Με αφορμή την απόφαση 127/2017 του ΜπρΑθ, η οποία ρυθμίζει το ζήτημα της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων με τον γονέα, που δεν έχει την επιμέλειά τους, μέσω προγραμμάτων ειδικού λογισμικού.
Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προβλέπει πως κάθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής.
Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. μ.α. υπόθεση ΦΟΥΡΚΙΩΤΗΣ κατά της Ελλάδος) αν και το άρθρο 8 στοχεύει κατά κύριο λόγο να προφυλάξει τον ιδιώτη κατά των αυθαιρέτων παρεμβάσεων των δημοσίων εξουσιών, δεν αρκείται στο να διατάξει το Κράτος να απέχει από τέτοιες παρεμβάσεις: σε αυτήν την μάλλον αρνητική δέσμευση μπορούν να προστεθούν θετικές υποχρεώσεις σύμφυτες με έναν πραγματικό σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Αυτές μπορούν να συνεπάγονται την υιοθέτηση μέτρων που στοχεύουν στον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, μέχρι και τις σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους.
Σε περιπτώσεις, που εμπλέκονται ανήλικα τέκνα, τα συμφέροντά τους πρέπει να αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για την λήψη της οποιασδήποτε αποφάσεως. Και το συμφέρον των γονέων, όμως, να απολαμβάνουν τακτικής επικοινωνίας με τα τέκνα τους, παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας στην ισορροπία των διαφόρων συμφερόντων που εμπλέκονται.
Επισημαίνεται, επίσης, πως σε υποθέσεις οι οποίες σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή, η διάρρηξη της επαφής με ένα πολύ μικρό παιδί μπορεί να οδηγήσει σε μία αυξανόμενη αλλοίωση της σχέσης του με τον γονέα του. Οι προοπτικές μιας οικογενειακής ένωσης θα εξασθενίσουν σταδιακά και θα καταλήξουν στο να εκμηδενιστούν εφόσον δεν επιτραπεί στους βιολογικούς γονείς και στα τέκνα να συναντούνται ή εφόσον συναντούνται τόσο αραιά που κανείς φυσιολογικός δεσμός δεν θα έχει πιθανότητες να δημιουργηθεί μεταξύ τους.
Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους (εφόσον δεν απειλείται η ψυχοσωματική υγεία των τελευταίων) αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται από την ΕΣΔΑ.
Οι πρόσφατες, λοιπόν, αποφάσεις των ημεδαπών δικαστηρίων, όπως η 127/2017 του ΜπρΑθ, είναι βήματα αξιέπαινα, καθώς λαμβάνουν υπόψη την σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη και ρυθμίζουν το ζήτημα της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων με τον γονέα, που δεν έχει την επιμέλειά τους, μέσω προγραμμάτων ειδικού λογισμικού. Με τον τρόπο αυτό διευρύνουν και προστατεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους.
Στην προαναφερθείσα, αλλά και σε άλλες συναφείς αποφάσεις, γίνεται ενδεικτική αναφορά σε προγράμματα, όπως το skype, τα οποία επιτρέπουν την οπτική επαφή μεταξύ των χρηστών τους έχοντας για τον λόγο αυτό ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με την κλασική τηλεφωνική επικοινωνία. Γίνεται, λοιπόν, δεκτό το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας με την χρήση των καταλλήλων προγραμμάτων σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες.
Επιπλέον, ορίζεται πως ο γονέας, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου, θα πρέπει να φροντίζει ώστε εκείνο να βρίσκεται τις συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε κατάλληλο χώρο με πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη η ωριμότητα του ανηλίκου προκειμένου να γίνεται ορθή και ασφαλής χρήση των απαραιτήτων ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικού υπολογιστή, tablet ή κινητού).
Συμπερασματικά, η επικοινωνία με τη χρήση τεχνολογικών μέσων θεωρείται από την πρόσφατη νομολογία ως ένα μέτρο, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ γονέων και ανηλίκων τέκνων, χωρίς να αντικαθιστά την φυσική μεταξύ τους επαφή. Σε περιπτώσεις, όμως, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών (διαμονή στο εξωτερικό λ.χ.) η φυσική επαφή είναι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αδύνατη, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη.