Η οικονομική κακοποίηση

Η βία που ασκείται εντός της οικογένειας δεν περιορίζεται, ως γνωστόν, στην φυσική επίθεση (σωματική και σεξουαλική κακοποίηση), αλλά περιλαμβάνει και συμπεριφορές, όπως είναι η ψυχολογική/συναισθηματική βία και η οικονομική αποστέρηση. Η οικονομική αποστέρηση είναι μια μορφή ελέγχου, η οποία έχει ως σκοπό να παγιδεύσει το πρόσωπο που την υφίσταται σε μια σχέση κακοποίησης. Πρόκειται δηλαδή για μία εξαιρετικά αποτελεσματική μορφή ελέγχου, αφού επιτυγχάνει την αποδυνάμωση και την απομόνωση του θύματος της κακοποίησης, το οποίο αισθάνεται πως στερείται κάθε ευκαιρίας διαφυγής.

Η οικονομική αποστέρηση χρησιμοποιείται αρκετά συχνά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες ασχολούνται με τα οικιακά και δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα της κακοποίησης αναγκάζεται είτε να παρακαλά προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα χρήματα για την κάλυψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών είτε να ζει με τον φόβο ότι αναστατώνοντας τον θύτη της κακοποίησης, θα μειώσει την ικανότητα του να εργάζεται και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημα.

Θύματα οικονομικής αποστέρησης, όμως, είναι συχνά και πρόσωπα, τα οποία εργάζονται και έχουν ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές ο θύτης της κακοποίησης τους στερεί πρωταρχικά την ικανότητα διαχείρισης των χρημάτων αυτών, όπως και των οικογενειακών εισοδημάτων. Έτσι το θύμα της κακοποίησης αδυνατεί να λαμβάνει αποφάσεις ως ελεύθερο και ενήλικο άτομο και αναγκάζεται να καταφεύγεις σε παζαρέματα, κολακείες και ατέρμονες συζητήσεις ακόμα και για τις πλέον στοιχειώδεις οικονομικές αποφάσεις.

Επιπλέον, επειδή οι οικογενειακές αποταμιεύσεις βρίσκονται υπό τον έλεγχο του προσώπου, που ασκεί την κακοποίηση, το θύμα της κακοποίησης έχει συχνά μεγάλες πρακτικές δυσκολίες στην εξεύρεση διεξόδου. Ειδικά, μάλιστα, όταν υπάρχουν και ανήλικα τεκνά, ο φόβος πως ένα διαζύγιο θα μειώσει το βιοτικό τους επίπεδο είναι συχνά καθηλωτικός.

Δυστυχώς τα παραπάνω φαινόμενα έχουν μεγάλη έκταση στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και πρέπει να τονιστεί ότι αφορούν και οικογένειες, που στον κοινό νου χαρακτηρίζονται ως υπεράνω υποψίας. Έτσι δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο ο ένας εκ των δύο συζύγων, ο οποίος είναι και θύτης σωματικής και ψυχολογικής βίας, να μην εκπληρώνει τις συζυγικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, κατορθώνοντας να αποταμιεύσει σημαντικά ποσά, τα οποία τοκίζονται και πολλαπλασιάζονται.

Τα ποσά αυτά, τα οποία προέρχονται από τις κοινές οικογενειακές οικονομίες, τοποθετούνται στην συνέχεια στο τραπεζικό σύστημα προς το συμφέρον τάχα της οικογένειας και με σκοπό την φροντίδα των τέκνων, αλλά και των ίδιων των συζύγων. Μόλις, όμως, το θύμα της κακοποίησης , ξεκινά τις προσπάθειές του να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή, ο θύτης οικειοποιείται όλες τις οικογενειακές αποταμιεύσεις, επιδιώκοντας να εξοντώσει οικονομικά το θύμα του, να το αναγκάσει να επιστρέψει κοντά του και να το εκδικηθεί για την απόφασή του. Το σχέδιό αυτό, μάλιστα, συχνά το έχει έντεχνα προετοιμάσει, φροντίζοντας να αδειάσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, όλους τους κοινούς οικογενειακούς λογαριασμούς και να τοποθετήσει όλες τις οικογενειακές οικονομίες σε λογαριασμούς, που ελέγχονται αποκλειστικά από εκείνον.

