Ειδικά ζητήματα

Η ρύπανση του περιβάλλοντος ως προσβολή της προσωπικότητας

Από τη διάταξη του άρθρου 57 του ΑΚ συνάγεται ότι, για την θεμελίωση της αξιώσεως προς προστασία της προσωπικότητας προσώπου, απαιτείται η πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα και επάγεται μείωση της προσωπικότητας του προσώπου να είναι παράνομη. Στην προσωπικότητα περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά τα οποία συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με αυτό, δηλαδή η σωματική, η ψυχική και η κοινωνική ατομικότητα του ανθρώπου (Σταθόπουλου Γεωργιάδη ΑΚ Γενικές Αρχές, άρθρο 57, σελ 99), ειδικότερα δε η καθαριότητα, η μη ρύπανση, η διατήρηση και η προστασία του περιβάλλοντος, του οποίου η προστασία είναι αναγκαία για τον άνθρωπο. Η αναγωγή του φυσικού περιβάλλοντος σε αυτοτελώς προστατευόμενο κοινόχρηστο αγαθό καθιερώνει κοινωνικό δικαίωμα επί του περιβάλλοντος, και η παράνομη παραβίαση του δικαιώματος απόλαυσης των περιβαλλοντικών αγαθών συνιστά παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του παρεμποδισμένου, η οποία παρέχει σε αυτόν τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ αξιώσεις για άρση της προσβολής και παύσης αυτής στο μέλλον, καθώς και, αν υφίστανται οι σχετικές προϋποθέσεις, αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 1731/2006).

Επιπλέον, με την καθιέρωση πράγματος ως κοινοχρήστου το άτομο αποκτά εξουσία χρήσης, η οποία δεν είναι άμεση εξουσία επ’ αυτού αλλά απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας αυτού ιδιωτικού δικαιώματος. Με βάση τα παραπάνω κρίθηκε στην Εφ.Λαρίσης 189/2015 πως στην περίπτωση παραβίαση απαγορευτικών δημοτικών αποφάσεων σχετικά με τη βόσκηση χοίρων και αγριόχοιρων σε χώρο ελεύθερης βοσκής ζώων δημοτών, με αποτέλεσμα οι αγριόχοιροι να προκαλούν καταστροφή της βλάστησης που αποτελεί την τροφή των άλλων ζώων, υπάρχει παράνομη προσβολή του δικαιώματος προσωπικότητας των λοιπών κτηνοτρόφων ως δημοτών.

Άγρια και ήμερα ζώα

Το άρθρο 1076 ΑΚ ορίζει: «Κινητό πράγμα γίνεται αδέσποτο, αν ο κύριος εγκαταλείψει τη νομή του με σκοπό να παραιτηθεί από την κυριότητα.»

Το άρθρο 1077 ορίζει: «Τα άγρια ζώα είναι αδέσποτα, εφόσον βρίσκονται στη φυσική τους ελευθερία. Αγρια ζώα μέσα σε περίφρακτο χώρο και ψάρια μέσα σε ιχθυοτροφείο ή σε άλλα περίκλειστα ιδιόκτητα νερά δεν είναι αδέσποτα. Αγριο ζώο που πιάστηκε γίνεται αδέσποτο αν ξαναποκτήσει την ελευθερία του και ο κύριός του δεν πάρει μέτρα, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, για την καταδίωξή του. Τιθασευμένο ζώο γίνεται αδέσποτο, αν χάσει τη συνήθεια της επιστροφής.»

Σύμφωνα με την νομολογία το επίθετο «άγριος» δεν χρησιμοποιείται εδώ με την έννοια του επικίνδυνου. Άγριο είναι το ζώο που από τη φύση του διαφεύγει την εξουσίαση εκ μέρους του ανθρώπου. Αντίθετη έννοια είναι το ήμερο ζώο, το οποίο από τη φύση του βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του ανθρώπου. Είδος ήμερου ζώου είναι το κατοικίδιο για το οποίο εφαρμόζεται η ΑΚ 1076.

Ένα ενδιαφέρον ζήτημα ποινικής ευθύνης είναι το εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 100 Ν. 3030/54 «Περί Αγροφυλακής» όστις διά ζώων ή πτηνών καταστρέφει ή βλάπτει εκ προθέσεως παντός είδους ξένον (εν λόγω ή εν μέρει) ή κοινόχρηστον ακίνητον ή κινητόν αγροτικόν κτήμα άνευ της προηγουμένης συγκαταθέσεως του έχοντος δικαίωμα τιμωρείται διά κρατήσεως μέχρι 3 μηνών ή διά προστίμου, ασχέτως του ποσού της εκ της πράξεως ταύτης ζημίας. Εάν η εν τη προηγουμένη παραγράφω πράξις εγένετο εξ αμελείας επιβάλλεται πρόστιμον ή κράτησις.

