Η αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980  

Ως γνωστόν σύμφωνα με τη διάταξη του  το άρθρου 12 παρ. 1 και 2  της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980 «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» (ν. 2102/1992), εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα  κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον  της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Το Δικαστήριο, όμως, μπορεί υπό προϋποθέσεις να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται – στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Καταρχάς, ως προς την έννοια της «αντίθεσης» του ανηλίκου στην επιστροφή του επισημαίνεται διεθνώς πως απαιτείται μια ισχυρή συναισθηματική αντίθεση, η οποία να υπερβαίνει την απλή έκφραση προτίμησης ή συνηθισμένες ευχές.

Για να γίνει αποδεκτό πως υπήρξε αντίθεση θα πρέπει να αποδειχθεί πως το ανήλικο τέκνο επέδειξε ισχυρή άρνηση να επιστρέψει στην χώρα της συνήθους διαμονής του. Θα πρέπει να είναι αμετάπειστο στην άρνηση του και όχι απλώς να σταθμίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα δύο διαφορετικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται κάτι ισχυρότερο από την απλή έκφραση προτίμησης.

Επιπροσθέτως η διεθνής νομολογία ερμηνεύονται τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 13 της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980 έχει αναγνωρίσει ως αναγκαίο να προσδιορίζει αν η ενδεχόμενη αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης, και όχι συνέπεια αθέμιτων επιρροών και πιέσεων από τον απαγωγέα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να το χειραγωγήσει.

Προκειμένου να ελέγχεται αν η ενδεχόμενη αντίθεση του ανηλίκου είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του ή αποτέλεσμα υποβολής από τον γονιό-απαγωγέα είναι σκόπιμο να γίνεται ψυχολογική, πνευματική και συναισθηματική αξιολόγηση από εξειδικευμένο επιστήμονα ψυχικής υγείας.

Εξάλλου, η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του, μόνο όταν το παιδί έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα, που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Αφού εξεταστεί αν ο ανήλικος έχει την απαραίτητη ηλικία και ωριμότητα να εκφράσει αυτόνομα αντίθεση στην επιστροφή του, τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, ή κατ’ εξαίρεση να μη διατάξει, την επιστροφή του, δίνοντας, όμως, μεγάλο βάρος στην ανάγκη επίτευξης των στόχων της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980.

Μεγάλο βάρος, πρέπει να δίνεται, επίσης, από τον ευρωπαίο δικαστή στην ανάγκη επίτευξης των στόχων του Κανονισμού 2201/2003, επιπρόσθετα με την επίτευξη των στόχων της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι προκειμένου να μην απαξιωθούν οι μηχανισμοί επιστροφής που προβλέπονται στη Σύμβαση, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να ενεργοποιούν τις εξαιρέσεις της και τη δυνατότητά τους να μην διατάσσουν την επιστροφή ανηλίκων, που κρατούνται παράνομα, μονάχα σε εξαιρετικές περιστάσεις και ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις  της Σύμβασης εξαιρετικά αυστηρά, όπως δηλαδή σκόπευσαν και οι συντάκτες της.

 

Αριθμός εκκαθαριστών σε περίπτωση δικαστικής αίτησης για την αντικατάστασή τους

Σύμφωνα με το άρθρο 777 Α.Κ., από τη λύση της εταιρίας παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων και αρχίζει η εξουσία των εκκαθαριστών (συμβατικών, νομίμων ή δικαστικών), σύμφωνα με το άρθρο 778 Α.Κ.; εφόσον, βέβαια, υπάρχει εκκαθαριστέα εταιρική περιουσία. Το στάδιο της εκκαθάρισης ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια τη λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης, εφόσον, σύμφωνα και με το άρθρο 268 του ν. 4072/2012, δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά. Η εκκαθάριση έχει σκοπό την ενέργεια των πράξεων εκείνων που είναι αναγκαίες για να επιτευχθεί ο προσδιορισμός του ενεργητικού της εταιρικής περιουσίας, ώστε να προπαρασκευασθεί η διανομή του μεταξύ των εταίρων. Ειδικότερα, ο σκοπός της εκκαθάρισης έγκειται στη ρευστοποίηση του ενεργητικού, τη διαπίστωση και εξόφληση των χρεών και, στη συνέχεια, στην απόδοση των εισφορών και τη διανομή του τυχόν πλοίου μεταξύ των εταίρων (ΕφΑΘ 4254/2006 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Το άρθρο 778 Α.Κ. ορίζει ότι: «Αφού λυθεί η εταιρία, η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί ή από εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων. Σε περίπτωση διαφωνίας, ο εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο με αίτηση ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση αυτή γίνεται μόνο για σπουδαίο λόγο».

Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της ως άνω ρύθμισης, η οποία συμπορεύεται προς το άρθρο 786 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, συνιστά κάθε γεγονός, το οποίο καθιστά αδύνατη ή πολύ δυσχερή την πραγματοποίηση του σκοπού της εκκαθάρισης ή από το οποίο προκύπτει ότι η διατήρηση του εκκαθαριστή ή των εκκαθαριστών δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εκκαθάρισης και δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρίας και των εταίρων ή από το οποίο προκύπτει ότι η εξακολούθηση της διαχειριστικής εξουσίας του εκκαθαριστή αποβαίνει μη ανεκτή κατά την καλή συναλλακτική πίστη και τα χρηστά ήθη από την πλευρά των εταίρων (ΑΠ 1274/2001 ΕλλΔνη 2002.137 ΑΠ 1363/1998 ΕΕμπΔ 1999, 55 ΕφΑΘ 6366/2004, ΜΠρΘεσσαλ 7323/2018 Τ.Ν.Π. Νόμος).

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και η άσκηση των καθηκόντων από τον εκκαθαριστή με δόλο ή αμέλεια βλαπτικά για την εταιρία και τους εταίρους, η παραμέληση των έργων της εκκαθάρισης, η άρνηση του εκκαθαριστή να επιτρέψει τον έλεγχο των εργασιών της εκκαθάρισης, η άρνηση του εκκαθαριστή να επιτρέψει τον έλεγχο των εργασιών της εκκαθάρισης από τον εταίρο, η αδιαφορία ενός από τους εκκαθαριστές στη διεξαγωγή της εκκαθάρισης, η ύπαρξη διαφωνιών και διενέξεων μεταξύ των υπαρχόντων εκκαθαριστών ή μεταξύ αυτών και των συνεταίρων, η δικαιολογημένη δυσπιστία ενός από τους εταίρους ως προς το πρόσωπο του εκκαθαριστή, η οποία μπορεί να ανάγεται σε πιθανολογούμενη μονομερή προστασία των συμφερόντων κάποιου ή κάποιων από τους συνεταίρους (ΑΠ 1274/2001 ό.π. ΑΠ 1363/1998 ό.π ΕφΑΘ 613/2015 Αρμ 2015, 1895 ΕφΘεσ 199/2008 ΕπισκΕΔ 2008,589 ΕφΑΘ 6366/2004 ό.π.), καθώς και η έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ αυτών (ΑΠ 407/1990 ΝοΒ 1991, 740 ΕφΘεσ 1521/1988 Αρμ 1989,141).

Όταν, λοιπόν, συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο οφείλει να προβεί στον διορισμό εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών, χωρίς να δεσμεύεται αφενός από τα πρόσωπα, τα οποία προτείνουν ο αϊτών ή οι παρεμβαίνοντες εταίροι, αφετέρου από τον καθορισμό του αριθμού των εκκαθαριστών, εκτός αν ο αριθμός ορίζεται στο καταστατικό ή σε άλλη απόφασή τους, οπότε το δικαστήριο δεσμεύεται από τον έτσι καθορισμένο αριθμό των εκκαθαριστών, διότι η απόφασή του αναπληρώνει την ελλείπουσα ομοφωνία τους ως προς την επιλογή του προσώπου των εκκαθαριστών, ενώ ως προς/τον αριθμό δεν υφίσταται διαφωνία (ΑΠ 1363/1998)

Ως εκκαθαριστές μπορεί να διοριστούν ένας ή περισσότεροι από τους συνεταίρους ή συνηθέστερα τρίτα προς την εταιρία πρόσωπα, τα οποία να έχουν ειδικότητα για τη διεξαγωγή της εκκαθάρισης και να είναι αμέτοχα στις προστριβές και διενέξεις των συνεταίρων (ΕψΠειρ 1096/1995 ΔΕΕ 1996, 267). Εξάλλου, από τα άρθρα 73 και 778 παρ. 2 ΑΚ, που ορίζουν ότι, εάν οι εταίροι δεν συμφωνούν στη διενέργεια της εκκαθάρισης εν γένει ή δεν συμφωνούν στο τρόπο της εκκαθάρισης ή τον διορισμό εκκαθαριστή, διορίζεται εκκαθαριστής από το δικαστήριο, συνάγεται ότι η ύπαρξη τέτοιων διαφωνιών συνεπάγεται ουσιαστικώς την έλλειψη εκκαθαριστών δυναμένων να διεξάγουν κανονικώς το έργο της εκκαθάρισης.

Έτσι, η προϋπόθεση της διαφωνίας, η οποία προβλέπεται για το διορισμό εκκαθαριστή, ουσιαστικώς προσομοιάζει προς την προϋπόθεση, η οποία προβλέπεται για την αντικατάσταση εκκαθαριστή ή εκκαθαριστών και συνίσταται στην ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Το διορισμό του εκκαθαριστή νομιμοποιείται να ζητήσει κάθε εταίρος και η αίτησή του είναι παραδεκτή, εφόσον απευθύνεται εναντίον όλων των υπολοίπων εταίρων (ΑΠ 290/2017, ΑΠ 1648/2014, ΑΠ 1096/1996).

Ζητήματα  ποινικού δικαίου – πρακτικός οδηγός 2025

Οι περισσότεροι άνθρωποι τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της ζωής τους έρχονται σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Είτε επειδή κατηγορούνται για κάποιο ποινικό αδίκημα, είτε επειδή οι ίδιοι κατήγγειλαν μια αξιόποινη πράξη, είτε, τέλος, επειδή είναι μάρτυρες σε κάποια ποινική υπόθεση.

Το παρόν άρθρο απευθύνεται σε εκείνους που δεν έχουν προγενέστερη επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και έχει σκοπό να εξηγήσει με απλό τρόπο και παραδείγματα ορισμένες βασικές έννοιες του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, ώστε να συμβάλει στη διατήρηση της ψυχραιμίας και στη λήψη ορθών και έγκαιρων αποφάσεων.

Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει νομικές συμβουλές και σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να αναζητείται εξατομικευμένη και έμπειρη νομική καθοδήγηση.

Στοιχεία επικοινωνίας

Το γραφείο μας διαθέτει μεγάλη πείρα στον χειρισμό ποινικών υποθέσεων από τις πιο απλές μέχρι τις πλέον περίπλοκες, όπως εκείνες, που απαιτούν γνώση και κατανόηση της λογιστικής επιστήμης ή σχετίζονται με το εταιρικό δίκαιο. Ιδιαίτερη είναι η ενασχόληση μας με την ορθή σύνταξη μηνύσεων, με την εκπροσώπηση της υποστήριξης της κατηγορίας και με την άσκηση των ενδίκων μέσων της εφέσεως και της αναιρέσεως.

Οι βασικές μας αρχές είναι η παρακολούθηση της εθνικής και διεθνούς νομολογίας, η εις βάθος ενασχόληση με την κάθε υπόθεση ξεχωριστά και η συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

logo

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Α. Τα ποινικά αδικήματα

Διακρίσεις των εγκλημάτων

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα με βάση την απειλούμενη για την τέλεσή τους ποινή (άρθρο 18 ΠΚ). Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (η οποία χωρίζεται σε πρόσκαιρη με ποινή ανερχόμενη από 5 έως και 20 χρόνια και σε  ισόβια – άρθρο 52 ΠΚ) είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση (στερητική της ελευθερίας ποινή ανερχόμενη από 10 μέρες έως και 5 έτη- άρθρο 53 ΠΚ) ή με χρηματική ποινή ή με κοινωφελή εργασία είναι πλημμέλημα.