Η αντιμετώπιση κάθε φαινομένου κακοποίησης απαιτεί την δράση ευαισθητοποιημένων και κατάλληλα ενημερωμένων δημοσίων λειτουργών και επαγγελματιών. Ως προς ορισμένες πτυχές της νομικής αντιμετώπισης της οικονομικής κακοποίησης ακολουθούν σύντομα ορισμένες παρατηρήσεις:

Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1400 του Αστικού Κώδικα:

Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται, ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται, ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Επιπλέον, σύμφωνα με τις πάγιες παραδοχές της νομολογίας του Αρείου Πάγου, αλλά και την αιτιολογική έκθεση της Επιτροπής του νόμου 1329/1983:

Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει αναγκαίως: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση ή ακύρωση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων που απαιτείται να είναι συμπληρωμένη, γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου και δ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος.

Η απαίτηση εκάστου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, στα περιουσιακά, δηλαδή, στοιχεία που έχουν αποκτηθεί από τον άλλον κατά τη διάρκεια του γάμου, είναι κατ’ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ. ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται, όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις.  Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου γενέσεως της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γενέσεως της αξιώσεως (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.

Ο εναγόμενος δε, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας συμβολής, που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, μονάχα αν επικαλεσθεί και αποδείξει, ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση.

Η συμβολή του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει, είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ). Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, όταν οι υπηρεσίες αυτές, των οποίων προσδιορίζεται το είδος και η αξία, είναι περισσότερες από αυτές, που επιβάλει η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (Α.Π.287/2011, 625/2011).

Στην πράξη εμφανίζονται συχνά δυσκολίες σχετικές με τον ακριβή προσδιορισμό της περιουσίας του εναγομένου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος. Ειδικότερα η αποτίμηση της αξίας των οικιακών εργασιών, της ιδιοκατοίκησης και της παροχής άλλου είδους υπηρεσιών και διευκολύνσεων απαιτεί ειδίκευση και εμπειρία.

Αγωγή για την απόδοση των αναληφθέντων από κοινό λογαριασμό

Σύμφωνα με την νομολογία από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως σε κοινό λογαριασμό», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ’ στοιχ. α’ του ν.δ. 118/1973, προκύπτει ότι χρηματική κατάθεση σε κοινό ανοικτό λογαριασμό τράπεζας στο όνομα δύο ή περισσοτέρων είναι εκείνη που περιέχει τον όρο, ότι μπορεί να γίνει χρήση, δηλαδή ανάληψη από τον κοινό αυτό λογαριασμό, από έναν ή περισσότερους από εκείνους στο όνομα των οποίων έγινε η κατάθεση, γιατί βάση της καταθέσεως αυτής η κυριότητα περιέρχεται μεν στην Τράπεζα, σύμφωνα με τα άρθρα 806 και 830 του ΑΚ και το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ. της 17-7-/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών» (Ολ.ΑΠ 1092/1991), αλλά καθένας από εκείνους, στο όνομα των οποίων έγινε η κατάθεση, δικαιούται κατ’ αρχήν να απαιτήσει και να αναλάβει εξ ιδίου δικαίου και όχι ως αντιπρόσωπος άλλου, κατ’ άρθρο 211 ΑΚ, το σύνολο ή μέρος της καταθέσεως, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων, οπότε γίνεται κύριος των αναληφθέντων χρημάτων και είναι αδιάφορο σε ποιον πράγματι από τους καταθέτες ανήκαν τα χρήματα, όπως αδιάφορη είναι και η μεταξύ των καταθετών σχέση που οδήγησε σε κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, η οποία μόνο ενοχικές αξιώσεις μπορεί να δημιουργήσει σε βάρος εκείνου από τους δικαιούχους του κοινού λογαριασμού που προέβη στην ανάληψη των χρημάτων. Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490, 491 και 493 του ΑΚ προκύπτει, ότι κατά του αναλαβόντος τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό ο μη αναλαβών έχει αξίωση, λόγω της δημιουργούμενης ενεργητικής εις ολόκληρον ενοχής, ποσού ίσου προς το ήμισυ της καταθέσεως, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα εφ’ ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη.

Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 713, 719, 977 εδ. α’, 211 και 1034 του ΑΚ συνάγεται, ότι παράδοση της νομής, για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος, συντελείται και με την προαντιφώνηση της νομής του, όταν στα πλαίσια συμβάσεως εντολής ο εντολοδόχος, ως αντιπρόσωπος του εντολέα του για ενέργεια νομικών πράξεων διαχειρίσεως της περιουσίας του τελευταίου, αποκτά από κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους τα κατατεθέντα χρήματα, εξ ιδίου μεν δικαίου όσον αφορά τη σχέση με τη θεματοφύλακα τράπεζα, αλλά δυνάμει της έννομης σχέσης εντολής γεννάται αμέσως υποχρέωσή του να παραδώσει την με αντιφώνηση νομής κατοχή των χρημάτων από τον ίδιο προς τον αντιπροσωπευόμενο αληθινό νομέα και κύριο τούτων.

Εν προκειμένω η μεγαλύτερη πρακτική δυσκολία έγκειται στην επιτηδειότητα ορισμένων θυτών κακοποίησης, οι οποίοι χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διάφορα τεχνάσματα προκείμενου να συγκαλύψουν τα ίχνη τους. Ως παράδειγμα αναφέρεται το άνοιγμα πολλών διαφορετικών λογαριασμών, το ξαφνικό τους κλείσιμο και το άνοιγμα νέων στη θέση τους με μηδενικό υπόλοιπο, η χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων για το άνοιγμα και το κλείσιμο προθεσμιακών καταθέσεων και η χρήση άλλων συγγενών ως παρένθετων προσώπων ή συνδικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί σύγχυση στο θύμα, αλλά και στον νομικό του παραστάτη, που δεν διαθέτει σχετική εμπειρία.

Η έλλειψη αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων ως λόγος αναίρεσης

Ένας συχνός λόγος αναίρεσης που προβάλλεται κατά των αποφάσεων των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων είναι η έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεών τους. Υπάρχει, όμως, μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το αν ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα γίνει τελικά δεκτός, καθώς η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι ασταθής και δεν φαίνεται να έχει υιοθετήσει ορισμένη σαφή κριτήρια.

Το πρόβλημα παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση σε περιπτώσεις, στις οποίες τα αποδεικτικά μέσα μας επιτρέπουν σε ένα πρώτο στάδιο να υποστηρίξουμε δύο τουλάχιστον εκδοχές της πραγματικότητας, εκ των ποίων η μια οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου και η άλλη στην καταδίκη του. Στην πράξη πρόκειται για ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, το οποίο τα περισσότερα δικαστήρια αντιμετωπίζουν με το να αγνοούν εντελώς την μία λογική εκδοχή, χωρίς να παρέχουν επιχειρήματα για την απόρριψή της.

Όταν αυτό συμβαίνει μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η εν λόγω δικαστική απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε πως υπάρχει αιτιολογία αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί επαρκής σύμφωνη με τον νόμο και το Σύνταγμα. Και αυτό γιατί το Δικαστήριο παρότι έχει την ελευθερία εκτίμησης των αποδείξεων οφείλει να εκθέτει αναλυτικά και εμπεριστατωμένα τον συλλογισμό που ακολούθησε για να φτάσει στα συμπεράσματά του. Όταν, όμως, το δικαστήριο δεν εξετάζει συγκριτικά και εξονυχιστικά την αξιοπιστία των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων και δεν παραθέτει τις συγκεκριμένες αποδείξεις που ελήφθησαν υπόψη το αποτέλεσμα είναι ο συλλογισμός του να μην είναι διυποκειμενικά ελέγξιμος και ούτε είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο κινήθηκε εντός του πλαισίου, που ορίζει η λογική και η εμπειρία της ζωής.

