Αποσπάσματα από την πρόσφατη νομολογία σχετικά με διάφορα ζητήματα περιουσιακής φύσεως

141/2020 ΕΦ ΘΡΑΚ – Υπολογισμός της αξίας κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας βάσει αντικειμενικής αξίας (όπως αποτυπώνεται στην αποδοχή κληρονομιάς) κι όχι βάσει ΕΝΦΙΑ

(…) Η αξία του αγροτεμαχίου, το οποίο κατέλιπε ο κληρονομούμενος στην ενάγουσα, ανέρχεται στο ποσό των 4.590 ευρώ, η δε αξία των ακινήτων, τα οποία κατέλιπε ο κληρονομούμενος στον πρώτο εναγόμενο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 22.994 ευρώ για τα αγροτεμάχια και στο ποσό των 40.065 ευρώ για το οικόπεδο με την επ` αυτού οικία και τους βοηθητικούς χώρους και επομένως η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, την οποία κατέλιπε ο κληρονομούμενος στον πρώτο εναγόμενο, ανέρχεται σε 63.059 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η αξία αφενός μεν των αγρών ανέρχεται στο ποσό των 21.060 ευρώ, αφετέρου δε του οικοπέδου με τα επ` αυτού κτίσματα (οικία,αποθήκη και θέση στάθμευσης) στο ποσό των 15.000 ευρώ. Ωστόσο οι ανωτέρω αξίες προκύπτουν και από την αντίστοιχη δήλωση φόρου κληρονομιάς, της αποδοχής κληρονομιάς του πρώτου εναγομένου, που δηλώθηκε στη ΔΟΥ Ορεστιάδας σε συνδυασμό με την τοποθεσία, την έκταση και την εκμετάλλευση τους. Εξάλλου ναι μεν προκύπτει ότι η αξία του οικοπέδου με τα επ`αυτού κτίσματα με βάση το φύλλο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ, ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ, ωστόσο αυτή δεν αποτελεί την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία προκύπτει με σαφήνεια από τη δήλωση φόρου κεφαλαίου της ΔΟΥ μετά από την νομίμως μεταγεγραμμένη υπ`αριθμ. ……./25-8-2014 αποδοχή κληρονομιάς, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Διδυμοτείχου …… (βλ. προσκ. την υπ`αριθμ. …./2014 δήλωσης φόρου κληρονομιάς του πρώτου εναγομένου προς τη ΔΟΥ ….. και την ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς). Τούτο διότι στις δηλώσεις φόρου συνεκτιμώνται παράμετροι των ακινήτων, που δεν λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ. Εξάλλου το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση σχετικά με την αξία των ως άνω ακινήτων από τις ένορκες βεβαιώσεις των … και …., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων και είναι συγγενείς τους (η μεν πρώτη αδελφή της συζύγου του πρώτου εναγομένου και μητέρας του δευτέρου, η δε δεύτερη είναι ξαδέλφη της συζύγου του πρώτου εναγομένου και μητέρας του δευτέρου), όλως αορίστως ανέφεραν ότι γνωρίζουν ότι η αξία του οικοπέδου με τα κτίσματα ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ ενώ η αξία του συνόλου των αγροτεμαχίων στο ποσό των 300 ευρώ χωρίς ωστόσο να αιτιολογούν την εκτίμηση τους αυτή παραθέτοντας π.χ. κάποιο συγκριτικό στοιχείο και απλώς ανέφεραν ότι αυτά τα γνωρίζουν από ιδία αντίληψη. Εν όψει όλων αυτών, δε συντρέχει λόγος επανάληψης της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την αξία των ακινήτων της κληρονομιάς αφού το Δικαστήριο είναι σε θέση από τα προσκομισθέντα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα να μορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση.

431/2019 ΑΠ – Κοινοί λογαριασμοί και δικαίωμα αναγωγής

(…) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973,και αυτών των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός ,και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ946/2015, 1550/2007), εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα(ΑΠ 1001/2012, 2058/2007).

