Η έλλειψη αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων ως λόγος αναίρεσης

Ένας συχνός λόγος αναίρεσης που προβάλλεται κατά των αποφάσεων των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων είναι η έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεών τους. Υπάρχει, όμως, μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το αν ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα γίνει τελικά δεκτός, καθώς η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι ασταθής και δεν φαίνεται να έχει υιοθετήσει ορισμένη σαφή κριτήρια.

Το πρόβλημα παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση σε περιπτώσεις, στις οποίες τα αποδεικτικά μέσα μας επιτρέπουν σε ένα πρώτο στάδιο να υποστηρίξουμε δύο τουλάχιστον εκδοχές της πραγματικότητας, εκ των ποίων η μια οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου και η άλλη στην καταδίκη του. Στην πράξη πρόκειται για ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, το οποίο τα περισσότερα δικαστήρια αντιμετωπίζουν με το να αγνοούν εντελώς την μία λογική εκδοχή, χωρίς να παρέχουν επιχειρήματα για την απόρριψή της.

Όταν αυτό συμβαίνει μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η εν λόγω δικαστική απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε πως υπάρχει αιτιολογία αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί επαρκής σύμφωνη με τον νόμο και το Σύνταγμα. Και αυτό γιατί το Δικαστήριο παρότι έχει την ελευθερία εκτίμησης των αποδείξεων οφείλει να εκθέτει αναλυτικά και εμπεριστατωμένα τον συλλογισμό που ακολούθησε για να φτάσει στα συμπεράσματά του. Όταν, όμως, το δικαστήριο δεν εξετάζει συγκριτικά και εξονυχιστικά την αξιοπιστία των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων και δεν παραθέτει τις συγκεκριμένες αποδείξεις που ελήφθησαν υπόψη το αποτέλεσμα είναι ο συλλογισμός του να μην είναι διυποκειμενικά ελέγξιμος και ούτε είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο κινήθηκε εντός του πλαισίου, που ορίζει η λογική και η εμπειρία της ζωής.

Όταν υπάρχουν, δηλαδή, δύο λογικά ενδεχόμενα, δύο εκδοχές της πραγματικότητες η κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υποθέσεως, παρότι  είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και λογικού συλλογισμού. Έτσι το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα και σε καμία περίπτωση να μην προβαίνει στον επιλεκτικό παραγκωνισμό μερικών εξ αυτών χωρίς να εξηγεί πειστικά το συμπέρασμά του μέσω της επίκλησης των αποδεικτικών μέσων. Απαιτείται, με λίγα λόγια, ο λειτουργικός συσχετισμός, η συνεκτίμηση και η συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι η επιλεκτική εξέταση και χρήση τους.

Σχετικά με τα παραπάνω Η ΟλΑΠ 9/2001 έχει κρίνει πως δεν αρκεί να προσδιορίζονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, αλλά πρέπει να αναφέρονται και οι σκέψεις με βάση τις οποίες τα περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις συνιστούν ή όχι πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Επίσης, σύμφωνα με την ΟλΑΠ  1/2005 απαιτείται να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία – και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή – όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.

Επιπλέον, με πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η 129/2007 γίνεται δεκτό ότι «πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Ετσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή.» Πρέπει, δηλαδή, στην αιτιολογία να αναφέρεται «γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.» Οι παραδοχές αυτές επαναλαμβάνονται και στην ΑΠ 1702/2008, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως «πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.»

 

Σχολιάστε