Murtazaliyeva v. Russia: on the examination of witnesses and the “corrosive expansion” of the overall fairness test

Strasbourg Observers

On 18 December, the Grand Chamber of the European Court of Human Rights delivered its judgment in the case of Murtazaliyeva v. Russia, finding no violation of the right to a fair trial in a case concerning the conviction of a Chechen woman for terrorist offences.  The most significant aspect of the judgment concerns the applicant’s complaint that the domestic courts’ refusal to call two defence witnesses violated Article 6 § 1 and § 3 (d) of the Convention.[1] As the Strasbourg case law was underdeveloped in this area, this case provided an important opportunity for the Court to clarify Convention standards.  Unfortunately, in doing so, the Grand Chamber yet again expanded the scope of the “overall fairness of the proceedings” test under Article 6 § 1, which now also serves as the final benchmark in this area. In this blog post, it will be argued that the…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 2.244 επιπλέον λέξεις

Χρέη προς το Δημόσιο και αυτεπάγγελτη εφαρμογή επιεικέστερου νόμου

(…) μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης ίσχυσε ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι όλα τα προαναφερόμενα του πίνακα χρεών, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο για την οποία αυτή καταδικάσθηκε. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα περιέχουσα λόγους αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ), πρέπει κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή του άνω επιεικέστερου νόμου να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί η αναιρεσείουσα αθώα της αποδιδόμενης πράξης.

Απόφαση 1934/2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

πηγή: http://www.areiospagos.gr/

Ο αυστηρός και ο «καλός» γονέας

Στο οικογενειακό δίκαιο η επιθυμία των ανηλίκων τέκνων, όπως αυτή εκφράζεται κατά την προσωπική τους επικοινωνία με τον Δικαστή, διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην έκβαση των δικών για την ανάθεση της επιμέλειάς τους. Η επιθυμία των τέκνων, όμως, δεν είναι ο μοναδικός καθοριστικός παράγοντας για τον προσδιορισμό του βέλτιστου συμφέροντός τους και σταθμίζεται από το Δικαστήριο με μέτρο την ωριμότητά τους και τις συνθήκες του περιβάλλοντός τους. Ακολουθεί το σχετικό ενδιαφέρον απόσπασμα από την υπ’ αριθμ 1303/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ):

Κατά την επικοινωνία του Δικαστηρίου τούτου με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων διαπιστώθηκε ότι αυτά είναι ιδιαίτερα ευγενικά, έξυπνα και διαθέτουν την ανάλογη για την ηλικία τους ωριμότητα, αφού ήδη διανύουν το 15° , το 13° και το 8° έτος της ηλικίας τους αντίστοιχα. Εξέφρασαν την αγάπη που τρέφουν στον ίδιο βαθμό και για τους δύο γονείς τους, ενώ ανέφεραν για τη μητέρα τους κυρίως τη λήψη σωφρονιστικών μέτρων σε βάρος τους όταν δεν διαβάζουν, εξέφρασαν δε ρητά την επιθυμία τους να ακολουθήσουν τον πατέρα τους στην Κύπρο και να διαμείνουν μαζί του για το λόγο ότι ο πατέρας τους δεν είναι τόσο πιεστικός μαζί τους όταν δεν κάνουν τα μαθήματά τους και τους αφήνει να περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε ιδίως από τα δύο μεγαλύτερα παιδιά. Η παραπάνω βούληση των ανηλίκων, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας και της ωριμότητάς τους, εκτιμάται ότι δεν αναπτύχθηκε φυσιολογικά και αβίαστα, αλλά είναι απότοκη, αφ` ενός μεν της συνεχούς επίβλεψης της μητέρας τους στα σχολικά τους καθήκοντα και της καθημερινής παρουσίας της στη ζωή τους, αφ` ετέρου δε του επηρεασμού τους από τον εναγόμενο πατέρα τους, ο οποίος στις ολιγάριθμες επισκέψεις του και την επικοινωνία που έχει με αυτά από τότε που εγκαταστάθηκε στη Κύπρο τους παρέχει ακριβά δώρα (χάρισε πρόσφατα φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές στα δύο μεγαλύτερα τέκνα τους) παρουσιαζόμενος ως ο «καλός» πατέρας.

Aποποίηση κληρονομίας που έγινε μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος

Όλως προσφάτως εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 191/2019 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του κράτους, η οποία σχετίζεται και με το ζήτημα της αποποίησης κληρονομίας. Σύμφωνα με την γνωμοδότηση αυτή η αποποίηση κληρονομίας που έγινε από κληρονόμο μετά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από το θάνατο του κληρονομούμενου δεν την καθιστά άνευ ετέρου εκπρόθεσμη και τον αποποιηθέντα κληρονόμο πλασματικό κληρονόμο. Το εν λόγω ζήτημα (το εμπρόθεσμο ή μη αποποίησης της κληρονομίας) ερευνάται είτε από τη Διοίκηση, κατά τη διαδικασία των άρθρων 61 και 62 του ν. 4182/2013, είτε από τα Δικαστήρια.