Όταν υπάρχουν, δηλαδή, δύο λογικά ενδεχόμενα, δύο εκδοχές της πραγματικότητες η κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υποθέσεως, παρότι  είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και λογικού συλλογισμού. Έτσι το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα και σε καμία περίπτωση να μην προβαίνει στον επιλεκτικό παραγκωνισμό μερικών εξ αυτών χωρίς να εξηγεί πειστικά το συμπέρασμά του μέσω της επίκλησης των αποδεικτικών μέσων. Απαιτείται, με λίγα λόγια, ο λειτουργικός συσχετισμός, η συνεκτίμηση και η συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι η επιλεκτική εξέταση και χρήση τους.

Σχετικά με τα παραπάνω Η ΟλΑΠ 9/2001 έχει κρίνει πως δεν αρκεί να προσδιορίζονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, αλλά πρέπει να αναφέρονται και οι σκέψεις με βάση τις οποίες τα περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις συνιστούν ή όχι πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Επίσης, σύμφωνα με την ΟλΑΠ  1/2005 απαιτείται να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία – και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή – όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.

Επιπλέον, με πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η 129/2007 γίνεται δεκτό ότι «πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Ετσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή.» Πρέπει, δηλαδή, στην αιτιολογία να αναφέρεται «γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.» Οι παραδοχές αυτές επαναλαμβάνονται και στην ΑΠ 1702/2008, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως «πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.»

 

Η ερμηνεία των ελαφρυντικών περιστάσεων από τον Άρειο Πάγο

Μπορεί η κορυφαία στιγμή της ακροαματικής διαδικασίας στην ποινική δίκη να είναι η στιγμή της κήρυξης της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά εξαιρετική σημασία έχει και το ύψος της ποινής, που τελικά θα επιβληθεί, και το αν αυτή θα εκτιθεί ή θα ανασταλεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Το άρθρο 84 ΠΚ, λοιπόν, έχει τεράστια σημασία για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού συνεπάγεται τη δυνατότητα μείωσης του απειλούμενου πλαισίου ποινής, αλλά και για τον δικαστή που διαθέτει ένα εργαλείο για την προσαρμογή των εκάστοτε ποινών σε χαμηλότερο ύψος, αν αυτό επιβάλλεται για λόγους δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπει πως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Οι διατάξεις για τις ελαφρυντικές περιστάσεις βρίσκονται στο πέμπτο κεφάλαιο του γενικού μέρους, που αφορά στην επιμέτρηση της ποινής. Σχετικά με το εύρος εφαρμογής του άρθρου 84 ΠΚ, αυτό καλύπτει όλα τα εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα αλλά, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 12, 83 και 84 ΠΚ, και όλα τα εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός εάν στους τελευταίους ορίζεται διαφορετικά.

Η νομολογία, βοηθούμενη και από τη διατύπωση του νόμου, έχει προσδώσει στις ελαφρυντικές περιστάσεις αξιολογικό περιεχόμενο και είναι στην κρίση του δικαστή να διαπιστώσει αν συντρέχουν. Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο  αξιολογικές είναι οι έννοιες, η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται με τη βοήθεια μια νομικής ή κοινωνικοηθικής αξιολόγησης. Το πλήρες και ακριβές τους περιεχόμενο μπορεί να διαπιστωθεί μονάχα μέσω της εφαρμογής ενός κανόνα, ο οποίος μπορεί να είναι είτε νομικός είτε εξωνομικός. Στην τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης συνειδητά αφήνει στον δικαστή το περιθώριο να κρίνει με τη βοήθεια ορισμένων κανόνων αν η εκάστοτε αξιολογική έννοια συντρέχει η όχι.

