης υπάρχει, όταν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή έχουν ήδη διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση της λεγόμενης «αστυνομικής προανάκρισης», που λαμβάνει χώρα, όταν διαπιστωθεί η επ’ αυτοφώρω τέλεση μιας εγκληματικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή οι ανακριτικοί υπάλληλοι (στους οποίους εντάσσονται μεταξύ άλλων και οι αστυνομικοί) είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Διευκρινίζεται, πάντως, πως, αν πρόκειται για κακούργημα, ακόμη και μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη δεν ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 417 ΚΠΔ), αλλά διενεργείται κανονικά και υποχρεωτικά κύρια ανάκριση.

Η προκαταρκτική εξέταση, τελούμενη εκ των αρμόδιων κάθε φορά ανακριτικών υπαλλήλων,  είναι η διαδικασία ελέγχου των πληροφοριών σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σκοπός της είναι η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων μέσω της του ελέγχου της βασιμότητας των υφιστάμενων υπονοιών για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

Αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης αυτό φέρει την ιδιότητα του υπόπτου (και όχι του κατηγορουμένου) και καλείται για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ στο εν λόγω άτομο εξομοιώνονται δε, με τα όσα παρέχονται στον κατηγορούμενο  (άρθρο 244 ΚΠΔ).. Έχει λοιπόν δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του.

Επομένως, εκείνος που καλείται για την παροχή εξηγήσεων, συνήθως, από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του θα πρέπει να ζητά αντίγραφα της δικογραφίας, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προθεσμία για την κατάθεση εγγράφων εξηγήσεων και να συμβουλεύεται άμεσα τον δικηγόρο του.

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία, αν πρόκειται για κακούργημα, η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η εξής: Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας την διενέργεια κύριας ανακρίσεως. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.

Σκοπός της κύριας ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. Κατά την κύρια ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας και εξετάζεται όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου.

Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (άρθρο 270 ΚΠΔ).

Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται κατά κανόνα από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος υποβάλλει ταυτόχρονα και πρόταση προς το συμβούλιο, είτε για την οριστική ή προσωρινή παύσης της ποινικής δίωξης, την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή από την άλλη πλευρά την μη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του (άρθρο 308 ΚΠΔ).

Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της πρότασής του και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.

Το συμβούλιο μετά από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας (άρθρο 310 ΚΠΔ).

Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της ευθείας εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ) εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 ΚΠΔ).

Κατ’ εξαίρεση (στην πραγματικότητα όμως σε μεγάλο αριθμό υποθέσων και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων εκτός από εκείνα του ν. 4577/2018, του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου) μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο (άρθρο 309 ΚΠΔ).

Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.

Αν πρόκειται για πλημμέλημα και προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως ήδη αναφέραμε, στα πλημμελήματα η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης είναι προαιρετική, αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και υποχρεωτική αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή αν πρόκειται για πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

Στα πλημμελήματα η ποινική δίωξη ασκείται, συνήθως, με την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα. Η μόνη δυνατότητα αντίδρασης του κατηγορουμένου, που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι η προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ).

Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσού 350 ευρώ. Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους.

Ποινική Διαταγή

Στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, αν ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου, υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής συντάσσοντας κατηγορητήριο (άρθρο 409 ΚΠΔ).

Αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής.

Κατά της ποινικής διαταγής εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλλει, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοσή της, αντιρρήσεις (άρθρο 412 ΚΠΔ).

Σύντομη αναφορά στον ρόλο της υποστήριξης της κατηγορίας (πρώην «πολιτικής αγωγής»)

Ο υποστηρίζων την κατηγορία συμπίπτει κατά κανόνα με το πρόσωπο του εγκαλούντα και εμφανίζεται ως το θύμα του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την υποστήριξη της κατηγορίας στο ποινικό Δικαστήριο (άρθρο 63 ΚΠΔ.) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική διαδικασία. Αυτός που δηλώνει ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

Η δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική προδικασία γίνεται είτε με την έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης προς τον αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 83 ΚΠΔ).

Ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας έχει δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας. Για την άσκηση των δικαιωμάτων του στην προδικασία, όμως, πρέπει πρώτα ο ύποπτος να έχει κληθεί σε παροχή εξηγήσεων ή ο κατηγορούμενος σε απολογία (άρθρο 107 ΚΠΔ).

Στο ακροατήριο ο υποστηρίζων την κατηγορία μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο και μέσω αυτού να κάνει ερωτήσεις στους μάρτυρες, παρατηρήσεις σχετικές με τα αναγνωστέα έγγραφα και να τοποθετείται σχετικά με την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου.

Για τη δήλωση υποστήριξη της κατηγορίας απαιτείται παράβολο ύψους 40 ευρώ, το οποίο καταβάλλεται μία φορά και ισχύει τόσο στην προδικασία όσο και στην διαδικασια στο ακροατήριο.

Γ. Η διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο εν συντομία

Αυτοπρόσωπη παρουσία ή εκπροσώπηση

Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να είναι παρών στο ακροατήριο ή να εκπροσωπείται από συνήγορο της επιλογής του (οπότε θεωρείται παρών). Σε περίπτωση εκπροσώπησης του κατηγορουμένου η ουσιαστική διαφορά είναι πως δεν υπάρχει το στάδιο της απολογίας.

Η εκφώνηση της υπόθεσης

Το σύνολο των ποινικών υποθέσεων που πρόκειται να δικαστούν κάθε μέρα συγκροτούν το «πινάκιο». Στο πινάκιο αυτό οι υποθέσεις παίρνουν έναν αριθμό, που δηλώνει την σειρά με την οποία θα εξεταστούν.

Όταν έρθει η σειρά της κάθε υπόθεσης ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κατηγορουμένου, γίνεται η νομιμοποίηση των συνηγόρων και του υποστηρίζοντας την κατηγορία και εκφωνείται ο κατάλογος των μαρτύρων.

H αποδεικτική διαδικασία

Η ψυχή της ποινικής διαδικασίας μπορεί κανείς να πει πως είναι η αποδεικτική διαδικασία. Σε αυτή εξετάζονται καταρχάς οι μάρτυρες «του κατηγορητηρίου», όσοι μάρτυρες, δηλαδή, έχουν κληθεί από τις ποινικές αρχές για να καταθέσουν.

Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι όμως, που έχουν καταθέσει στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους (άρθρο 215 ΚΠΔ). Ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αιτιολογημένα, μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευση αν η εξέτασή τους είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο.

Εν συνεχεία διαβάζονται όσα έγγραφα έχουν κριθεί από τις ποινικές αρχές ως «αναγνωστέα». Πρόκειται για όσα έγγραφα θεωρούνται πως έχουν αποδεικτική σημασία για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα μέσω του συνηγόρου του να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες και να κάνει σχόλια για τα έγγραφα.

Έχει, επίσης, το δικαίωμα να εξετάζει μάρτυρες, που ο ίδιος προτείνει, (μάρτυρες υπερασπίσεως) και να υποβάλλει έγγραφα. Το ίδιο μπορεί να πράξει και ο υποστηρίζων την κατηγορία αν τυχόν υπάρχει.

Τελικά, λαμβάνει χώρα η απολογία του κατηγορουμένου. Κατά τη διάρκεια της απολογίας ο κατηγορούμενος δέχεται ερωτήσεις μονάχα από τον εισαγγελέα και τους δικαστές (άρθρο 365 ΚΠΔ).

Ο κατηγορούμενος πρέπει να απευθύνεται στο Δικαστήριο με σεβασμό, μιλώντας ψύχραιμα και μεγαλόφωνα. Αν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ακουστεί κάτι, που το θεωρεί ψευδές, δεν πρέπει να αντιδράσει πριν να έρθει η ώρα της απολογίας του. Το ντύσιμό του, επίσης, πρέπει να δείχνει πως ο κατηγορούμενος έχει επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης και σέβεται το Δικαστήριο.

Οι υποχρεώσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου

Σύμφωνα με το άρθρο 209 ΚΠΔ αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί.

Εάν ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, εκδίδεται εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής ή επιβάλλεται πρόστιμο λιπομαρτυρίας.