Μια ακόμη διάκριση των εγκλημάτων εντοπίζεται ανάμεσα σε εκείνα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (όπως είναι ο κανόνας) και σε εκείνα, τα οποία διώκονται μόνο κατ’ έγκληση. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα (άρθρο 114 ΠΚ) αν ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν την υποβάλει  μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξης που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται. Σημειώνεται τέλος ότι ο δικαιούχος της έγκλησης έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί ρητά ενώπιον της αρμόδιας αρχής από το δικαίωμα άσκησής της.

Παραγραφή

Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά από δεκαπέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρθρο 111 ΠΚ).

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα (άρθρο 113 ΠΚ). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα κακουργήματα παραγράφονται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεση του εγκλήματος στην περίπτωση που η εν λόγω πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη (ή όταν στρέφεται κατά του Δημοσίου) και σε 20 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση ενώ τα πλημμελήματα μετά από 8 έτη. Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός δεν ισχύει, όταν η αναστολή γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ (βλ. μεταξύ άλλων την συχνή περίπτωση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία αναστέλλεται, αν για το γεγονός για το οποίο έγινε η  καταμήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη).

Β. Η δίωξη των εγκλημάτων

Γέννηση της ποινικής δίκης

Προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας είναι η πληροφόρηση του αρμοδίου εισαγγελέα ότι τελέστηκε ένα έγκλημα  (notitia criminis). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 37 ΚΠΔ).

Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται μέσω οποιουδήποτε τρόπου σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, αν πληροφορήθηκαν την τέλεση οιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρακτικά, όμως, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μετά από την κατάθεση μιας μηνύσεως ή εγκλήσεως.

Μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου αδικήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αμέσως παθόντος και αδικηθέντος, ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος από τον αμέσως παθόντα ή αδικηθέντα.

Διάκριση πρέπει να γίνεται από τα «παράπονα» στις αστυνομικές αρχές, που έχουν ως σκοπό το να γίνουν συστάσεις για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς και την καταγραφή της κατάστασης. Για παράδειγμα συχνά γίνονται συστάσεις για διατάραξη της κοινής ησυχίας, χωρίς η υπόθεση να παίρνει το δρόμο της δικαιοσύνης. Επιπλέον, οι αστυνομικές αρχές ενδέχεται να καταγράφουν περιστατικά στο «βιβλίο συμβάντων», που τηρούν, τα οποία δεν έχουν ποινική απαξία. Οι εγγραφές αυτές, όμως, μπορεί αν έχουν αποδεικτική αξία στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αντιδικίας.

Όταν στα χέρια του εισαγγελέα φτάσει μια μήνυση, έγκληση ή αναφορά μελετάται η νομική, λογική και ουσιαστική της βασιμότητα. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη.

Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν διαφωνεί με την αρχειοθέτηση, να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις προσδιορίζοντας σαφώς τα νομικά χαρακτηριστικά της αξιόποινης πράξης. (άρθρο 43 ΚΠΔ)

Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως τα όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν και για τον χειρισμό της έγκλησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 51 ΚΠΔ) με την διαφορά ότι υπάρχει υποχρέωση συνοπτικής αιτιολόγησης της απορριπτικής διάταξης. Η διάταξη επιδίδεται στον εγκαλούντα.

Ο εγκαλών μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοση της απορριπτικής διάταξης του εισαγγελέα μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσού 350 ευρώ.

 Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα ή για πλημμέλημα για το οποίο αυτή είναι υποχρεωτική, εφόσον δεν έχει ήδη διενεργηθεί τέτοια εξέταση είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις και διατάσσει την επιστροφή του παράβολου (άρθρο 52 ΚΠΔ).

Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, καταθέτει παράβολο ποσού 100 ευρώ υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Αν δεν κατατεθεί παράβολο, η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων  και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 53 ΚΠΔ).

Ανάκληση της έγκλησης

Σε περίπτωση που ανακαλείται η έγκληση, κατά την κύρια διαδικασία, εκείνος που την ανακαλεί καταδικάζεται με την ίδια απόφαση στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ισούνται με το ελάχιστο των εξόδων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (200 ευρώ).
Αν η έγκληση ανακαλείται κατά την προδικασία ή την προπαρασκευαστική διαδικασία, τα έξοδα ανάκλησης ορίζονται στο ½ του παραπάνω ποσού.

Άσκηση ποινικής δίωξης

Ποινική δίωξη είναι η ενέργεια του εισαγγελέα με την οποία η τέλεση μιας αξιόποινης πράξης τίθεται υπό την κρίση του ποινικού δικαστή. Προϋπόθεση για την  άσκηση της ποινικής δίωξης είναι η ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων, που στηρίζουν την κατηγορία.

Πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκειμένου να κριθεί η αναγκαιότητα αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί  προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 43 ΚΠΔ). Στα κακουργήματα η άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, ενώ στα πλημμελήματα προαιρετική, αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και υποχρεωτική αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή αν πρόκειται για πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

Εξαίρεση από την υποχρεωτική στα κακουργήματα διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης υπάρχει, όταν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή έχουν ήδη διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 245 ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση της λεγόμενης «αστυνομικής προανάκρισης», που λαμβάνει χώρα, όταν διαπιστωθεί η επ’ αυτοφώρω τέλεση μιας εγκληματικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή οι ανακριτικοί υπάλληλοι (στους οποίους εντάσσονται μεταξύ άλλων και οι αστυνομικοί) είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Διευκρινίζεται, πάντως, πως, αν πρόκειται για κακούργημα, ακόμη και μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη δεν ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 417 ΚΠΔ), αλλά διενεργείται κανονικά και υποχρεωτικά κύρια ανάκριση.

Η προκαταρκτική εξέταση, τελούμενη εκ των αρμόδιων κάθε φορά ανακριτικών υπαλλήλων,  είναι η διαδικασία ελέγχου των πληροφοριών σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σκοπός της είναι η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων μέσω της του ελέγχου της βασιμότητας των υφιστάμενων υπονοιών για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

Αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης αυτό φέρει την ιδιότητα του υπόπτου (και όχι του κατηγορουμένου) και καλείται για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ στο εν λόγω άτομο εξομοιώνονται δε, με τα όσα παρέχονται στον κατηγορούμενο  (άρθρο 244 ΚΠΔ).. Έχει λοιπόν δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του.

Επομένως, εκείνος που καλείται για την παροχή εξηγήσεων, συνήθως, από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής του θα πρέπει να ζητά αντίγραφα της δικογραφίας, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προθεσμία για την κατάθεση εγγράφων εξηγήσεων και να συμβουλεύεται άμεσα τον δικηγόρο του.

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία, αν πρόκειται για κακούργημα, η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η εξής: Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας την διενέργεια κύριας ανακρίσεως. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.

Σκοπός της κύριας ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και να αποφασιστεί αν πρέπει να εισαχθεί κάποιος σε δίκη γι’ αυτό. Κατά την κύρια ανάκριση γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας και εξετάζεται όχι μόνο η ενοχή, αλλά και η αθωότητα του κατηγορουμένου.

Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (άρθρο 270 ΚΠΔ).

Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται κατά κανόνα από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος υποβάλλει ταυτόχρονα και πρόταση προς το συμβούλιο, είτε για την οριστική ή προσωρινή παύσης της ποινικής δίωξης, την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή από την άλλη πλευρά την μη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του (άρθρο 308 ΚΠΔ).

Ο εισαγγελέας έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της πρότασής του και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης, υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.

Το συμβούλιο μετά από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας (άρθρο 310 ΚΠΔ).

Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της ευθείας εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ) εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 ΚΠΔ).

Κατ’ εξαίρεση (στην πραγματικότητα όμως σε μεγάλο αριθμό υποθέσων και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων εκτός από εκείνα του ν. 4577/2018, του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου) μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση απευθείας στο ακροατήριο (άρθρο 309 ΚΠΔ).

Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους.

Αν πρόκειται για πλημμέλημα και προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως ήδη αναφέραμε, στα πλημμελήματα η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης είναι προαιρετική, αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και υποχρεωτική αν πρόκειται για αδίκημα αρμοδιότητας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή αν πρόκειται για πλημμέλημα, για το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών.

Στα πλημμελήματα η ποινική δίωξη ασκείται, συνήθως, με την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα. Η μόνη δυνατότητα αντίδρασης του κατηγορουμένου, που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι η προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ).

Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσού 350 ευρώ. Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους.

Ποινική Διαταγή

Στα πλημμελήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς πλημμελειοδικείου και για τα οποία απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή ή και οι δύο ποινές, αν ο εισαγγελέας που ασκεί την ποινική δίωξη κρίνει ότι το υφιστάμενο αποδεικτικό υλικό δεν καθιστά αναγκαία τη διεξαγωγή ακροαματικής διαδικασίας για την περαιτέρω διακρίβωση των περιστατικών που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου, υποβάλλει αίτηση για την έκδοση ποινικής διαταγής συντάσσοντας κατηγορητήριο (άρθρο 409 ΚΠΔ).

Αν ο δικαστής, στον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για έκδοση ποινικής διαταγής, θεωρεί ότι τα στοιχεία που προσκομίζονται είναι επαρκή για την ενοχή του κατηγορουμένου, εκδίδει χωρίς προηγούμενη ακρόαση του κατηγορουμένου σε δημόσια συνεδρίαση ποινική διαταγή με την οποία επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή μειωμένη τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα (2/3) σε σχέση με το οριζόμενο στον νόμο πλαίσιο ποινής ή ποινή φυλάκισης μέχρι τριών μηνών με υφ’ όρο αναστολή αυτής.

Κατά της ποινικής διαταγής εκείνος που καταδικάστηκε μπορεί να υποβάλλει, μέσα σε δέκα πέντε ημέρες από την επίδοσή της, αντιρρήσεις (άρθρο 412 ΚΠΔ).

Σύντομη αναφορά στον ρόλο της υποστήριξης της κατηγορίας (πρώην «πολιτικής αγωγής»)

Ο υποστηρίζων την κατηγορία συμπίπτει κατά κανόνα με το πρόσωπο του εγκαλούντα και εμφανίζεται ως το θύμα του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την υποστήριξη της κατηγορίας στο ποινικό Δικαστήριο (άρθρο 63 ΚΠΔ.) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική διαδικασία. Αυτός που δηλώνει ότι παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας αποκτά την ιδιότητα του διαδίκου.

Η δήλωση για την υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική προδικασία γίνεται είτε με την έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης προς τον αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 83 ΚΠΔ).

Ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας έχει δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας. Για την άσκηση των δικαιωμάτων του στην προδικασία, όμως, πρέπει πρώτα ο ύποπτος να έχει κληθεί σε παροχή εξηγήσεων ή ο κατηγορούμενος σε απολογία (άρθρο 107 ΚΠΔ).

Στο ακροατήριο ο υποστηρίζων την κατηγορία μπορεί να παρίσταται με δικηγόρο και μέσω αυτού να κάνει ερωτήσεις στους μάρτυρες, παρατηρήσεις σχετικές με τα αναγνωστέα έγγραφα και να τοποθετείται σχετικά με την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου.

Για τη δήλωση υποστήριξη της κατηγορίας απαιτείται παράβολο ύψους 40 ευρώ, το οποίο καταβάλλεται μία φορά και ισχύει τόσο στην προδικασία όσο και στην διαδικασια στο ακροατήριο.

Γ. Η διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο εν συντομία

Αυτοπρόσωπη παρουσία ή εκπροσώπηση

Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να είναι παρών στο ακροατήριο ή να εκπροσωπείται από συνήγορο της επιλογής του (οπότε θεωρείται παρών). Σε περίπτωση εκπροσώπησης του κατηγορουμένου η ουσιαστική διαφορά είναι πως δεν υπάρχει το στάδιο της απολογίας.

