Αποσπάσματα από την πρόσφατη νομολογία σχετικά με την αυθαίρετη δόμηση

Προσβολή της προσωπικότητας από παράνομες και αυθαίρετες κατασκευές

ΠΠρΑθ 363/2020

Η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης παρεμποδίζει την κοινή χρήση της κοινόχρηστης παρόδιας στοάς, προσβάλλοντας την προσωπικότητα του ενάγοντος, διότι με την καθιέρωση της στοάς ως κοινόχρηστης, ο ενάγων απέκτησε εξουσία χρήσεως αυτής, ως απόρροια του επί της ιδίας προσωπικότητας ιδιωτικού δικαιώματος, η οποία (εξουσία χρήσεως) προσβάλλεται εξωτερικώς σε περίπτωση παρακωλύσεως της κοινής χρήσεως (βλ. π.π. μείζονα σκέψη υπό στοιχείο Β’). Η δε προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας του ενάγοντος είναι παράνομη, διότι έγινε χωρίς δικαίωμα, αφού η εναγομένη πραγματοποίησε τις ανωτέρω αυθαίρετες εργασίες, τοποθετώντας ξύλινο πάγκο και μεταλλική ράμπα, στην κοινόχρηστη παρόδια στοά χωρίς δικαίωμα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι η ένδικη παρόδια στοά επί της πλατείας ……, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας επί της οδού ….. στην Αθήνα, είναι κοινόχρηστη και δικαιούται ο ενάγων να την χρησιμοποιεί απρόσκοπτα, να υποχρεωθεί η εναγομένη, και κάθε τρίτος που έλκει από αυτήν δικαίωμα, να παύσει την παράνομη κατάληψη της παρόδιας στοάς και να αποδώσει ελεύθερο στην κοινή χρήση το χώρο της στοάς αφαιρώντας τις παράνομες κατασκευές, ήτοι τη σιδερένια ράμπα και τον ξύλινο πάγκο και να υποχρεωθεί η εναγομένη να προκαταβάλει στον ενάγοντα το ποσό της δαπάνης για να επιχειρηθεί η ανωτέρω αφαίρεση από τον ενάγοντα, ήτοι το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, υπό τον όρο ότι η εναγομένη δεν θα εκπληρώσει την υποχρέωσή της να αφαιρέσει τις εν λόγω παράνομες κατασκευές.

ΑΠ 388/2016

(…) υπεύθυνοι για την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας τους, συνεπεία της οποίας υπέστησαν ηθική βλάβη, είναι (πλην των λοιπών εναγομένων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα αναιρετική δίκη) και η πρώτη αναιρεσείουσα, ανώνυμη εταιρεία εκμισθώτρια του άνω τμήματος του αιγιαλού, που ενώ είχε εκ του νόμου, υποχρέωση, να ελέγχει, μέσω του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου αναιρεσείοντος, την νόμιμη αξιοποίηση του δημόσιου κοινόχρηστου χώρου που εκμίσθωσε, ανέχθηκε, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών, τις άνω παράνομες εγκαταστάσεις και την παράνομη λειτουργία της επιχείρησης του αναψυκτηρίου, συμβάλλοντας έτσι και αυτοί στην παράνομη υποβάθμιση του περιβάλλοντος και την εντεύθεν προσβολή της προσωπικότητας των εναγόντων (…)

ΜΠρΘεσ 5163/2010

Με την κρινόμενη αγωγή τους παραπονούνται οι ενάγοντες ότι η οικία του εναγομένου έχει κατασκευασθεί κατά παράβαση των όρων δόμησης που προβλέπονται για τον παραδοσιακό οικισμό του Παρθενώνα (…) Εφόσον όμως οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγόντων αποδειχθούν και ουσιαστικά βάσιμοι, εάν δηλαδή το κτίσμα του εναγομένου έχει κατασκευασθεί καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων από το νόμο για τους όρους και τους περιορισμούς δόμησης (ασχέτως του εάν έχουν εκδοθεί πράξεις της διοίκησης που τις επιτρέπουν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας), τότε δύναται να υπάρχει προσβολή της προσωπικότητάς τους λόγω υποβάθμισης του οικιστικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο αυτή αναπτύσσεται.

ΕφΑθ 2579/2003

(…) η προεκτεθείσα υπέρβαση του ύψους της οικοδομής των εναγομένων κατά 1,53 μ., (και αληθής υποτιθεμένη) δεν προκαλεί κατ’ αντικειμενική κρίση ούτε προσβολή του φυσικού περιβάλλοντος κι ούτε κραυγαλέα ακαλαισθησία στο οικιστικό περιβάλλον της περιοχής όπου ευρίσκονται οι όμορες οικοδομές και συνεπώς δεν κρίνεται ότι πλήττει την προσωπικότητα του ενάγοντος.

Η αυθαίρετη δόμηση ως άδικη πράξη

ΕφΑθ 534/2020

Επομένως, η εκ μέρους των αρχικώς εναγομένων παράλειψη της υποβολής αιτήσεως περί χορηγήσεως προηγουμένης εγκρίσεως της αρμοδίας Γ` Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών προ της υποβολής των ως άνω αιτήσεων αναθεωρήσεως της αρχικής υπ’ αριθ. …../21.5.2002 οικοδομικής άδειας και οπωσδήποτε προ της διεξαγωγής των σχετικών οικοδομικών εργασιών συνιστά αναμφιβόλως ευθεία παράβαση των αμέσως προαναφερομένων διατάξεων ( άρθρων 10 παρ. 3 και 6 Ν. 3028/2002 « Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και της Πολιτιστικής Κληρονομιάς » και 9 παρ. 9 του Ν. 1577/1985 « Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός », όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν. 2831/2000 ), η οποία πληροί την προϋπόθεση του « παρανόμου » κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, καθ’ όσον οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν τεθεί αποκλειστικώς χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποβλέπουν και στην προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος των ιδιοκτητών των ομόρων ακινήτων, συνισταμένου στην προστασία του συνόλου των εκδηλώσεων της κυριότητας αυτών και δη στην διασφάλιση για όλους της απρόσκοπτης και ακώλυτης απολαύσεως της θέας των ακινήτων αυτών προς αρχαιολογικούς χώρους και αρχαιολογικά μνημεία, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω υπό στοιχείο Ι.Α. της προπαρατεθείσας μείζονος σκέψεως, η δε πράξη αυτή είναι ταυτοχρόνως και υπαίτια, καθ’ όσον οι αρχικώς εναγόμενοι αναμφιβόλως γνώριζαν την υποχρέωσή τους να λάβουν την ως άνω έγκριση της αρμοδίας Εφορείας Αρχαιοτήτων, προτού προβούν σε υποβολή οποιοσδήποτε αιτήσεως προς την αρμοδία πολεοδομική υπηρεσία ή στη διεξαγωγή οιασδήποτε οικοδομικής εργασίας. Μετά ταύτα, η παράνομη και υπαίτια ύψωση της οικοδομής των αρχικώς εναγομένων άνω του ανωτάτου επιτρεπομένου ύψους των δώδεκα ( 12 ) μέτρων, ήτοι των ένδεκα ( 11 ) μέτρων, πλέον ενός ( 1 ) μέτρου, εφ’ όσον στο υπό ανέγερση ακίνητο προβλέπεται πυλωτή, ανεξαρτήτως του εάν η υπέρβαση υπολογίζεται σε 1,96 μ. ( όπως εκτιμά η Γ` Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων ) ή περιορίζεται σε 0,96 μ. ( όπως αρχικώς δέχθηκε η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Δήμου ……. μετά τις διενεργηθείσες από κλιμάκια υπαλλήλων της αυτοψίες ), ως και η για τους αυτούς λόγους παράνομη και υπαίτια κατασκευή κτιστής πέργκολας, ύψους 2,20 μ. ( στην οποία γίνεται ρητή αναφορά στο ανωτέρω αναφερόμενο στο σκεπτικό από 5.8.2005 υπ’ αριθ. πρωτ. …… έγγραφο της Γ` Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αθηνών προς το Πολεοδομικό Γραφείο του Δήμου …… ως μη καλυπτομένη από την αρχική χορηγηθείσα υπ’ αριθ. πρωτ. …../11.3.2002 έγγραφη άδεια αυτής ), απέκοψαν τη θέα της αυτοτελούς ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας του δευτέρου ( Β’ ) υπέρ το ισόγειο ορόφου της κειμένης επί της οδού …… αριθ. …. ( σε συμβολή με την οδό ….. ) οικοδομής του αρχικώς ενάγοντος προς τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως, το Λόφο του Φιλοπάππου και την πέριξ αυτών ευρύτερη αρχαιολογική περιοχή, με συνέπεια την ευθεία προσβολή της κυριότητας αυτού επί του ως άνω ακινήτου ( δια της καταργήσεως και εν πόση περιπτώσει του δραστικού περιορισμού της θέας αυτού προς τους ως άνω αρχαιολογικούς χώρους ) και εντεύθεν τη μείωση της πραγματικής ( εμπορικής – αγοραίας ) αξίας του, κατά το ποσόν της οποίας ( μειώσεως ) ζημιώθηκε ο αρχικώς ενάγων και ήδη οι καλούσες – εκκαλούσες ως καθολικές διάδοχοι αυτού.

ΑΠ 698/2017

(…) ο νομοθέτης με τη θέσπιση των περιορισμών του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού σκόπευε να προστατεύσει (και) το ατομικό έννομο συμφέρον των ιδιοκτητών των παρακείμενων οικοπέδων σε σχέση με τις ανάγκες για επαρκή ηλιασμό, αερισμό και φωτισμό των κτιρίων τους, για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων, αλλά και σε σχέση με τη θέα αυτών, η οποία εμπίπτει στο πεδίο προστασίας που πηγάζει από τις παραβιασθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 914, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 και 932 ΑΚ.

Η λήψη πολεοδομικής άδειας δεν αναιρεί την αντίθεση με τον κανονισμό πολυκατοικίας

ΕφΑθ 517/2020

Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 1, 2 § 1, 3 §§ 1, 2, 4 § 1,5 και 13 §1 του Ν. 3741/1929 προκύπτει ότι με τον κανονισμό πολυωρόφου οικοδομής εγκύρως τίθεται περιορισμός και απαγόρευση ως προς τη χρήση των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων πραγμάτων της πολυκατοικίας και ότι, αν με τον κανονισμό απαγορεύεται η ενέργεια από τους συνιδιοκτήτες μεταβολής στα κοινά μέρη, η απαγόρευση αυτή ισχύει και αν ακόμη από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών, ούτε μειώνεται η ασφάλεια αυτών ή του οικοδομήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση και έτσι δεν είναι αναγκαία η έρευνα των προϋποθέσεων τούτων για να κριθεί αν έλαβε χώρα ανεπίτρεπτη, ως αντικειμένη στον κανονισμό, ενέργεια συνιδιοκτήτη όταν επιδιώκεται να αρθεί η παράνομη αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε. Όμως η γι` αυτήν την άρση αξίωση απαγορεύεται ως καταχρηστική, όταν η άσκησή της υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Είναι η υπέρβαση «προφανής» όταν προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος του ( Α.Π. 238/2008 ΝΟΜΟΣ).

(…) Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του ……. και σχετικός λόγος εφέσεως ότι προέβη στη νομιμοποίηση του επιδίκου ως κατοικία, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη βεβαίωση της διαδικασίας υπαγωγής στο Ν.4178/2013, δεν ασκεί έννομη επιρροή και αλυσιτελώς προβάλλεται σε κάθε περίπτωση, διότι η απαγόρευση του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος οικοδομής, η οποία έχει υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας, να ενεργεί κατασκευές ή χρήσεις που είναι αντίθετες στο Ν. 3741/1929, στη συστατική πράξη της οροφοκτησίας ή στον κανονισμό (όταν υπάρχει), ή η υποχρέωση σε ορισμένη χρήση της οριζοντίου ιδιοκτησίας σύμφωνα με την συστατική πράξη της οροφοκτησίας και τον κανονισμό, δεν αίρονται από την κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις νομιμοποίηση των κατασκευών και χρήσεων και ούτε νομιμοποιούνται, οι κατασκευές αυτές και χρήσεις έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, όταν με αυτές βλάπτονται, τα δικαιώματα των τελευταίων, ούτε ακόμη οι πολεοδομικές διατάξεις κατισχύουν της συστατικής πράξεως και του κανονισμού της πολυκατοικίας. Ως εκ τούτου δεν υφίσταται και ζήτημα αναβολής κατ`άρθρο 249 Κ.Πολ.Δ. εωσότου αποφανθεί το Συμβούλιο Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων ( ΣΥ.ΠΟ.Θ.Α. ) (…)

Η αξία αυθαίρετης κατασκευής ως μέρος των συζυγικών αποκτημάτων

ΑΠ 269/2013 

(…) προέκυψε ότι ο εναγόμενος κατασκεύασε πάνω ακριβώς από το προαναφερθέν διαμέρισμα αυθαίρετα, χωρίς δηλαδή την έκδοση οικοδομικής αδείας, ένα ακόμη διαμέρισμα, εμβαδού 80 τ.μ. περίπου, το οποίο συνδέεται με το κάτω διαμέρισμα με εσωτερική σκάλα και αποτελούσαν τα δύο αυτά διαμερίσματα την οικογενειακή στέγη των διαδίκων. Η αξία του διαμερίσματος αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι πρόκειται για αυθαίρετη κατασκευή, ανέρχεται σε 35.000 Ευρώ.

Αξίωση κατεδάφισης και ένσταση καταχρηστικότητας

ΕφΑθ 2826/2001

(…) το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, κρίνει ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η αποκατάσταση της προτέρας κατάστασης των πραγμάτων με την καθαίρεση μέχρι τα θεμέλια του ανατολικού τμήματος της οικοδομής των εναγομένων και απορριφθεί κατ’ ουσίαν το αίτημα αυτό της αγωγής, αλλά να επιδικασθεί στον ενάγοντα η παραπάνω χρηματική αποζημίωση και ικανοποίηση για ηθική βλάβη.

Διαφορά από αγωγή άρθ. 26 ΓΟΚ/1973 για κλείσιμο παραθύρων.

ΕφΑθ 3770/2004

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 1108, 1000 1001 εδ. πρώτο και 1003 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η διάνοιξη ή η διατήρηση από το κύριο του ακινήτου ανοιγμάτων (παραθύρων κ.λπ.) σε τοίχο, ο οποίος είναι κτισμένος εξ ολοκλήρου στο δικό του ακίνητο, όσο και αν αυτός προσεγγίξει προς το γειτονικό ακίνητο, δεν αποτελούν αυτές καθεαυτές, επέμβαση σε ξένη ιδιοκτησία, διότι τόσο η διάνοιξη όσο και η διατήρηση των ανοιγμάτων αυτών απορρέουν από το δικαίωμα της κυριότητάς του (βλ. ΑΠ 279/1985 ΕλΔ 26, 1483, ΕΑ 6157/2001 ό.π.). Τέλος από τις διατάξεις του άρθ. 26 § 9 του ν.δ. 8/1973 «Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού» η ισχύς του οποίου παρατάθηκε και μετά την κατάργηση του εν λόγω Διατάγματος (άρθ. 31 § 1 του ν. 1577/1985 και 296/88/1987 και 233/1988 αποφάσεις του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ.) και των άρθ. 10 §§ 9-10, 36 § 2 του «Κτιριοδομικού Κανονισμού» (υπ’ αριθ. 3046/ 304/1989 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. 48977/3068/ 27.6/ 30.6.1989 απόφαση του Υπουργού Δημοσίων Έργων, που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 26 του ν. 1577/1985 (ΓΟΚ), προκύπτει ότι σε μεσότοιχους ή εξωτερικούς τοίχους κτιρίου που ανεγείρονται σε σαφή με το κοινό όριο ιδιοκτησιών απαγορεύεται η διάνοιξη ανοιγμάτων και ότι τέτοια ανοίγματα που προϋπήρχαν του ν.δ. 8/1973 (ΓΟΚ) δεν κλείονται με πράξη της Διοίκησης αλλά ύστερα από δικαστική απόφαση η οποία εκτελείται κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Οι παραπάνω διατάξεις περιέχουν κανόνα γειτονικού δικαίου, ο οποίος εισάγει έμμεσο και γενικό περιορισμό της κυριότητας του γείτονα, χωρίς πάντως να την επιβαρύνει με εμπράγματα υπέρ τρίτου δικαιώματα (νόμιμες δουλείες) παρέχουν δε στον κύριο του ακινήτου που έχει κοινό όριο με κτίσμα, στον τοίχο του οποίου υπάρχουν ανοίγματα, ενοχικό δικαίωμα να αξιώσει το κλείσιμο των ανοιγμάτων αυτών. Η αγωγή αυτή έχει ενοχικό και όχι εμπράγματο χαρακτήρα και διαφέρει συνεπώς της αρνητικής της κυριότητας αγωγής κατά τούτο αλλά και διότι δεν προϋποθέτει διαταρακτικές ενέργειες στο ακίνητο του ενάγοντος αλλά θεμελιώνεται στο γεγονός και μόνο της ύπαρξης των υπόψη ανοιγμάτων, στρέφεται δε κατά του εκάστοτε ιδιοκτήτη του ομόρου ακινήτου, ανεξάρτητα αν είναι αυτός που δημιούργησε τα ανοίγματα, και το αίτημά της περιορίζεται στο κλείσιμο μόνο των ανοιγμάτων και όχι στην παράλειψη μελλοντικής διατάραξης (βλ. ΑΠ 570/1993 ΕλΔ 35. 1359, ΑΠ 1084/1994, ΕΑ 6157/2001 ό.π., ΕΑ 4128/2001 ό.π., ΕΑ 7571/1999 ό.π., ΕΠειρ 57/ 1997 ΕλΔ 1997

Κίνδυνος καταρρεύσεως γειτονικού ακινήτου λόγω εκσκαφών

ΑΠ 370/2010 (βλ. σχετικά και ΑΠ 272/2020.)