Το Δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας επίτηδες απουσίασε για να αναβληθεί ή να ματαιωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή της απείθειας που ορίζεται στον ποινικό κώδικα.

Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί (επειδή λχ ήταν ασθενής), η καταδίκη ανακαλείται από αυτόν που την επέβαλε.

Δ. Η ποινική απόφαση και οι ποινές

Λήψη της απόφασης από το ποινικό Δικαστήριο

Μόλις ολοκληρωθεί η αποδεικτική διαδικασία ο εισαγγελέας ανακοινώνει την πρότασή του. Εν συνεχεία παίρνει τον λόγο ο συνήγορος για την υποστήριξη της κατηγορίας και τελευταίος ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Αφού ολοκληρωθούν τα παραπάνω το Δικαστήριο ανακοινώνει την απόφασή του είτε άμεσα είτε κατόπιν σύντομης διακοπής. Η απόφασή, όμως, του ποινικού δικαστηρίου χωρίζεται σε περισσότερα επιμέρους σκέλη.

Ασφαλώς προηγείται η απόφαση για την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου.

Αν, ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος αποφασίζεται στη συνέχεια αν θα του χορηγηθούν ελαφρυντικά.

Τελικά το Δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της ποινής και για όσα έχουν να κάνουν με αυτή.

Σε δίκες πλημμεληματικού χαρακτήρα τα στάδια αυτά συμπιέζονται και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους μεγάλο χρονικό διάστημα. Για κάθε, όμως, ξεχωριστή απόφαση ο εισαγγελέας προτείνει και ο συνήγορος του κατηγορουμένου έχει δικαίωμα να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του.

Σε δίκες, μάλιστα, όπου η απόφαση περί ενοχής θεωρείται λίγο έως πολύ δεδομένη τα υπόλοιπα σκέλη της ποινικής απόφασης είναι μείζονος σημασίας.

Ελαφρυντικές περιστάσεις

Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία, ο σκοπός της ποινής είναι ο συνδυασμός της γενικής και της ειδικής πρόληψης με απώτατο όριο την ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ποινή έχει ως σκοπό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ και εγκυρότητα των κανόνων δικαίου, οφείλει όμως ταυτόχρονα να μην υπερβαίνει τα όρια της ειδικής πρόληψης. Σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιούσε τον δράστη ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί, αφού θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ανθρώπινης αξίας.

Γι’ αυτό η ποιότητα της προσωπικότητάς του θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη διεργασία της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, προκειμένου και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή να συνδράμει στον πραγματικό σωφρονισμό του δράστη. Περαιτέρω η ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης δεν αποτελεί δικαιολογητική βάση της ποινής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως έσχατο όριό της, ώστε να μην επιβάλλονται δυσανάλογα μεγάλες συγκριτικά με το άδικο που τέθηκε ποινές ακόμη κι αν κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας.

Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπονται ελαφρυντικές περιστάσεις ως εξής: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.

Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.

Η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων οδηγεί σε μειωμένο πλαίσιο ποινής.

Ποινές      

Εκτός από τις ποινές της φυλάκισης ή της κάθειρξης ο ποινικός νόμος μπορεί να προβλέπει και την ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 55 ΠΚ) ή τη χρηματική ποινή (άρθρο 57 ΠΚ).

Οι ποινές αυτές μπορεί να προβλέπονται διαζευκτικά ή σωρευτικά. Για παράδειγμα μπορεί να προβλέπεται «ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή» ή «ποινή φυλάκισης έως τριών ετών ή χρηματική ποινή»

Σημειώνεται ότι τα ποσά των επιβαλλομένων σε χρήμα ποινών, καθώς και τα ποσά που προκύπτουν από τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών, προσαυξάνονται κατά την είσπραξη κατά ποσοστό 110% (άρθρο 4 του Ν. 663/1977).

Έξοδα της δίκης

Σύμφωνα με το άρθρο 577 ΚΠΔ κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. Τα έξοδα αυτά βεβαιώνονται στο ΑΦΜ του καταδικασθέντος.

Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την καταδικαστική απόφαση ως εξής:

α) επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, από διακόσια μέχρι τετρακόσια ευρώ,

β) επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από εξακόσια μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ,

γ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, από χίλια εξακόσια μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ,

δ) επί αποφάσεων Μονομελούς Εφετείου, από οκτακόσια μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ,

ε) επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου, από χίλια διακόσια μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ,

στ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου, από δύο χιλιάδες μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ.

Εφαρμοστέο δίκαιο

Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν συχνά αλλαγές στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, αλλά και στην ποινική δικονομία. Έτσι, ανάμεσα στη τέλεση μιας αξιόποινης πράξης και στην εκδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει σημαντικές αλλαγές του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.

Σύμφωνα με την πάγια αρχή του ποινικού δικαίου ο κάθε κατηγορούμενος θα δικαστεί σύμφωνα με τον ευμενέστερο ποινικός νόμος, που ίσχυσε από τη στιγμή τέλεσης του αδικήματος μέχρι να καταστεί η σχετική δικαστική απόφαση αμετάκλητη (άρθρο 2 ΠΚ).

Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι τα προηγούμενα χρόνια εκδόθηκε μια σειρά νόμων, οι οποίοι όριζαν πως εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη ορισμένων αξιόποινων πράξεων, που θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, προκειμένου να αποσυμφορηθεί το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Τέτοιοι νόμοι ήταν για παράδειγμα ο 4411/2016 και ο 4689/2020.

Κανείς δεν γνωρίζει αν παρόμοιοι νόμοι θα εκδοθούν και στο μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση λόγω της πολυνομίας και των συχνών νομοθετικών μεταρρυθμίσεων απαιτείται προσεκτική μελέτη της κάθε υποθέσεως.

Αναστολή της ποινής – Μετατροπή σε χρήμα – Μετατροπή σε κοινωφελή εργασία

Σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής εφαρμόζει τα άρθρα 80A ή 104A, μετατρέποντας την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους, οπότε διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους ή ολόκληρης της ποινής.

Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία  ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.

Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80A ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει πως δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.

Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση επί πλημμελήματος που υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα. Αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα πως η έκτιση μέρους της ποινής αρκεί για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων διατάζει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής που δεν είναι κατώτερη του ενός πέμπτου ούτε ανώτερη των τριών δεκάτων και την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 80Α ΠΚ κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα έως εκατό ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.

Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής της χρηματικής ποινής που προέρχεται από μετατροπή ποινής φυλάκισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν προσαύξησή της.

Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της συνεπάγεται την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του.

Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε έτη, ή β) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 104Α. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 104Α ΠΚ όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες διακόσιες ώρες και σε περίπτωση που έχει καθοριστεί συνολική ποινή, τις τρεις χιλιάδες εξακόσιες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών.

Ε. Τα ένδικα μέσα και ο έλεγχος των ποινικών αποφάσεων

Έφεση

Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση (άρθρο 489 ΚΠΔ):

  • κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από πέντε μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από πέντε χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις μήνες,
  • κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου (και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα, αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος) σε ποινή φυλάκισης πάνω από οκτώ μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από οκτώ χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από έξι μήνες,
  • κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο ετών για πλημμέλημα.

Στο εφετείο η υπόθεση εξετάζεται εκ νέου. Αν μόνο ο κατηγορούμενος ασκήσει έφεση ισχύει η αρχή της «μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αυξηθεί η ποινή του ή με οποιονδήποτε τρόπο να χειροτερεύσει η θέση του σε σχέση με τα όσα αποφάσισε το Δικαστήριο στον πρώτο βαθμό.

Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση (ως ανυποστήρικτη λχ) τα έξοδα, που ισούνται με το μέγιστο ποσό αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (400 ευρώ),  επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο. Στην περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως το ποσό είναι διπλάσιο (άρθρο 578 ΚΠΔ).

Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης

Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο αιτιολογώντας, ειδικά την απόφασή του, κρίνει αλλιώς.

Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης από την επιβολή περιοριστικών όρων. (άρθρο 497 ΚΠΔ)

Αναίρεση

Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση της απόφασης για μια σειρά από συγκεκριμένους νομικούς λόγους (άρθρο 510 ΚΠΔ). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης, δηλαδή, δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης και ούτε επαναλαμβάνεται η αποδεικτική διαδικασία. Αντίθετα ελέγχεται αν το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε νομικά σφάλματα κατά τον σχηματισμό της κρίσης του.