Η εκφώνηση της υπόθεσης

Το σύνολο των ποινικών υποθέσεων που πρόκειται να δικαστούν κάθε μέρα συγκροτούν το «πινάκιο». Στο πινάκιο αυτό οι υποθέσεις παίρνουν έναν αριθμό, που δηλώνει την σειρά με την οποία θα εξεταστούν.

Όταν έρθει η σειρά της κάθε υπόθεσης ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κατηγορουμένου, γίνεται η νομιμοποίηση των συνηγόρων και του υποστηρίζοντας την κατηγορία και εκφωνείται ο κατάλογος των μαρτύρων.

H αποδεικτική διαδικασία

Η ψυχή της ποινικής διαδικασίας μπορεί κανείς να πει πως είναι η αποδεικτική διαδικασία. Σε αυτή εξετάζονται καταρχάς οι μάρτυρες «του κατηγορητηρίου», όσοι μάρτυρες, δηλαδή, έχουν κληθεί από τις ποινικές αρχές για να καταθέσουν.

Αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι όμως, που έχουν καταθέσει στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο αλλά αναγιγνώσκονται οι καταθέσεις τους (άρθρο 215 ΚΠΔ). Ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο αιτιολογημένα, μπορούν κατ’ εξαίρεση να παραγγείλουν την κλήτευση αν η εξέτασή τους είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Σε κάθε περίπτωση, καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο.

Εν συνεχεία διαβάζονται όσα έγγραφα έχουν κριθεί από τις ποινικές αρχές ως «αναγνωστέα». Πρόκειται για όσα έγγραφα θεωρούνται πως έχουν αποδεικτική σημασία για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα μέσω του συνηγόρου του να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες και να κάνει σχόλια για τα έγγραφα.

Έχει, επίσης, το δικαίωμα να εξετάζει μάρτυρες, που ο ίδιος προτείνει, (μάρτυρες υπερασπίσεως) και να υποβάλλει έγγραφα. Το ίδιο μπορεί να πράξει και ο υποστηρίζων την κατηγορία αν τυχόν υπάρχει.

Τελικά, λαμβάνει χώρα η απολογία του κατηγορουμένου. Κατά τη διάρκεια της απολογίας ο κατηγορούμενος δέχεται ερωτήσεις μονάχα από τον εισαγγελέα και τους δικαστές (άρθρο 365 ΚΠΔ).

Ο κατηγορούμενος πρέπει να απευθύνεται στο Δικαστήριο με σεβασμό, μιλώντας ψύχραιμα και μεγαλόφωνα. Αν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ακουστεί κάτι, που το θεωρεί ψευδές, δεν πρέπει να αντιδράσει πριν να έρθει η ώρα της απολογίας του. Το ντύσιμό του, επίσης, πρέπει να δείχνει πως ο κατηγορούμενος έχει επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης και σέβεται το Δικαστήριο.

Οι υποχρεώσεις των μαρτύρων του κατηγορητηρίου

Σύμφωνα με το άρθρο 209 ΚΠΔ αν κάποιος καλείται νόμιμα για μαρτυρία, δεν μπορεί να την αρνηθεί.

Εάν ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, εκδίδεται εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής ή επιβάλλεται πρόστιμο λιπομαρτυρίας.

Το Δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας επίτηδες απουσίασε για να αναβληθεί ή να ματαιωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή της απείθειας που ορίζεται στον ποινικό κώδικα.

Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί (επειδή λχ ήταν ασθενής), η καταδίκη ανακαλείται από αυτόν που την επέβαλε.

Δ. Η ποινική απόφαση και οι ποινές

Λήψη της απόφασης από το ποινικό Δικαστήριο

Μόλις ολοκληρωθεί η αποδεικτική διαδικασία ο εισαγγελέας ανακοινώνει την πρότασή του. Εν συνεχεία παίρνει τον λόγο ο συνήγορος για την υποστήριξη της κατηγορίας και τελευταίος ο συνήγορος του κατηγορουμένου. Αφού ολοκληρωθούν τα παραπάνω το Δικαστήριο ανακοινώνει την απόφασή του είτε άμεσα είτε κατόπιν σύντομης διακοπής. Η απόφασή, όμως, του ποινικού δικαστηρίου χωρίζεται σε περισσότερα επιμέρους σκέλη.

Ασφαλώς προηγείται η απόφαση για την αθωότητα ή την ενοχή του κατηγορουμένου.

Αν, ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος αποφασίζεται στη συνέχεια αν θα του χορηγηθούν ελαφρυντικά.

Τελικά το Δικαστήριο αποφασίζει για το ύψος της ποινής και για όσα έχουν να κάνουν με αυτή.

Σε δίκες πλημμεληματικού χαρακτήρα τα στάδια αυτά συμπιέζονται και δεν μεσολαβεί μεταξύ τους μεγάλο χρονικό διάστημα. Για κάθε, όμως, ξεχωριστή απόφαση ο εισαγγελέας προτείνει και ο συνήγορος του κατηγορουμένου έχει δικαίωμα να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του.

Σε δίκες, μάλιστα, όπου η απόφαση περί ενοχής θεωρείται λίγο έως πολύ δεδομένη τα υπόλοιπα σκέλη της ποινικής απόφασης είναι μείζονος σημασίας.

Ελαφρυντικές περιστάσεις

Σύμφωνα με την κρατούσα νομική θεωρία, ο σκοπός της ποινής είναι ο συνδυασμός της γενικής και της ειδικής πρόληψης με απώτατο όριο την ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ποινή έχει ως σκοπό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ και εγκυρότητα των κανόνων δικαίου, οφείλει όμως ταυτόχρονα να μην υπερβαίνει τα όρια της ειδικής πρόληψης. Σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιούσε τον δράστη ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί, αφού θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ανθρώπινης αξίας.

Γι’ αυτό η ποιότητα της προσωπικότητάς του θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη διεργασία της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, προκειμένου και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή να συνδράμει στον πραγματικό σωφρονισμό του δράστη. Περαιτέρω η ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης δεν αποτελεί δικαιολογητική βάση της ποινής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως έσχατο όριό της, ώστε να μην επιβάλλονται δυσανάλογα μεγάλες συγκριτικά με το άδικο που τέθηκε ποινές ακόμη κι αν κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας.

Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπονται ελαφρυντικές περιστάσεις ως εξής: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.

Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.

Η αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων οδηγεί σε μειωμένο πλαίσιο ποινής.

Ποινές      

Εκτός από τις ποινές της φυλάκισης ή της κάθειρξης ο ποινικός νόμος μπορεί να προβλέπει και την ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 55 ΠΚ) ή τη χρηματική ποινή (άρθρο 57 ΠΚ).

Οι ποινές αυτές μπορεί να προβλέπονται διαζευκτικά ή σωρευτικά. Για παράδειγμα μπορεί να προβλέπεται «ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή» ή «ποινή φυλάκισης έως τριών ετών ή χρηματική ποινή»

Σημειώνεται ότι τα ποσά των επιβαλλομένων σε χρήμα ποινών, καθώς και τα ποσά που προκύπτουν από τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών, προσαυξάνονται κατά την είσπραξη κατά ποσοστό 110% (άρθρο 4 του Ν. 663/1977).

Έξοδα της δίκης

Σύμφωνα με το άρθρο 577 ΚΠΔ κάθε κατηγορούμενος που καταδικάζεται σε ποινή καταδικάζεται ταυτόχρονα με την ίδια απόφαση και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας. Τα έξοδα αυτά βεβαιώνονται στο ΑΦΜ του καταδικασθέντος.

Το ποσό των εξόδων ορίζεται με την καταδικαστική απόφαση ως εξής:

α) επί αποφάσεων Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, από διακόσια μέχρι τετρακόσια ευρώ,

β) επί αποφάσεων Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, από εξακόσια μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ,

γ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, από χίλια εξακόσια μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ,

δ) επί αποφάσεων Μονομελούς Εφετείου, από οκτακόσια μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ,

ε) επί αποφάσεων Τριμελούς Εφετείου, από χίλια διακόσια μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ,

στ) επί αποφάσεων Μικτού Ορκωτού Εφετείου, από δύο χιλιάδες μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ.

Εφαρμοστέο δίκαιο

Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν συχνά αλλαγές στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους, αλλά και στην ποινική δικονομία. Έτσι, ανάμεσα στη τέλεση μιας αξιόποινης πράξης και στην εκδίκαση της υποθέσεως από το Δικαστήριο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει σημαντικές αλλαγές του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.

Σύμφωνα με την πάγια αρχή του ποινικού δικαίου ο κάθε κατηγορούμενος θα δικαστεί σύμφωνα με τον ευμενέστερο ποινικός νόμος, που ίσχυσε από τη στιγμή τέλεσης του αδικήματος μέχρι να καταστεί η σχετική δικαστική απόφαση αμετάκλητη (άρθρο 2 ΠΚ).

Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι τα προηγούμενα χρόνια εκδόθηκε μια σειρά νόμων, οι οποίοι όριζαν πως εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη ορισμένων αξιόποινων πράξεων, που θεωρήθηκαν ήσσονος σημασίας, προκειμένου να αποσυμφορηθεί το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Τέτοιοι νόμοι ήταν για παράδειγμα ο 4411/2016 και ο 4689/2020.

Κανείς δεν γνωρίζει αν παρόμοιοι νόμοι θα εκδοθούν και στο μέλλον, αλλά σε κάθε περίπτωση λόγω της πολυνομίας και των συχνών νομοθετικών μεταρρυθμίσεων απαιτείται προσεκτική μελέτη της κάθε υποθέσεως.

Αναστολή της ποινής – Μετατροπή σε χρήμα – Μετατροπή σε κοινωφελή εργασία

Σύμφωνα με το άρθρο 99 ΠΚ το δικαστήριο μετά την επιβολή ποινής εφαρμόζει τα άρθρα 80A ή 104A, μετατρέποντας την ποινή σε χρηματική ή σε κοινωφελή εργασία, εκτός αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις τους, οπότε διατάσσει την πραγματική έκτιση μέρους ή ολόκληρης της ποινής.

Αν ωστόσο, κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία  ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός έτους, καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, το δικαστήριο με την απόφασή του μπορεί να διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, αν κρίνει αιτιολογημένα πως η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος της αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής, και αρχίζει από τότε που η απόφαση η οποία την χορηγεί καθίσταται εκτελεστή.

Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80A ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104Α δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει πως δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα (30) ημερών ούτε ανώτερη των έξι (6) μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.

Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση επί πλημμελήματος που υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής σε σωφρονιστικό κατάστημα. Αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα πως η έκτιση μέρους της ποινής αρκεί για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων διατάζει την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής που δεν είναι κατώτερη του ενός πέμπτου ούτε ανώτερη των τριών δεκάτων και την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.

Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 80Α ΠΚ κάθε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών, αν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάγεται στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 99 και 104 Α, μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, υπολογίζοντας κάθε ημέρα σε ποσό από δέκα έως εκατό ευρώ, εκτός αν το δικαστήριο, με την απόφασή του, κρίνει ότι απαιτείται η πραγματική της έκτιση εν όλω ή εν μέρει, για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.

Σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής της χρηματικής ποινής που προέρχεται από μετατροπή ποινής φυλάκισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που προβλέπουν προσαύξησή της.

Αν ο καταδικασθείς αδυνατεί να καταβάλει αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής ή η καταβολή της συνεπάγεται την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει, και αυτεπαγγέλτως, προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από τρία έτη, ώστε μέσα σε αυτήν να καταβάλει σε δόσεις ή εφάπαξ την ποινή του.

Αν η αδυναμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή των δόσεων αυτής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος μετά την επιβολή της ποινής, ο καταδικασθείς μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση: α) προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής ή επέκταση αυτής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα πέντε έτη, ή β) αντικατάσταση της χρηματικής ποινής από την προσφορά κοινωφελούς εργασίας, στο μέτρο που ορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 104Α. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά.

Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 104Α ΠΚ όταν επιβάλλεται φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από δύο ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις χίλιες διακόσιες ώρες και σε περίπτωση που έχει καθοριστεί συνολική ποινή, τις τρεις χιλιάδες εξακόσιες ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ετών.

Ε. Τα ένδικα μέσα και ο έλεγχος των ποινικών αποφάσεων

Έφεση

Εκείνος που καταδικάστηκε και ο εισαγγελέας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση (άρθρο 489 ΚΠΔ):

  • κατά της απόφασης του μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν με αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε φυλάκιση πάνω από πέντε μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από πέντε χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από διακόσιες σαράντα ώρες ή αν καταδικάστηκε σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από τέσσερις μήνες,
  • κατά της απόφασης του τριμελούς πλημμελειοδικείου (και της απόφασης του εφετείου για πλημμελήματα, αν με αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας ή συμμέτοχος ή δράστης συναφούς πλημμελήματος) σε ποινή φυλάκισης πάνω από οκτώ μήνες ή σε χρηματική ποινή πάνω από οκτώ χιλιάδες ευρώ ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας πάνω από τετρακόσιες ογδόντα ώρες ή σε οποιαδήποτε ποινή που συνεπάγεται την έκτιση άλλης ποινής φυλάκισης που είχε ανασταλεί και είναι μεγαλύτερη από έξι μήνες,
  • κατά της απόφασης του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, του μονομελούς εφετείου και του τριμελούς εφετείου με την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος σε ποινή στερητική της ελευθερίας διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών για κακούργημα ή τουλάχιστον δύο ετών για πλημμέλημα.

Στο εφετείο η υπόθεση εξετάζεται εκ νέου. Αν μόνο ο κατηγορούμενος ασκήσει έφεση ισχύει η αρχή της «μη χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου». Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αυξηθεί η ποινή του ή με οποιονδήποτε τρόπο να χειροτερεύσει η θέση του σε σχέση με τα όσα αποφάσισε το Δικαστήριο στον πρώτο βαθμό.

Όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση (ως ανυποστήρικτη λχ) τα έξοδα, που ισούνται με το μέγιστο ποσό αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου (400 ευρώ),  επιβάλλονται σε καθέναν από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο. Στην περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως το ποσό είναι διπλάσιο (άρθρο 578 ΚΠΔ).

Ανασταλτικό αποτέλεσμα έφεσης

Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα εκτός αν το δικαστήριο αιτιολογώντας, ειδικά την απόφασή του, κρίνει αλλιώς.

Αν με την καταδικαστική απόφαση επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης, η κρίση για το αν η έφεση έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ανήκει στο δικαστήριο που δίκασε. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο μπορεί να εξαρτήσει την ανασταλτική δύναμη της έφεσης από την επιβολή περιοριστικών όρων. (άρθρο 497 ΚΠΔ)

Αναίρεση

Ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση της απόφασης για μια σειρά από συγκεκριμένους νομικούς λόγους (άρθρο 510 ΚΠΔ). Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης, δηλαδή, δεν εξετάζεται η ουσία της υπόθεσης και ούτε επαναλαμβάνεται η αποδεικτική διαδικασία. Αντίθετα ελέγχεται αν το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε νομικά σφάλματα κατά τον σχηματισμό της κρίσης του.

Ζητήματα  οικογενειακού δικαίου – πρακτικός οδηγός 2025

Όποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση οικογενειακού δικαίου καλείται να αντιμετωπίσει εκτός από τα διάφορα νομικά ζητήματα και ορισμένα πρακτικά προβλήματα, που είναι συχνά πρωτόγνωρα, βαθύτατα προσωπικά και με μεγάλο συναισθηματικό αντίκτυπο. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντικό να κρατά κανείς την ψυχραιμία του, να λαμβάνει έμπειρη καθοδήγηση και να πράττει εγκαίρως όσα είναι αναγκαία για την επιτυχημένη έκβαση της υποθέσεώς του. Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει νομικές συμβουλές, αλλά μια εμπειρική περιγραφή της καταστάσεως με την οποία έρχεται, συνήθως, αντιμέτωπος, όποιος εμπλέκεται σε μια υπόθεση οικογενειακής φύσης.

 Στοιχεία επικοινωνίας

logo

Το γραφείο μας διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση προκειμένου να προβαίνει στην ταχεία και αποτελεσματική επίλυση οικογενειακών διαφορών. Με σεβασμό προς του εντολείς μας ξεκινάμε πάντα επιδεικνύοντας συμβιβαστικό πνεύμα και επιδιώκοντας την βέλτιστη λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Διαθέτουμε, όμως, και την ετοιμότητα να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και αξιοποιώντας όλα τα νόμιμα μέσα κάθε είδους φαινόμενα αδιαλλαξίας, εκβιασμών και κακοποίησης. Έχοντας, μάλιστα, ασχοληθεί με αρκετές και συχνά περίπλοκες υποθέσεις διαζυγίων, διατροφών, ενδοοικογενειακής βίας και αγωγών για συμμετοχή στα αποκτήματα έχουμε αναπτύξει μεγάλη ευαισθησία σε υποθέσεις οικονομικής κακοποίησης.

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Παρακάτω, παρατίθενται σε χωριστές ενότητες ορισμένες από τις σημαντικότερες  προβληματικές στον τομέα του οικογενειακού δικαίου.

Α. Πρακτικός οδηγός επιβίωσης σε υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου

Η εμπειρία μας σε τέτοιου είδους υποθέσεις μας έχει διδάξει ότι τα σημεία κλειδιά, που μπορούν να είναι καθοριστικά για την αίσια έκβαση μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου, είναι τα εξής:

  • Ασφάλεια

Όταν έχουν λάβει χώρα περιστατικά κακοποίησης, πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα, προκειμένου οι ενεργούμενες νομικές ενέργειες να μην οδηγήσουν σε κάποιο επικίνδυνο ξέσπασμα του άλλου μέρους. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει οποιαδήποτε απειλή ή βίαιη συμπεριφορά, θα πρέπει να καλείται άμεσα η αστυνομία και να ζητείται η καταγραφή του επεισοδίου στο βιβλίο συμβάντων του αρμοδίου αστυνομικού τμήματος.

  • Ψυχολογία

Ο ψυχολογικός παράγοντας είναι εξαιρετικά σημαντικός στις υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου, αφού πρόκειται, συνήθως, για έναν αγώνα αντοχής. Το διακύβευμα είναι υψηλό, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι κάποιες φορές δυσκίνητο και οι αντίδικοι συχνά εκτοξεύουν ύβρεις και απειλές σε εκείνον, που τολμά να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να υπάρχουν κάποια πρόσωπα του ευρύτερου συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, τα οποία έχουν επίγνωση της καταστάσεως και είναι πρόθυμα να επέμβουν υποστηρικτικά.

Ειδικά για τις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο η γραμμή SOS 15900, την οποία στελεχώνουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες, που παρέχουν άμεση βοήθεια σε έκτακτα και επείγοντα περιστατικά βίας. Λειτουργούν, ακόμα, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας ξενώνες προσωρινής φιλοξενίας για τα θύματα έμφυλης βίας και τα παιδιά τους.

  • Εύρεση και διαφύλαξη εγγράφων

Από την στιγμή, που καταστεί σαφές πως μια οικογενειακή διαφορά πρόκειται να οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, είναι απαραίτητη η έναρξη συλλογής των εγγράφων εκείνων, που είναι κρίσιμα για την απόδειξη των επίδικων ισχυρισμών (πχ ενδεχόμενες παλαιότερες καταγγελίες στην αστυνομία, τραπεζικά και δημόσια έγγραφα). Δυστυχώς, είναι συχνό το φαινόμενο οι αντίδικοι στις οικογενειακές διαφορές να προσπαθούν να εξαφανίσουν τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου ο προσφεύγων στην δικαιοσύνη να βρεθεί σε κατάσταση αποδεικτικής αδυναμίας.

Χρήσιμο, επίσης, είναι να συλλέγονται κάποια δημόσια έγγραφα, τα οποία σχετίζονται με την προσωπική, οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση του αιτούντος και να γίνεται μια συνοπτική καταγραφή του ιστορικού της υποθέσεως, όσο δύσκολο κι αν είναι να εκθέτει κανείς τις ευαίσθητες αυτές πτυχές της προσωπικής του ζωής.

  • Εξασφάλιση μαρτύρων

Η ύπαρξη μαρτύρων σε οικογενειακές υποθέσεις είναι πολύτιμη, ιδίως, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Συχνά οι καλύτεροι μάρτυρες είναι στενοί συγγενείς του αιτούντος, οι οποίοι εξαιτίας της ιδιότητάς τους είναι και άμεσα ενημερωμένοι για τα επίδικα ζητήματα.

Οι μάρτυρες πρέπει να ειδοποιούνται εγκαίρως, ώστε να είναι χρονικά διαθέσιμοι κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και κατάλληλα προετοιμασμένοι, έτσι ώστε να μην “τα χάσουν” από την ενδεχόμενη πίεση των αντιδίκων, αλλά και από το άγχος, που δημιουργείται αναγκαστικά από την παρουσία στις δικαστικές αίθουσες.

Επειδή, τέλος, οι μάρτυρες είναι, συχνά, διστακτικοί να εμπλακούν σε οικογενειακές υποθέσεις, απαιτείται υπομονή και μετριοπάθεια στην προσέγγισή τους.

  • Προετοιμασία και έγκαιρη επικοινωνία με δικηγόρο

Παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση, που συνοδεύει αναπόφευκτα κάθε υπόθεση οικογενειακού δικαίου, είναι απαραίτητο να αποφεύγονται οι παρορμητικές ενέργειες, καθώς ενδέχεται μια καλοπροαίρετη αυθόρμητη ενέργεια να έχει δυσμενείς συνέπειες κατά την δικαστική εκτίμηση της υποθέσεως. Ειδικά, μάλιστα, όταν η αντιδικία αφορά και στην επιμέλεια ανηλίκων τέκνων οι δικαστικές αρχές αξιολογούν ιδιαίτερα θετικά μια συνολικά ψύχραιμη στάση εκ μέρους του διαδίκου.

Κομμάτι της ψύχραιμης αυτής αντιμετώπισης αποτελεί και η έγκαιρη λήψη νομικών συμβουλών, αφού η προετοιμασία μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου απαιτεί χρόνο. Ειδικά, μάλιστα, όταν κανείς βρίσκεται αντιμέτωπος με μια προσπάθεια του αντιδίκου του να επιτύχει τον δικαστικό αιφνιδιασμό του ζητώντας, λόγου χάρη, την έκδοση προσωρινής διαταγής, τότε η επικοινωνία του με τον νομικό του σύμβουλο θα πρέπει να είναι άμεση.

  • Έγκαιρη προσφυγή στη δικαιοσύνη

Όπως θα αναφέρουμε αναλυτικότερα παρακάτω, η καθυστέρηση στην εκδίκαση οικογενειακών υποθέσεων -ειδικά από τα δικαστήρια των Αθηνών- έχει προσδώσει ιδιαίτερη σημασία στους θεσμούς των «ασφαλιστικών μέτρων» και της «προσωρινής διαταγής». Πρόκειται για διαδικασίες ταχύτατης εκδίκασης των οικογενειακών υποθέσεων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν σημαντικές λύσεις. Έχουν, όμως, ως προαπαιτούμενό τους την ύπαρξη «κατεπείγοντος». Αυτό σημαίνει πως ο δικαστής πρέπει να πειστεί πως συντρέχει μια επείγουσα περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Έτσι, όσο περισσότερο καθυστερεί κανείς να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετωπίζει να απορριφθεί η αίτησή του για χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής λόγω «ελλείψεως κατεπείγοντος».

Για παράδειγμα η αίτηση για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινής διαταγής μπορεί να απορριφθεί αν κριθεί πως μια κατάσταση έχει παγιωθεί ή αν έχει περάσει πολύς χρόνος από τα περιστατικά, που αναφέρονται στην αίτηση.