Η αποδοχή ή όχι της συνδρομής τους έγκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η εξειδίκευση, όμως, των παραπάνω αόριστων νομικών εννοιών, το αν, δηλαδή, τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στο σημείο αυτό είναι η κατάλληλη στιγμή για να μας απασχολήσει η ερμηνεία των ελαφρυντικών περιστάσεων από την νομολογία, εστιάζοντας, κυρίως, σε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Καταρχήν θα εξετάσουμε πώς έχει αποκρυσταλλωθεί η ερμηνεία της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, η οποία εμφανίζεται συχνότατα στην πράξη και για αυτό τον λόγο υπάρχει και πλούσιο νομολογιακό υλικό. Μια εξαιρετικά συνηθισμένη διατύπωση που επαναλαμβάνεται συχνά στις αρεοπαγιτικές αποφάσεις είναι  πως δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά.

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί για τα δικαστήριά μας «μαχητό τεκμήριο» και πως η νομική έννοια του έντιμου βίου απομακρύνεται γενικότερα από την έννοια που έχει ο έντιμος βίος στην καθημερινή ζωή. Σύμφωνα με εργασία που δημοσιεύθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του προγράμματος από το 2002 παρατηρείται ότι προκειμένου να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου είναι απαραίτητη η ύπαρξη «επωφελούς για την κοινωνία δραστηριότητας». Το παραπάνω είναι εύλογο αφού η αναγνώριση της συνδρομής μια ελαφρυντικής περίστασης ενέχει την υποχρεωτική μείωση του πλαισίου ποινής και επομένως αναφέρεται σε μια κατάσταση που διαφέρει από τον μέσο όρο σύμφωνα με ουσιαστικά και όχι τυπικά κριτήρια. Πάντως, μιας και αναφερθήκαμε στο ποινικό μητρώο τονίζουμε πως η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης κρίνεται ορθώς πως  δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης πρότερου έντιμου βίου, ειδικά όταν αφορά έγκλημα αμέλειας ή γενικότερα έγκλημα, το οποίο δε συγκεντρώνει ιδιαίτερη ποινική απαξία.

Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η παραδοχή πως η ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, αποτυπώνεται στην όλη συγκεκριμένη εγκληματική του δραστηριότητα και μπορεί ως εκ της βαρύτητας των πράξεών του να αποκλείσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου. Η διατύπωση αυτή ενώ είναι, ίσως, ακριβής αναφορικά με εγκλήματα διαρκή ή κατά συρροή είναι ατυχής όσον αφορά στη διάπραξη μεμονωμένων εγκλημάτων, τα οποία παρά τη βαρύτητά τους ενδέχεται να συνιστούν πράγματι μεμονωμένα γεγονότα και εκτροπή σε σχέση με τον μέχρι τότε έντιμο βίο.

Ενδιαφέρον είναι, επίσης, πως σχετικά με το στοιχείο της ιδιαίτερης επικινδυνότητας η νομολογία και μέρος της θεωρίας δέχονται την δυνατότητα της παράλληλης συνδρομής με το ελαφρυντικό στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου. Αυτό είναι εύλογο, αφού η ιδιαίτερη επικινδυνότητα αναφέρεται στο μέλλον αποτελώντας μια πρόγνωση, η οποία μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην βαρύτητα μιας συγκεκριμένης πράξης. Από την άλλη αξίζει να τονιστεί ότι κατά το Ν. Χωραφά η διάπραξη του εγκλήματος είναι αναγκαίο, αλλά μη επαρκές στοιχείο της κρίσης για την ύπαρξη επικινδυνότητας στο πρόσωπο του δράστη. Η κρίση για την επικινδυνότητα του δράστη βασίζεται σε τρία στοιχεία, στη βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος ως σύμπτωμα της ποιότητας του δράστη, στην ποιότητα και την ένταση των αιτίων που τον ώθησαν στο έγκλημα, και τέλος, στις οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις. Παρατηρούμε δηλ. ότι με το πιο πάνω σκεπτικό οι οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις του δράστη, που λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 84 ΠΚ για την κρίση περί της εντιμότητας ή μη του πρότερου βίου του δράστη, συνδέονται άμεσα και με την έννοια της επικινδυνότητάς του. Η σχέση της επικινδυνότητας της προσωπικότητας του δράστη και του πρότερου βίου του είναι χωρίς αμφιβολία δεδομένη, το ζήτημα όμως αυτό ξεπερνά το θεματικό πλαίσιο της παρούσας μελέτης.