Εξάλλου, κατά το άρθρο 1007 ΑΚ, δεν επιτρέπεται να σκάβεται το ακίνητο σε τέτοιο βάθος, ώστε το έδαφος του γειτονικού ακινήτου να στερηθεί το απαιτούμενο έρεισμα, εκτός αν έχει ληφθεί πρόνοια να στεριωθεί αρκετά το έδαφος με άλλο τρόπο. Από το άρθρο αυτό προκύπτει ότι ο κύριος οιουδήποτε ακινήτου δεν δύναται να προβαίνει σε εργασίες οι οποίες, έστω και κατόπιν αδείας της αρχής ενεργούμενες, λόγω του βάθους αυτών, θέτουν σε κίνδυνο (διαρκή ή προσωρινό) καταρρεύσεως το γειτονικό ακίνητο. Στερείται έννομης συνέπειας αν η εν κινδύνω επί του γειτονικού ακινήτου οικοδομή δεν είχε ανεγερθεί κατά τους κανόνες της τέχνης. Το τελευταίο δύναται να αποτελέσει βάση ενστάσεως κατά το άρθρο 300 ΑΚ για τη θεμελίωση συντρέχοντος πταίσματος του κυρίου της ελαττωματικής οικοδομής. Ως προς την έλλειψη πρόνοιας για επαρκή στερέωση, ο ενεργών την ανόρυξη πρέπει, κατά τον χρόνο επιχειρήσεώς της, να λάβει, όλα τα αναγκαία και δυνατά προφυλακτικά μέτρα, από την άποψη της συγκεκριμένης καταστάσεως του γειτονικού ακινήτου, ακόμα και αν το επ’ αυτού έργο είναι ελαττωματικό, σε αντίθετη δε περίπτωση παραβαίνει τον απαγορευτικό κανόνα του άρθρου 1007 ΑΚ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1108§1 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέλαβε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Δεν αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στον κύριο του ακινήτου, του οποίου το έδαφος κινδυνεύει να χάσει το απαιτούμενο έρεισμα, λόγω της εκσκαφής, που επιχειρείται στο γειτονικό ακίνητο, παρέχεται το δικαίωμα να αξιώσει από τον επιχειρούντα την εκσκαφή την παράλειψη αυτής, εφόσον δεν έχει συντελεσθεί ή την αποκατάσταση των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εάν αυτή συντελέσθηκε, με αξίωση προς αποζημίωση, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.

Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη, πρόκληση ζημίας (περιουσιακής ή ηθικής) και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως, ιδίως δε αρκεί η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας, η οποία (υποχρέωση) απορρέει από τις αρχές των χρηστών ηθών και, κυρίως, της καλής πίστεως. Η υπαιτιότητα διακρίνεται, αναλόγως προς τη βαρύτητας της, σε δύο είδη, τον δόλο και την αμέλεια, Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, Αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής

ΟλΑΠ 4/2016

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 Α.Κ., αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.). Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108 ΑΚ και του άρθρου 218 ΚΠολΔ, δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη.

Περαιτέρω, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημία στον κύριο του ακινήτου, παρέχει στον τελευταίο, εκτός από τη διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914, 932 Α.Κ. Η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οφειλόμενη κατ’ αρχή σε χρήμα (άρθρο 297 παρ.1 Α.Κ.), μπορεί να ζητηθεί να γίνει in natura (άρθρο 297 παρ.2 Α.Κ.), δηλαδή με την υποχρέωση αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως και απομακρύνσεως των κατασκευασμάτων. Πότε ένα τέτοιο σωρευόμενο στη διεκδικητική αγωγή αίτημα ασκείται ως αξίωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας του κυρίου ή ως περιεχόμενο της αρνητικής αγωγής και προς προστασία της κυριότητος αποτελεί εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής.

Καταγγελία μεταμέλειας μισθωτή στις νέες εμπορικές μισθώσεις

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, Αριθμός απόφασης 732/2019 (απόσπασμα)

Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995 (άρθρα 12 του Ν. 813/1978, 3 του Ν. 2041/1992), όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 17 § 1 Ν. 3853/2010 και, ακολούθως, με το άρθρο 13 §§ 1 και 2α του Ν. 4242/2014 (το οποίο επιγράφεται ως «καταγγελία από τον μισθωτή»), αν πρόκειται για σύμβαση μίσθω­σης που ρυθμίζεται από αυτό, «ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο διετίας από την έναρξη της σύμβα­σης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από αυτή. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζη­μίωση το καταβαλλόμενο κατά τον χρόνο της καταγγε­λίας μίσθωμα τεσσάρων μηνών».

Με τη διάταξη αυτή, που θεσπίστηκε προς προστασία του εκμισθωτή από τον κίνδυνο πρόωρης και αιφνίδιας λύσης της μίσθω­σης, παρέχεται στον μισθωτή εμπορικής μίσθωσης το δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση (καταγγελία μεταμέλειας), εφόσον, αφενός μεν, η μίσθωση παρα­μένει ενεργός και, αφετέρου, έχει παρέλθει διετία από την έναρξή της. Η καταγγελία αυτή τελεί υπό αναβλη­τική προθεσμία έξι μηνών και συνεπάγεται την υποχρέ­ωση του μισθωτή να καταβάλει στον εκμισθωτή εφάπαξ αποζημίωση από τέσσερα μηνιαία μισθώματα, υπολο­γιζόμενα κατά τον χρόνο άσκησης της καταγγελίας (ΑΠ 357/2017, Αρμ 2017.1725, ΑΠ 161/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Το άρθρο αυτό- στο πλαίσιο των τροποποιήσεων των διατάξεων μεταξύ άλλων και της εμπορικής μίσθωσης, λόγω της διαφαινόμενης ήδη οικονομικής κρίσης όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο, αλλά και παγκοσμίως (ΑΠ 1444/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»)- τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 § 1 του Ν. 3853/2010 και έλαβε την εξής μορφή: «Καταγγελία από τον μισθωτή. Αρθρο 43. Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει εγγράφως τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε αποτελέσματά της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την γνωστοποίησή της. Στην περί­πτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο της καταγ­γελίας της μίσθωσης». Με την τροποποίηση αυτή επήλθε σύντμηση τόσο του χρόνου που πρέπει να έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της μισθωτικής σχέσης προκειμένου να γεννηθεί το δικαίωμα καταγγελίας (ένα έτος αντί για δύο), όσο και του χρόνου που πρέπει να μεσολαβήσει για την επέλευση των εννόμων αποτελεσμάτων της (τρεις μήνες αντί για έξι). Επίσης, η οφειλόμενη στον εκμισθωτή αποζημίωση λόγω της καταγγελίας εκ μέρους του μισθωτή περιορίσθηκε στο ισόποσο ενός μηνιαίου μισθώματος αντί του μέχρι τότε ισχύοντος των τεσσάρων.

Ταυτόχρονα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε ότι το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα καταγγελίας αναγνωρίζεται υπέρ του μισθωτή ακόμη και αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΔ 34/1995, δηλαδή με δήλωση ή συμφωνία μεταγενέστερη της κατάρτισης της μίσθωσης (αφού παραίτηση ταυτόχρονη με την κατάρτιση της μίσθωσης είναι αυτοδικαίως άκυρη, της σχετικής διάταξης αναγνωριζόμενης ως αναγκαστικού δικαίου) (ΑΠ 1444/2018, ΑΠ 593/2017 όπ). Στη συνέχεια το άρθρο 13 § 1 εδ. α` του Ν. 4242/2014 όρισε ότι οι μισθώσεις που εμπί­πτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΠΔ. 34/1995 και συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του (28-02-2014), διέπονται από τους συμβατικούς όρους τους, τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του ΠΔ 34/1995, με την εξαίρεση των άρθρων 5-6, 16-18, 20-26, 27 § 2, 28-40, 43, 46 και 47 αυτού. Οι μισθώσεις του ανωτέρω εδαφίου ισχύουν για τρία (3) έτη, ακόμη και αν έχουν συμφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, και μπορεί να λυθούν με νεότερη συμφωνία που αποδεικνύεται με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας (εδ. β`). Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της (εδ. γ`).

Επο­μένως, μετά το άρθρο 13 του Ν. 4242/2014 η τριετία είναι ο ελάχιστος χρόνος για τον οποίο ισχύει η μίσθωση, δεσμεύει δε τόσο τον εκμισθωτή όσο και τον μισθωτή. Οι συμβαλλόμενοι μπορεί να συμφωνή­σουν διάρκεια μεγαλύτερη της τριετίας, οπότε ο σχετι­κός όρος είναι ισχυρός και δεσμεύει τους συμβαλλόμε­νους. Η διάταξη του εδ. α’ της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 εξαίρεσε από την εφαρμογή των διατάξεων του ΠΔ/τος τις συναπτόμενες μετά την ισχύ του (28-02-2014) συμβάσεις μισθώσεως, αναφορικώς με την καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως από τον εκμισθωτή για ιδιόχρηση και ανοικοδόμηση, ιδιοκατοίκηση κ.λπ.) και επί­σης εξαίρεσε από την εφαρμογή του ΠΔ τη διάταξη του άρθρου 43 αυτού περί καταγγελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή.

Παρά την κατάργηση του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995 περί καταγ­γελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή, η ως άνω διάταξη του εδ. γ` της § 1 του ΠΔ 34/1995 περί του ότι η καταγγελία αυτή γίνεται εγγράφως και τα έννομα αποτελέσματά της επέρχονται τρεις (3) μήνες από την κοινοποίησή της, έχει ακριβώς την ίδια διατύπωση με το εδ. β` του καταργηθέντος άρθρου 43 του ΠΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με την § 1 του άρθρου 17 του Ν. 3853/2010, με απάλειψη της προϋποθέσεως που έθετε το καταργηθέν άρθρο περί ελάχιστης χρονικής διάρκειας της μισθώσεως και με απάλειψη της υποχρεώσεως του μισθωτή να καταβάλει στον εκμι­σθωτή αποζημίωση.

Ο Νομοθέτης όμως παρέλειψε κατά την διατύπωση της διατάξεως του εδ. γ` της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 περί καταγγελίας της συμβάσεως να διαλάβει στο κείμενό της ότι η καταγγελία αυτή είναι καταγγελία του μισθωτή, όπως επιγράφεται η καταγγελία του άρθρου 43 του ΠΔ 43/1995, την δια­τύπωση του εδ. β` της οποίας επανέλαβε ακριβώς. Σκο­πός του Νομοθέτη δεν ήταν να καταργήσει το ήδη από ετών θεσπισμένο δικαίωμα καταγγελίας μεταμέλειας της συμβάσεως μισθώσεως από τον μισθωτή, αλλά να την καταστήσει λιγότερο επαχθή γι` αυτόν, μη θέτοντας πλέον ως προϋπόθεση της καταγγελίας την ελάχιστη διάρκεια της μισθώσεως, και μην επιβάλλοντας υποχρέωση σε αυτόν να αποζημιώσει τον εκμισθωτή.

Προτί­μησε δε ο Νομοθέτης να καταργήσει με την § 1 εδ. α’ του Ν. 4242/2014 την αυτοτελή διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ34/1995, περί καταγγελίας της συμβάσεως μισθώ­σεως από τον μισθωτή και να την θεσπίσει εκ νέου ως εδ. γ’ της § 1 του άρθρου 13 του Ν. 4242/2014 με τις ανωτέρω διαφοροποιήσεις. Η διάταξη αυτή εναρμονίζεται με τον σκοπό του Νομοθέτη, όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4242/2014 που είναι η προσαρμογή των εμπορικών μισθώσεων στις σύγχρονες απαιτήσεις και η παροχή μεγαλύτε­ρης ελευθερίας στα συμβαλλόμενα μέρη στην διαμόρ­φωση των συμβατικών τους δεσμεύσεων. Η διάταξη του άρθρου 13 § 1 εδ. γ` δεν είναι, για το λόγο που ανα­φέρθηκε, νομοτεχνικά άρτια, πλην όμως δεν καθίσταται μη εφαρμόσιμη από το γεγονός ότι από την άποψη αυτή χωλαίνει (ΕφΑθ 2117/2019 ΕλλΔνη 2019.510).

Συνέχεια ανάγνωσης «Καταγγελία μεταμέλειας μισθωτή στις νέες εμπορικές μισθώσεις»

Δεκτή έφεση σε υπόθεση υπερχρεωμένων από το Πρωτοδικείο Αθηνών

Την υπόθεση χειρίστηκε για λογαριασμό του γραφείου μας η δικηγόρος Δήμητρα Θεοδοσιοπούλου.

8220/2020 ΜΠΡ ΑΘ, Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Δάνειο. Αίτηση ρύθμισης υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Έφεση. Υπεύθυνη δήλωση προς διευκόλυνση μόνο του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο του (ουσιαστικού) παραδεκτού της αίτησης.  Η ατέλεια της υπεύθυνης δήλωσης δεν δημιουργεί οριστικό απαράδεκτο που να οδηγεί σε έκδοση απορριπτικής της αίτησης απόφασης. Το παρόν Δικαστήριο, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο, οφείλει να εφαρμόσει, κατά το ισχύον ανακριτικό σύστημα στην παρούσα ειδική διαδικασία. Μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της αιτούσας και της οικογένειας της, η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους. Τόσο κατά τον χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και κατά τον παρόντα χρόνο συζήτησης της ένδικης έφεσης, η εκκαλούσα περιήλθε χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς την εφεσίβλητη. Προστασία της κύριας κατοικίας. Ρευστοποίηση περιουσίας της εκκαλούσας. Ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση δικάζεται ερήμην. Δικάζει την έφεση ερήμην της εκκαλούσας. Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και ως προς την ουσία. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ.1082/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
                                                           
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
       Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τον Γραμματέα Αριστοτέλη Παναγιώτου.
       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 21 Φεβρουάριου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
       ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …….. του …….., κατοίκου Αγίου……., επί της οδού ……, με ΑΦΜ ……, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Δήμητρας Θεοδοσιοπούλου (AM ……. ΔΣΑ), βάσει δήλωσης.
 ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της εδρεύουσας στην Αθήνα, επί των οδών ……..   και ….., ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…..ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», με ΑΦΜ ……, τελούσα υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, νομίμως εκπροσωπούμενης από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής, την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….. ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΊΉΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «…… ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΑΕ», που εδρεύει στο….., επί των οδών ……, που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Μιγαδάκη (AM …. ΔΣΠ).
       Η αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 25.4.2012 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ...../23.5.2012 αίτησή της, την οποία έστρεφε κατά της καθ’ ης η αίτηση, ήδη εφεσίβλητης, και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 1082/2014 οριστική απόφασή του, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε. Κατά της ως άνω απόφασης η αιτούσα, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την από 16.5.2016 και υπ’ αριθ. κατάθεσης ......./18.5.2016έφεση, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ……/2016, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για την προαναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
       Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας κατέθεσε μονομερή δήλωση του άρθρου 242§2ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης  ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στις προτάσεις της.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΉ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115§2, 242§2, 741, 745 και 759§4ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242§2ΚΠολΔ και ως εκ τούτου δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης (βλ. Κ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, σε άρθρο 741 σελ. 179, Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠολΔ, τόμος 2ος σε άρθρο 242 αριθ. 2, ίδιου συμπλ. τόμος 2001 σε άρθρο 115 αριθ. 1, Νίκα σε Κεραμέα - Κονδύλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, συμπλ. έτους 2002, σε άρθρο 115 σελ. 14, αριθ. 1, ΕφΘεσ 40/2016 ΕλλΔνη 2016. 1400). Σε μία τέτοια περίπτωση (που δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 242§2), ο διάδικος που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάσθηκε στη συζήτηση δικάζεται ερήμην. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 764§2ΚΠολΔ, με την οποία θεσπίζονται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση έφεσης κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔ), εάν, όταν εκφωνείται η υπόθεση, εμφανιστεί κάποιος από τους διαδίκους το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Η επιταγή, όμως, αυτή του β’ εδαφίου της ανωτέρω διάταξης της εκούσιας δικαιοδοσίας, προϋποθέτει τη συνδρομή των εκ των άρθρων 110 και 111 ΚΠολΔ απορρεόντων θεμελιακών δικαιωμάτων περί κλήτευσης των διαδίκων και τήρησης της προδικασίας. Επομένως, ερευνάται εάν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος που απολείπεται ή εάν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει, προκειμένου, ακολούθως το Δικαστήριο να προβεί στην έρευνα του παραδεκτού και βάσιμου των λόγων έφεσης (ΕφΑθ.3057/2009 ΕλλΔνη 2009. 1454). Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού η από 16.5.2016 έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας αιτούσας, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθ. 1082/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 επ., 791 §§1, 5ΚΠολΔ), και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση. Κατά τη συζήτηση της έφεσης, η οποία επισπεύσθηκε επιμελεία της εκκαλούσας, στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, δεν εμφανίσθηκε η εν λόγω διάδικος, αλλά η πληρεξούσια δικηγόρος αυτής κατέθεσε την από 20.2.2020 δήλωση, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242§2ΚΠολΔ, και προκατέθεσε, όπως αποδεικνύεται από τη σχετική επισημείωση της αρμόδιας Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, τις έγγραφες προτάσεις του. Η παράσταση αυτή της προαναφερομένης με δήλωση, κατά το άρθρο 242§2ΚΠολΔ, δεν είναι προσήκουσα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον πρόκειται για υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, στη οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση. Συνεπώς, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης, που ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως - αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης - και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495§1, 511 επ., 518, 741, 760 και 786 του ΚΠολΔ) και αφού αυτή γίνει τυπικά δεκτή θα εξετασθεί, περαιτέρω, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 533 §1 και 741 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, σαν ήταν παρούσα και η εκκαλούσα, καθόσον έχει καταβληθεί και το νόμιμο παράβολο, κατά την §4 του άρθρου 495ΚΠολΔ.
Με την από 25.4.2012 αίτησή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η αιτούσα, ήδη εκκαλούσα, επικαλούμενη ότι είναι φυσικό πρόσωπο χωρίς εμπορική ιδιότητα και ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των προς την καθ’ ης ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητούσε τη διευθέτησή τους από το Δικαστήριο κατά το προτεινόμενο από αυτή σχέδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8§2 και 9§2 του ν.3869/2010, ώστε με την τήρηση της ρύθμισης να επέλθει απαλλαγή της από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών της, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δικάζοντας την ως άνω αίτηση κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, την απέρριψε ως απαράδεκτη. Κατά της απόφασης αυτής,παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους . στο δικόγραφο του εν λόγω ενδίκου μέσου λόγους, συνιστάμενους σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητεί δε την εξαφάνισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή η αίτησή της.
Κατά το άρθρο 4§2 εδ.β’ του ν.3869/2010 "ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων", μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αιτήσεως (για ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή) ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου (κατάσταση περιουσίας και των εισοδημάτων αυτού και της συζύγου του και κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεών τους) και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία.
Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 12§1 του ν.4161/2013, που ισχύει από 14.6.2013, σύμφωνα με την οποία η αίτηση της προηγούμενης παραγράφου, προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο παραδεκτού, συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του αιτούντος για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α’ και β’ της προηγούμενης παραγράφου και για τις μεταβιβάσεις εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, στις οποίες προέβη την τελευταία τριετία. Με τη διάταξη αυτή, σε σχέση με την προηγούμενη, προστέθηκε και ότι η προκειμένη αίτηση συνοδεύεται με την εν λόγω υπεύθυνη δήλωση προς διευκόλυνση μόνο του προδικαστικού συμβιβασμού και όχι ως στοιχείο του (ουσιαστικού) παραδεκτού της αίτησης. Δηλαδή από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποκλείεται το απαράδεκτο της αίτησης, έστω και επί τυχόν ελλείψεων της υπεύθυνης δήλωσης και ότι το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη της §3 του άρθρου 19 του ν.4161/2013, κατά την οποία "για τις εκκρεμούσες αιτήσεις εφαρμόζεται η προδικασία που ίσχυε πριν τη θέση σε ισχύ του παρόντος", αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 5 του ν.3869/2010, που ρυθμίζει την προδικασία και όχι σε εκείνη του άρθρου 4§2 εδ.β’ του ίδιου νόμου. Πέραν αυτού, η παράλειψη ή ατέλεια της υπεύθυνης δήλωσης δεν δημιουργεί οριστικό απαράδεκτο που να οδηγεί σε έκδοση απορριπτικής της αίτησης απόφασης (ΑΠ 1065/2017, ΑΠ 64/2017, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 236/2015 δημοσίευση στην ΤΝΠ «Νόμος»). Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτη την από 25.4.2012 με αριθμό πρωτ...../23.5.2012 αίτησή  της, με την οποία ζητούσε τη ρύθμιση των ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών της προς την πιστώτρια εφεσίβλητη τράπεζα, με την αιτιολογία ότι η ένδικη αίτηση , κατατέθηκε στις 23.5.2012 και συνεπώς, όσον αφορά το παραδεκτό της εφαρμοστέος κανόνας ήταν, σύμφωνα με την ειδική πρόβλεψη του άρθρου 19§3 του ν.4161/2013, η διάταξη του άρθρου 4§2 εδ.β’ του ν.3869/2010, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 12§1 του ν.4161/2013, κατά την οποία η έγκαιρη προσκόμιση της υπεύθυνης δήλωσης του εν λόγω άρθρου (4§2 εδ.β’ ), δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης, αποτελεί στοιχείο του παραδεκτού της προδικασίας, η οποία όμως δεν τηρήθηκε στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεδομένου ότι η σχετική υπεύθυνη δήλωση της αιτούσας έφερε χρονολογία υπογραφής προγενέστερη (3.5.2012) της κατάθεσης της αίτησής της (23.5.2012), ισοδυναμούσα για τον λόγο αυτό με ανύπαρκτη, με περαιτέρω συνέπεια η ένδικη αίτηση να είναι απαράδεκτη,  παραβίασε ευθέως την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 4§2 εδ.β’ του ν.3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12§1 του ν.4161/2013. Ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, γιατί ανεξάρτητα από το εάν η παράλειψη ή  ατέλεια της υπεύθυνης δήλωσης δεν δημιουργεί οριστικό απαράδεκτο που να οδηγεί σε έκδοση απορριπτικής της αίτησης απόφασης, το παρόν Δικαστήριο, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο, οφείλει να εφαρμόσει, κατά το ισχύον ανακριτικό σύστημα στην παρούσα ειδική διαδικασία (άρθρο 3 ν.3869/2010), τη διάταξη του άρθρου 4§2 εδ.β’(του παραπάνω νόμου (3869/2010), όπως αντικαταστάθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, με  το άρθρο 12§ 1 του ν.4161/2013, που αποκλείει το απαράδεκτο της αίτησης, με την περαιτέρω επισήμανση ότι η διάταξη του άρθρου 19§3 του ν.4161/2013 αναφέρεται στο άρθρο 5 του ν.3869/2010 που ρυθμίζει την προδικασία και όχι στο άρθρο 4§2 εδ.β’ του ίδιου νόμου, όπως προηγουμένως αναπτύχθηκε. Συνακόλουθα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη για τον ανωτέρω λόγο, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι ενιαίως κρινόμενοι λόγοι της ένδικης έφεσης.
Ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535§1ΚΠολΔ), το οποίο κρίνει ότι η αίτηση είναι παραδεκτή, ορισμένη, ως περιέχουσα το ελάχιστο εκ των διατάξεων του άρθρου 747ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 4§1 του ν.3869/2010, 111§2, 118 και 216ΚΠολΔ περιεχόμενο, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6, 8 και 9 του ν.3869/2010. Σημειωτέον δε ότι στην περίπτωση του ν.3869/2010, ο νομοθέτης εκκινεί από την αφετηριακή βάση της προστασίας του οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποιήσεώς του. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου αριθμού υπερχρεωμένων οφειλετών επάγεται μείωση ή και εκμηδένιση της καταναλωτικής του δύναμης, με σημαντικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία μιας οικονομίας, που (πλέον) στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό - στην κατανάλωση αγαθών. Εξάλλου, τυχόν περιθωριοποίηση των υπερχρεωμένων ιδιωτών επιφέρει σημαντικές διαταραχές στον κοινωνικό βίο, με κίνδυνο τη δημιουργία φαινομένων αντικοινωνικής συμπεριφοράς (ανομία, εγκληματικότητα κλπ.). Επομένως, η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρεώσεως επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υπερχρέωση του οφειλέτη ως ανθρώπου. Η τελευταία επιτάσσει τη χορήγηση στον υπερχρεωμένο οφειλέτη μίας δεύτερης ευκαιρίας για την επάνοδό του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Συνεπώς, η συνδρομή λόγων δημοσίου συμφέροντος, που δικαιολογούν τη νομοθετική εισαγωγή περιορισμών στις αξιώσεις των πιστωτών, πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Περαιτέρω οι περιορισμοί της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών, που εισάγονται από τον ν.3869/2010, όχι μόνο είναι κατάλληλοι και πρόσφοροι για να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό πρόβλημα της περιθωριοποιήσεώς του υπέρχρεου οφειλέτη, αλλά - συγχρόνως - πληρούν τους όρους αναλογικότητας, παρέχοντας στους πιστωτές τη δυνατότητα αφενός να εκθέσουν τις απόψεις τους και αφετέρου να ικανοποιηθούν από το σύνολο της παρούσας και μελλοντικής περιουσίας του οφειλέτη. Τέλος, ο νόμος αυτός δεν καθιερώνει το δικαίωμα κάθε οφειλέτη να επιδιώξει ρύθμιση των χρεών του και απαλλαγή από αυτά. Σκοπός του είναι να παράσχει τη δυνατότητα στους υπερχρεωμένους οφειλέτες χρηματικών χρεών να ρυθμίσουν και να απαλλαγούν από τα χρέη τους, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Από τα βασικά χαρακτηριστικά του νόμου προκύπτει ότι η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται με βάση μια και μόνο αίτησή του. Αντιθέτως, στον νόμο τίθενται περαιτέρω προϋποθέσεις για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του οφειλέτη. Βάσει όλων των προαναφερομένων και αφού ληφθούν υπόψη τα εύλογα και συνταγματικά προστατευόμενα συμφέροντα των εμπλεκόμενων μερών, οι ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου κρίνεται πως είναι συνταγματικές, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εφεσίβλητη με τις προτάσεις της. Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η νομοθετική αυτή επέμβαση στις απαιτήσεις των πιστωτών είναι συμβατή και με τους όρους που τίθενται, από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Έ.Σ.Δ.Α.) (βλ. σχετ. Αθ. Γ. Κρητικός, ό.π., σελ. 22. επ.,.. μ.π.π. σε θεωρία και νομολογία, I. Βενιέρης - Θ. Κατσάς, ό.π,, σελ. 18 επ., μ,π,π. σε θεωρία και νομολογία ). Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενώ εφόσον κρίθηκε ότι η έφεση θα πρέπει να γίνει δεκτή, θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα των παραβολών, που κατέθεσε για το παραδεκτό της έφεσής της (άρθρο 495§4ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη πιστώτρια ανώνυμη τραπεζική εταιρία προέβαλε τον ισχυρισμό, τον οποίο επαναφέρει με τις προτάσεις της, ότι σύμφωνα με τα άρθρα 25, 179 και 181 ν.3588/2007 αναστέλλονται οι εις βάρος της ατομικές διώξεις και απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση αναγνωριστικών και καταψηφιστικών αγωγών εναντίον της, καθώς πρόκειται για νομικό πρόσωπο που τελεί υπό ειδική εκκαθάριση και γι` αυτό τον λόγο ζητεί να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός της αυτός, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με την § 1 του άρθρου 68 του ν.3601/2007, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν.4021/2011 με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν.3458/2006 και του άρθρου 63Ε του ν.3601/2007: «α) Πιστωτικό ίδρυμα δεν δύναται να κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε είναι δυνατόν να ανοίξει επ` αυτού προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, β) Στην περίπτωση που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8 αυτό τίθεται υποχρεωτικώς υπό ειδική εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος γ) Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης, τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος αναλαμβάνει ειδικός εκκαθαριστής, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που ορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ( ... ), δ) ..., ε) Από την κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα της απόφασης περί ειδικής εκκαθάρισης, το πιστωτικό ίδρυμα απαγορεύεται να δέχεται καταθέσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιορίζει και άλλες εργασίες του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος στ) Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται, μέχρι την ολοκλήρωση των εργασιών εκκαθάρισης και χάριν προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, να υποχρεωθεί ο ειδικός εκκαθαριστής στη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχειών του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, ή σε Μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα κατά το άρθρο 63Ε. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 63 Δ εφαρμόζονται ανάλογα ( )» ενώ κατά την §2 «Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να εξειδικεύονται οι όροι εφαρμογής του παρόντος άρθρου. Στην ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος εφαρμόζονται συμπληρωματικώς και στο μέτρο που δεν αντίκειται στο παρόν άρθρο, όπως αυτό εξειδικεύεται με την ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι συνέπειες της ανάκλησης της άδειας ενός πιστωτικού ιδρύματος είναι καταρχήν οι ειδικά προσδιοριζόμενες συνέπειες στον ν.3601/2007 (άρθρο 68) και στον ν.3458/2006, που όμως αφορά περιπτώσεις που τα εκκαθαριζόμενα πιστωτικά ιδρύματα έχουν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη-μέλη. Σύμφωνα με τις διατάξεις τους, το πιστωτικό ίδρυμα τίθεται σε εκκαθάριση με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος η οποία διορίζει και τους εκκαθαριστές. Ο οριζόμενος με αυτόν τον τρόπο εκκαθαριστής αναλαμβάνει τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος υποκείμενος στον έλεγχο και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Η περαιτέρω ιδιορρυθμία τη εκκαθάρισης αυτής έγκειται στο ότι επιτρέπεται η συνέχιση των τραπεζικών εργασιών, πλην της αποδοχής καταθέσεων και όσων εργασιών ρητά εξαιρούνται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Αν και δεν αναφέρεται ο λόγος της συνέχισης των εργασιών, φαίνεται πως αυτή θεωρείται αναγκαία προς διεξαγωγή και περαίωση ιδιαίτερα κερδοφόρων εργασιών προς όφελος των πιστωτών. Από της δημοσιεύσεως της περί εκκαθαρίσεως απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η τράπεζα δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση, ενώ κατά τα λοιπά επέρχονται οι γενικές συνέπειας που προβλέπονται στο νόμο σε περιπτώσεις λύσεως ανωνύμων εταιρειών, δηλαδή επακολουθεί εκκαθάριση της εταιρικής περιουσίας με είσπραξη των εκκρεμών απαιτήσεων, πληρωμή των χρεών και ρευστοποίηση περιουσίας. Περαιτέρω με την υπ` αριθ.46/27.7.2012 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας Ελλάδας (ΦΕΚ Β 2208/27.7.2012) από την 27.7.2012 ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εφεσίβλητης πιστώτριας εταιρίας και τέθηκε αυτή υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 68 του ν.3601/2007, και όχι σε πτώχευση, ορίστηκε δε ειδικός εκκαθαριστής αυτού και επετράπη στο πιστωτικό ίδρυμα εφεξής να διενεργεί μόνο πράξεις που υπηρετούν τον σκοπό της εκκαθάρισης απαγορευόμενης της άσκησης των δραστηριοτήτων της §1 του άρθρου 11 του ν.3601/2007. Σημειωτέον δε ότι στις απαγορευόμενες δραστηριότητες συμπεριλαμβάνεται και η είσπραξη απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος. Επί της ειδικής αυτής εκκαθάρισης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κανονισμού ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων (ΦΕΚ Β` 2498/4.11.2011) και επικουρικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Στο προοίμιο του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται ρητά ότι: «Η ειδική εκκαθάριση γίνεται αντιληπτή, διαφορετικά από την πτώχευση, αποκλειστικά ως διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας του πιστωτικού ιδρύματος». Συνεπώς πρόκειται για ειδική εκκαθάριση διαφορετική της προβλεπόμενης με τον Πτωχευτικό Κώδικα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί αναστολής ατομικών διώξεων για την ικανοποίηση των πιστωτών και απαγόρευσης έναρξης ή συνέχισης αναγκαστικής εκτέλεσης και άσκησης αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών κλπ, σε στοιχεία της περιουσίας του ιδρύματος. Κατά συνέπεια, ο ως άνω ισχυρισμός της μετέχουσας πιστώτριας θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση η επικαλούμενη από αυτήν διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής, και τούτο διότι το πεδίο εφαρμογής της εξαντλείται στα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεων τους εναντίον αυτού, προκειμένου αυτοί (οι πιστωτές του οφειλέτη) να ακολουθήσουν τη διαδικασία της επαλήθευσης (εξέλεγξης) των απαιτήσεων τους κατά του πτωχού και να μη ματαιωθεί ο σκοπός της συλλογικής ικανοποίησης αυτών (των πιστωτών) μέσω της ως άνω διαδικασίας. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί η αίτηση του άρθρου 4§ 1 του ν.3869/2010 να θεωρηθεί ως ατομικό καταδιωκτικό μέτρο κατά του καθ’ ου πιστωτικού ιδρύματος, αφενός λόγω της ιδιότητας της αιτούσας ως οφειλέτριας του καθ’ ου η αίτηση πιστωτικού ιδρύματος, αφετέρου λόγω της διαδικασίας ρύθμισης οφειλών πτωχεύσαντος, και δεν έχει χαρακτήρα αγωγής (αναγνωριστικής- καταψηφιστικής), καθόσον δεν κατάγεται προς δικαστική κρίση ιδιωτική έννομη σχέση, αλλά ασκείται δικαίωμα παρεχόμενο από τον νόμο προς ρύθμιση των οφειλών, και συγκεκριμένα παρέχεται η δυνατότητα στον υπερχρεωμένο ιδιώτη να εκκαθαρίσει τις οφειλές του προς τους δικούς του πιστωτές, ενδεχομένως δε και προς πιστωτικά ιδρύματα υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη και του γεγονότος ότι ο νομοθέτης δεν εξαρτά τη διαδικασία ρύθμισης από τη νομική κατάσταση των πιστωτικών ιδρυμάτων, ούτε εξαιρεί της ρύθμισης απαιτήσεις ιδρυμάτων των οποίων ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας (άρθρο §2 ν.3869 για τις αποκλειόμενες της ρυθμίσεως απαιτήσεις), ούτε είναι, τέλος, δυνατόν η ανάγκη περαίωσης της εκκαθάρισης μιας εταιρίας υπό ειδική εκκαθάριση να ανατρέψει τις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 (Ειρ.ΑΘ 1017/2013 αδήμ., ΕιρΘεσσαλ.9268/2013 αδήμ). Συνεπώς για όλους αυτούς τους λόγους ο ως άνω ισχυρισμός της πιστώτριας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που νομότυπα εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδρίασης αυτού, καθώς και όλων των επικαλούμενων και νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα, γεννηθείσα το έτος 1955, είναι συνταξιούχος και λαμβάνει μηνιαία σύνταξη 806,06€ (βλ. το από 7.2.2020 ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων του ΕΦΚΑ για τον Ιανουάριο του 2020). Είναι παντρεμένη με τον ……, γεννηθέντα το έτος 1956, και μητέρα δύο ήδη ενήλικων και οικονομικά ανεξάρτητων τέκνων, ηλικίας 43 και 41 ετών. Επί δεκαοκτώ έτη η ίδια διατηρούσε στην Αθήνα επιχείρηση σιδερωτηρίου έτοιμων ενδυμάτων, τη λειτουργία της οποίας σταμάτησε το έτος 2006, χρόνος κατά τον οποίο μετέβη η ίδια μετά του συζύγου της στην Κέρκυρα, τον τόπο καταγωγής της, όπου βρίσκεται και η κύρια κατοικία της και συγκεκριμένα μία ισόγεια οικία επιφάνειας 100τ.μ. κτισμένη σε αγροτεμάχιο έκτασης 2 στρεμμάτων, κείμενο στη θέση ......... στην περιοχή ……της Κοινότητας ….. του Δ. …… Κέρκυρας, αντικειμενικής αξίας 26.762,75€ (βλ. έντυπο ΕΝΦΙΑ 2019), η οποία της ανήκει κατά πλήρη κυριότητα. Εκεί διέμεινε με τον σύζυγό της για ένα μικρό χρονικό διάστημα, αλλά διαπιστώνοντας ότι δεν υπήρχε καμία προοπτική εξεύρεσης εργασίας και για τους δύο, το έτος 2009 επανήλθαν στην Αθήνα, φιλοξενούμενοι έκτοτε από την κόρη τους, στην οικία όπου διαμένει αυτή με την οικογένειά της. Η διαμονή τους αυτή στην οικία της κόρης τους στην Αθήνα είχε προσωρινό χαρακτήρα, έλαβε χώρα προκειμένου να εξεύρει η εκκαλούσα θέση εργασίας έως και τη συνταξιοδότησή της, όπως και πράγματι συνέβη, ενώ το καλοκαίρι του έτους 2020 προτίθενται να εγκατασταθούν μόνιμα πλέον στην Κέρκυρα. Πέραν της προαναφερόμενης κύριας οικίας της στην Κέρκυρα, η εκκαλούσα έχει στην κυριότητά της, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, δύο αγροτεμάχια έκτασης 224,90 τ.μ. έκαστο, κειμένων στη θέση «……» του Δ. Σχηματαρίου Αττικής, εκτός σχεδίου, ενώ το άλλο 50% εξ αδιαιρέτου ανήκει στον σύζυγό της. Εκτός των ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα διαθέτει άλλα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία, ούτε, εξάλλου, και ο σύζυγός της. Σε χρόνο δε προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, η εκκαλούσα έλαβε από την καθ’ ης τραπεζικά προϊόντα από τα οποία προκύπτουν οι ακόλουθες οφειλές (δυνάμει της υπ’ αριθ..../8.7.2013 αναλυτικής βεβαίωσης της καθ’ ης η αίτηση): α) οφειλή, απορρέουσα από την υπ’ αριθ..../20.8.2002 σύμβαση στεγαστικού δανείου, με αριθμό λογαριασμού .......... συνολικού ποσού 82.560,916, στην οποία συμβλήθηκε ως οφειλέτρια, οφειλή προς εξασφάλισή της έχει εγγραφεί υποθήκη στην κύρια κατοικία της αιτούσας, β) οφειλή ποσού 4.577,846, απορρέουσα από την υπ’ αριθ.......... σύμβαση καταναλωτικού δανείου και γ) οφειλή ποσού 8.895,436, απορρέουσα από την υπ’ αριθ............. πιστωτική κάρτα που είχε λάβει από τον Νοέμβριο του 2000, η οποία δεν είχε περιληφθεί στις από 31.3.2011 και 8.3.2012 αναλυτικές καταστάσεις της καθ’ ης, ενώ περιλήφθηκε στην από 8.7.2013 βεβαίωση του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος, και θα πρέπει να συμπεριληφθεί στη ρύθμιση, αν και δεν είχε ενταχθεί στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών της αιτούσας, κατ’ εφαρμογή της §1εδ.γ του άρθρου 8 του ν.3869/2010, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 16 του ν.4161/2013 (ΦΕΚ A 143/14.6.2013). Συνολικά δε η εκκαλούσα οφείλε στις ως άνω πιστώτριες κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης το ποσό των 96.034,186, το οποίο, ωστόσο, έχει πλέον ανέλθει στο ποσό των 156.331,566 (βλ. την από 14.11.2019 βεβαίωση της διαχειρίστριας της πιστώτριας τράπεζας). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα αρχικά, τον Απρίλιο του 2010, ενεγράφη στο ταμείο ανέργων του ΟΑΕΔ, λαμβάνοντας επί ένα έτος, έως τον Απρίλιο του 2011 επίδομα ανεργίας, ενώ από τον Νοέμβριο του 2011 προσλήφθηκε από τη φαρμακευτική εταιρία με την επωνυμία …… με τρίμηνη σύμβαση εργασίας, η οποία κατά τη λήξη της ανανεώθηκε, λαμβάνοντας αρχικά μηνιαία εισοδήματα περίπου 9006, τα οποία εντέλει τον Ιούνιο του 2014, χρόνο συζήτησης της αίτησης στον πρώτο βαθμό, ανέρχονταν στο ποσό των 784,836, τα οποία προσαυξάνονταν με την εκ μέρους της παροχή υπερωριακής, νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τα Σαββατοκύριακα, και μπορεί να έφταναν και στο ποσό των 1.034,566. Τον Ιούλιο του 2015 εξεδόθη η υπ’ αριθ. 1780/2015 απόφαση του Διευθυντή ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με την οποία συνταξιοδοτήθηκε αναδρομικά από τις 7.10.2014, με μηνιαία σύνταξη ποσού 884,796, από την οποία έως και τα τέλη του έτους 2017 παρακρατούνταν το ποσό των 5536. Για τον λόγο αυτό συνέχισε να εργάζεται στην εταιρία ....... λαμβάνοντας μηνιαίως περίπου το ποσό των 1.1606, από την οποία αποχώρησε στις 30.4.2018, λαμβάνοντας ως σύνταξη το ποσό των 806,066. Το έτος 2018 είχε ως επιπλέον εισόδημα από την εκμίσθωση για ένα έτος της πρώτης κατοικίας της στην Κέρκυρα το ποσό των 2006 μηνιαίως. Εξάλλου ο σύζυγός της εκκαλούσας είναι μακροχρόνια άνεργος από τον Νοέμβριο του 2008, χρόνος κατά τον οποίο διέκοψε τη λειτουργία της η επιχείρηση εμπορίου ενδυμάτων στην οποία εργαζόταν, ενώ από τον Νοέμβριο του 2010 είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο ανέργων του ΟΑΕΔ, δεν έχει κανένα μηνιαίο εισόδημα, δεν λαμβάνει σύνταξη, ενώ λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του δεν υπάρχει για αυτόν προοπτική εξεύρεσης εργασίας, προτίθεται δε να υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης στις 2.9.2022, δηλαδή με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του, οπότε αναμένεται να λάβει τη βασική σύνταξη. Τα ανωτέρω σχετικά με τη διαχρονική εξέλιξη των εισοδημάτων της εκκαλούσας προκύπτουν και από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος σύμφωνα με τις οποίες κατά το οικονομικό έτος 2002 (κρίσιμος χρόνος σύναψης των επίδικων δανειακών συμβάσεων), τα εισοδήματα της εκκαλούσας ανέρχονταν στο ποσό των 5.587.473 δραχμών και στο ποσό των 2.917.000 δραχμών του συζύγου της, δηλαδή στο ποσό των 2.077,89€ μηνιαίως, κατά το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) στα 10.133,90€ και του συζύγου της στα 2.110,10€, κατά το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) στα 6.952,97€ και 3.817,80€ του συζύγου της, κατά το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) στα 4.897,42€ και 4.059,47€ του συζύγου της, κατά το φορολογικό έτος 2014 στα 18.249,36€, κατά το φορολογικό έτος 2015 στα 19.591,47€, κατά το φορολογικό έτος 2016 στα 15.284,60€, κατά το φορολογικό έτος 2017 στα 16.253,69€, κατά το φορολογικό έτος 2018 στα 15.770,50€. Η κατάσταση ανεργίας στην οποία περιήλθε τόσο η εκκαλούσα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα προτού εξεύρει νέα θέση εργασίας, όσο και ο σύζυγός της και η εφαρμογή έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, που αύξησαν τις δαπάνες διαβίωσης και τα τρέχοντα μηνιαία έξοδα της ελληνικής οικογένειας τα τελευταία χρόνια, είναι παράγοντες που επέφεραν τη μείωση της οικονομικής δυνατότητας της αιτούσας να εξυπηρετεί τα δάνειά της ήδη από το έτος 2009, η συνολική μηνιαία δόση των οποίων ανερχόταν, κατόπιν του από 31.12.2008 συμφωνητικού τμηματικής αποπληρωμής οφειλών που συνήψε με την καθ’ ης η αίτηση, στο ποσό των 600€ μηνιαίως, και τελικά την περιέλευση αυτής σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας εξυπηρέτησης των ήδη ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς την καθ’ ης η αίτηση, αφού τα εισοδήματά της ανερχόμενα κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης στο ποσό των 900€ κατά μέσο όρο και κατά τον τρέχοντα χρόνο στα 806,06€, δεν επαρκούσαν και δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση των προαναφερόμενων δανειακών συμβάσεων, η συνολική δόση των οποίων πλέον ανέρχεται στο ποσό των 1.200€, λαμβανομένων υπόψη και των βιοτικών της αναγκών, βάσει της προσωπικής της κατάστασης, τις οποίες η ίδια στην αίτησή της, κατά τη διάρκεια διαμονής της στην οικία της κόρης της, προσδιόριζε στο ποσό των 405€, εκτιμάται δε από το παρόν Δικαστήριο ότι πλέον ανέρχονται στο ποσό των 600€ βάσει και της συνομολόγησης της ίδιας της αιτούσας περί εκ μέρους της δυνατότητας καταβολής του ποσού των 200€, καθόσον συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι η εν λόγω διάδικος, η οποία ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά της να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες της μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Η κρίση αυτή συνάγεται από τη σχέση της ρευστότητας της αιτούσας προς τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της. Δηλαδή η σχέση αυτή είναι αρνητική υπό την έννοια ότι, μετά από την αφαίρεση των δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ιδίας και της οικογένειας της, η υπολειπόμενη ρευστότητα δεν της επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών της ή τουλάχιστον σε ουσιώδες μέρος τους. Το παρόν δε Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η αιτούσα δεν ευθύνεται για την υπερχρέωσή της και ότι αυτή οδηγήθηκε στην ανωτέρω κατάσταση ελλείψει δόλου, καθόσον δεν συντρέχει δολιότητα με την ανάληψη των ανωτέρω δανειακών υποχρεώσεων των οποίων η εξυπηρέτηση είναι εκ των πραγμάτων επισφαλής, ενώ θεωρούσε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές τις υποχρεώσεις με βάση τα υψηλότερα κατά την ανάληψη των χρεών εισοδήματά της, χωρίς να είναι σε θέση να προβλέψει την οικονομική κρίση που θα ακολουθούσε, που την οδήγησε σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της. Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται, εξάλλου, και από το γεγονός ότι τα συνολικά χρέη της αιτούσας δεν είναι υπερβολικός αντίθετα κινούνται σε φυσιολογικά και συνήθη για την ελληνική πραγματικότητα ποσά κατά τον χρόνο ανάληψής τους, που εύλογα θεωρούσε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ότι θα μπορούσε να αποπληρώσει. Επομένως, τόσο κατά τον χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και κατά τον παρόντα χρόνο συζήτησης της ένδικης έφεσης, η εκκαλούσα περιήλθε χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της προς την εφεσίβλητη, απορριπτομένης της σε κάθε περίπτωση απαραδέκτως προτεινόμενης με την προσθήκη των προτάσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ένστασης της τελευταίας περί δόλιας περιέλευσης της αιτούσας σε κατάσταση υπερχρέωσης και αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της ως ουσιαστικά αβάσιμης. Συνεπώς, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του, ν.3869/2010, ειδικότερα σε αυτή των άρθρων 8§2 και 9§2 του εν λόγω νόμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με το ν.4161/2013, που εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.4161/2013 και πριν την τροποποίησή του με το ν.4336/2015, καθώς το εφετείο τόσο για την κρίση περί της ορθότητας της εκκαλουμένης απόφασης στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (ΑΠ 236/2015 Δημοσίευση στην ΤΝΠ «Νόμος», Αρβανιτάκης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη- Νίκα, άρθρο 764 σ.8, Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, έκδοση 2016, σελ. 527 επ.), όσο και μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει τον νόμο που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της δικής του απόφασης, ο δε ν.4336/2015 καταλαμβάνει αιτήσεις ρύθμισης οφειλών που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι (14.8.2015) και όχι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του αιτήσεις. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, δεδομένου ότι αφενός μεν το εισόδημα της εκκαλούσας, ανέρχεται στο ποσό των 806,06€ μηνιαίως, αφετέρου δε ότι οι εν γένει βιοτικές της ανάγκες ανέρχονται στο ποσό των 600€, το ποσό που απομένει ανά μήνα, κατά μέσο όρο, από το εισόδημά της για την κάλυψη των αναγκών της πιστώτριάς της, ανέρχεται στα 200€, ποσό εύλογο και εντός των οικονομικών της δυνατοτήτων. Ειδικότερα, η αιτούσα υποχρεούται να καταβάλλει στις μετέχουσες πιστώτριες για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, ήτοι σε 36 (τριάντα έξι) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 200€, καταβλητέες εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, το ποσό των 7.200€, συμμέτρως διανεμόμενες στις απαιτήσεις της καθ’ ης, απομένοντας υπόλοιπο οφειλής το ποσό των 149.131,56 € (156.331,56€-7.200€). Περαιτέρω, η αιτούσα από τον Σεπτέμβριο του έτους 2013 έως τον Μάιο του 2014, κατέβαλε στην καθ’ ης μηνιαίως το 10% των του συνόλου των πιστωτικών της προϊόντων και συνολικά το ποσό των 835,10€, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την τελευταία, ήτοι προέβη σε προσωρινές μηνιαίες καταβολές, οι οποίες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 §3 του ν.3869/2010, όπως διαμορφώθηκε με την §2 του άρθρου 59 του ν.4549/2018, και 8§2εδ.δ’ του ν.3869/2010, όπως προστέθηκε με την §1 του άρθρου 61 του ν.4549/2018, και σύμφωνα με την §8 του άρθρου 68 του αυτού νόμου εφαρμόζονται και στις δίκες που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του ν.4549/2018, πρέπει να συνυπολογιστούν σε αυτές της παραπάνω οριστικής ρύθμισης του άρθρου 8 §2 του ν.3869/2010. Επομένως, μετά τον συνυπολογισμό του ποσού των 835,10€ που κατέβαλε η εκκαλούσα, το ποσό της ρύθμισης κατ’ άρθρο 8§2 του ν.3869/2010 ανέρχεται πλέον στο ποσό των 6.364,10€, το οποίο θα πρέπει να διαιρεθεί με το καθορισμένο πλήθος των εξήντα (36) δόσεων, ανερχόμενο μηνιαίως στο ποσό των 176,78€. Η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 8§2 του ν.3869/10, δεν κρίνεται σκόπιμο από το παρόν Δικαστήριο να συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9§1 του ν.3869/10 για εκποίηση της ρευστοποιήσιμης περιουσίας της εκκαλούσας, και ειδικότερα των δύο αγροτεμαχίων εκτός σχεδίου στη θέση «............» του Δ. Σχηματαρίου Αττικής, συνιδιοκτησίας της κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, διότι η μικρή τους εμπορική αξία καθιστά την εκποίησή τους μη επωφελή για τις πιστώτριες τράπεζες, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η εκκαλούσα διαθέτει ποσοστό συγκυριότητας επί των προαναφερόμενων ακινήτων και επομένως δεν αναμένεται να προσελκύσουν αγοραστικό ενδιαφέρον. Περαιτέρω, η ως άνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9§2 του ν.3869/2010, εφόσον υποβλήθηκε από την εκκαλούσα αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της από την εκποίηση, δεδομένου ότι με τις οριζόμενες καταβολές του άρθρου 8§2 του ν.3869/2010 δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτριών, και να οριστούν οι μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας της, κατά την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9§2 του ν.3869/2010 ρύθμιση, για την οποία αυτή θα πρέπει να καταβάλλει στις εφεσίβλητες, λαμβανομένων υπόψη των ως άνω περιγραφόμενων συνθηκών ζωής της, του ύψους των χρεών της και της ηλικίας της το 80% της αντικειμενικής του αξίας, δηλαδή το ποσό των 21.410,20€ (26.762,75€ X 80%), για δέκα (10) έτη, με ισόποσες μηνιαίες καταβολές ποσού 178,41€ (21.410,20€ : 120 μήνες), εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός. Ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής των δόσεων, κρίνεται απαραίτητη η χορήγηση στην εκκαλούσα περιόδου χάριτος τριών ετών από τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, για λόγους επιείκειας,  ώστε να μην επιβαρυνθεί υπέρμετρα με την παράλληλη καταβολή μηνιαίων δόσεων  τόσο του άρθρου 8§2 όσο και του άρθρου 9§2, ενώ θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο χρέος της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης. Η καταβολή των παραπάνω μηνιαίων δόσεων θα γίνει χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ίσχοε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας τη Ελλάδος κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (άρθρο 9§2 εδ.δ’ του ν.3869/2010), ενώ θα ικανοποιηθεί προνομιακά η εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της μετέχουσας πιστώτριας-εφεσίβλητης. Κατόπιν αυτού, η αίτηση θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας, με και να ρυθμιστούν τα χρέη της, με σκοπό την απαλλαγή της από αυτά με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με όσα, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 εδ.β` του ν.3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη, ενώ θα πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου που κατέβαλε η συγκεκριμένη διάδικος, κατ’ άρθρο 495§3ΚΠολΔ, στην ίδια, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση ερήμην της εκκαλούσας.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και ως προς την ουσία.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ.1082/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤAΙ εν μέρει την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της εκκαλούσας με ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ποσού εκατό εβδομήντα έξι Ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (176,78€) έκαστη, οι οποίες θα καταβάλλονται εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνάς επί μία τριετία, με έναρξη από τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας, συμμέτρως διανεμόμενες μεταξύ των απαιτήσεων της μετέχουσας πιστώτριας τράπεζας.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την ισόγεια οικία επιφάνειας 100τ.μ. κτισμένη σε αγροτεμάχιο έκτασης 2 στρεμμάτων, κειμένου στη θέση Ψαροπούλι στην περιοχή …… της Κοινότητας ….. του Δ. …… Κέρκυρας, η οποία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην αιτούσα.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλλει για τη διάσωση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας επί της ως άνω κύριας κατοικίας της, το ποσό των είκοσι ενός χιλιάδων τετρακοσίων δέκα Ευρώ και είκοσι λεπτών (21.410,20€), η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε δέκα (10) έτη, με εκατό είκοσι (120) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των εκατό εβδομήντα οκτώ Ευρώ και σαράντα ενός λεπτών (178,41€), έκαστη, από τις οποίες θα ικανοποιηθεί προνομιακά η εμπραγμάτως εξασφαλισμένη απαίτηση της μετέχουσας πιστώτριας-εφεσίβλητης. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει τρία έτη μετά από τον δεύτερο μήνα από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, θα πραγματοποιείται εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, και θα γίνεται χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτών των πράξεωνκυρίας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου της έφεσης στην εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις ..... / 2020.

Παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα – Φωτογραφίες από οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή – Προσωπικά δεδομένα και αρχή της αναλογικότητας

ΜΠρΠατρών 116/2020 (απόσπασμα)

Τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσαν ενόρκως, για την ενάγουσα, οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων στις προδιαληφθείσες, χρησιμοποιηθείσες ως αποδεικτικό μέσο από τον πέμπτο εναγόμενο στις ως άνω δίκες, τέσσερις σαφείς, συμβαδίζουσες μεταξύ τους και άρα αξιόπιστες ένορκες βεβαιώσεις αυτών, είναι λοιπόν αληθή. Τούτο προκύπτει ιδίως από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των εναγόμενων απλών ομοδίκων αφενός, σε φωτογραφικές αναπαραστάσεις, τόσο αποθηκευμένες στον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή των προμνημονευθέντων διάδικων εν διαστάσει συζύγων φωτογραφίες της ίδιας της ενάγουσας, των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων αυτής, της οικίας τους και τρίτων προσώπων, δηλαδή των εκτός του προμνημονευθέντος γάμου αυτής δύο παράλληλων ερωτικών της συντρόφων, όσο και ηλεκτρονικές συνομιλίες της μ’ αυτούς δι’ αποθηκευμένων στο κινητό της τηλέφωνο γραπτών μηνυμάτων μέσω διαδικτυακών λογαριασμών, οι οποίες φωτογραφίες και συνομιλίες αποτελούν μηχανικές απεικονίσεις αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από το έτος 2015 και εντεύθεν, τυγχάνοντας γνήσια ιδιωτικά έγγραφα, απορριπτομένου κατ’ ουσίαν του παραδεκτώς (ά. 237§2 ΚΠολΔ) προβληθέντος από την ενάγουσα ισχυρισμού περί της αρνήσεως της γνησιότητάς τους (ά. 444§§1στοιχ.γ,2, 445, 448§§2,3, 457 και 458 ΚΠολΔ), και αφετέρου αιματολογικές εξετάσεις της ενάγουσας κατά τα έτη 2013-2017, από τις οποίες συνάγεται ότι αυτή καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.

Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν άλλωστε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, διότι δε συνιστούν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ή αξιόποινης πράξεως ούτε αποκτήθηκαν από τους εναγομένους με την παραβίαση μυστικών κωδικών προσβάσεως, αλλά ανευρέθησαν από τον πέμπτο των εναγομένων εντός της προδιαληφθείσας οικογενειακής στέγης καθώς και, ειδικότερα οι φωτογραφίες και οι ηλεκτρονικές συνομιλίες, αποθηκευμένες στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή των προαναφερθέντων διάδικων συζύγων και του προσομοιάζοντος με ηλεκτρονικό υπολογιστή κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας συζύγου του. Οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν μάλιστα, κατά τον προπαρατεθέντα τρόπο, το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας της ενάγουσας, δοθέντος ότι δεν παρενέβησαν στην προειρημένη επικοινωνία αυτής κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της (ά. 19§1 Σ.), ούτε την κατά τη γενική αρχή της καλής πίστεως νοούμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της ενάγουσας (ά. 5§1 και 9§1εδ.β Σ.), η προστασία της οποίας δεν μπορεί, ενόψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως των θεσμών της οικογένειας και του γάμου, της συνταγματικής προστασίας της παιδικής ηλικίας (ά. 21§1 Σ.) καθώς και από την ίδια τη φύση του πράγματος (βλ. επίσης τα ά. 1386, 1387, 1510, 1511 και 1518 ΑΚ), να είναι απόλυτη στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των συζύγων και με τα ανήλικα τέκνα τους.

Η in concreto μετ’ επικλήσεως προσκόμιση ως αποδεικτικών στοιχείων αφενός των προδιαληφθεισών συντελεσθεισών επικοινωνιών και φωτογραφιών, που αφορούν τη σεξουαλική ζωή της ενάγουσας με τρίτα πρόσωπα, και αφετέρου των προειρημένων ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες άπτονται της υγείας της, χωρίς τη συγκατάθεση των προμνημονευθέντων υποκειμένων των εν θέματι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και με κατ’ αρχήν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιαθέσεώς τους (ά. 9Α§1εδ.α Σ.) τύγχανε λοιπόν τελικώς νόμιμη, ως απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος in casu συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων [ά. 20§1 Σ., 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ), 6§1 ΕΣΔΑ, 1 επ., 9§§1,2στοιχ.στ του τεθέντος σε εφαρμογή την 25-5-2018 Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, GDPR), 2 και 7§§1,2στοιχ.γ Ν. 2472/1997, πρβλ. το ά. 25§1στοιχ.γ Ν. 4624/2019, ο οποίος κατήργησε το Ν. 2472/1997 και ισχύει από την 29-8-2019 (ά. 84 και 87)] και δη προς το σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των προαναφερθέντων κατατεθέντων στις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις πραγματικών περιστατικών και ανταποδείξεως της ιστορικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, δίχως να αρκεί εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, η χρήση ηπιότερων αποδεικτικών μέσων.

Η εκ μέρους της ενάγουσας επίκληση των καθιερούμενων διά των άρθρων 9, 9Α του Συντάγματος, 7, 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ) και 8 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι συνεπώς in concreto θεμιτή (ά. 19§3 Σ. e contrario), αφού τα προειρημένα δικαιώματα της ενάγουσας υποχωρούν in casu, για να εκπληρωθεί το προδιαληφθέν ίσης τυπικής ισχύος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Το τελευταίο προηγείται εν προκειμένω έναντι του δικαιώματος αποκρύψεως της εξωσυζυγικής σεξουαλικής ζωής της ενάγουσας, δοθέντος ότι τα προαναφερθέντα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αποκλειστικώς την ένδικη αστική διαφορά και δεν επεκτείνονται σε άλλα, μη αναγκαία ως προς την άσκηση του προμνημονευθέντος δικαιώματος αποδείξεως και ανταποδείξεως, προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, ενώ δε θίγεται στην υπό κρίση περίπτωση η συνταγματική κανονιστική αρχή της αναλογικότητας ως μέσο για την αναγκαία πρακτική εναρμόνιση (praktische Konkordanz) μεταξύ των ανωτέρω ίσης τυπικής ισχύος αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία εξοπλίζονται μάλιστα με άμεση τριτενέργεια (ά. 25§1 Σ.) (βλ. συναφώς ΟλΑΠ 1/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001, 374, ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 212/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ). Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν επομένως in concreto παράνομα αποδεικτικά μέσα, με συνέπεια να μην τυγχάνουν απαράδεκτα, αλλά να λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου έτσι ως ουσία αβάσιμου του περί αντιθέτου αποδεικτικού ισχυρισμού των εναγομένων. Με τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα συμπορεύονται επιπλέον τόσο τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους λοιπά έγγραφα (…)

πηγή: http://www.dsanet.gr

Περισσότερα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Αποσπάσματα από την πρόσφατη νομολογία σχετικά με διάφορα ζητήματα περιουσιακής φύσεως

141/2020 ΕΦ ΘΡΑΚ – Υπολογισμός της αξίας κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας βάσει αντικειμενικής αξίας (όπως αποτυπώνεται στην αποδοχή κληρονομιάς) κι όχι βάσει ΕΝΦΙΑ

(…) Η αξία του αγροτεμαχίου, το οποίο κατέλιπε ο κληρονομούμενος στην ενάγουσα, ανέρχεται στο ποσό των 4.590 ευρώ, η δε αξία των ακινήτων, τα οποία κατέλιπε ο κληρονομούμενος στον πρώτο εναγόμενο, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 22.994 ευρώ για τα αγροτεμάχια και στο ποσό των 40.065 ευρώ για το οικόπεδο με την επ` αυτού οικία και τους βοηθητικούς χώρους και επομένως η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, την οποία κατέλιπε ο κληρονομούμενος στον πρώτο εναγόμενο, ανέρχεται σε 63.059 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η αξία αφενός μεν των αγρών ανέρχεται στο ποσό των 21.060 ευρώ, αφετέρου δε του οικοπέδου με τα επ` αυτού κτίσματα (οικία,αποθήκη και θέση στάθμευσης) στο ποσό των 15.000 ευρώ. Ωστόσο οι ανωτέρω αξίες προκύπτουν και από την αντίστοιχη δήλωση φόρου κληρονομιάς, της αποδοχής κληρονομιάς του πρώτου εναγομένου, που δηλώθηκε στη ΔΟΥ Ορεστιάδας σε συνδυασμό με την τοποθεσία, την έκταση και την εκμετάλλευση τους. Εξάλλου ναι μεν προκύπτει ότι η αξία του οικοπέδου με τα επ`αυτού κτίσματα με βάση το φύλλο υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ, ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ, ωστόσο αυτή δεν αποτελεί την αντικειμενική αξία του ακινήτου, η οποία προκύπτει με σαφήνεια από τη δήλωση φόρου κεφαλαίου της ΔΟΥ μετά από την νομίμως μεταγεγραμμένη υπ`αριθμ. ……./25-8-2014 αποδοχή κληρονομιάς, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Διδυμοτείχου …… (βλ. προσκ. την υπ`αριθμ. …./2014 δήλωσης φόρου κληρονομιάς του πρώτου εναγομένου προς τη ΔΟΥ ….. και την ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς). Τούτο διότι στις δηλώσεις φόρου συνεκτιμώνται παράμετροι των ακινήτων, που δεν λαμβάνονται υπόψη στην περίπτωση υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ. Εξάλλου το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε αντίθετη κρίση σχετικά με την αξία των ως άνω ακινήτων από τις ένορκες βεβαιώσεις των … και …., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια των εναγομένων και είναι συγγενείς τους (η μεν πρώτη αδελφή της συζύγου του πρώτου εναγομένου και μητέρας του δευτέρου, η δε δεύτερη είναι ξαδέλφη της συζύγου του πρώτου εναγομένου και μητέρας του δευτέρου), όλως αορίστως ανέφεραν ότι γνωρίζουν ότι η αξία του οικοπέδου με τα κτίσματα ανέρχεται στο ποσό των 15.000 ευρώ ενώ η αξία του συνόλου των αγροτεμαχίων στο ποσό των 300 ευρώ χωρίς ωστόσο να αιτιολογούν την εκτίμηση τους αυτή παραθέτοντας π.χ. κάποιο συγκριτικό στοιχείο και απλώς ανέφεραν ότι αυτά τα γνωρίζουν από ιδία αντίληψη. Εν όψει όλων αυτών, δε συντρέχει λόγος επανάληψης της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με την αξία των ακινήτων της κληρονομιάς αφού το Δικαστήριο είναι σε θέση από τα προσκομισθέντα ενώπιον του αποδεικτικά μέσα να μορφώσει πλήρη δικανική πεποίθηση.

431/2019 ΑΠ – Κοινοί λογαριασμοί και δικαίωμα αναγωγής

(…) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 §§ 1 και 2 Ν 5638/1932, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 ΝΔ951/1971 και διατηρηθεί σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α` ΝΔ 118/1973,και αυτών των άρθρων 2 παρ.1 ΝΔ της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει, ότι, σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ιδίου καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό και ανεξαρτήτως του εάν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός ,και του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής κατάθεσης από έναν δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον έναντι του δέκτη της κατάθεσης (τράπεζας) και ως προς τον άλλον, δηλαδή τον δικαιούχο που δεν ανέλαβε, ο οποίος από το νόμο πλέον αποκτά απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της κατάθεσης, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολόκληρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής, από μέρους αυτού, που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού (ΑΠ946/2015, 1550/2007), εξαίρεση της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης έχει ο διάδικος, ο οποίος προβάλλει περιστατικά που θεμελιώνουν το ως άνω εξαιρετικό δικαίωμα(ΑΠ 1001/2012, 2058/2007).

(…) Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι από το ποσό των 70.000 ευρώ, τα οποία ανέλαβε από την κοινή προθεσμιακή κατάθεση και τα φύλασσε στην συζυγική οικία εξαιτίας του φόβου του για την οικονομική κρίση, προέβη σε τμηματικές επανακαταθέσεις επιμέρους χρηματικών ποσών στους επίδικους τρεις κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς σε χρονικό διάστημα ενάμιση έτους περίπου, αρχής γενομένης μάλιστα την 20-8-2011, δηλαδή ένα μήνα μετά την ανάληψη ολοκλήρου του ποσού, κρίνεται απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι οι καταθέσεις των χρηματικών ποσών που αναφέρει, οι οποίες πράγματι πραγματοποιήθηκαν στους επίδικους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς, προέρχονται από το ποσό των 70.000 ευρώ, δοθέντος ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι εν λόγω λογαριασμοί τροφοδοτούνταν και με άλλα χρηματικά ποσά προερχόμενα από τα έσοδα των διαδίκων από την άσκηση της επαγγελματικής δράστηριότητάς τους.

1/2018 ΑΠ – Κριτήρια για την αντιμετώπιση ενός κοινού λογαριασμού μεταξύ συζύγων ως αποταμιευτικού ή μισθοδοτικού – επαγγελματικού

(…) Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταθέσεων που έγιναν με το νόμισμα του ευρώ εμφανίζει δεκαδικά ψηφία, όπως και ενδεικτικά 48,10 – 25,60 – 128,29 – 236,10 – 474,76 – 233,20 – 229,80 – 233,20 – 32,60 – 31,20 – 81,15 – 272,10 ευρώ, στοιχείο από το οποίο αβίαστα προκύπτει, ότι αυτές αφορούσαν αμοιβές πελατών της εναγομένης και σε καμία περίπτωση αποταμιευτικές καταθέσεις. Από τα παραπάνω στοιχεία της κίνησης του επίμαχου λογαριασμού, με βάση τα οποία, οι επιμέρους καταθέσεις του γίνονταν και μέσω διαφόρων εντός και εκτός της … τραπεζών, στοιχείο που καταρρίπτει τον ισχυρισμό του ενάγοντος περί αποταμιευτικών καταθέσεων, αφού στην υποθετική εκδοχή τους αναγκαίως θα γίνονταν στην ίδια τράπεζα, τα διαστήματα που οι επιμέρους καταθέσεις έγιναν δεν απείχαν χρονικά μεταξύ τους, πολλές φορές την ίδια ή την επομένη ημέρα, στοιχείο που δεν δικαιολογεί το λόγο της χρονικής τους αυτής απόστασης αν επρόκειτο περί αποταμιευτικών καταθέσεων, τα κατατεθέντα είτε σε δραχμές είτε σε ευρώ ποσά εμφανίζουν δεκαδικά ψηφία, στοιχείο που δηλώνει ότι πρόκειται για ακριβείς αμοιβές της εναγομένης, αφού κατά την κοινή πείρα και λογική δεν γίνονται αποταμιευτικές καταθέσεις με τη μορφή αυτή και τέλος εκ του γεγονότος, ότι από τον ίδιο αυτό λογαριασμό έγινε πληθώρα αναλήψεων, στοιχείο το οποίο ουδόλως συνάδει σε αποταμιευτικούς λογαριασμούς, το Δικαστήριο δεν πείθεται στον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι ο εν λόγω λογαριασμός είχε το χαρακτήρα του αποταμιευτικού και στα πλαίσια της οικογενειακής οικονομίας λογαριασμού, πολύ δε περισσότερο ότι στον ίδιο αυτό λογαριασμό και με σκοπό την οικονομία κατέθετε και ο ίδιος χρήματα, με την έννοια του δικαιώματος του επ` αυτών, αφού και στην υποθετική αυτή εκδοχή και ενόψει όλων των προαναφερομένων, θα καθίστατο αδύνατο να ελεγχθούν τέτοιου είδους καταθέσεις του.

13448/2019 ΔΠΡ ΑΘ – Φορολογική αντιμετώπιση καταθέσεων σε κοινούς λογαριασμούς

(…) ποσό τραπεζικού λογαριασμού μπορεί να λογισθεί και να φορολογηθεί ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα του δικαιούχου του λογαριασμού, εφόσον δεν καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του ούτε από άλλη συγκεκριμένη και αρκούντως τεκμηριωμένη, ενόψει των συνθηκών, πηγή ή αιτία, την οποία είτε αυτός επικαλείται, κατόπιν κλήσης του από τη Διοίκηση για παροχή σχετικών πληροφοριών ή προηγούμενη ακρόαση, είτε εντοπίζει η φορολογική αρχή, στο πλαίσιο της λήψης των προβλεπόμενων στο νόμο, αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων ελέγχου(…)

(…) Επειδή, περαιτέρω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η φορολογική αρχή δεν απεφάνθη αιτιολογημένα επί του ισχυρισμού του ότι οι φερόμενοι ως κοινοί λογαριασμοί του αδελφού του ή της μητέρας του ή της πρώην συζύγου του δεν συνιστούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς τους οποίους ο ίδιος πράγματι χρησιμοποιούσε, όφειλε δε, κατ΄ εφαρμογή του τεκμηρίου της κατ΄ ισομοιρία απόδοσης των ποσών που με αυτούς διακινήθηκαν, να επιμερίσει το σύνολο των καταθέσεων μεταξύ των ως άνω συνδικαιούχων. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Και τούτο διότι, η φορολογική αρχή δεν απέδειξε (ως έχουσα το βάρος της απόδειξης καθόσον ο προσφεύγων ήταν, κατά τεκμήριο, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στη σκ. 6, συνδικαιούχος των κοινών λογαριασμών σε ποσοστό 50% προκειμένου για τους .…, .. κοινούς λογαριασμούς του με τον αδελφό του ….. και τον …. κοινό λογαριασμό του με τη μητέρα του … και σε 33,33% προκειμένου για τον … κοινό λογαριασμό του με τους .. και…) τους ισχυρισμούς της περί διαφορετικής αναλογίας των κατατεθειμένων χρηματικών ποσών. Ειδικότερα, ναι μεν η φορολογική αρχή επικαλέσθηκε, προς επίρρωση των ως άνω ισχυρισμών της, αφενός την ιδιότητα της μητέρας του προσφεύγοντος ως συνταξιούχου και άνευ άλλης επιχειρηματικής δραστηριότητας και αφετέρου την ιδιότητα του αδελφού του προσφεύγοντος, ο οποίος δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και της πρώην συζύγου, πλην όμως οι ιδιότητες αυτές, χωρίς να συνεπικουρούνται από άλλα στοιχεία (δοθέντος, άλλωστε, ότι η φορολογική αρχή δεν προκύπτει ότι διενήργησε έλεγχο στους λοιπούς συνδικαιούχους), δεν αρκούν να ανατρέψουν το τεκμήριο που θέτει ο νόμος, καθόσον και ο ίδιος ο προσφεύγων φέρεται ως ανεπάγγελτος.