Αυτά είναι κατά την γνώμη μας τα θεμέλια για τον επιτυχή χειρισμό μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου στα αρχικά της στάδια.

Πρέπει όμως στα παραπάνω να προσθέσουμε και ένα έβδομο, μεταγενέστερο βήμα, που είναι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

Στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου είναι, δυστυχώς, συνηθισμένο ο «νικητής» μιας δικαστικής διαμάχης να δέχεται πιέσεις ή εκβιασμούς ώστε να μην εκτελέσει την δικαστική απόφαση. Το να υποκύψει, όμως, κανείς σε τέτοιου είδους πιέσεις δημιουργεί περισσότερα προβλήματα μακροπρόθεσμα, καθώς αδυνατίζει τη θέση εκείνου, που δεν εκτελεί την απόφαση, και δεν συμβάλει στην οριστική διευθέτηση του προβλήματος.

Εννοείται πως είναι διαφορετικό ζήτημα η επίτευξη ενός ειλικρινούς συμβιβασμού, ο οποίος, αν επικυρωθεί μέσω μιας δικαστικής απόφασης, μπορεί να καλύψει αμφότερα τα μέρη και να λήξει την αντιδικία.

Β. Συνήθη προβλήματα ανακύπτοντα στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις

Β.1. Κακοποίηση και ψυχολογική πίεση για την συνέχιση τοξικών σχέσεων

Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουμε κάποιον, ο οποίος βρίσκεται ή βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μία τοξική ή κακοποιητική σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές από το μυαλό όλων όσοι λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές περνά η εξής ερώτηση: “Για ποιον λόγο αυτός ο άνθρωπος δεν δίνει ένα τέλος; Πώς είναι δυνατόν ένας αξιοπρεπής και θαρραλέος άνθρωπος να ανέχεται τέτοιου είδους αντιμετώπιση;”

Ένας σκέλος του προβλήματος έχει να κάνει με την ψυχολογία του θύματος της κακοποίησης, το οποίο ζώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα νοσηρό περιβάλλον ξεκινά να εσωτερικεύει τα αρνητικά σχόλια, που δέχεται, να θεωρεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από την κατάσταση, την οποία βιώνει, και να πιστεύει πως το ίδιο ευθύνεται για την κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί και αναπαράγεται. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνεται, φυσικά, όταν υπάρχει ο φόβος μιας βίαιης αντίδρασης εκ μέρους του άλλου προσώπου και όταν έχουν δημιουργηθεί δεσμά συναισθηματικής ή οικονομικής εξάρτησης.

Ένα άλλο σκέλος έγκειται στα κοινωνικά στερεότυπα, που ακόμα και σήμερα δημιουργούν ισχυρές πιέσεις, ειδικά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες βρίσκονται σε έναν γάμο ή μια σχέση. Πράγματι, πολύ συχνά, ακόμα και τα θύματα σφοδρής ενδοοικογενειακής βίας, δέχονται πιέσεις να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στην σχέση τους” και “να μην διαλύσουν το σπίτι και την οικογένειά τους”. Ο μύθος, μάλιστα, αυτός, ότι, δηλαδή, ένα διαζύγιο ή ένας χωρισμός θα επιφέρουν “διάλυση της οικογένειας” υπό την έννοια ότι θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα ανήλικα τέκνα της οικογενείας είναι, ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα διαδεδομένος στην ελληνική κοινωνία.

Η αλήθεια είναι, όμως, πως δύο γονείς διαζευγμένοι ή χωρισμένοι μπορούν κάλλιστα να έχουν άριστη συνεννόηση μεταξύ τους, να επικοινωνούν με τα τέκνα τους και να συνάπτουν μαζί τους βαθιές σχέσεις αγάπης, ενώ υπάρχουν και ειδικοί, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν τους ανηλίκους να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής χωρίς να τραυματιστούν ψυχικά.

Αντίθετα, είναι δεδομένο πως, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον βίας και κακοποίησης, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αναπτύξουν αισθήματα ανησυχίας και έντονου άγχους, αυτοενοχοποίησης, φόβου για το μέλλον και να εμφανίσουν διαταραχές της ψυχικής και συναισθηματικής τους υγείας. Επιπλέον, διαπαιδαγωγούνται με στρεβλά πρότυπα μαθαίνοντας πως η κακοποίηση των αγαπημένων τους προσώπων είναι μια κατάσταση φυσιολογική και πως αποτελεί έναν αποδεκτό τρόπο συμπεριφοράς.

Η απομάκρυνση, λοιπόν, από μια τοξική και κακοποιητική σχέση δεν είναι μονάχα μια πράξη εξαιρετικού θάρρους, που απελευθερώνει το ίδιο το θύμα της κακοποίησης, αλλά και μία κίνηση φροντίδας απέναντι στα ανήλικα τέκνα του.

Β.2. Μια σύγχρονη πρόκληση: Η οικονομική κακοποίηση

Η βία που ασκείται εντός της οικογένειας δεν περιορίζεται, ως γνωστόν, στην φυσική επίθεση (σωματική και σεξουαλική κακοποίηση), αλλά περιλαμβάνει και συμπεριφορές, όπως είναι η ψυχολογική – συναισθηματική βία και η οικονομική αποστέρηση. Η οικονομική αποστέρηση είναι μια μορφή ελέγχου, η οποία έχει ως σκοπό να παγιδεύσει το πρόσωπο που την υφίσταται σε μια σχέση κακοποίησης. Πρόκειται δηλαδή για μία εξαιρετικά αποτελεσματική μορφή ελέγχου, αφού επιτυγχάνεται η αποδυνάμωση και η απομόνωση του θύματος της κακοποίησης, το οποίο αισθάνεται πως στερείται κάθε ευκαιρίας διαφυγής.

Η οικονομική αποστέρηση χρησιμοποιείται αρκετά συχνά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες ασχολούνται με τα οικιακά και δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το θύμα της κακοποίησης αναγκάζεται είτε να παρακαλά προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα χρήματα για την κάλυψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών είτε να ζει με τον φόβο ότι αναστατώνοντας τον θύτη της κακοποίησης, θα μειώσει την ικανότητα του να εργάζεται και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημα.

Θύματα οικονομικής αποστέρησης, όμως, είναι συχνά και πρόσωπα, τα οποία εργάζονται και έχουν ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές ο θύτης της κακοποίησης τους στερεί πρωταρχικά την ικανότητα διαχείρισης των χρημάτων αυτών, όπως και των οικογενειακών εισοδημάτων. Έτσι, το θύμα της κακοποίησης αδυνατεί να λαμβάνει αποφάσεις ως ελεύθερο και ενήλικο άτομο και αναγκάζεται να καταφεύγεις σε παζαρέματα, κολακείες και ατέρμονες συζητήσεις ακόμα και για τις πλέον στοιχειώδεις οικονομικές αποφάσεις.

Επιπλέον, επειδή οι οικογενειακές αποταμιεύσεις βρίσκονται υπό τον έλεγχο του προσώπου, που ασκεί την κακοποίηση, το θύμα της κακοποίησης έχει συχνά μεγάλες πρακτικές δυσκολίες στην εξεύρεση διεξόδου. Ειδικά, μάλιστα, όταν υπάρχουν και ανήλικα τεκνά, ο φόβος πως ένα διαζύγιο θα μειώσει το βιοτικό τους επίπεδο είναι συχνά καθηλωτικός.

Δυστυχώς, τα παραπάνω φαινόμενα έχουν μεγάλη έκταση στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και πρέπει να τονιστεί ότι αφορούν και οικογένειες, που στον κοινό νου χαρακτηρίζονται ως υπεράνω υποψίας. Έτσι δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο ο ένας εκ των δύο συζύγων, ο οποίος είναι και θύτης σωματικής και ψυχολογικής βίας, να μην εκπληρώνει τις συζυγικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, κατορθώνοντας να αποταμιεύσει σημαντικά ποσά, τα οποία τοκίζονται και πολλαπλασιάζονται.

Τα ποσά αυτά, τα οποία προέρχονται από τις κοινές οικογενειακές οικονομίες, τοποθετούνται στην συνέχεια στο τραπεζικό σύστημα προς το συμφέρον τάχα της οικογένειας και με σκοπό την φροντίδα των τέκνων, αλλά και των ίδιων των συζύγων. Μόλις, όμως, το θύμα της κακοποίησης, ξεκινά τις προσπάθειές του να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή, ο θύτης οικειοποιείται όλες τις οικογενειακές αποταμιεύσεις επιδιώκοντας να εξοντώσει οικονομικά το θύμα του, να το αναγκάσει να επιστρέψει κοντά του και να το εκδικηθεί για την απόφασή του. Το σχέδιο αυτό, μάλιστα, συχνά το έχει έντεχνα προετοιμάσει, φροντίζοντας να αδειάσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, όλους τους κοινούς οικογενειακούς λογαριασμούς και να τοποθετήσει όλες τις οικογενειακές οικονομίες σε λογαριασμούς, που ελέγχονται αποκλειστικά από εκείνον.

Εν προκειμένω η μεγαλύτερη πρακτική δυσκολία έγκειται στην επιτηδειότητα ορισμένων θυτών κακοποίησης, οι οποίοι χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διάφορα τεχνάσματα προκείμενου να συγκαλύψουν τα ίχνη τους. Ως παράδειγμα αναφέρεται το άνοιγμα πολλών διαφορετικών λογαριασμών, το ξαφνικό τους κλείσιμο και το άνοιγμα νέων στη θέση τους με μηδενικό υπόλοιπο, η χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων για το άνοιγμα και το κλείσιμο προθεσμιακών καταθέσεων και η χρήση άλλων συγγενών ως παρένθετων προσώπων ή συνδικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί σύγχυση στο θύμα.

B.3. Διαφωνία ως προς τον καθορισμό της επιμέλειας και της διατροφής

Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

Για την εξεύρεση του γονέα εκείνου που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλόλητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλόλητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάστασή τους.

Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.

Όσον αφορά στο μέτρο της διατροφής, αυτό προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό δε, στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του, χωρίς, όμως, να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις.

Για τον προσδιορισμό της διατροφής χρήσιμη ενδέχεται να είναι η γνωστοποίηση από τις Δ.Ο.Υ. των σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς διατροφή προσώπων πληροφοριών.

Β.4. Ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης

Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος.

Πρόκειται για μια ρύθμιση, η οποία κατεξοχήν εξυπηρετεί το να μην αλλάξουν περιβάλλον τα ανήλικα τέκνα σε περίπτωση διάστασης των γονέων τους. Εφαρμόζεται, όμως, και σε περιπτώσεις συζύγων χωρίς ανήλικα τέκνα, όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.

Β.5. Το ζήτημα της κοινής επιμέλειας ή “συνεπιμέλειας” μέχρι πρότινος

Η απολύτως κρατούσα πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ των γονέων ήταν, μέχρι πρότινος, η ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων αποκλειστικά στον έναν εκ των δύο γονέων. Η συγκεκριμένη λύση ήταν προβληματική στον βαθμό που μπορούσε να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη αποξένωση των ανηλίκων τέκνων από τον έναν γονέα, κάτι που τραυματίζει ψυχικά ολόκληρη την οικογένεια. Υπάρχει, επίσης, ο κίνδυνος να αισθάνεται ο ένας εκ των δύο γονέων αδικημένος και εξ αφορμής του γεγονότος αυτού να μετατραπούν οι οικογενειακές σχέσεις σε αντικείμενο φανατισμένης αντιδικίας και μίσους.

Εξαιτίας των παραπάνω προτάθηκε με σοβαρά επιχειρήματα η πρόταξη της κοινής επιμέλειας ή συνεπιμέλειας των ανηλίκων τέκνων. Η λύση αυτή είναι πράγματι κατάλληλη, όταν υπάρχουν σχέσεις ομαλής συνεργασίας μεταξύ των γονέων και όταν οι συνθήκες διαβίωσής τους επιτρέπουν την τακτική και απρόσκοπτη μεταξύ τους συνεννόηση για τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων τους. Η ευρεία εφαρμογή της, όμως, απαιτεί μια αλλαγή νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία. Είναι απαραίτητο, δηλαδή, να γίνει κατανοητό πως δύο άνθρωποι, που ως ζευγάρι αποδείχτηκαν ασύμβατοι και ενδεχομένως κακή επιρροή ο ένας για τον άλλον, μπορούν, αλλά και πρέπει να είναι καλοί και συνεννοήσιμοι γονείς.