Σχετικά με την αντιμετώπιση των χρηστών ναρκωτικών ουσιών η εξάρτηση από τα ναρκωτικά εμφανίζεται ως λόγος απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης σε τέσσερις σχετικά πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου: στην 1155/89, στην 118/2003, στην 546/2003 και στην 1737/2010. Στην τελευταία, μάλιστα, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως ο κατηγορούμενος είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών (ινδικής κάνναβης), γεγονός που συνεπικουρεί στην κρίση ότι ο βίος του δεν ήταν έντιμος εφ’ όσον εξακολουθητικά προέβαινε στην αξιόποινη πράξη της χρήσεως αυτών των ουσιών. Οι αποφάσεις αυτές φαίνεται να αποτελούν αναπαραγωγή στερεοτυπικών απόψεων σε σχέση με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών και σίγουρα γεννούν προβληματισμό για τη συνολική αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος.

Με βάση τα παραπάνω παρατηρούμε εν συντομία πως η ελαφρυντική περίσταση του εντίμου βίου εμφανίζει δύο στοιχεία: ένα χρονικό («προηγούμενη») και ένα ποιοτικό («έντιμη»), ενώ ως προς το πεδίο, με άξονα το οποίο κρίνεται η προηγούμενη από το έγκλημα ζωή του δράστη, αυτό εμφανίζεται ευρύτατο.

Σχετικά με την αναπόφευκτη αναγωγή σε συγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, παρατηρούμε ότι ανακύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτον, είναι αδύνατο να τεθούν κοινά και διαχρονικά κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας του πρότερου βίου για κάθε δράστη, και δεύτερον ότι υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος αυτά να προσλάβουν έντονη ηθική χροιά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ενδιαφέρον μας στέφεται στη γενικότερη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στα έννομα αγαθά έτσι ώστε να αποδειχθεί αν το έγκλημα που διέπραξε αποτελεί παραφωνία στον έως τότε έντιμο βίο του και εξαιρετική περίπτωση εκτροπής του από την απαίτηση του κοινωνικού συνόλου κάθε μέλος του να σέβεται τα έννομα αγαθά.

Σχετικά με την δεύτερη ελαφρυντική περίσταση παρατηρούμε πως αναφέρεται μια ολόκληρη ομάδα περιπτώσεων, των οποίων το κοινό χαρακτηριστικό είναι πως ο δράστης ενήργησε κάτω από ένα καθεστώς ψυχικής πίεσης.

Στην νομολογία μη ταπεινά χαρακτηρίζονται τα αίτια τα οποία δεν προδίδουν κακοβουλία του δράστη ή διαστροφή του χαρακτήρα του. Τέτοιου είδους κίνητρα είναι όσα φανερώνουν μια θετική στάση του δράστη απέναντι σε κάποια αγαθά, που προστατεύονται από την έννομη τάξη. Στα μη ταπεινά αίτια αναφέρεται συχνά η έλλειψη φιλοκέρδειας και η αναγνώρισή τους έχει γίνει από τον Άρειο Πάγο σε περιπτώσεις χρεών προς το δημόσιο (ΑΠ 313/2009 και ΑΠ 903/2006) και παράνομης υλοτομίας (ΑΠ 650/2007)

Μεγάλη ένδεια είναι μια κατάσταση η οποία προέκυψε από δυσχερείς αντικειμενικές περιστάσεις και όχι από υπαιτιότητα του κατηγορουμένου και η οποία επιπλέον δημιουργεί την πεποίθηση πως πρόκειται για έναν εγκληματία εκ περιστάσεως.