825/2018 ΑΠ – Κατάσχεση σε κοινό λογαριασμό από το Δημόσιο

(…) Με το άρθρο δε 4 του Ν. 5638/1932, περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν, ορίζεται ότι: «Κατάσχεσις της καταθέσεως επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αυτή τεκμαίρεται αμαχήτως, ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους..». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, προκύπτει, ότι με την κατάθεση των χρημάτων στο όνομα περισσοτέρων δικαιούχων, δημιουργείται ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 489 ΑΚ, δηλαδή καθένας από τους δικαιούχους έχει δικαίωμα να αναλάβει ολόκληρο το ποσό της κατάθεσης χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και η τράπεζα έχει υποχρέωση να καταβάλει το ποσό αυτό σε πρώτη ζήτηση. Όμως σε περίπτωση κατασχέσεως καταθέσεως κοινού λογαριασμού εκ μέρους του δανειστού ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται κατάσχει το σύνολο της καταθέσεως, αφού κατά αμάχητο τεκμήριο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ’ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της καταθέσεως που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. Έτσι η κατάθεση, κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους, παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (ΑΠ 1812/2007, ΑΠ 785/1999).

20/2019 ΠΠΡ ΛΙΒΑΔ – Διαπίστωση ψυχικής ή διανοητικής κατάστασης από συμβολαιογράφο

(…) Το άρθρο 1 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (Ν. 2830/2000) αφενός μεν ορίζει ότι ο συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, αφετέρου δε καθορίζει τα καθήκοντά του. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η διαπίστωση της νοητικής ή ψυχικής κατάστασης αυτών που προβαίνουν ενώπιον του σε δήλωση βούλησης. Τούτο άλλωστε είναι δυσχερές, πλην οριακών καταστάσεων. Δεν είναι γνωστή περίπτωση που να κρίθηκε από δικαστήριο κάποιος ως ακαταλόγιστος χωρίς ιατρική διαπίστωση. Στο άρθρο 5 του ίδιου παραπάνω Κώδικα αναφέρεται πότε ο συμβολαιογράφος οφείλει αφενός να απέχει από τη σύνταξη πράξης και αφετέρου να εξηγεί στους δικαιοπρακτούντες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, τα δικαιώματα που έχουν και να διαπιστώνει ότι γνωρίζουν τα αποτελέσματα καθίσταται εμφανές ότι όταν ο συμβολαιογράφος δεν τηρεί αυτές τις υποχρεώσεις του υποπίπτει σε παράβαση καθήκοντος που με τη συνδρομή και των λοιπών στοιχείων μπορεί να υπαχθεί στις κυρώσεις του άρθρου 259 ΠΚ (ΑΠ 112/1937 ΑΠΕ, τ. Α,σημ.111). Οι υποχρεώσεις που ανατίθενται στο συμβολαιογράφο με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Συμβολαιογράφων προϋποθέτουν βαθιά γνώση του ισχύοντος δικαιίκού συστήματος εκ μέρους του. Το άρθρο 8 του ίδιου Κώδικα καθορίζει τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει κάθε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Μεταξύ αυτών δεν περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της πνευματικής ή ψυχικής κατάστασης του δικαιοπρακτούντος, δηλ. ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 131 εδ. ΑΑΚ. Αυτή η κατάσταση τότε μόνον επιφέρει ακυρότητα της δήλωσης βούλησης «αν περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του». Αν αυτή η κατάσταση είναι διαπιστώσιμη in abstracto, τότε ο συμβολαιογράφος οφείλει να απόσχει. Αν δεν το πράξει ενδεχομένως να υποπέσει σε παράβαση καθήκοντος. Στην ίδια αυτή παράβαση μπορεί να υποπέσει αν απόσχει παρότι η ψυχική ή διανοητική διαταραχή δεν περιόριζε «αποφασιστικά» τη λειτουργία της βούλησης του. Με τέτοιες εκδοχές υπάρχει παγίδευσή του συμβολαιογράφου. Διαφυγή από αυτή την παγίδα μπορεί να υπάρξει με το να ζητήσει ο συμβολαιογράφος πραγματογνωμοσύνη ή να εφοδιάζονται όλοι οι δικαιοπρακτούντες με έγγραφα ψυχιάτρου, όπερ άτοπο.

(…) Το σαφές νόημα αυτής της διάταξης είναι ότι ο συμβολαιογράφος, στα πλαίσια των πασίγνωστων ή των διδαγμάτων κοινής πείρας (336§§1,4 ΚΠολΔ), οφείλει, χωρίς να μεταβάλλεται σε μετρητή ευφυΐας ή ψυχίατρο, «μακροσκοπικά» να διαπιστώσει αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης είναι «εκτός τόπου και χρόνου» γιατί λχ βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους μέθης, ήτοι οφείλει να διαπιστώσει αν ο δηλών δεν είναι σε θέση να εκδηλώσει τη βούληση του. Το αν η δήλωση συμπορεύεται σε «αποφασιστικό» βαθμό (βλ. 131 ΑΚ) με τη βούληση και τούτη με τη λογική δεν είναι έργο του συμβολαιογράφου. Αν ο συμβολαιογράφος παραβεί την παραπάνω υποχρέωση του (καθήκον) διαπράττει, όπως προαναφέρθηκε, το έγκλημα του άρθρου 259 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Η ίδια η διάταξη με το ρήμα «οφείλει», περιγράφει νοηματικά το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος. Δεν είναι βέβαια καθήκον του συμβολαιογράφου (βλ. και άρθρο 441 ΚΠολΔ) να ερευνήσει αν πρόκειται για εικονική δικαιοπραξία ή μη εμφανώς δικαιοπραξία με άλλα ελαττώματα (λχ πλάνη, απειλή κλπ). Από τα προαναφερόμενα είναι σαφές ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρμόδιος ο συμβολαιογράφος να βεβαιώσει (242 §1 Π Κ) αν αυτός που προβαίνει σε δήλωση βούλησης «είχε ή δεν είχε, κατά το χρόνο που έγινε, συνείδηση των πράξεων του ή βρισκόταν ή δεν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε ή δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του». Απλά σε περίπτωση ύπαρξης τέτοιου ελαττώματος η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, κατά το άρθρο 131 ΑΚ.

Κέντρα ειδικής αγωγής και προσωπικά δεδομένα

Με την υπ’ αριθμ. 4/2020 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα επιβλήθηκε πρόστιμο σε κέντρο λόγου και ειδικής αγωγής, το οποίο αρνήθηκε αναιτιολόγητα να χορηγήσει στον αιτούντα-πατέρα, ο οποίος ασκούσε την  γονική μέριμνα, αλλά όχι την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου του, στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των συνεδριών ανά είδος συνεδρίας και μήνα, που παρακολουθούσε το τέκνο του, καθώς και τα σχετικά φορολογικά παραστατικά.

Σύμφωνα με πάγια νομολογία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων προσωπικού Χαρακτήρα ο ασκών την γονική μέριμνα γονέας έχει καταρχήν το δικαίωμα πρόσβασης του άρθρου 15 ΓΚΠΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 128 και 1510 ΑΚ, στα στοιχεία που αναφέρονται στο ανήλικο τέκνο του, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από δικαστική απόφαση, π.χ. απόφαση που ορίζει ως ασκούντα τη γονική μέριμνα τον άλλο γονέα, απόφαση απαγόρευσης επικοινωνίας με το παιδί κλπ. Ο δε υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται άμεσα να ικανοποιήσει το δικαίωμα αυτό.

Στην συγκεκριμένη υπόθεση σημειώνεται επιπρόσθετα πως «ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω φορολογικά παραστατικά συνιστούν και προσωπικά δεδομένα της μητέρας, ως καταβάλλουσας το σχετικό αναγραφόμενο επ’ αυτών ποσό, το δικαίωμα πρόσβασης του πατέρα ασκούντος τη γονική μέριμνα στα δεδομένα του τέκνου του μπορεί να περιορισθεί και, συνεπώς, να απαγορευθεί, μόνο εάν επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα και οι ελευθερίες άλλων, δηλαδή της μητέρας, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 4 ΓΚΠΔ. Η απλή άρνηση και εναντίωση της μητέρας για χορήγηση από το Κέντρο των αιτούμενων εγγράφων σε συνδυασμό με την έλλειψη επίκλησης δυσμενούς επίδρασης στα δικαιώματα και τις ελευθερίες της μητέρας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει πρόσκομμα στην ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης. Εξάλλου, το Κέντρο στο πλαίσιο της αρχής της λογοδοσίας, όφειλε να εξετάσει, εάν τίθεται ζήτημα δυσμενούς επίδρασης στα δικαιώματα και τις ελευθερίες της μητέρας, προκειμένου αιτιολογημένα να μην ικανοποιήσει το υπό κρίση δικαίωμα πρόσβασης.»

ECHR principles applicable to cases involving child welfare measures

Strand Lobben and Others v. Norway [GC]

§§ 202-213

206.  In instances where the respective interests of a child and those of the parents come into conflict, Article 8 requires that the domestic authorities should strike a fair balance between those interests and that, in the balancing process, particular importance should be attached to the best interests of the child which, depending on their nature and seriousness, may override those of the parents (see, for instance, Sommerfeld v. Germany [GC], no. 31871/96, § 64, ECHR 2003‑VIII (extracts)), and the references therein).

207.  Generally, the best interests of the child dictate, on the one hand, that the child’s ties with its family must be maintained, except in cases where the family has proved particularly unfit, since severing those ties means cutting a child off from its roots. It follows that family ties may only be severed in very exceptional circumstances and that everything must be done to preserve personal relations and, if and when appropriate, to “rebuild” the family (see Gnahoré, cited above, § 59). On the other hand, it is clearly also in the child’s interest to ensure its development in a sound environment, and a parent cannot be entitled under Article 8 to have such measures taken as would harm the child’s health and development (see, among many other authorities, Neulinger and Shuruk, cited above, § 136; Elsholz v. Germany [GC], no. 25735/94, § 50, ECHR 2000-VIII; and Maršálek v. the Czech Republic, no. 8153/04, § 71, 4 April 2006). An important international consensus exists to the effect that a child shall not be separated from his or her parents against their will, except when competent authorities subject to judicial review determine, in accordance with applicable law and procedures, that such separation is necessary for the best interests of the child (see Article 9 § 1 of the United Nations Convention on the Rights of the Child, recited in paragraph 134 above). In addition, it is incumbent on the Contracting States to put in place practical and effective procedural safeguards for the protection of the best interests of the child and to ensure their implementation (see the United Nations Committee on the Rights of the Child General Comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration, paragraphs 85 and 87, quoted at paragraph 136 above).

208.  Another guiding principle is that a care order should be regarded as a temporary measure, to be discontinued as soon as circumstances permit, and that any measures implementing temporary care should be consistent with the ultimate aim of reuniting the natural parents and the child (see, for instance, Olsson v. Sweden (no. 1), 24 March 1988, § 81, Series A no. 130). The above-mentioned positive duty to take measures to facilitate family reunification as soon as reasonably feasible will begin to weigh on the competent authorities with progressively increasing force as from the commencement of the period of care, subject always to its being balanced against the duty to consider the best interests of the child (see, for example, K. and T. v. Finland, cited above, § 178). In this type of case the adequacy of a measure is to be judged by the swiftness of its implementation, as the passage of time can have irremediable consequences for relations between the child and the parent with whom it does not live (see, inter alia, S.H. v. Italy, no. 52557/14, § 42, 13 October 2015). Thus, where the authorities are responsible for a situation of family breakdown because they have failed in their above-mentioned obligation, they may not base a decision to authorise adoption on the grounds of the absence of bonds between the parents and the child (see Pontes v. Portugal, no. 19554/09, §§ 92 and 99, 10 April 2012). Furthermore, the ties between members of a family and the prospects of their successful reunification will perforce be weakened if impediments are placed in the way of their having easy and regular access to each other (see Scozzari and Giunta, cited above, § 174; and Olsson (No. 1), cited above, § 81). However, when a considerable period of time has passed since the child was originally taken into public care, the interest of a child not to have his or her de facto family situation changed again may override the interests of the parents to have their family reunited (see K. and T. v. Finland, cited above, § 155).

209.  As regards replacing a foster home arrangement with a more far-reaching measure such as deprivation of parental responsibilities and authorisation of adoption, with the consequence that the applicants’ legal ties with the child are definitively severed, it is to be reiterated that “such measures should only be applied in exceptional circumstances and could only be justified if they were motivated by an overriding requirement pertaining to the child’s best interests” (see, for example, Johansen, cited above, § 78, and Aune, cited above, § 66). It is in the very nature of adoption that no real prospects for rehabilitation or family reunification exist and that it is instead in the child’s best interests that he or she be placed permanently in a new family (see R. and H. v. the United Kingdom, no. 35348/06, § 88, 31 May 2011).

210.  In determining whether the reasons for the impugned measures were relevant and sufficient for the purpose of paragraph 2 of Article 8 of the Convention, the Court will have regard to the fact that perceptions as to the appropriateness of intervention by public authorities in the care of children vary from one Contracting State to another, depending on such factors as traditions relating to the role of the family and to State intervention in family affairs and the availability of resources for public measures in this particular area. However, consideration of what is in the best interests of the child is in every case of crucial importance. Moreover, it must be borne in mind that the national authorities have the benefit of direct contact with all the persons concerned, often at the very stage when care measures are being envisaged or immediately after their implementation. It follows from these considerations that the Court’s task is not to substitute itself for the domestic authorities in the exercise of their responsibilities for the regulation of the care of children and the rights of parents whose children have been taken into public care, but rather to review under the Convention the decisions taken by those authorities in the exercise of their power of appreciation (see, for example, K. and T. v. Finland, cited above, § 154; and Johansen, cited above, § 64).

211.  The margin of appreciation to be accorded to the competent national authorities will vary in the light of the nature of the issues and the seriousness of the interests at stake, such as, on the one hand, the importance of protecting a child in a situation which is assessed as seriously threatening his or her health or development and, on the other hand, the aim to reunite the family as soon as circumstances permit. The Court thus recognises that the authorities enjoy a wide margin of appreciation in assessing the necessity of taking a child into care (see, for example, K. and T. v. Finland, cited above, § 155; and Johansen, cited above, § 64). However, this margin is not unfettered. For example, the Court has in certain instances attached weight to whether the authorities, before taking a child into public care, had first attempted to take less drastic measures, such as supportive or preventive ones, and whether these had proved unsuccessful (see, for example, Olsson (no. 1), cited above, §§ 72-74; R.M.S. v. Spain, no. 28775/12, § 86, 18 June 2013, § 86; and Kutzner v. Germany, no. 46544/99, § 75, ECHR 2002‑I). A stricter scrutiny is called for in respect of any further limitations, such as restrictions placed by the authorities on parental rights of access, and of any legal safeguards designed to secure an effective protection of the right of parents and children to respect for their family life. Such further limitations entail the danger that the family relations between the parents and a young child are effectively curtailed (see K. and T. v. Finland, cited above, ibid., and Johansen, cited above, ibid.).

212.  In cases relating to public-care measures, the Court will further have regard to the authorities’ decision-making process, to determine whether it has been conducted such as to secure that the views and interests of the natural parents are made known to and duly taken into account by the authorities and that they are able to exercise in due time any remedies available to them (see, for instance, W. v. the United Kingdom, 8 July 1987, § 63, Series A no. 121, and Elsholz, cited above, § 52). What has to be determined is whether, having regard to the particular circumstances of the case and notably the serious nature of the decisions to be taken, the parents have been involved in the decision-making process, seen as a whole, to a degree sufficient to provide them with the requisite protection of their interests and have been able fully to present their case (see, for example, W. v. the United Kingdom, cited above, § 64; T.P. and K.M. v. the United Kingdom [GC], no. 28945/95, § 72, ECHR 2001‑V (extracts); Neulinger and Shuruk, cited above, § 139; and Y.C. v. the United Kingdom, no. 4547/10, § 138, 13 March 2012). From the foregoing considerations it follows that natural parents’ exercise of judicial remedies with a view to obtaining family reunification with their child cannot as such be held against them. In addition, in cases of this kind there is always the danger that any procedural delay will result in the de facto determination of the issue submitted to the court before it has held its hearing. Equally, effective respect for family life requires that future relations between parent and child be determined solely in the light of all relevant considerations and not by the mere effluxion of time (see W. v. the United Kingdom., cited above, § 65).

Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, τα οποία απασχόλησαν πρόσφατα την εθνική νομολογία

ΕιρΚαλλιθέας 29/2020 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Εκουσία δικαιοδοσία. Θεμελίωση τοπικής αρμοδιότητας ενώ αιτούντες γονείς και τα τέκνα τους είναι κάτοικοι εξωτερικού. Διεθνής δικαιοδοσία βάσει Καν (ΕΚ) 2201/2003.

(…)

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1 στοιχείο β’ και παράγραφος 2 στοιχ. β’, γ’ και ε’ του εν λόγω Κανονισμού (ΕΚ) 2201 /2003, συνάγεται ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, ιδίως την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς, το διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η  διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπηση του ή η φροντίδα του, τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του Κανονισμού 2201/2003, ο όρος «γονική μέριμνα» περιλαμβάνει το σύνολο   των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία, όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού, ενώ κατά το άρθρο 2 παράγραφος 8 του εν λόγω Κανονισμού, ο όρος «δικαιούχος γονικής μέριμνας» προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 1 του ίδιου Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 3 ίου ως άνω Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους και β)  η  αρμοδιότητα  [διεθνής δικαιοδοσία]  των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Ως ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν από τους μετέχοντες δικαιούχους της γονικής μέριμνας, νοούνται και τρίτα πρόσωπα, εφόσον νομιμοποιούνται κατά τη lex fori ως διάδικοι στη σχετική διαδικασία (Βλ. Κράνης σε Αρβανιτάκη -Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 κατ’ άρθρο ερμηνεία, σελ. 148-149, ιδίως σημείωση 28).

Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να συντρέχει αποδοχή της παρέκτασης είναι η ημερομηνία που επιλήφθηκε το δικαστήριο, δηλαδή ο χρόνος της κατάθεσης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, όπως ορίζει το άρθρο 16 του Κανονισμού. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής τού ανωτέρω Κανονισμού εμπίπτει και η αίτηση γονέων ασκούντων την επιμέλεια του προσώπου ανηλίκου για παροχή δικαστικής άδειας αποποίησης της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς, εφόσον η άδεια προβλέπεται από το άρθρο 1625 περ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του όρθρου 1526 ΑΚ και στην περίπτωση της διαχείρισης της περιουσίας του ανηλίκου από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, και ως εκ τούτου συνιοτά μέτρο προστασίας του ανηλίκου τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 στοιχ. β’ και 2 στοιχείο ε’ του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφού με το μέτρο αυτό προστατεύεται το ανήλικο από την απόκτηση περιουσίας που ενδέχεται να βαρύνεται με χρέη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καταρχάς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους-μέλους στο οποίο κατοικεί ο γονέας ή οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, εκτός εάν υπάρχει δυνατότητα παρέκτασης κατ’ άρθρο 12 παρ. 3, οπότε αρμόδια μπορούν να καταστούν και τα δικαστήρια του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του ανηλίκου, εφόσον η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού, η οποία κρίνεται κατά περίπτωση, κρινόμενης της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλειστικά και μόνο βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ενόψει του ότι ο εν λόγω Κανονισμός αποτελεί ενωσιακό δίκαιο και έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη και ως εκ τούτου ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει, όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο (Βλ. ΠΠρΠειρ 1052/2016 αδημ.), ενώ ο ΚΠολΔ απλά αποτελεί τυπικό νόμο, οπότε ο τελευταίος ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, κανόνας που προκύπτει άμεσα από το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος. Και ναι μεν οι διαφορές σχετικά με την κληρονομική διαδοχή αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η αίτηση ωστόσο αποποίησης κληρονομιάς δεν συνιστά διαφορά σχετική με την κληρονομική διαδοχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο στ’, του Κανονισμού αυτού και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, διότι με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του εν λόγω Κανονισμού τα θέματα νομικής ικανότητας των φυσικών προσώπων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση και διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την παροχή άδειας αποποίησης κληρονομιάς στους γονείς Έλληνα ανηλίκου, ακόμη και αν ο ανήλικος διαμένει με τους γονείς του σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., εφόσον η αίτηση κατατέθηκε ανεπιφύλακτα από αυτούς ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου και η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιούμενη αρμοδιότητα εξυπηρετεί  το  συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως όταν έτσι διευκολύνεται η συλλογή αποδείξεων ή η υπό ενέργεια πράξη της αποποίησης, ώστε να παρέχεται η κατά το δυνατό ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία δικαίου.

Τούτο άλλωστε θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υπό το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 740 επ. ΚΠολΔ και της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την εφαρμοζόμενη στην παραπάνω περίπτωση διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι σε αυτήν τη διαδικασία οι σχετικές διατάξεις έχουν απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή, αφού κρίσιμο είναι το στοιχείο της δικαστικής αντίληψης ή πρόνοιας, οπότε σε κάθε περίπτωση που υφίσταται ανάγκη αντίληψης ή πρόνοιας Έλληνα πολίτη, μη κατοικούντος στην Ελλάδα (όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση αίτησης παροχής άδειας σε γονείς Έλληνα ανηλίκου που δεν κατοικούν στην Ελλάδα για αποποίηση κληρονομικού δικαιώματος εκ του θανάτου Έλληνα πολίτη) που προσφεύγει ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων (αλλοδαπών ή μη κατοίκων Ελλάδας), να μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων με κριτήριο την ιθαγένεια ή και άλλους συνδέσμους τοπικής αρμοδιότητας, πλην της κατοικίας του ανηλίκου (…)

ΕφΑθ 5415/2019 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων βάσει άρθρου 5 παρ. 1 Κανονισμου (ΕΚ) 44/2001

(…)

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα (…… χήρα ………, το γένος ……), με την αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (εδρεύουσας στην Κύπρο εταιρείας με την επωνυμία «……… LIMITED»), προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (υπʼ αριθ. κατάθεσης ./.2011), ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου (τριόροφης οικοδομής στην . Αττικής) η οποία καταρτίστηκε με το υπʼ αριθ. ./. συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, μεταξύ του … (πωλητή), τότε συζύγου της εφεσίβλητης και μετέπειτα θανόντος και κληρονομηθέντος από εκείνη, και της εναγόμενης εταιρείας (αγοράστριας). Επικουρικώς η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη σύμβαση ως καταδολιευτική. Επί του παραπάνω δικογράφου, που περιείχε επικουρική σώρευση αγωγών (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), εκδόθηκε, κατʼ αντιμωλίαν των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρικώς σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε τη διάρρηξη (άρθρ. 939 επ. ΑΚ), ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, προς την κυρίως σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε την εικονικότητα, αφού κατʼ αρχάς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία (βλ. και παρακάτω) και αρμοδιότητα (καθʼ ύλην και κατά τόπον/άρθρ. 18 και 33 ΚΠολΔ αντιστοίχως) για την εκδίκαση αυτής, ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό ως εκείνο που επέλεξαν τα μέρη με την επίκλησή του στην επίδικη σύμβαση (άρθρ. 3 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», πριν την αντικατάστασή της με τον Κανονισμό υπʼ αριθ. 593/2008 ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβατικές ενοχές καταρτισθείσες μετά την 17.12.2009) και ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 138 παρ. 1, 180, 513, 1192 αριθ. 1, 1033 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, μόνο όμως κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της αγωγής της εικονικότητας και όχι και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της επικουρικώς σωρευόμενης αγωγής της διάρρηξης, κατά την οποία, επομένως, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο [άρθρ. 522 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 597/2016 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1433/2010 ΝοΒ 2011/581].

Περαιτέρω, το προκείμενο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την κρινόμενη υπόθεση, απορριπτομένου ως νομικώς αβασίμου του αντίθετου ισχυρισμού που η εφεσίβλητη πρότεινε και πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις κατʼ έφεση προτάσεις της. Ειδικότερα, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 («για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), ο οποίος έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση αφού αυτός από 1.3.2002 αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών και υπερισχύει, όπως και εκείνη, των διατάξεων της ίδιας ύλης του ΚΠολΔ, ενώ ο νεότερος Κανονισμός 1215/2012, που αποτελεί ουσιαστικώς αναδιατύπωση του προηγουμένου, εφαρμόζεται σε αγωγές που ασκήθηκαν μετά τις 10.1.2015 [βλ. ΑΠ 93/2017 ΝοΒ 2017/1875], στο άρθρ. 5 παρ. 1 ορίζει ότι: « Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε η όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή». Με την προαναφερόμενη διάταξη ο Κανονισμός 44/2001 καθιερώνει για τις διαφορές από σύμβαση συντρέχουσα δικαιοδοσία προς την, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 αυτού, γενική δικαιοδοσία των δικαστηρίων στο έδαφος του οποίου τα πρόσωπα έχουν την κατοικία τους (και αναλόγως τα νομικά πρόσωπα την έδρα τους). Ως διαφορά από σύμβαση νοείται και εκείνη που αφορά την ακυρότητα της σύμβασης [βλ. ΔΕΚ C-417/2015, ΔΕΚ C-366/2013, σε ΤΝΠΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ] και επομένως το άρθρ. 5 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή περί εικονικότητας της σύμβασης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η Ελλάδα, αφού στην Ελλάδα βρίσκεται το φερόμενο ως πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο, δηλαδή ο τόπος της παροχής του πωλητή προς την αγοράστρια, αλλά επίσης και η κατοικία του πωλητή ως τόπος για την εκπλήρωση της παροχής του τιμήματος προς εκείνον από την αγοράστρια. Σημειώνεται περαιτέρω ότι η αγωγή περί εικονικότητας εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα [βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I, 2000, άρθρ. 18 αριθ. 1, ΕφΛαρ 471/2011 ΤΝΠΔΣΑ], δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο [βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμος Α’, ΓενΑρχ, 2001, άρθρ. 138 αριθ. 27, ΑΠ 154/1965 ΝοΒ 1965/1010], ούτε έχει εμπράγματο χαρακτήρα, έστω και αν αφορά δικαιοπραξία σε ακίνητο και επομένως (εκτός αν σωρεύεται στο δικόγραφο αυτής και διεκδικητική αγωγή) δεν απαιτείται η εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων [βλ. Βαθρακοκοίλη ο.π., αριθ. 28, ΑΠ 211/1996 ΕλΔ 1998/1282], ενώ όταν ασκείται από κληρονόμο του συμβαλλόμενου της εικονικής σύμβασης δεν απαιτεί την προηγούμενη υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς και την αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους του [βλ. ΑΠ 475/1991 ΕλΔ 1993/564]. (…)

ΜΠρΘεσ 984/2020 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διαζύγιο Διεθνής Δικαιοδοσία σε περίπτωση στοιχείων αλλοδαπότητας -Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 Συμβουλίου

(…)

Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005 (άρθρο 72 αυτού) και επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικοί) δεσμού και τη γονική μέριμνα. Με την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται, όταν ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος, που χρησιμοποιείται από την κατά περίπτωση εφαρμοστέα διάταξη, εντοπίζεται στο έδαφος κρότους μέλους. Όταν, επομένως, η συνήθης διαμονή του εναγόμενου, σε υπόθεση διαζυγίου, βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από τον Κανονισμό, χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει, εάν η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη, εφαρμόζεται, δηλαδή, σε Έλληνες υπηκόους, εφόσον κανένας από τους  οποίους δεν έχει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε είχε τη συνήθη διαμονή, έτσι ώστε να καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τελευταίου. Ο Κανονισμός  θεσπίζει μία σειρά, Παραλλήλως και συντρεχόντως ισχυουσών, χωρίς καμία σειρά προτεραιότητας ή ιεράρχηση μεταξύ τους, κύριων δικαιοδοτικών βάσεων, θεμελιωμένων άλλοτε στον τόπο της συνήθους διαμονής (3 παρ. 1 α του ως άνω Κανονισμού) και άλλοτε στην κοινή ιθαγένεια, οι δικαιοδοτικές δε αυτές βάσεις, που θεσπίζονται κατ’ αποκλειστικό τρόπο, με την έννοια της περιοριστικής απαρίθμησης τους και της αδυναμίας επέκτασης τους βάσει ρυθμίσεων των κατ’ ιδία εθνικών δικαίων ή δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης, θέτουν εκποδών κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, επίκληση της οποίας μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 είναι δυνατή, όταν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες  από τον Κανονισμό βάσεις σε κανένα δικαστήριο κράτους μέλους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος του, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων ή η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμη αυτή τη διαμονή, ή η συνήθης διαμονή του εναγόμενου ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγοι κράτους μέλους, β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων.

Η ιθαγένεια των συζύγων, κατά τον έλεγχο όλων των δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 6 παρ. 1 α του Κανονισμού, είναι πλέον αδιάφορη, ώστε αυτοί μπορεί να έχουν αμφότεροι κοινή ιθαγένεια, διάφορη από αυτή του κράτους μέλους της κοινής διαμονής τους, ακόμη και αν πρόκειται για ιθαγένεια τρίτης χώρας, μπορεί, όμως, να έχουν και διάφορη έκαστος ιθαγένεια, όντας υπήκοοι είτε άλλου διάφορου ο καθένας κράτους, όχι απαραίτητα κράτους μέλους, σε σχέση με το δικάζον δικαστήριο της κοινής τους διαμονής, είτε άλλου κράτους ο ένας εξ αυτών και του δικάζοντος δικαστηρίου ο άλλος. Έτσι, αν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί, χωρίς μάλιστα οποιοσδήποτε από αυτούς να έχει την ιθαγένεια κράτους -μέλους, υφίσταται, όμως, το κριτήριο της συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, υπό οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρα 3 παρ. 1 α του Κανονισμού περιπτώσεις, τα ελληνικό δικαστήρια έχουν πλέον δικαιοδοσία να εξετάσουν τη διαφορά, έστω κι αν τέτοια δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζεται ο’ αυτό από τα δίκτυα της ιθαγένειας των συζύγων. Η ιθαγένεια, εξάλλου, ενός μόνο εκ των συζύγων, μολονότι συναντάται ως δικαιοδοτικός σύνδεσμος στα περισσότερα εθνικά δίκαια, όπως και στο ημεδαπό (παλαιό άρθρο 612 ΚΠολΔ και ήδη άρθρο 601 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015), αποκλείστηκε από τις κύριες δικαιοδοτικές βάσεις του  Κανονισμού ως υπέρμετρη, έτσι ώστε η ελληνική ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως  προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Κρίσιμος χρόνος για την κατοχή της ιθαγένειας για αμφότερους τους διαδίκους είναι ο και άρθρο 16 του Κανονισμού χρόνος άσκησης της αγωγής (περί όλων των ανωτέρω, βλ.ΕφΑθ 2712/2011 ΕλλΔνη 2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005,1782,  ΠΠΑθ 1630/2013 Αρμ  2014,1561 Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (Κράνη), ΕρμΕΚ (Ι)-ΚανΒρ ΙΙα, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22 και 33, σελ. 50 – 52, 57- 58, 62 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων σας νομικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλτου της ΕΚ, Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ,). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, ήτοι κατά σειρά, α) από το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειας των συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από ι: ο δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, πλην, όμως, κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΑΚ, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής. Επομένως, αν κατά το χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν, ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωση τους έχει διακοπεί σε προγενέστερο χρόνο, το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερο (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 140/2005 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1555/2010 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). (…)

ΜονΕφΠατρών 137/2019 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Οικογενειακές διαφορές – Διεθνής δικαιοδοσία – Δικαίωμα επικοινωνίας απώτερων ανιόντων με ανήλικο τέκνο

(…)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 Κ.Πολ.Δ «Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου». Ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων τίθεται η αρχή της εδαφικότητας με εξαίρεση τα πρόσωπα που απολαμβάνουν ετεροδικία. Με την παρούσα διάταξη καθιερώνεται ως κανόνας η Διεθνής δωσιδικία ων ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφ’ όσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους κατά τις διατάξεις γενικών ή ειδικών δωσιδικιών 22-40 Κ.Πολ,Δ και δη κατοικία ή διαμονή εναγομένου στην Ελλάδα. Ίσως και από λόγους δημόσιας τάξης θα μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων όπως λ.χ όταν υπάρχει αδυναμία πραγματική προσφυγής στον αλλοδαπό δικαστή και η απόκρουση της ημεδαπής δικαιοδοσίας θα αναιρούσε ουσιαστικά  την έννομη προστασία του διαδίκου (Μ. Μαργαρίτη-Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» εκδ. 2η, αρθ. 3, σελ. 34-35, σημ. 1-2). Σύμφωνα δε με το άρθρο 23 Κ.Πολ.Δ «αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του». Τόπος διαμονής θεωρείται αυτός που διαμένει χωρίς την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης, όπως για σπουδές, θεραπεία (αρθ. 53 Α.Κ), αν ουδέποτε υπήρξε γνωστή   κατοικία ούτε διαμονή του εναγομένου αυτός ενάγεται στα δικαστήρια της πρωτεύουσας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 24 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 601 είναι ανάλογη του προϊσχύοντος άρθρου 622 και θεσπίζει, για τις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, μια ακόμα βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, εκτός από αυτήν της κατά τόπον αρμοδιότητας των άρθρων 3 παρ. 1 και 22-40 Κ.Πολ.Δ. Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2201/2003  ο οποίος κατήργησε τον προγενέστερο Κανονισμό 1347/2000 επήλθε υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του, το πεδίο εφαρμογή του συρρικνώθηκε και εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της διεθνούς δωσιδικίας μόνο στην περίπτωση που δεν ισχύει ο κανονισμός όταν δηλαδή η αλλοδαπή χώρα δεν είναι μέλος της ένωσης ή πρόκειται για την Δανία.

Κατά την ορθότερη γνώμη, η διάταξη εφαρμόζεται εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 592 αρ. 2 διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων και στις διαφορές που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία με το τέκνο, οι οποίες σήμερα υπάγονται στο άρθρο 592 αρ.3 περίπτωση β’ και υπό το προϊσχύον δίκαιο στο άρθρο 681Β παρ. 1β’ Κ.Πολ.Δ. Και τούτο διότι η υπαγωγή των διαφορών για τη γονική μέριμνα στη διαδικασία του (πρώην) άρθρου 681Β του Κ.Πολ.Δ (υπαγωγή που θεσπίστηκε με το άρθρο 43 Ν 1329/1983, για λόγους διαδικαστικής ευχέρειας) και ήδη άρθρου 592 αρ.3 περίπτωση Β, δεν συνεπάγεται και την κατάργηση αντιστοίχου και της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων για τις διαφορές αυτές. Η δικαιοδοτική αυτή Βάση είναι η ελληνική ιθαγένεια κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, είτε του πατέρα, είτε της μητέρας, είτε του τέκνου και δη ανεξαρτήτου του εάν πρόκειται για ενάγοντα ή για εναγόμενο στην σχετική δίκη. Γίνεται μάλιστα δεκτό, ότι η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων θεμελιώνεται και στην περίπτωση κατά την οποία τα άνω πρόσωπα έχουν και αλλοδαπή ιθαγένεια εκτός από την ελληνική, διότι τότε υπερισχύει η ελληνική ιθαγένεια ως δικαιοδοτική Βάση. Η ελληνική ιθαγένεια λειτουργεί εν προκειμένω ως αυτοτελής δικαιοδοτική Βάση υπό την έννοια ότι θεμελιώνει, συντρέχουσα πάντως και όχι αποκλειστική, διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ακόμα και όταν οι γονείς ή το τέκνο δεν έχουν, ούτε είχαν κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα (Απαλαγάκη «Ερμην Κ.Πολ.Δ», 4η έκδοση, αρθ. 601, σελ.1617, σημ.3). Εν προκειμένω, η εκκαλούσα πρόβαλλε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την ένσταση έλλειψης διεθνούς δωσιδικίας και κατά τόπο αρμοδιότητας, ενστάσεις τις οποίες επανέφερε και με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης της, παραπονούμενη ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου απέρριψε αυτές ως νόμω και ουσία αβάσιμες αντίστοιχα. Οι λόγοι αυτοί της έφεσης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, δεδομένου του ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και το ανήλικο αυτής τέκνο καθώς και η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη φέρουν την ελληνική ιθαγένεια και ως εκ τούτου τα ελληνικά δικαστήρια διαθέτουν, το μεν πρώτο σύμφωνα με το άρθρο 3 Κ.Πολ.Δ. και δη για λόγους δημόσιας τάξης – αδυναμίας πραγματική προσφυγής στον αλλοδαπό δικαστή, το δε δεύτερο αναλογικά εφαρμοζομένου του άρθρου 601.2 Κ.Πολ.Δ, διεθνή δωσιδικία να δικάσουν την υπό κρίση περί επικοινωνίας ανιόντος μετά του ανηλίκου εγγονού οικογενειακή διαφορά, τα δε δικαστήρια της Πάτρας είναι ως μόνα κατά τόπο αρμόδια, ελλείψει κατοικίας της ενάγουσας στην Ελλάδα, με βάση την διαμονή αυτής (ενάγουσας) στην πόλη της Πάτρας καθό καιρό έρχεται και διαμένει προσωρινά στην Ελλάδα. Επομένως, ο πρώτος και δεύτερο λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι. (…)