(…) Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από το ποσό των 70.000 ευρώ, τα οποία ανέλαβε από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση και τα φύλασσε στην συζυγική οικία εξαιτίας του φόβου του για την οικονομική κρίση, προέβη σε τμηματικές επανακαταθέσεις επιμέρους χρηματικών ποσών στους επίδικους τρεις κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε χρονικό διάστημα ενάμιση έτους περίπου, αρχής γενομένης μάλιστα την 20-8-2011, δηλαδή ένα μήνα μετά την ανάληψη ολοκλήρου του ποσού, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι οι καταθέσεις των χρηματικών ποσών που αναφέρει, οι οποίες πράγματι πραγματοποιήθηκαν στους επίδικους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, προέρχονται από το ποσό των 70.000 ευρώ, δοθέντος ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι εν λόγω λογαριασμοί τροφοδοτούνταν και με άλλα χρηματικά ποσά προερχόμενα από τα έσοδα των διαδίκων από την άσκηση της επαγγελματικής δράστηριότητάς τους.

1/2018 ΑΠ – Κριτήρια για την αντιμετώπιση ενός κοινού λογαριασμού μεταξύ συζύγων ως αποταμιευτικού ή μισθοδοτικού – επαγγελματικού

(…) Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων που έγιναν με το νόμισμα του ευρώ εμφανίζει δεκαδικά ψηφία, όπως και ενδεικτικά 48,10 – 25,60 – 128,29 – 236,10 – 474,76 – 233,20 – 229,80 – 233,20 – 32,60 – 31,20 – 81,15 – 272,10 ευρώ, στοιχείο από το οποίο αβίαστα προκύπτει, ότι αυτές αφορούσαν αμοιβές πελατών της εναγομένης και σε καμία περίπτωση αποταμιευτικές καταθέσεις. Από τα παραπάνω στοιχεία της κίνησης του επίμαχου λογαριασμού, με βάση τα οποία, οι επιμέρους καταθέσεις του γίνονταν και μέσω διαφόρων εντός και εκτός της … τραπεζών, στοιχείο που καταρρίπτει τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί αποταμιευτικών καταθέσεων, αφού στην υποθετική εκδοχή τους αναγκαίως θα γίνονταν στην ίδια τράπεζα, τα διαστήματα που οι επιμέρους καταθέσεις έγιναν δεν απείχαν χρονικά μεταξύ τους, πολλές φορές την ίδια ή την επομένη ημέρα, στοιχείο που δεν δικαιολογεί το λόγο της χρονικής τους αυτής απόστασης αν επρόκειτο περί αποταμιευτικών καταθέσεων, τα κατατεθέντα είτε σε δραχμές είτε σε ευρώ ποσά εμφανίζουν δεκαδικά ψηφία, στοιχείο που δηλώνει ότι πρόκειται για ακριβείς αμοιβές της εναγομένης, αφού κατά την κοινή πείρα και λογική δεν γίνονται αποταμιευτικές καταθέσεις με τη μορφή αυτή και τέλος εκ του γεγονότος, ότι από τον ίδιο αυτό λογαριασμό έγινε πληθώρα αναλήψεων, στοιχείο το οποίο ουδόλως συνάδει σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς, το Δικαστήριο δεν πείθεται στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι ο εν λόγω λογαριασμός είχε το χαρακτήρα του αποταμιευτικού και στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας λογαριασμού, πολύ δε περισσότερο ότι στον ίδιο αυτό λογαριασμό και με σκοπό την οικονομία κατέθετε και ο ίδιος χρήματα, με την έννοια του δικαιώματος του επ` αυτών, αφού και στην υποθετική αυτή εκδοχή και ενόψει όλων των προαναφερομένων, θα καθίστατο αδύνατο να ελεγχθούν τέτοιου είδους καταθέσεις του.