Με το άρθρο αυτό σκοπείται η τιμωρία του δράστη που βρίσκεται σε κάποιας μορφής άμεση εξουσίαση των ζώων, δηλαδή του κατόχου – εποπτεύοντος αυτά κατά το χρόνο της ζημίας. Αντιθέτως έχει κριθεί νομολογιακά ότι δεν υπέχει ποινική ευθύνη εκείνος που προμηθεύεται και αφήνει στην φυσική τους ελευθερία ορισμένα από τη φύση τους άγρια ζώα (όπως τα αγριογούρουνα), τα οποία μετά την απελευθέρωσή τους γίνονται αδέσποτα.

Η φιλοζωία ως… αιτία διαζυγίου

Στην  9296/2014 Μον. Πρωτ. Θεσσαλονίκης κρίθηκε πως έπρεπε να γίνει δεκτή η αγωγή διαζυγίου και να λυθεί ο μεταξύ των διαδίκων υφιστάμενος γάμος, λόγω ισχυρού κλονισμού που οφείλεται σε λόγους που αφορούν στο πρόσωπο της εναγομένης καθώς η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης θα ήταν αφόρητη για τον ενάγοντα σύζυγο. Βασική αιτία των παραπάνω ήταν η πλήρης παραμέληση των οικογενειακών υποχρεώσεων της εναγομένης εξαιτίας του πάθους της για την φροντίδα αδέσποτων ζώων, που ξεπέρασε κατά πολύ την φιλοζωία και οδηγήθηκε στην αρρωστημένη υπερβολή. Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

“…η εναγομένη δεν αρκέστηκε στη διατήρηση στον αύλειο χώρο της οικίας της των παραπάνω ζώων που φιλοξενούσε, αλλά επιδίωκε σταθερά να φροντίζει όλα τα αδέσποτα ζώα της περιοχής, για τα οποία προετοίμαζε γεύματα τα οποία διένεμε καθημερινά. Η εξακολουθητική αυτή συμπεριφορά της εναγόμενης, υπήρξε η αιτία για να διατυπωθούν παράπονα από άλλους κατοίκους της περιοχής, καθώς η δραστηριοποίησή της προκαλούσε τη δυσαρέσκειά τους, ενόψει του ότι πολλές φορές, στην συνεχή προσπάθειά της να φροντίσει τα ζώα, ενοχλούσε τους περιοίκους και έτσι προκαλούνταν μεταξύ τους εντάσεις. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι ενέργειές της ξεκίνησαν από την αγάπη που είχε προς τα ζώα (λόγος που την ώθησε να γίνει μέλος του φιλοζωικού συλλόγου της περιοχής), η προσκόλλησή της σε αυτά, οδήγησε στην επίδειξη πλήρους αδιαφορίας προς το σύζυγό της, καθώς καθημερινά ασχολείτο μόνο με τις ανάγκες των αδέσποτων ζώων που επιθυμούσε να φροντίζει, παραμελώντας ταυτόχρονα όλες τις υποχρεώσεις της, ως σύζυγος. Η παραπάνω επιδεικτική έλλειψη ενδιαφέροντος και συντροφικότητας εκ μέρους της εναγομένης αλλά και η παραμέληση όλων των κανόνων υγιεινής στην οικία των διαδίκων, είχε δημιουργήσει κλίμα έντασης και απαξίωσης μέσα στην οικογένεια, που τραυμάτιζε την ψυχολογική ηρεμία, και την αξιοπρέπεια του συζύγου της. Η ως άνω κατάσταση μεταξύ των διαδίκων επιδεινωνόταν, καθώς η εναγόμενη, από το 2008 και για το διάστημα του ενός έτους που ακολούθησε, ασχολείτο μόνο με τις δικές της ανάγκες και επιθυμίες, ενεργώντας ως μονάδα και όχι ως μέλος μιας οικογένειας…”

Ηθική βλάβη από την θανάτωση κατοικίδιου ζώου

Σε περίπτωση που από παράνομη και υπαίτια πράξη τρίτου, όπως για παράδειγμα από αμελή οδήγηση, προκληθεί ο θάνατος κατοικίδιου ζώου τότε, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του νόμου (932 Α.Κ.) οφείλεται αποζημίωση, καθώς όλα τα μέλη της οικογένειας αναπτύσσουν συναισθηματικό δεσμό με τα κατοικίδιο που φιλοξενούν και φροντίζουν και επομένως ο θάνατός του τους προκαλεί ηθική βλάβη. Έτσι έκρινε και το Εφετείο Αθηνών με την 157/2010 απόφαση του, που αφορά την πρόκληση θανάτου σκύλου από τροχαίο ατύχημα.