Η σοβαρή απειλή πρέπει να δικαιολογεί μεν την επιεική μεταχείριση του δράστη χωρίς, όμως, να είναι τόσο έντονη ώστε να υπάρχει κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό, οπότε και θα εφαρμοζόταν το άρθρο 32 ΠΚ. Μπορεί να στρέφεται κατά του προσώπου του κατηγορουμένου, στενών του προσώπων ή της περιουσίας του και κριτήριό μας θα είναι πάντοτε οι προσωπικές του παραστάσεις.

Αντίστοιχα από τις σχέσεις υπακοής εξαιρούνται οι σχέσεις της ιεραρχικής προσταγής, αφού σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 21 ΠΚ και το αν υπάρχει ή όχι επιβολή τρίτου προσώπου θα κριθεί από τις προσωπικές παραστάσεις του κατηγορουμένου.

Σχετικά με την τρίτη ελαφρυντική περίσταση επισημαίνεται ότι η άδικη πράξη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αξιόποινη, ενώ μπορεί να έχει προκληθεί και από ατύχημα. Όσον αφορά στην οργή και στη θλίψη του κατηγορουμένου αυτές κρίνονται σύμφωνα με τις προσωπικές του παραστάσεις, ενώ μεταξύ της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της αξιόποινης πράξης δεν πρέπει να έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο Άρειος Πάγος στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 172/2015 έχει κρίνει ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. Επίσης ενδιαφέρον έχουν και αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η ΑΠ 1154/1988, όπου γίνεται δεκτό ότι η παραδοχή του ότι μια ανθρωποκτονία τελέστηκε σε ήρεμη κατάσταση δεν έρχεται σε αντίφαση με την αναγνώριση ελαφρυντικού εξαιτίας της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, αφού η αναφορά της οργής δεν γίνεται υπό την έννοια της διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται μια κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Όπως είναι αναμενόμενο η Καϊάφα- Γκμπάντι, η οποία θεωρεί πως το συγκεκριμένο ελαφρυντικό σχετίζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, επικρίνει την απόφαση ως λανθασμένη.

Σχετικά με την τέταρτη ελαφρυντική περίσταση έχει κριθεί πως για να συντρέξει πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά να εκδηλώνεται και εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά τα οποία να δεικνύουν ότι αυτός μετεμελήθη και για τον λόγο αυτό επεζήτησε ειλικρινώς και όχι προσχηματικώς να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως. Η ομολογία από μόνη της δεν επαρκεί σύμφωνα με την νομολογία ούτε και η απλή ρηματική μεταμέλεια κατά τη διεξαγωγή της δίκης, αν και πρέπει να μας επιτραπεί η εμπειρική παρατήρηση πως συχνά συμβαίνει στην πράξη το αντίθετο ως εκδήλωση επιείκειας.

Σχετικά με την μετάνοια που αναφέρεται στο άρθρο 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής κυριάρχησε στη νομολογία η άποψη πως είναι κατά περιεχόμενο ταυτόσημη με τη μετάνοια του άρθρου 84 ΠΚ. Σύμφωνα με Χαραλαμπάκη ο νομοθέτης θέλησε η μεταμέλεια να λαμβάνεται υπόψη σε δύο σημεία. Οφείλει, πάντως, στην δεύτερη περίπτωση να είναι τέτοιας έντασης ώστε να καθιστά αναγκαία τη μείωση του πλαισίου της επιβαλλόμενης ποινής.