13448/2019 ΔΠΡ ΑΘ – Φορολογική αντιμετώπιση καταθέσεων σε κοινούς λογαριασμούς

(…) ποσό τραπεζικού λογαριασμού μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου(…)

(…) Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η φορολογική αρχή δεν απεφάνθη αιτιολογημένα επί του ισχυρισμού του ότι οι φερόμενοι ως κοινοί λογαριασμοί του αδελφού του ή της μητέρας του ή της πρώην συζύγου του δεν συνιστούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς τους οποίους ο ίδιος πράγματι χρησιμοποιούσε, όφειλε δε, κατ΄ εφαρμογή του τεκμηρίου της κατ΄ ισομοιρία απόδοσης των ποσών που με αυτούς διακινήθηκαν, να επιμερίσει το σύνολο των καταθέσεων μεταξύ των ως άνω συνδικαιούχων. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Και τούτο διότι, η φορολογική αρχή δεν απέδειξε (ως έχουσα το βάρος της απόδειξης καθόσον ο προσφεύγων ήταν, κατά τεκμήριο, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στη σκ. 6, συνδικαιούχος των κοινών λογαριασμών σε ποσοστό 50% προκειμένου για τους .…, .. κοινούς λογαριασμούς του με τον αδελφό του ….. και τον …. κοινό λογαριασμό του με τη μητέρα του … και σε 33,33% προκειμένου για τον … κοινό λογαριασμό του με τους .. και…) τους ισχυρισμούς της περί διαφορετικής αναλογίας των κατατεθειμένων χρηματικών ποσών. Ειδικότερα, ναι μεν η φορολογική αρχή επικαλέσθηκε, προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών της, αφενός την ιδιότητα της μητέρας του προσφεύγοντος ως συνταξιούχου και άνευ άλλης επιχειρηματικής δραστηριότητας και αφετέρου την ιδιότητα του αδελφού του προσφεύγοντος, ο οποίος δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και της πρώην συζύγου, πλην όμως οι ιδιότητες αυτές, χωρίς να συνεπικουρούνται από άλλα στοιχεία (δοθέντος, άλλωστε, ότι η φορολογική αρχή δεν προκύπτει ότι διενήργησε έλεγχο στους λοιπούς συνδικαιούχους), δεν αρκούν να ανατρέψουν το τεκμήριο που θέτει ο νόμος, καθόσον και ο ίδιος ο προσφεύγων φέρεται ως ανεπάγγελτος.

825/2018 ΑΠ – Κατάσχεση σε κοινό λογαριασμό από το Δημόσιο

(…) Με το άρθρο δε 4 του Ν. 5638/1932, περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν, ορίζεται ότι: «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους..». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει, ότι με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσοτέρων δικαιούχων, δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 489 ΑΚ, δηλαδή καθένας από τους δικαιούχους έχει δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό αυτό σε πρώτη ζήτηση. Όμως σε περίπτωση κατασχέσεως καταθέσεως κοινού λογαριασμού εκ μέρους του δανειστού ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται κατάσχει το σύνολο της καταθέσεως, αφού κατά αμάχητο τεκμήριο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. Έτσι η κατάθεση, κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους, παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (ΑΠ 1812/2007, ΑΠ 785/1999).

20/2019 ΠΠΡ ΛΙΒΑΔ – Διαπίστωση ψυχικής ή διανοητικής κατάστασης από συμβολαιογράφο