Παρατηρήσεις για τον ν. 1300/1982

Ο ν. 1300/1982 περιλαμβάνει μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας. Συμφώνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1300/1982 «Μέτρα για την πρόληψη και την καταστολή της ζωοκλοπής και ζωοκτονίας» με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή 20.000 έως 1.000.000 δραχμών τιμωρείται η κλοπή ίππων, όνων, ημιόνων, βοοειδών, βουβαλοειδών, αιγοπροβάτων, χοίρων και κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους.

Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 372 παρ. 1 του Ποιν. Κώδικα, συνάγεται σαφώς, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιοποίνου πράξεως της ζωοκλοπής, η οποία είναι ιδιώνυμο έγκλημα και έχει νομική αυτοτέλεια σε σχέση προς το βασικό έγκλημα της κλοπής, λαμβάνει δε κακουργηματικό χαρακτήρα όταν τελείται από δύο ή περισσότερα άτομα κατά συναυτουργία (αρθρ. 45 ΠΚ), απαιτείται η αφαίρεση ζώου από τα παραπάνω αναφερόμενα ή κυψέλης μελισσών ή του περιεχομένου της από τη φυσική κατοχή άλλου χωρίς τη συγκατάθεση εκείνου που έχει το δικαίωμα κυριότητας τους με σκοπό παρανόμου ιδιοποιήσεως από το δράστη.  (ΑΠ 1261/2011)

Περαιτέρω στο άρθρο 2 του ιδίου νομοθετήματος απαριθμούνται ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, η ζωοκλοπή ή η ζωοκτονία τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών.

Παρενθετικά αναφέρεται πως η ιχθυοκλοπή, όπως εν γένει η ζωοκλοπή, συνιστά ιδιώνυμο έγκλημα, επί του οποίου δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που θεσπίζουν διακεκριμένες ή ηπιότερες περιπτώσεις κλοπής και τιμωρείται με βάση το άρ. 17 παρ. του ν.δ. 420/1970.

Επιστρέφοντας στην εξέταση του Ν. 1300/1982, τονίζεται πως δεν προστατεύονται με τον νόμο αυτόν τα αδέσποτα ζώα. Ειδικά ως προς τη ζωοκτονία προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι, πέραν από την ύπαρξη (ζωή) του ζώου, και η ιδιοκτησία επ’ αυτού, ως εκ τούτου δε οι περιγραφόμενες στον σχετικό νόμο προσβολές της ζωής αυτού στοιχειοθετούν και το έγκλημα της διακεκριμένης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ως αντικείμενα δε φθοράς ξένης ιδιοκτησίας θεωρούνται και τα ζώα που δεν υπάγονται στην έννοια του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 1300/1982 αλλά ανήκουν σε κάποιον ιδιοκτήτη, κάτι εύλογο, αφού σκοπός του νόμου αυτού είναι η προστασία του ιδιοκτήτη των αναφερομένων σε αυτόν ζώων. Έτσι έχει νομολογηθεί πως αν η αφαίρεση του ζώου (ζωοκλοπή) προηγήθηκε της θανάτωσής του, στοιχειοθετείται μόνο το έγκλημα της ζωοκλοπής, δεδομένου ότι όταν ο δράστης θεμελιώνει μία νέα παράνομη κατοχή, έχει ολοκληρωθεί το αδίκημα της κλοπής, η δε μεταγενέστερη θανάτωση του κλαπέντος ζώου δεν μπορεί να οδηγήσει στην στοιχειοθέτηση και άλλης αξιόποινης πράξης, επειδή ο δράστης συμπεριφέρεται πλέον ως κύριος.