Δικαιολόγηση και χρησιμότητα των ελαφρυντικών περιστάσεων

Δικαιολόγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Σύμφωνα με τις ενωτικές θεωρίες, κρατούσες στην θεωρία και την νομολογία, ο σκοπός της ποινής είναι ο συνδυασμός της γενικής και της ειδικής πρόληψης με απώτατο όριο την ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ποινή έχει ως σκοπό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ και εγκυρότητα των κανόνων δικαίου, οφείλει όμως ταυτόχρονα να μην υπερβαίνει τα όρια της ειδικής πρόληψης. Σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιούσε τον δράστη ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί, αφού θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ανθρώπινης αξίας. Γι’ αυτό η ποιότητα της προσωπικότητάς του θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη διεργασία της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, προκειμένου και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή να συνδράμει στον πραγματικό σωφρονισμό του δράστη. Περαιτέρω η ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης δεν αποτελεί δικαιολογητική βάση της ποινής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως έσχατο όριό της, ώστε να μην επιβάλλονται δυσανάλογα μεγάλες συγκριτικά με το άδικο που τέθηκε ποινές ακόμη κι αν κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με την σύντομη αυτή ανάπτυξη μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις φαίνεται πως μειώνουν την ανάγκη της ειδικής πρόληψης, της προσπάθειας, δηλαδή, αποτροπής του συγκεκριμένου δράστη από περαιτέρω αξιόποινες πράξεις.  Συγκεκριμένα, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου έντιμου βίου, την ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρόνο μετά την αξιόποινη πράξη, ειδικά με τον τρόπο που έχουν ερμηνευτεί από την νομολογία, παραπέμπουν σε έναν δράστη για τον οποίον η διάπραξη της αξιόποινης πράξης αποτέλεσε ένα ξεκάθαρα αταίριαστο με το ήθος του συμβάν, ένα σφάλμα για το οποίο έμπρακτα έχει μετανοήσει ή μια πράξη της οποίας δεν υπήρξε συνέχεια, αλλά αντίθετα επακολούθησε θετική συμπεριφορά.

Ο δράστης αυτός είναι σαφές ότι έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από έναν μέσο δράστη, αφού εγκλημάτησε αντίθετα προς την προσωπικότητά του και άρα θα είναι περισσότερο δεκτικός στη διαδικασία επανακοινωνικοποίησής του.

Αλλά και οι ελαφρυντικές περιστάσεις των μη ταπεινών αιτίων και της οργής ή βίαιης θλίψης φαίνεται ότι προσδίδουν στην πράξη έναν εξόχως έκτακτο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα σε μια ευνομούμενη κοινωνία εκείνος, ο οποίος διακατέχεται από μη ταπεινά κίνητρα, τεκμαίρεται πως δεν θα στραφεί σε παράνομες δραστηριότητες εκτός κι αν βρεθεί σε μια τραγική και σπάνια κατάσταση. Επιπλέον θεωρείται δεδομένο πως η συμπεριφορά των κοινωνών μεταξύ τους διαπνέεται από έναν ελάχιστο σεβασμό και δεν είναι τέτοιου είδους (ανάρμοστη ηθικά ή άδικη νομικά), ώστε να προκαλέσει σε έναν εχέφρονα άνθρωπο θλίψη ή οργή. Αν, λοιπόν, ο κατηγορούμενος εγκληματήσει στις παραπάνω συνθήκες δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του είναι γενικότερα εχθρική απέναντι στην έννομη τάξη και τα αγαθά που προστατεύει σε σύγκριση πάντα με εκείνον που εγκληματεί σε συνηθισμένες συνθήκες. Αυτή η σύγκριση μας αποκαλύπτει πως υπάρχουν μειωμένες ειδικοπροληπτικές ανάγκες.