 Β.6. Ο νόμος για τη συνεπιμέλεια

Ο νόμος 4800/2021 ορίζει, καταρχήν, τη συνέχιση της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο. Οι γονείς, όμως, έχουν το δικαίωμα να προβούν σε διαφορετική ρύθμιση, αν συμφωνούν.

Σε περίπτωση διαφωνίας, μη τήρησης των συμφωνηθέντων ή αδιαφορίας από τον έναν γονέα υπάρχει, ασφαλώς, το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου αλλά και τη γνώμη του ίδιου του ανηλίκου (ανάλογα με την ωριμότητά του) μπορεί:

  • Nα κατανείμει (σε χρονικούς ή λειτουργικούς συνδυασμούς) την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων.
  • Να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής στα κατ’ ιδίαν θέματα, όπου υπάρχουν διαφωνίες.
  • Να αναθέσει συνολικά την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα.

Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, η συνεπιμέλεια (ή η εναλλασσόμενη κατοικία) δεν κατέστη υποχρεωτική. Αντίθετα, η καταλληλόλητα της συγκεκριμένης λύσης (η οποία δεν αποκλείει την ενδεχόμενη υποχρέωση για καταβολή διατροφής!) εξετάζεται κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε επιμέρους υπόθεσης.

Ο νομοθέτης, όμως, προέβη σε τρεις ιδιαίτερα σημαντικές ρυθμίσεις, που έχουν ως στόχο τη διατήρηση των δεσμών του ανηλίκου τέκνου με αμφότερους τους γονείς τους:

Συναπόφαση σε σημαντικές αποφάσεις

Ορίζεται ρητά πως όταν η επιμέλεια ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού.

Μαχητό τεκμήριο επικοινωνίας του 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού

Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.

Φραγμός στην αλλαγή διαμονής του παιδιού

Για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται έγγραφη συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση.

Β.7. Η ρύθμιση για τα τέκνα, που γεννήθηκαν εκτός γάμου

Σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του προγενέστερου δικαίου η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Όταν το τέκνο, όμως, αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά με αγωγή που άσκησε ο πατέρας, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα.

Πρόκειται για μια νομοθετική μεταρρύθμιση, η οποία ήταν απολύτως δικαιολογημένη, καθώς υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ο πατέρας ήταν «φορέας» της γονικής μέριμνας, αλλά δεν την ασκούσε ουσιαστικά. Πρακτικά, δηλαδή, δεν ήταν κατοχυρωμένος εκτός κι αν προσέφευγε στα δικαστήρια. Επρόκειτο για μια άδικη και αναχρονιστική ρύθμιση.

Β.8. Επικοινωνία μεταξύ γονέων και τέκνων μέσω βιντεοκλήσης

Σε πρόσφατες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, γίνεται ενδεικτική αναφορά σε προγράμματα, όπως το skype, τα οποία επιτρέπουν την οπτική επαφή μεταξύ των χρηστών τους έχοντας για τον λόγο αυτό ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με την κλασική τηλεφωνική επικοινωνία. Γίνεται, λοιπόν, δεκτό το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας με την χρήση των καταλλήλων προγραμμάτων σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες.

Επιπλέον, ορίζεται πως ο γονέας, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου, θα πρέπει να φροντίζει ώστε εκείνο να βρίσκεται τις συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε κατάλληλο χώρο με πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.ο.κ.  Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη η ωριμότητα του ανηλίκου προκειμένου να γίνεται ορθή και ασφαλής χρήση των απαραιτήτων ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικού υπολογιστή, tablet ή κινητού).

Συμπερασματικά, η επικοινωνία με τη χρήση τεχνολογικών μέσων θεωρείται από την πρόσφατη νομολογία ως ένα μέτρο, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ γονέων και ανηλίκων τέκνων, χωρίς να αντικαθιστά την φυσική μεταξύ τους επαφή. Σε περιπτώσεις, όμως, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών η φυσική επαφή είναι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αδύνατη, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Γ. Προσφυγή στην δικαιοσύνη: προσωρινή διαταγή και δικαστικός αιφνιδιασμός

Η βραδύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης καθιστά συχνά αναγκαία την αναζήτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Στα δικαστήρια, όμως, ειδικά των αστικών κέντρων, ο προσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και η έκδοση αποφάσεων επί αυτών,  λαμβάνουν χώρα ορισμένους μήνες μετά την αίτηση.

Για τον λόγο αυτό συνηθίζεται στις αιτήσεις για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων να περιλαμβάνεται και αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής με σκοπό την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί των αιτουμένων ασφαλιστικών μέτρων. Για παράδειγμα με προσωρινή διαταγή μπορεί να ρυθμιστεί προσωρινά η επιμέλεια ενός ανηλίκου τέκνου, η διατροφή του, αλλά και η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον γονέα εκείνο, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου.

Η κοινωνική αναγκαιότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι δεδομένη, καθώς  το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία προϋποθέτει ότι πρέπει να υφίστανται τα κατάλληλα νομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση σοβαρών και άλλως αναπότρεπτων κινδύνων.

Από την άλλη, όμως, επισημαίνεται πως μια δικαστική κρίση, η οποία λαμβάνεται ταχύτατα και, συχνά, χωρίς την ακρόαση μαρτύρων ή την ενδελεχή μελέτη εγγράφων, δεν φέρει τα απαραίτητα εχέγγυα ορθότητας. Επιπλέον, ενδέχεται να γίνει κατάχρηση του θεσμού από τον αιτούντα, που αποσκοπεί στον δικαστικό αιφνιδιασμό του αντιδίκου του και στην δημιουργία τετελεσμένων.

Πράγματι πολλές φορές ο καθ’ ού η αίτηση για χορήγηση προσωρινής διαταγής κλητεύεται προ ελαχίστων ημερών ή και ωρών για να εμφανιστεί στο γραφείο του αρμοδίου Δικαστή και έχει ελάχιστο χρόνο προκειμένου να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, να συλλέξει τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα και να προετοιμάσει την άμυνά του.

Νομικές δυνατότητες άμυνας υπάρχουν κατά του καταχρηστικού δικαστικού αιφνιδιασμού, αλλά είναι απαραίτητο και οι ίδιοι οι Δικαστές να έχουν συνείδηση της ευθύνης τους και να με προσοχή να εξετάζουν τις αιτήσεις, που έρχονται ενώπιον τους, προκειμένου να χορηγούν προσωρινή διαταγή μονάχα στις περιπτώσεις εκείνες, που υφίσταται ένας πραγματικός κίνδυνος, αλλά και επαρκή στοιχεία για την πιθανολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών του αιτούντος. Η κατάσταση είναι σαφώς βελτιωμένη στις δίκες ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και σε αυτές ο μεγάλος φόρτος εργασίας των δικαστηρίων και η ταχύτητα της διαδικασίας μπορούν να οδηγήσουν σε σφάλματα, αν η προετοιμασία δεν είναι απολύτως άρτια.

Δ. Διαζύγιο και περιουσιακές σχέσεις συζύγων

Δ.1. Συναινετικό διαζύγιο

Το συναινετικό διαζύγιο είναι ο πλέον γρήγορος και οικονομικός τρόπος για τη λύση της έγγαμης συμβίωσης, εφόσον υπάρχει σχετική έγγραφη συμφωνία των συζύγων, η οποία, αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, θα πρέπει υποχρεωτικά να ρυθμίζει την επιμέλεια, την επικοινωνία με αυτά και τη διατροφή τους.

Πλέον εκδίδεται ενώπιον συμβολαιογράφου με αποτέλεσμα να αποτελεί μια ταχύτατη διαδικασία. Η έγγραφη συμφωνία των συζύγων αρχικά έπρεπε να υπογραφεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου. Ήδη η σχετική διαδικασία (βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής) γίνεται στα ΚΕΠ, ενώ στο προσεχές μέλλον προβλέπεται η λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέσω taxisnet.

Δ.2. Διαζύγιο με αντιδικία

Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη.

Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων.

Δ.3. Διατροφή μεταξύ εν διαστάσει συζύγων

Οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας. Όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούται και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.

Ενώ, όμως, όταν υπάρχει συμβίωση, οι υποχρεώσεις συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται, όταν διακόπτεται η συμβίωση χωρεί ένα είδους συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, υπό την έννοια ότι δικαιούχος είναι τελικά μόνο εκείνος ο σύζυγος, ο οποίος όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, οφείλεται ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς.

Δ.4. Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα

Σύμφωνα με τον νόμο, αν ο γάμος λυθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται, ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.

Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται, ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Έτσι, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων και γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.

Ως αύξηση νοείται η διαφορά που υπάρχει στη συνολική περιουσιακή κατάσταση του άλλου κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου γενέσεως της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Ο σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε, μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας συμβολής, μονάχα αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν.

Η συμβολή του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει, είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, παραχώρηση ακινήτου), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που ο σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική του συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, όταν οι υπηρεσίες αυτές είναι περισσότερες από αυτές, που επιβάλει η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες.

Δ.5. Αγωγή για την απόδοση των αναληφθέντων από κοινό λογαριασμό

Μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορετικών μορφών εσωτερικές σχέσεις. Για παράδειγμα είναι δυνατόν η προσθήκη συνδικαιούχου να γίνεται με χαριστική πρόθεση προς αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ο συνδικαιούχος μπορεί να προβεί ελεύθερα σε τραπεζικές αναλήψεις και μεταφορές.

Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση οι συνδικαιούχοι να έχουν μια διαφορετική συμφωνία μεταξύ τους. Για παράδειγμα μπορεί να έχει συμφωνηθεί ότι τα 2/3 των χρημάτων (ή οποιαδήποτε άλλη ποσότητα χρημάτων) ανήκουν αποκλειστικά σε έναν εξ αυτών. Συμβαίνει, επίσης, ο συνδικαιούχος να προστίθεται μονάχα για τη διευκόλυνση του αρχικού δικαιούχου με τη συμφωνία πως θα προβαίνει σε αναλήψεις και μεταφορές μονάχα για λογαριασμό και προς εξυπηρέτηση του τελευταίου.

Οι συγκεκριμένες συμφωνίες ισχύουν μονάχα μεταξύ των συνδικαιούχων και δεν δεσμεύουν την τράπεζα (αφού είναι συμφωνίες ενοχικού χαρακτήρα!). Μεταξύ, όμως, των συνδικαιούχων είναι ισχυρές και εφόσον παραβιαστούν μπορεί να ασκηθεί αγωγή προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα, των οποίων έγινε ανάληψη παρά την εσωτερική συμφωνία. Έτσι, υπάρχει το λεγόμενο «δικαίωμα αναγωγής» κατά του συνδικαιούχου, ο οποίος έλαβε μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης από την αναλογία, που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση.

Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αφενός χρονικό, αφού οι σχετικές αγωγές αργούν να δικαστούν, και αφετέρου αποδεικτικό, αφού η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων σπανίως αποτυπώνεται σε κάποια γραπτή συμφωνία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικτικής αδυναμίας ή σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας ο νόμος ορίζει ότι τεκμαίρεται πως ο κάθε συνδικαιούχος δικαιούνται να αναλάβει εξίσου το περιεχόμενο του κατατεθειμένου ποσού. Αυτό σημαίνει πως όποιος επικαλείται διαφορετική αναλογία ή πλήρη έλλειψη δικαιώματος αναγωγής οφείλει να την αποδείξει.