Νομολογία σχετική με την κλοπή μελισσών

Σχετικά με την αφαίρεση κυψελών μελισσών ή του περιεχομένου τους πρέπει να τονιστεί ότι ο νομοθέτης όταν προσδιορίζει ως αντικείμενο ζωοκλοπής τις κυψέλες μελισσών ή το περιεχόμενό τους αναφέρεται πάντοτε στην αφαίρεση τόσο του σμήνους όσο του ξύλινου κιβωτίου στο όποιο έχει εγκατασταθεί το σμήνος σε οποιοδήποτε στάδιο και αν ευρίσκεται, όπως επίσης και την αφαίρεση πλαισίων κηρύθρας-μελιού μαζί με την βασίλισσα, τον γόνο τις προνύμφες και τις νύμφες έστω και αν δεν έχουν εξελιχθεί σε τέλεια έντομα ή την αφαίρεση ολόκληρου σμήνους. (ΑΠ 1958 / 2008)

Επίσης, είναι σημαντικό πως σύμφωνα με το άρθρ. 4 της υπ’ αριθμ. 370910/2001 Υπ. Αποφάσεως «…Σε περίπτωση αγοραπωλησίας μελισσοσμηνών με τις κυψέλες, η παλαιά πυροσφράγιση διατηρείται στην κυψέλη και επί πλέον αναγράφεται και ο κωδικός αριθμός του κατόχου». Με την ρύθμιση αυτή επιλύονται συχνά οι αποδεικτικές δυσχέρειες της παραπάνω αξιόποινης πράξης.

Η πολιτική αγωγή στην Ζωοκλοπή και στην Ζωοκτονία

Με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1300/1982 ορίζεται ότι: «Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και απώλεια του δικαιώματος για χρηματική ικανοποίηση τιμωρείται ο κάτοχος ζώου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του νόμου αυτού, ο οποίος δεν καταγγέλλει στην αρμόδια Αρχή μέσα σε 24 ώρες από τη διαπίστωσή της τη ζωοκλοπή ή ζωοκτονία που έγινε σε βάρος του».

Με την διάταξη αυτή ο νομοθέτης απειλεί όχι απλώς με την απώλεια του δικαιώματος χρηματικής ικανοποίησης (και άρα και παράστασης πολιτικής αγωγής), αλλά και με ποινικές κυρώσεις τα φερόμενα ως θύματα ζωοκλοπής και ζωοκτονίας, που δεν προβαίνουν σε άμεση καταγγελία στις αρχές. Η νομοθετική αυτή επιλογή φαίνεται να απηχεί ξεπερασμένες αντιλήψεις δυσπιστίας σχετικές με την αθέμιτη συνδιαλλαγή με τους δράστες των εγκλημάτων αυτών ή με τον κίνδυνο αυτοδικίας.

Σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρον παρουσιάζει η  θέση του Αρείου Πάγου στην ΑΠ 1410/2013, σύμφωνα με την οποία η μη τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων από το θύμα δεν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα εφόσον ο κατηγορούμενος “δεν επρότεινε την εκ της απωλείας του δικαιώματος σχετική ένσταση μη παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος (…) έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό. Και τούτο διότι το ποινικό δικαστήριο ερευνά μεν την ενεργητική νομιμοποίηση του δικαιούχου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, κατά το κεφάλαιο όμως της αποφάσεως με το οποίο επιλαμβάνεται της πολιτικής αγωγής και επιδικάζει αυτήν, ενεργεί ως πολιτικό δικαστήριο και δεν έχει εξουσίαν αυτεπαγγέλτου ενεργείας, αλλά μόνο κατ’ένσταση του υποχρέου ενεργεί.”

Πρόκειται για μία θέση που δημιουργεί θεωρητικούς προβληματισμούς (βλ. Τσακάλης Ιωάννης, Και πάλι για την επίδραση της παραγραφής της αστικής αξίωσης στην παράσταση πολιτικής αγωγής, ΠοινΧρον 2014, σελ. 557), αλλά η ανάπτυξη της εκφεύγει του αντικειμένου της σύντομης αυτής ανάπτυξης.

Υπουργική Απόφαση Υ1β/2000/1995

Αξίζει μια εξαιρετικά σύντομη αναφορά πως η απαγόρευση διατήρησης οικόσιτων ζώων και πτηνών χωρίς άδεια σε πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων ή σε τόπους με τουριστικό ενδιαφέρον εδράζεται στο άρθρο 15 της Υπουργικής Απόφασης Υ1β/2000/1995 και βέβαια αφορά και την συνήθη περίπτωση των κοτετσιών.