Ο σκοπός της ειδικής πρόληψης είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς φανερώνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας η επιβαλλόμενη ποινή να είναι λειτουργική, να μπορεί, δηλαδή, να εκπληρώνει τον απώτερο σκοπό της, το σωφρονισμό του δράστη, με την ελάχιστη δυνατή βλάβη των εννόμων αγαθών του. Άλλωστε, υπέρμετρα βαριές ποινές που δε συνάδουν με την προσωπικότητα του δράστη μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να έχουν, διότι, όταν η προσωπικότητα του δράστη εμφανίζεται «ακίνδυνη», η επιβολή της νόμιμης ποινής, έστω και κατά το ελάχιστο όριό της θα είναι ανώφελη και αδικαιολόγητα σκληρή.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον έλληνα δικαστή, καθώς του επιτρέπουν να επιβάλει ποινές που δεν υπερβαίνουν την ανάγκη για ειδική πρόληψη.

Άτυπη χρήση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Παρότι ο βασικός σκοπός της πρόβλεψης των ελαφρυντικών περιστάσεων είναι η προσαρμογή του πλαισίου των ποινών σε μια εξαιρετική περίπτωση δράστη, που έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από τον μέσο όρο, στην πράξη το άρθρο 84 ΠΚ χρησιμοποιείται και σαν εργαλείο από τον ποινικό δικαστή προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή εξοντωτικών ποινών σε δράστες που δεν διαφέρουν από τον μέσο όρο. Συγκεκριμένα, είναι συχνό φαινόμενο στο ελληνικό ποινικό σύστημα οι δικαστικοί λειτουργοί να δεσμεύονται από ιδιαίτερα αυστηρά κατώτατα όρια ποινών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 167 ΠΚ για την αντίσταση κατά της αρχής και η νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, που πολύ συχνά τροποποιείται με τρόπο πρόχειρο και ευκαιριακό.

Σε τέτοιο είδους περιπτώσεις η αναγνώριση των ελαφρυντικών δίνει άτυπα στους δικαστικούς λειτουργούς την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν ένα κατώτερο πλαίσιο ποινής, που ανταποκρίνεται καλύτερα στην ιδέα περί δικαιοσύνης. Η πρακτική αυτή, που δεν γίνεται ελαφρά τη καρδία, αποδεικνύει τη χρησιμότητα της διάταξης ως αντιστάθμισμα στις πάγιες υπερβολές του ποινικού νομοθέτη και την ευφυΐα της διατύπωσής της. Το σαφές μειονέκτημα, όμως, μιας τέτοιας πρακτικής είναι πως μοιραία παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού η εφαρμογή του κανονικού ή του μειωμένου πλαισίου ποινής βασίζεται στο προσωπικό αίσθημα δικαίου του δικαστή και όχι στις αξιολογήσεις του νομοθέτη.

Μια συνολική θεωρητική λύση στο παραπάνω πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η κατάργηση των ελαφρυντικών περιστάσεων σε συνδυασμό με την κατάργηση των κατωτάτων ορίων ποινής και ενδεχομένως και της διάκρισης από το εθνικό ποινικό δίκαιο των  ειδών στέρησης της ελευθερίας. Αξίζει να σημειωθεί πως η κατάργηση των κατώτατων ορίων της ποινής έλαβε πράγματι χώρα στον νέο γαλλικό ΠΚ, αλλά αναφορικά με τη χώρα μας μια τέτοια εξέλιξη φαντάζει εξαιρετικά μακρινή. Επιπλέον υποστηρίζεται  έντονα και η άποψη πως η διατήρηση κατωτάτων ορίων των ποινών επιτελεί σημαντική γενικοπροληπτική λειτουργία και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία και η διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, υπάρχει κι ένας ακόμα παράγοντας πέρα από τον αριθμητικό προσδιορισμό της ποινής, που καθιστά την διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων ενδεδειγμένη καθώς η ποινή επιβάλλεται ως γνωστόν ως ιδιαίτερη αποδοκιμασία του δράστη από την έννομη τάξη. Έτσι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η αναγνώριση μιας ελαφρυντικής περίστασης είναι σε κάθε περίπτωση σημαντική, γιατί εκτός από το να ορίζει ένα μειωμένο πλαίσιο ποινής συνεπάγεται και μια θετική ηθική αξιολόγηση για τον κατηγορούμενο.