Ένα συχνό παράδειγμα στο οποίο δημιουργείται πρόβλημα στην πράξη είναι η προσθήκη κάποιου νεαρού συγγενή ως συνδικαιούχου από ηλικιωμένα πρόσωπα με σκοπό να διευκολύνονται οι συναλλαγές τους και διάφορες γραφειοκρατικές εργασίες. Στην περίπτωση αυτή είναι καλό, τουλάχιστον, να δημιουργείται ένας νέος λογαριασμός, όπου δεν θα συγκεντρώνεται μεγάλος μέρος των αποταμιεύσεων, αλλά μονάχα εκείνα τα ποσά που είναι απαραίτητα για τις τρέχουσες ανάγκες.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για υποθέσεις που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή ως προς τη νομική τους θεμελίωση.

Πρόσφατα, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 174/2024 απόφασή του, εξέτασε υπόθεση στην οποία ο ένας σύζυγος αφαίρεσε κρυφά και χωρίς τη συναίνεση του άλλου συζύγου χρήματα από τον κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό, παρακρατώντας επιπλέον και άλλες αποταμιευμένες οικονομίες του τελευταίου, οι οποίες βρίσκονταν στην οικία τους.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορούσε να ασκηθεί αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, «αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία και δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία».

Δ.6. Οι τραπεζικές θυρίζες

Οι τραπεζικές θυρίδες μισθώνονται μονάχα σε ένα πρόσωπο (πελάτη της τράπεζας), ο οποίος έχει την κατοχή της αποκλειστικά. Ο μισθωτής της θυρίδας, όμως, μπορεί να ορίζει συνδικαιούχους ή αντιπροσώπους/πληρεξουσίους, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο της θυρίδας όσο ο μισθωτής βρίσκεται εν ζωή.

Ο αντιπρόσωπος θα πρέπει κάθε φορά να επιδεικνύει το πληρεξούσιο που έχει λάβει από τον μισθωτή της θυρίδας. Οι τράπεζες, όμως, εκ των προτέρων αποποιούνται κάθε ευθύνη είτε για την πλαστογράφηση της υπογραφής του μισθωτή είτε για την ανάκληση της πληρεξουσιότητας, η οποία έγινε χωρίς να ενημερωθούν.

Στην πράξη επισημαίνουμε πως επειδή το περιεχόμενο της θυρίδας είναι μυστικό είναι πολύ δύσκολο οι ενέργειες των συνδικαιούχων ή πληρεξουσίων να ελεγχθούν και να ασκηθούν σχετικές αξιώσεις εναντίον τους δικαστικά, αν υπάρξει ανάγκη.

Αντί επιλόγου

Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η ενδελεχής συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, η ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης και η έγκαιρη επικοινωνία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο είναι κομβικής σημασίας για την υπεράσπιση των συμφερόντων σας σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου. Σε περίπτωση που χρειάζεστε νομική καθοδήγηση, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Start-up Enterprise: The Legal Guide

Σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα E.E., οι Δικηγόροι, Κωνσταντίνος Πικραμένος και Γιάννης Μπιλιάνης, παρουσιάζουν σε ελεύθερα προσβάσιμη ηλεκτρονική μορφή τα βασικά σημεία που διέπουν την ίδρυση και τη λειτουργία μιας start-up. Στο e-book συγκεντρώνονται και αναλύονται οι βασικές νομικές έννοιες που πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του κατά την υλοποίηση μιας επιχειρηματικής ιδέας. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που απευθύνεται σε όσους σκοπεύουν να ιδρύσουν μια νέα επιχείρηση ανεξάρτητα από την εκπαίδευσή τους. 

Κατεβάστε δωρεάν το e-book από την ιστοσελίδα του εκδότη βάζοντάς το στο καλάθι αγορών και ακολουθώντας τη σχετική διαδικασία.

Ο αναγνώστης: 

  • Θα έχει μια πολύ καλή εικόνα για τις προκλήσεις που πρόκειται να αντιμετωπίσει, όταν θελήσει να υλοποιήσει την επιχειρηματική ιδέα του και θα γνωρίζει πως να αναζητήσει τα απαραίτητα εργαλεία.
  • Θα ενημερωθεί για το πιθανό κόστος έναρξης και λειτουργίας μιας start-up.
  • Θα μάθει το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου θα δραστηριοποιηθεί και θα ζητήσει χρηματοδότηση. 
  • Θα γνωρίσει τους μεγαλύτερους νομικούς κινδύνους, αλλά και πως μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα για την αποτροπή τους.
  • Θα εξοικειωθεί με την έννοια της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και του εμπορικού απορρήτου, ώστε να προστατεύσει την τεχνογνωσία της επιχείρησής του.

Η ελληνική οικονομία έχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ ανθρώπους με όραμα και πρωτοβουλία. Και είναι σημαντικό η δράση τους να μην αναχαιτίζεται ούτε από γραφειοκρατικά εμπόδια ούτε από νομικές παγίδες.

Άποψή των συγγραφέων είναι ότι η καλή γνώση επί των νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ίδρυση και τη λειτουργία μιας επιχείρησης δεν είναι μονάχα ένας μηχανισμός άμυνας για την προστασία των συμφερόντων της, αλλά και ένα εργαλείο για την ανάπτυξή της με μεγαλύτερη ταχύτητα και αυτοπεποίθηση.

Έτσι, η γνώση μπορεί να οδηγήσει όσους λαμβάνουν επιχειρηματικές αποφάσεις να θέτουν σωστές προτεραιότητες και να προχωρούν σε στοχευμένες ενέργειες. 

Διόρθωση ληξιαρχικής πράξης γέννησης μετά από χριστιανική βάφτιση και απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας

Ακολουθεί η υπ’ αριθμ. 454/2021 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 782 ΚΠολΔ συνάγεται ότι κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας δικάζεται η αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του Εισαγγελέα με την οποία επιδιώκεται η διόρθωση ορισμένου στοιχείου της ληξιαρχικής πράξης που προβλέπεται από το νόμο ως απαραίτητο για τη σύνταξη της και το οποίο από παραδρομή καταχωρήθηκε εσφαλμένα σε αυτή. Αντικείμενο της σχετικής απόφασης είναι η διαπίστωση των ακριβών στοιχείων που απαιτεί ο νόμος για τη σύνταξη της ληξιαρχικής πράξης και ο τονισμός της ορθότητας αυτών σε σύγκριση με τα στοιχεία που βεβαιώθηκαν ανακριβώς στη ληξιαρχική πράξη της οποίας ζητείται η διόρθωση, η δε απόφαση που εκδίδεται, ως προς τη ρυθμιστική της ενέργεια είναι στην ουσία διαπιστωτική θετική διοικητική πράξη και όχι διαταγή στο Ληξίαρχο για τη διόρθωση ληξιαρχικής πράξης που ενδεχόμενα συντάχθηκε ανακριβώς από αυτόν διότι τούτο αποτελεί καθήκον του ληξιάρχου το οποίο οφείλει να εκτελεί χωρίς διαταγή (ΕφΔωδ 95/2004 ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2571/1996 Αρμ 1996.1088). Κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για τη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του ληξιάρχου ο οποίος και προέβη στη σύνταξη της διορθωτέας ληξιαρχικής πράξης, χωρίς να υφίσταται δυνατότητα παρέκτασης.

Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, ζητά από το Δικαστήριο να διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γέννησης της, που συνετάγη από τη Ληξίαρχο του Ληξιαρχείου του Δήμου Αθηναίων, ως προς το όνομα της από το εσφαλμένο «Σίντι» στο ορθό «Χριστίνα».

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως (άρθρα 739, 740 παρ. 1 και 782 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ) εισάγεται για να δικασθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου ασκεί τα καθήκοντα της η ληξίαρχος η οποία θα προβεί στη διόρθωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης, εφόσον ευδοκιμήσει η ένδικη αίτηση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ ΚΠολΔ) είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 9, 13 παρ. 1 και 22 του Ν. 344/1976 «Περί ληξιαρχικών πράξεων» σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 782 ΚπολΔ. Πρέπει επομένως η κρινόμενη αίτηση να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2 ΚΠολΔ προδικασία με επίδοση αντιγράφου της στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (βλ. σχ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την αιτούσα υπ’ αριθ. .Ε/18-12-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …).

 Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της αιτούσας όπως αυτή περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά Η αιτούσα γεννήθηκε στις 13-7-1999 στην Αθήνα στο Μαιευτήριο «Α». Για το πραγματικό αυτό γεγονός συντάχθηκε από τη Ληξίαρχο του Ληξιαρχείου του Δήμου Αθηναίων η υπ’ αυξ. Αριθ.. ληξιαρχική πράξη γέννησης η οποία καταχωρήθηκε στον τόμο . του έτους 1999 των οικείων βιβλίων του ως άνω ληξιαρχείου. Στην εν λόγω, ληξιαρχική πράξη γέννησης, καταχωρήθηκε ως όνομα της αιτούσας το όνομα «Σίντι» και ως επώνυμο της αιτούσας το επώνυμο «Ma.». Στη συνέχεια, ωστόσο και συγκεκριμένα στις 4-6-2000 επακολούθησε βάφτιση της κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού στον Ιερό Ναό Αγίου Παύλου της Άνω Γλυφάδας Αττικής, όπου της δόθηκε το όνομα «Χριστίνα», με το οποίο αποκαλείται έκτοτε, χωρίς όμως αυτό να καταχωρηθεί στην προαναφερόμενη ληξιαρχική πράξη. Κατόπιν τούτου και επειδή το τελευταίο αυτό όνομα χρησιμοποιεί η αιτούσα έκτοτε στις επαγγελματικές της συναλλαγές και στις κοινωνικές της επαφές, ενώ πρόσφατα απέκτησε και την ελληνική ιθαγένεια λόγω πολιτογράφησης του πατρός της βάσει της με αριθ. Φ202750/2017/0009389/19-6-2017 απόφασης του Υπουργείου Εσωτερικών και της με αριθ. Φ.7042/2016/0013184/4-8-2017 απόφασης Συντονιστή Αποκ. Διοίκησης Αττικής, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. ./20-9-2017 πιστοποιητικό γέννησης της του Δήμου Κρωπίας, κρίνεται ότι η καταχώρηση του ονόματος της αιτούσας ως «Σίντι» στη με αριθμό . τόμος . έτος 1999 ληξιαρχική πράξη γέννησης της της ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων, δημιουργεί και θα συνεχίσει να δημιουργεί σοβαρές δυσκολίες στη μετέπειτα πορεία της, δεδομένου ότι θα προκαλείται σύγχυση για τα ατομικά στοιχεία της ταυτότητας της. Ενόψει των προαναφερόμενων και του προφανούς εννόμου συμφέροντος της αιτούσας, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή και να διορθωθεί η ως άνω αναφερόμενη ληξιαρχική πράξη γέννησης κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δέχεται την αίτηση.

Δυσφήμηση δια του τύπου, ερωταπαντήσεις με βάση τη νομολογία

Ποιος διαπράττει συκοφαντική δυσφήμηση σύμφωνα με το αστικό δίκαιο;

Όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψη του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητα του.

Τι σημαίνουν «ισχυρισμός», «διάδοση» και συκοφαντικό «γεγονός»;

Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση προερχόμενη ή εξ ιδίας πεποίθησης ή γνώμης, ή εκ μετάδοσης από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της, από άλλον, γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου.

Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δυνατόν να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός πρέπει να έχει περιεχόμενο σαφές και ορισμένο, το οποίο μπορεί όχι μόνο να προκύπτει ευθέως, αλλά και να εκφέρεται υπό τύπον ερώτησης ή αμφιβολίας ή υπαινιγμού ή επιφυλάξεων, αρκεί να μπορεί τούτο να συναχθεί από τις περιστάσεις, κατ’ έννοια αντικειμενική και να καταστεί διαγνωστό από τον τρίτο. Δεν αποτελεί, όμως, γεγονός η έκφραση αξιολογικών κρίσεων, που εντάσσονται στις υποκειμενικές εκτιμήσεις, συμπεράσματα και προγνώσεις. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση.

