Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 δημιουργήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σύγχυση στον νομικό κόσμο σχετικά με την καταχρηστική προθεσμία των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευτεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 του ΕισΝΚΠολΔ η έναρξη της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεων κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του εν λόγω νόμου. Η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή είναι και η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού συμβιβάζεται με την διαχρονική λειτουργία του ΕισΝΚΠολΔ (Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ’ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, Ελευθερία Χ. Κώνστα, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2017, σελ. 362 επ.)
Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας ανισότητας μεταξύ των διαδίκων χωρίς να τίθεται θέμα δικής τους επιμέλειας, αφού ενδέχεται να είχαν λάβει νομική πληροφόρηση περί της δυνατότητάς του να ασκήσουν έφεση κατά ορισμένες απόφασης, δημοσιευθείσας πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015 εντός τριετίας. Επιπλέον θα δημιουργούνταν διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διαδίκων, ανασφάλεια δικαίου, σύγχυση και δυσλειτουργία στην δικαστηριακή πρακτική.
Τα παραπάνω επιβεβαιωθήκαν απόλυτα από την υπ’ αρίθμ. 519/2017 [1] απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξετάζοντας το ζήτημα της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 έκρινε πως «Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπομένη γιʼ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τοιαύτη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατʼ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της.»
Επιπλέον κρίθηκε πως «με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 ) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν. 4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατʼ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).»
Τα παραπάνω, τα οποία ορθώς δέχεται ο Άρειος Πάγος, ισχύουν τόσο για την καταχρηστική προθεσμία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όσο και εκείνου της έφεσης.
[1] Ομοίως και η ΑΠ 520/2017
Τροποποίηση- προσθήκη: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τις παραπάνω ορθές παραδοχές του στην υπ’ αρίθμ. 1176/2017 απόφαση του Β1 Τμήματός του και έτσι αναμένεται πλέον να αποφανθεί οριστικά η Ολομέλεια.
Τροποποίηση- προσθήκη: Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015.
ΑΠ 10/2018