ΜΠρΚω 664/2018 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διαζύγιο με στοιχεία αλλοδαπότητας – Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων και εφαρμοστέο δίκαιο

(…)

Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος ρυθμίζοντας τα ίδια ζητήματα, κατήργησε τον Κανονισμό 1347/2000 και άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005, επέρχεται μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Περιορισμοί σε αυτήν υφίστανται μόνο στα πλαίσια που καθορίζει ο ίδιος ο Κανονισμός. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3§1 του ανωτέρω Κανονισμού δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους (πλην της Δανίας): α) στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται: (ί) η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή (ίί) η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή (ίίί) η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή (ίν) σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή (ν) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή (νί) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί «domicile» (κατοικία), β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του «domicile» (κατοικία) των δύο συζύγων. Συνήθης διαμονή, κατά τον ορισμό του ΔΕΚ, είναι ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει ορίσει, με σταθερό χαρακτήρα, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των ενδιαφερόντων του, προκειμένου δε να καθοριστεί αυτή πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά συστατικά στοιχεία. Η συνδρομή ενός των κριτηρίων σχετικά με την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και δεν χωρεί, λόγω της ιδιομορφίας των γαμικών διαφορών, ρητή ή σιωπηρή παρέκταση (ΕφΑΘ 2712/2011 ΕλλΔνη 2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005,1782, ΠΠΑθ 1630/2013 Αρμ 2014,1561, Το Διαζύγιο και οι Συνέπειες του στις Οικογενειακές Έννομες Σχέσεις, Ε.NO.Β.Ε, 2016 [Βασίλειος Κούρτης, Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο κατά τους Κανονισμούς 2201/2003 («Βρυξέλλες Μα») και 1259/2010 (Ρώμη III»)], Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (-Κράνη), ΕρμΕΚ (1)-ΚανΒρ ΙΙα, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22 και 33, σελ. 50 – 52, 57- 58, 62 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της 2 ο / 464 / 2017 Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΚ, Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ.). Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (EE) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (Κανονισμός Ρώμη III) σκοπήθηκε ο καθορισμός κανόνων σύνδεσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σε σχέση με το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό. Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος εφαρμόζεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην ενισχυμένη συνεργασία κρατών μελών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά αγωγές που υποβάλλονται και στις συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτού που συνάπτονται από τις 29-7-2015, δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Ιανουαρίου 2014 που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (2014/39/ΕΕ), οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν με κοινή συμφωνία το δίκαιο που θα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι ένα από τα ακόλουθα δίκαια και δη α) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή β) το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή γ) το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός εκ των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (άρθρο 5 παρ. 1 Κανονισμού). Κατά το άρθρο 8 του ίδιου Κανονισμού, εξάλλου, ελλείψει επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 5, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους α) της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι η διαμονή αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται ένα έτος και πλέον πριν από την υποβολή αγωγής στο δικαστήριο και εφόσον ο ένας εκ των συζύγων εξακολουθεί να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο, ή, ελλείψει αυτής, δ) του επιληφθέντος δικαστηρίου. Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού προσθέτει ότι αυτός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση δικαίων. Το νέο, δηλαδή, αυτό νομοθέτημα αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, αρκεί δε ο διεθνής χαρακτήρας του γάμου, η λύση του οποίου επιδιώκεται, με την έννοια ότι αρκεί οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο είναι πιθανό να δώσει στην κατάσταση διακρατικό χαρακτήρα, είτε λόγω των προσωπικών συνθηκών των συζύγων είτε λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της σχέσης τους, ώστε ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με διαφορετική ιθαγένεια είναι εξίσου διακρατικό με ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με κοινή ιθαγένεια που ζουν σε ένα άλλο κράτος μέλος από αυτό της ιθαγένειας τους, ουδόλως δε επηρεάζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού από τον ενδεχομένως εσωτερικό χαρακτήρα της λύσης του γάμου (βλ. σχετ. Α. Αρχοντάκη, Ο Κανονισμός Ρώμη III, Κανονισμός 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης.12.2010, ΕφΑΔ 2014,11). Εξάλλου, το άρθρο 4 του Κανονισμού (EE) 1259/2010 περιλαμβάνει τη ρήτρα περί οικουμενικής ή (καθολικής) εφαρμογής. Έτσι, το καθοριζόμενο από τον ΚανΡΙΙΙ δίκαιο, δηλαδή είτε το δίκαιο που επέλεξαν οι σύζυγοι (άρθρο 5), είτε ελλείψει επιλογής, το δίκαιο που προσδιόρισε βάσει αντικειμενικών κανόνων το forum, εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο συμμετέχοντος κράτους μέλους (Προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 12). Αλλά μπορεί να είναι το δίκαιο ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης που δεν συμμετέχουν στην εφαρμογή του ΚανΡΙΙΙ ή το δίκαιο τρίτης χώρας. Επίσης, εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές διαζυγίου με στοιχείο αλλοδαπότητας, για τις οποίες είναι αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στον ΚανΡΙΙΙ, ανεξαρτήτως εάν οι σύζυγοι είναι αμφότεροι πολίτες μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Παρέπεται ότι, ο ΚανΡΙΙΙ αντικαθιστά πλήρως τους εθνικούς κανόνες καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό των συμμετεχόντων στον εν λόγω Κανονισμό κρατών μελών. Ως προς το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, αντικαθιστά το άρθρο 16 ΑΚ, που περιλάμβανε τους κανόνες συνδέσεως, για το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό {Το Διαζύγιο και οι Συνέπειες του στις Οικογενειακές Έννομες Σχέσεις, Ε.NO.Β.Ε, 2016 [Βασίλειος Κούρτης, Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο κατά τους Κανονισμούς 2201/2003 («Βρυξέλλες ΙΙα») και 1259/2010 (Ρώμη III»)]}. (…)

Επαγγελματικό απόρρητο και παράνομη μεταφορά αρχείων νομικού προσώπου στην προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση υπαλλήλου

(…) από την επισκόπηση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων (emails) προκύπτει ότι επ’ ονόματι της εργαζόμενης διατηρούντο δύο, ήτοι ένα εταιρικό («…@ …») και ένα προσωπικό («…. @ gmail.com» ). Η ηλεκτρονική αλληλογραφία της απευθυνόταν, είτε σε συνεργάτες της, είτε σε πελάτες της εταιρίας και αφορούσε στην μεν πρώτη περίπτωση εσωτερική συνεννόηση μεταξύ των εργαζόμενων για τη σύναψη μίας σύμβασης μεταφοράς, τη προώθηση της μισθοδοσίας της, ή τη ρύθμιση των υπηρεσιών μεταξύ τους, στη δε δεύτερη περίπτωση προπαρασκευαστικές ενέργειες σύναψης με πελάτες σύμβασης μεταφοράς (στοιχεία μεταφοράς,. ποσότητες και είδος αγαθών προς μεταφορά, αναγκαίο αριθμό μεταφορικών μέσων, σημεία αποστολής – παράδοσης, κόστος μεταφοράς) και συνεννόηση διεκπεραίωσης των συμβάσεων, πάντοτε όμως αναφορικά με συγκεκριμένη μεμονωμένη σύμβαση μεταφοράς, κατ’ ιδίαν με τον εκάστοτε προμηθευτή – πελάτη και κυρίως μέσω του εταιρικού ταχυδρομείου. Συνεπώς, συγκριτικά με το σύνηθες ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τη φύση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε καθημερινή βάση, η μαζική αποστολή της εργαζομένης, από το εταιρικό ταχυδρομείο στο προσωπικό της, αρχείων μερικές ημέρες προ της παραίτησής της, που αφορούσαν μεγάλο όγκο συναλλαγών – πελατών και μάλιστα για προηγούμενα έτη, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί συνήθης, αντιθέτως κρίνεται αδικαιολόγητη, εφόσον δεν προέκυψε σχετική εντολή της εταιρίας και ενώ επίκειτο άμεσα η παραίτησή της. Εν όψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η εργαζόμενη παράνομα και υπαίτια ενήργησε, στοιχειοθετούμενου του αδικήματος του άρθρου 370Β ΠΚ, αφού αθέμιτα αντέγραψε στοιχεία υπολογιστών, τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, εφόσον παρανόμως μεταφέρθηκαν εκτός ηλεκτρονικών συστημάτων εταιρίας, με προφανή σκοπό να χρησιμοποιηθούν από την ανταγωνίστρια εταιρίας στην οποία θα προσλαμβανόταν, πληρούνται δε οι προϋποθέσεις τις αδικοπρακτικής της ευθύνης, αφού απέσπασε σοβαρό περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας (βλ. σχετ. ΕφΠατρ. 9/2001, δημ. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν δεν το κοινοποίησε σε τρίτο.

Εξάλλου, αιτιωδώς από την συμπεριφορά της εργαζόμενης η εταιρία υπέστη προσβολή αναφορικά με την πίστη, την καλή φήμη του νομικού προσώπου, αφού προέκυψε αναστάτωση σε θέματα ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας και κυρίως σε ό,τι αφορά την πιστοποίηση του Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα, η οποία υπόκειται τακτικά (ανά τριετία) σε επανέλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακός αρχές, ενώ διακυβεύτηκε η συνεργασία με μεγάλους πελάτες της εταιρίας. (…)

ΜΠρΠειρ 4137/2019

Πηγή: http://www.dsanet.gr/

Αναδρομική ανάκληση σύνταξης που χορηγούνταν για μακρό χρονικό διάστημα και παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, απόφαση του ΕΔΔΑ

CASE OF ROMEVA v. NORTH MACEDONIA

(Application no. 32141/10)

(…)

60.  It is not disputed between the parties that the Fund’s decision of 18 October 2007, which retroactively divested the applicant of the retirement pension that she had been receiving since May 2000, amounted to an interference with her possessions within the meaning of Article 1 of Protocol No. 1. The Court sees no reason to hold otherwise (see, among other authorities, Fábián, cited above, § 62, and B. v. the United Kingdom, no. 36571/06, §§ 36 and 41, 14 February 2012). The Fund’s civil claim against the applicant (see paragraphs 23-25 above) for reimbursement of amounts paid to her between 2000 and 2007 is a consequence of the original interference with the applicant’s possessions, and as such, it will be examined by the Court in its assessment of the proportionality of the interference.

61.  In the circumstances of the present case, the Court considers that the applicant’s complaint should be examined under the general rule enunciated in the first sentence of the first paragraph of Article 1 of Protocol No. 1, especially as the situations envisaged in the second sentence of the first paragraph and in the second paragraph are only particular instances of interference with the right to peaceful enjoyment of property as guaranteed by the general rule set forth in the first sentence (see Beyeler, cited above, § 106, and Perdigão v. Portugal [GC], no. 24768/06, § 62, 16 November 2010). The Court will now assess whether that interference was prescribed by law, whether it pursued a legitimate aim, and whether there was a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim pursued (see, among many others, Broniowski, cited above, §§ 147-51).

(ii)  Lawfulness of the interference

62.  The Court finds that a proprio motu review of a final decision granting a pension is provided for in section 143 of the Pensions and Disability Insurance Act (see paragraph 29 above). Furthermore, the decision that deprived the applicant of her pension was based on section 258 of the Administrative Proceedings Act, which permitted a proprio motu review of a final decision in administrative proceedings, including proceedings relating to pensions (see paragraph 32 above).

63.  Noting that its power to review compliance with domestic law is limited (see, among other authorities, Kudrevičius and Others v. Lithuania [GC], no. 37553/05, § 110, ECHR 2015), the Court accepts that the proceedings in the applicant’s case were reopened as a consequence of the discovery of a mistake made by the Fund in its original assessment of the applicant’s eligibility for a pension. The procedure for a proprio motu review that caused the applicant to be divested of the right to a pension was thus used to correct that error.

64.  The foregoing considerations are sufficient to enable the Court to conclude that the interference with the applicant’s property rights was provided for by law, as required by Article 1 of Protocol No. 1 to the Convention.

(iii)  Legitimate aim

65.  The Court considers that depriving the applicant of her retirement pension pursued a legitimate aim – namely to ensure that the public purse was not called upon to subsidise for an indefinite period of time undeserving beneficiaries (see, for example, N.K.M. v. Hungary, no. 66529/11, § 59, 14 May 2013).

(iv)  Proportionality

66.  The Court must next examine whether the interference with the peaceful enjoyment of possessions struck a fair balance between the demands of the general interest of the public and the requirements of the protection of the individual’s fundamental rights, or whether it imposed a disproportionate and excessive burden on the applicant (see, among other authorities, Béláné Nagy, cited above, § 115).

67.  The Court notes that prior to the internal audit, the Fund’s records showed that the applicant had been employed during the period 1963-1967. It was only after the internal audit in the case of the applicant that irregularities appeared, in so far as the applicant’s employment booklet was found to be missing from the records, necessitating a request to the applicant’s former employer for data to confirm the accuracy of the Fund’s records, which were incomplete. In the absence of any information from that employer that the applicant had indeed been employed between 1963 and 1967, the Fund concluded that the data regarding her employment for the above-mentioned period had been erroneously entered in its records.

68.  In this connection, the Court notes that it has already found that there is nothing to suggest that the applicant was responsible for the incorrect assessment by the Fund of her pension request (see paragraphs 41-44 above; also contrast Kusina, cited above; and Zahi v. Croatia (dec.), no. 24546/09, §§ 63-67, 18 March 2014). On the contrary, it was the Fund’s lack of diligence in properly gathering and maintaining the relevant data in respect of the applicant and in processing her initial claim for a pension that led to the erroneous decision, which the Fund later sought to correct at the applicant’s expense (contrast B. v. the United Kingdom, cited above, § 39). The Government’s argument that the applicant had supplied the Fund with erroneous information regarding her past employment should therefore be dismissed (see paragraphs 51 and 52 above).

69.  Further to this point, the Court observes that the applicant’s claim that she had worked for various employers through “youth groups” between 1963 and 1967 was not contested by the Government.

70.  Being mindful of the importance of social justice, the Court would reiterate in this regard that, as a general principle, public authorities should not be prevented from correcting their mistakes – even those resulting from their own negligence. Holding otherwise would be contrary to the doctrine of unjust enrichment. It would also be unfair to other individuals contributing to social security funds – in particular those denied a benefit because they failed to meet the statutory requirements. Lastly, it would amount to sanctioning an inappropriate allocation of scarce public resources, which in itself would be contrary to the public interest (see, for example, Čakarević v. Croatia, no. 48921/13, § 79, 26 April 2018).

71.  Notwithstanding those important considerations, the Court nonetheless notes that the aforementioned general principle cannot prevail in a situation where the individual concerned is required to bear an excessive burden as a result of a measure divesting him or her of a benefit (see B. v. the United Kingdom, cited above, § 60). If a mistake has been caused by the authorities themselves, without any fault on the part of a third party, a different proportionality approach must be taken in determining whether the burden borne by an applicant was excessive.

72.  In assessing compliance with Article 1 of Protocol No. 1, the Court must carry out an overall examination of the various interests in issue (see Perdigão, cited above, § 68), bearing in mind that the Convention is intended to safeguard rights that are “practical and effective” (see, for example, Chassagnou and Others v. France [GC], nos. 25088/94 and 2 others, § 100, ECHR 1999 III). It must look behind appearances and investigate the realities of the situation complained of (see Broniowski, cited above, § 151; Hutten-Czapska v. Poland [GC], no. 35014/97, § 168, ECHR 2006 VIII; and Zammit and Attard Cassar v. Malta, no. 1046/12, § 57, 30 July 2015). That assessment may involve the conduct of the parties, including the means employed by the State and their implementation. In that context, it should be stressed that uncertainty – be it legislative, administrative or arising from practices applied by the authorities – is a factor to be taken into account in assessing the State’s conduct. Indeed, where an issue in the general interest is at stake, it is incumbent on the public authorities to act in good time, in an appropriate and consistent manner (see Tunnel Report Limited v. France, no. 27940/07, § 39, 18 November 2010, and Zolotas v. Greece (no. 2), no. 66610/09, § 42, ECHR 2013 (extracts)).

73.  In this regard the Court attaches particular importance to the fact that the revocation of the decision to grant a pension to the applicant was not based upon any new evidence but only upon a reassessment of the same evidence which was at the basis of the administrative decision, which became final as it had not been contested before the courts. In the Court’s view such a reassessment of evidence ex proprio motu ‒ outside the system of extraordinary remedies for quashing final administrative decisions ‒ brings into question legal certainty in the area of social security.

74.  In addition, the Court notes that the case at hand does not concern a suspension of the applicant’s pension, but the complete loss of her pension entitlements (see Apostolakis v. Greece, no. 39574/07, § 39, 22 October 2009; also contrast Fábián, cited above, § 74, and cases cited therein). The fact that she obtained a new pension entitlement as of 3 November 2009 on the basis of a subsequent legislative change is of no relevance in respect of the deprivation itself (see paragraph 27 above).

75.  The Court observes that prior to obtaining a pension the applicant had been dependent on the State’s social benefits scheme and had been in receipt of unemployment benefit (see paragraph 7 above). Owing to the applicant’s specific circumstances, the retirement pension had constituted her sole source of income for a period of over nine years. For more than two years of that period, being deprived of her pension, she had had no income whatsoever (see paragraph 26 above).

76.  Moreover, the Court surmises that the civil claim against the applicant and the enforcement proceedings aimed at claiming the reimbursement of the pension benefits paid to her (see paragraphs 23-25 above) are capable of further aggravating her already difficult financial situation (see Čakarević, cited above, § 89).

77.  Given the circumstances described above, it must be observed that   as a result of the impugned measure ‒ the applicant was faced, practically from one day to the next, with the total loss of her retirement pension, which constituted her sole source of income (see, among others, Moskal, cited above, § 74).

78.  In view of the above considerations, the Court finds that a fair balance has not been struck between the demands of the general interest of the public and the requirements of the protection of the individual’s fundamental rights and that the burden placed on the applicant was excessive.

79.  It follows that there has been a violation of Article 1 of Protocol No. 1 to the Convention.

Πηγή: https://hudoc.echr.coe.int