Ποια είναι τα όρια της ελευθερίας του τύπου;

Ο τύπος επιτελεί κοινοτικό λειτούργημα, ασκών καθήκοντα τα οποία ο ίδιος επιλέγει, βάσει της αποστολής του, που συνίσταται στην πληροφόρηση και τη σύμπραξη για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η ελευθερία του τύπου δεν αποτελεί, όμως, αυτοσκοπό και συνακόλουθα δεν πρέπει να συνεπάγεται τη θυσία άλλων εννόμων αγαθών, γι’ αυτό και υπάγεται στο γενικό περιορισμό της τήρησης των νόμων του κράτους, οι οποίοι και αποτελούν το γενικό νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και αναπτύσσεται ελεύθερα ο τύπος.

Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α και β της ΕΣΔΑ), έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, για τη δημοσίευση και προβολή-δημοσιοποίηση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Γι’ αυτό μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και με οξεία ακόμη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς.

Όμως, ο άδικος χαρακτήρας του δημοσιεύματος, ως προς τις εξυβριστικές ή συκοφαντικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, πρόθεση, δηλαδή, που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου.

Εξάλλου, η αναπαραγωγή μίας είδησης προϋποθέτει τον προηγούμενο έλεγχο της βασιμότητάς της, που επιτυγχάνεται με έλεγχο των πηγών της  και την τήρηση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας

Ποιος είναι το ειδικό νομικό καθεστώς για την δυσφήμιση δια του τύπου;

Ο αδικηθείς, πριν ασκήσει αγωγή για την προσβολή, που υπέστη, υποχρεούται να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή, όταν αυτός είναι άγνωστος, τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου, που του υποδεικνύει. Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις ή φράσεις, που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι, για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά υπήρξε προσβλητική. Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε αν ο ιδιοκτήτης του εντύπου, άλλως ο εκδότης ή ο διευθυντής σύνταξης αυτού, εντός διαστήματος δέκα ημερών ή, σε κάθε περίπτωση, στο αμέσως επόμενο τεύχος: α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο και β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. Η παρέλευση άπρακτου διαστήματος δέκα ημερών ή η μη δημοσίευση στο αμέσως επόμενο τεύχος ισοδυναμεί με  άρνηση εκ μέρους του ιδιοκτήτη ή εκδότη του εντύπου.

Η παράλειψη της παραπάνω διαδικασίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Η αγωγή αποζημίωσης πρέπει να ασκηθεί εντός έξι μηνών από την πάροδο της προθεσμίας των δέκα ημερών ή της ρητής αρνητικής απάντησης, εφόσον αυτή έχει δοθεί νωρίτερα, ή από την έκδοση του αμέσως επόμενου τεύχους.

Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου μόνου του Ν 1178/1981, σε περίπτωση που γίνει δεκτή αγωγή σε βάρος εφημερίδας, το Δικαστήριο, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα το αργότερο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διατάσσει με την καταψηφιστική απόφασή του και την καταχώριση στην εφημερίδα αυτή περίληψης της απόφασης.

Προσβολές της προσωπικότητας μέσω του διαδικτύου. Ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο;

Οι προαναφερόμενες  διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο, μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση  ειδικής  διαδικασίας για  την  εκδίκαση  των  διαφορών  που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων δια αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών.

Οι προαναφερόμενες διατάξεις εφαρμόζονται ανάλογα και επί προσβολών της προσωπικότητας, οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων διαδικτυακών ιστοτόπων, όπως το «YouTube», που πραγματοποιούν διανομή οπτικοακουστικού υλικού – βίντεο, με τη μέθοδο «streaming».

Υπεισέλευση κληρονόμων εκμισθωτή σε μισθωτική σχέση

Απόσπασμα από την ΕιρΙλίου 18/2020 (dsanet.gr)

…σε περίπτωση θανάτου του εκμισθωτή στη μισθωτική σχέση υπεισέρχονται οι κληρονόμοι του από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου μόλις αποδεχθούν την κληρονομιά, χωρίς να απαιτείται και προηγούμενη μεταγραφή της περί αποδοχής της δήλωσης, καθόσον πρόκειται για κτήση ενοχικής σχέσης και όχι κυριότητας, ο δε κληρονόμος του εκμισθωτή μπορεί λόγω της άνω ιδιότητας του να ασκήσει την αγωγή απόδοσης του μισθίου, χωρίς την ανάγκη αναφοράς στο  δικόγραφο της ότι εχώρησε μεταγραφή της δήλωσης αποδοχής της κληρονομιάς, απλά αρκεί η αναφορά ότι υπεισήλθε στην επίδικη έννομη σχέση ως κληρονόμος του εκμισθωτή (ιδέτε ΑΠ 1868/2007, ΝΟΜΟΣ) και εν προκειμένω αναφέρεται στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής αφενός ότι οι ενάγοντες υπεισήλθαν στην μισθωτική σχέση ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αποβιώσαντος κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου για έκαστο εξ αυτών (4/8, 2/8, 1/8 και 1/8 αντίστοιχα) και αφετέρου ότι ο θανών απεβίωσε την … 07-2018, επομένως παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των τεσσάρων μηνών για την αποποίηση της κληρονομιάς, που θεωρείται αμαχήτως από το νόμο ως αποδοχή (πλασματική αποδοχή) προ της άσκησης της  ένδικης  αγωγής,  ενώ  σε κάθε περίπτωση  αναφέρεται  στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής ότι εξεδόθη η υπ’ αρ. … 2018 διάταξη κληρονομητήρίου από Ειρηνοδίκη του Ειρηνοδικείου Αθηνών με την οποία πιστοποιείται η ιδιότητα των εναγόντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος κατά τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, η δε υποβολή της αιτήσεως για την έκδοση κληρονομητηρίου ισοδυναμεί με ρητή αποδοχή της κληρονομιάς (Μπαλής Κληρ. Δίκαιο παρ. 173, ΜΠρΘεσ 146/1994, ΜΠρΑθ 449/1995, ΝΟΜΟΣ).

Υποχρέωση Δήμου για περισυλλογή αδέσποτων σκύλων, Αγωγή αποζημίωσης

13303/2019 ΔΠΡ ΑΘ, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ (απόσπασμα)

(…)

Επειδή, ενόψει των ανωτέρω δεδομένων και των διατάξεων που προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι σύμφωνα το άρθρο 7 του ν.3170/2003 η ευθύνη για την περισυλλογή αδέσποτων σκύλων ανήκει στους Δήμους, περαιτέρω δε ότι, κατά τα μη αμφισβητούμενα από τον εναγόμενο Δήμο, η πρόσκρουση του αυτοκινήτου της ενάγουσας με τον αδέσποτο σκύλο έλαβε χώρα εντός των διοικητικών του ορίων, κρίνει ότι ο Δήμος αυτός ευθύνεται προς αποζημίωση της ενάγουσας, κατ’άρθρα 105-106 ΕΙΣ.Ν.Α.Κ., απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου ως αβάσιμων. Ακολούθως το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν του ότι η ενάγουσα για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημά της δαπάνησε σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα τιμολόγια πώλησης ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών το συνολικό ποσό των 2.503,05 ευρώ, κρίνει ότι το εναγόμενο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει σε αυτή το ως άνω ποσό ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας και λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση και την έκταση της ζημίας που υπέστη το όχημα της ενάγουσας, καθώς και την παλαιότητα αυτού -10 έτη- το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό υπέστη μείωση της αξίας του κατά ποσοστό 5%, ήτοι 800,00 ευρώ. Εξάλλου, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα αναστατώθηκε από την ένδικη πρόσκρουση και στερήθηκε τη χρήση του επαγγελματικού οχήματός της μέχρι την αποκατάσταση των ζημιών που αυτό υπέστη από την ως άνω σύγκρουση, κρίνει ότι δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, η οποία πρέπει να προσδιορισθεί στο εύλογο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ. Τέλος, το αίτημα της ενάγουσας περί κήρυξης της απόφασης αυτής προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι δεν επικαλείται τη συνδρομή εξαιρετικών λόγων που συνηγορούν προς τούτο, ούτε αποδεικνύει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα της προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη (άρθρο 80 Κ.Δ.Δ).

Πώληση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα

ΕιρΑθ 2230/2020, ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ (απόσπασμα)

Από τις διατάξεις έκθεμα των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του νόμου 3043/2002, προκύπτει, ότι σε περίπτωση, που κατάτο χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά, με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο  κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 402/2018, ΑΠ 499/2017). Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή χωρίς τις ως άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπληρώσεως, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 ΑΚ, που βασικά ορίζει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, και παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους, είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να αξιώσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 540 § 1 αριθ. 1, 2 και 543 ΑΚ, τη διόρθωση του πράγματος ή τη μείωση του τιμήματος, διότι μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ’ αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητας του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ και όχι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1544/ 2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 638/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 383/2011 Αρμ. 2011. 945, ΕφΘ 394/ 2009 Αρμ 2010. 1337). Το δικαίωμα μειώσεως του τιμήματος είναι δικαίωμα διαπλαστικό και μπορεί να ασκηθεί είτε δικαστικά με αγωγή ή ένσταση (γνήσια ανατρεπτική), είτε εξώδικα με σχετική μονομερή και άτυπη δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή, η οποία διαπλάσσει τη νέα έννομη κατάσταση και επιφέρει τα ενοχικά αποτελέσματα της από τη χρονική στιγμή που θα περιέλθει στον πωλητή. Έκτοτε, ο τελευταίος υποχρεούται, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, εφόσον το τίμημα κατεβλήθη ολοσχερώς από τον αγοραστή, να επιστρέφει σ’ αυτόν το τμήμα εκείνο του τιμήματος κατά το οποίο μειώθηκε τούτο με την άσκηση του παραπάνω διαπλαστικού δικαιώματος (ΑΠ 574/2005 Αρμ 2006. 67, ΕφΛ 142/2009 ΕπισκΕμπΔικ 2009. 500). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει την ηθική του βλάβη, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο από   πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε. Μόνη η αθέτηση προϋφιοτάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς υπαιτίως ζημία σε άλλον (ΑΠ 1120/2005, ΕφΑΘ 302/2006). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και αδικοπρακτικής ευθύνης του πωλητή, θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του, όπως συμβαίνει όταν αυτός με πρόθεση επιδιώκει να δημιουργήσει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ανυπαρξία πραγματικού ελαττώματος, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή με την απόκρυψη των αληθινών γεγονότων (ΑΠ 737/2011, ΕφΑΘ 2561/2015, ΕφΑΘ 5137/2011, ΕφΑΘ 1274/2011 ΕφΠειρ 699/2014).

(…)

Κατά την κατάρτιση της άνω συμβάσεως πωλήσεως η εναγομένη υποσχέθηκε στους αγοραστές την πλήρη και κανονική λειτουργία του άνω αυτοκινήτου, απαλλαγμένου τούτου πραγματικών ελαττωμάτων, που θα μείωναν την αξία και την χρησιμότητα του και ότι αυτό έφερε όλες τις συνομολογημένες ιδιότητες του, με βάση το εργοστάσιο κατασκευής του, τον τύπο του και την όλη λειτουργικότητα του, πιστοποιώντας σε ειδικό βιβλίο της ότι εγγυάται για διάστημα τριών (3) ετών, την ανυπαρξία σκουριάς στο αμάξωμα του οχήματος, το ότι αυτό ήταν ατρακάριοτο, ότι δεν έφερε  καμία μηχανική βλάβη και ότι είχε υποστεί βιολογικό καθαρισμό, με την προϋπόθεση ότι οι αγοραστές προέβαιναν σε τακτές προθεσμίες στη συστηματική, προγραμματισμένη συντήρηση του αυτοκινήτου στα συνεργεία της εναγομένης. Όμως το άνω αυτοκίνητο κατά την πώληση του έφερε πραγματικό ελάττωμα κεκαλυμμένο και δη βλάβη στον κινητήρα του, η οποία εμφανίστηκε τρεις μήνες από το χρόνο της πώλησης του και είχε ως συνέπεια την πρόκληση και περαιτέρω ζημιών του.