Σχετικά, τέλος, με την πέμπτη ελαφρυντική περίσταση, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας και των αργών ρυθμών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, που επιτρέπει συνήθως την παρέλευση μακρού χρόνου, αναφέρεται στη νομολογία πως για να συντρέξει πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα υπό καθεστώς ελευθερίας στην κοινωνία, διότι τότε μόνον η επιλογή του αυτή μαρτυρεί την πραγματική του διάθεση και ενέχει σοβαρή στάση για την βελτιωμένη, και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή του, για την οποία και πρέπει να επιβραβευθεί.

Επίσης από την νομολογία του Αρείου πάγου διευκρινίζεται πως η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά τις πράξεις καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Η σκέψη αυτή είναι ορθή στο βαθμό που δεν αρκείται σε ένα τυπικό στοιχείο, όπως ένα φύλλο καλής διαγωγής, αλλά ελλιπής εφόσον δεν αναγνωρίζει πως και ένας κρατούμενος έχει την ευκαιρία να κάνει θετικές ενέργειες προς έναν έντιμο βίο μέσω της εθελοντικής εργασίας ή εκπαίδευσης λόγου χάρη. Ορθότερη είναι στο σημείο αυτό η διατύπωση της ΑΠ 1073/2011, η οποία αναφέρει ότι  δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, εφόσον η συμπεριφορά του είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς ενός κρατουμένου.

Η παραπάνω αναφερόμενη απόφαση σηματοδότησε μερική στροφή της νομολογίας, αλλά η ανάγκη για σταθεροποίηση της νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει καθώς ο ισχυρισμός πως η καλή διαγωγή στις φυλακές δε συνιστά καλή συμπεριφορά ως μοναδικός λόγος απόρριψης του ελαφρυντικού εμφανίζεται σε είκοσι έξι αποφάσεις του Αρείου Πάγου από το 1989 έως το 2009.


2020 update

Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιουλίου 2019:

Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.

Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.

Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.

Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και όταν πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίπτωσης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, ότι οι διατάξεις της παρ. 2 περ. α’ και ε’ του άρθρου 84 του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα είναι ευμενέστερες των αντίστοιχων προϊσχυσάντων διατάξεων. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό απασχόλησε την υπ’ αριθμ. 1466/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, στο σκεπτικό της οποίας αναλύονται οι εν λόγω τροποποιήσεις ως εξής: ‘’Η υπό στοιχείο α’ που συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 του Κ.Π.Δ.. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου.’’

Επίσης, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση της παρ. 2 περ. ε’ του άρ 84 ΠΚ, στο σκεπτικό της ως άνω υπ’ αριθμ. 1466/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου αναφέρεται ότι: ‘’Η υπό στοιχείο ε’, που συνίσταται στο ότι «ο υπαίτιος «συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.». Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής.’’

Στην υπ’ αριθμ. 157/2020, όμως, απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρεται πως Συνάμα, οι διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του νέου Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου σύννομου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερες των αντιστοίχων προϊσχυσασών διατάξεων του καταργηθέντος Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της πρώτης ελαφρυντικής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου την «έντιμης» ζωής και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. β’ του Συντάγματος «απαραβίαστη» προηγούμενη ιδιωτική οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Επομένως, κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του νέου Π.Κ. είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου και, πάντως, το λευκό ποινικό μητρώο δεν αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση της συνδρομής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, του δικαστή δυναμένου να κρίνει στο πλαίσιο που ορίζεται από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. Ως προς την άλλη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση, βάσει της νέας διάταξης, ακόμη και όταν αυτός υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής και αυτή η παράμετρος καθιστά ευμενέστερη την τώρα ισχύουσα διάταξη. Αντιθέτως, τόσο κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Π.Κ., όσο και κατά το αντίστοιχο άρθρο του Ν.Π.Κ. ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και το ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης, στο άρθρο 85 του Π.Π.Κ. ορίζετο ότι «Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις», ενώ κατά την παρ. 1 του αντίστοιχου άρθρου του Ν.Π.Κ. ορίζεται ότι «Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή».”