(…) Το άρθρο 1 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000) αφενός μεν ορίζει ότι ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, αφετέρου δε καθορίζει τα καθήκοντά του. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η διαπίστωση της νοητικής ή ψυχικής κατάστασης αυτών που προβαίνουν ενώπιον του σε δήλωση βούλησης. Τούτο άλλωστε είναι δυσχερές, πλην οριακών καταστάσεων. Δεν είναι γνωστή περίπτωση που να κρίθηκε από δικαστήριο κάποιος ως ακαταλόγιστος χωρίς ιατρική διαπίστωση. Στο άρθρο 5 του ίδιου παραπάνω Κώδικα αναφέρεται πότε ο συμβολαιογράφος οφείλει αφενός να απέχει από τη σύνταξη πράξης και αφετέρου να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, τα δικαιώματα που έχουν και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα καθίσταται εμφανές ότι όταν ο συμβολαιογράφος δεν τηρεί αυτές τις υποχρεώσεις του υποπίπτει σε παράβαση καθήκοντος που με τη συνδρομή και των λοιπών στοιχείων μπορεί να υπαχθεί στις κυρώσεις του άρθρου 259 ΠΚ (ΑΠ 112/1937 ΑΠΕ, τ. Α,σημ.111). Οι υποχρεώσεις που ανατίθενται στο συμβολαιογράφο με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Συμβολαιογράφων προϋποθέτουν βαθιά γνώση του ισχύοντος δικαιίκού συστήματος εκ μέρους του. Το άρθρο 8 του ίδιου Κώδικα καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης του δικαιοπρακτούντος, δηλ. ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 131 εδ. ΑΑΚ. Αυτή η κατάσταση τότε μόνον επιφέρει ακυρότητα της δήλωσης βούλησης «αν περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του». Αν αυτή η κατάσταση είναι διαπιστώσιμη in abstracto, τότε ο συμβολαιογράφος οφείλει να απόσχει. Αν δεν το πράξει ενδεχομένως να υποπέσει σε παράβαση καθήκοντος. Στην ίδια αυτή παράβαση μπορεί να υποπέσει αν απόσχει παρότι η ψυχική ή διανοητική διαταραχή δεν περιόριζε «αποφασιστικά» τη λειτουργία της βούλησης του. Με τέτοιες εκδοχές υπάρχει παγίδευσή του συμβολαιογράφου. Διαφυγή από αυτή την παγίδα μπορεί να υπάρξει με το να ζητήσει ο συμβολαιογράφος πραγματογνωμοσύνη ή να εφοδιάζονται όλοι οι δικαιοπρακτούντες με έγγραφα ψυχιάτρου, όπερ άτοπο.

(…) Το σαφές νόημα αυτής της διάταξης είναι ότι ο συμβολαιογράφος, στα πλαίσια των πασίγνωστων ή των διδαγμάτων κοινής πείρας (336§§1,4 ΚΠολΔ), οφείλει, χωρίς να μεταβάλλεται σε μετρητή ευφυΐας ή ψυχίατρο, «μακροσκοπικά» να διαπιστώσει αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης είναι «εκτός τόπου και χρόνου» γιατί λχ βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους μέθης, ήτοι οφείλει να διαπιστώσει αν ο δηλών δεν είναι σε θέση να εκδηλώσει τη βούληση του. Το αν η δήλωση συμπορεύεται σε «αποφασιστικό» βαθμό (βλ. 131 ΑΚ) με τη βούληση και τούτη με τη λογική δεν είναι έργο του συμβολαιογράφου. Αν ο συμβολαιογράφος παραβεί την παραπάνω υποχρέωση του (καθήκον) διαπράττει, όπως προαναφέρθηκε, το έγκλημα του άρθρου 259 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Η ίδια η διάταξη με το ρήμα «οφείλει», περιγράφει νοηματικά το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος. Δεν είναι βέβαια καθήκον του συμβολαιογράφου (βλ. και άρθρο 441 ΚΠολΔ) να ερευνήσει αν πρόκειται για εικονική δικαιοπραξία ή μη εμφανώς δικαιοπραξία με άλλα ελαττώματα (λχ πλάνη, απειλή κλπ). Από τα προαναφερόμενα είναι σαφές ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρμόδιος ο συμβολαιογράφος να βεβαιώσει (242 §1 Π Κ) αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης «είχε ή δεν είχε, κατά το χρόνο που έγινε, συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν ή δεν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε ή δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του». Απλά σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιου ελαττώματος η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, κατά το άρθρο 131 ΑΚ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s