Το πλήρες κείμενο της γνωμοδότησης βρίσκεται προσβάσιμο εδώ.

Η δικαστική μεσολάβηση του άρθρου 214Β ΚΠολΔ

Στο άρθρο 214Β του ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4055/2012, προβλέπεται ο θεσμός της δικαστικής μεσολάβησης στις διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, ως εναλλακτική μορφή επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, έχει ως σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας προς όφελος και των δύο μερών και έχει το πλεονέκτημα ότι το πρακτικό που συντάσσεται αποτελεί τίτλο εκτελεστό και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.

Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2015, στο άρθρο 7, αναφέρονται τα εξής, όσον αφορά στον θεσμό της δικαστικής μεσολάβησης:

«Η διαμεσολάβηση είναι η διαδικασία, κατά την οποία τα μέρη, µε τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, προσδιορίζουν τα θέματα της διαφοράς τους, ερευνούν τις εναλλακτικές λύσεις για την επίλυσή τους και επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία που θα ικανοποιεί τα αληθινά συμφέροντά τους.

Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση ανήκει στη πρωτοβουλία των μερών και αποτελεί µία µη δεσμευτική, καθαρά ιδιωτική, μέθοδο επίλυσης των διαφορών.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις εισάγεται ένας νέος θεσμός εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, η δικαστική μεσολάβηση. Ο νέος αυτός τρόπος επίλυσης διαφορών δεν αναπτύσσεται «ανταγωνιστικά» αλλά παράλληλα προς τις λοιπές εναλλακτικές μορφές. Με την παράλληλη θεσμοθέτηση δικαστικής μεσολάβησης παρέχεται η δυνατότητα στους πολίτες να επιτύχουν αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους, χωρίς προσφυγή στη δικαστηριακή διαδικασία. Η ανάθεση καθηκόντων μεσολαβητή σε δικαστή καλύπτει τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα μεσολάβησης. Έτσι εμπεδώνεται καλύτερα η εμπιστοσύνη των πολιτών στους εξώδικους τρόπους επίλυσης διαφορών και καθίσταται ευχερέστερη η προσφυγή τους σε αυτούς, µε τελικό αποτέλεσμα την ευρύτερη κατά το δυνατόν επιτυχία των τρόπων τούτων και την αντίστοιχη ελάφρυνση των δικαστηρίων, ώστε να ασχολούνται µε τις υποθέσεις εκείνες που πράγματι χρειάζονται δικαστική διερεύνηση και απόφαση.»

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 214Β ΚπολΔ, η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση είναι προαιρετική και μπορεί να γίνει τόσο πριν από την άσκηση της αγωγής όσο και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Επίσης στην παρ. 2 ορίζεται ότι: «Σε κάθε πρωτοδικείο και εφετείο ορίζονται, για δύο έτη, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα επιπλέον έτος, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών και εφετών ή από τους αρχαιότερους πρωτοδίκες και εφέτες, ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.»

Όπως προκύπτει από την παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 214Β ΚπολΔ, ο δικαστής που έχει ορισθεί στο Εφετείο ή στο Πρωτοδικείο ως μεσολαβητής, έχει χωριστές και κοινές ακροάσεις και συναντήσεις με τα μέρη και με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς.

Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. β‘ του ως άνω άρθρου: «…Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημα του.»

Επομένως, η προσφυγή, και όταν υποβάλλεται πριν από την άσκηση της αγωγής, δεν απαιτείται να γίνεται από κοινού, αλλά αρκεί και από μόνο το δικαιούχο, ενώ μπορεί να προκληθεί στο στάδιο αυτό και από μόνο τον υπόχρεο (βλ. Π. Μάζη, Η νέα αναθεώρηση του ΚΠολΔ με τον ν. 4055/2012 και το πρόβλημα της καθυστέρησης των δικών, ΕλλΔνη 2013. σελ. 38-39).

Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 214Β ΚΠολΔ προβλέπεται ότι: «Το δικαστήριο στο οποίο είναι εκκρεμής η υπόθεση μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα, αν συμφωνούν τα μέρη, να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.»

Στην παρ. 5 του άρθρου 214Β ΚπολΔ προβλέπεται ότι στην περίπτωση που τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από τον μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατίθεται στην γραμματεία του Πρωτοδικείου όπου έλαβε χώρα η μεσολάβηση. Το πρακτικό μεσολάβησης, από την κατάθεση του στη γραμματεία του Πρωτοδικείου, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ. Επίσης, κατά την κατάθεση, ο ενδιαφερόμενος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου, κατά την διεξαγωγή της διαμεσολάβησης θα πρέπει να μην παραβιάζεται το απόρρητο, εκτός αν συμφωνήσουν διαφορετικά τα μέρη. Μάλιστα, πριν την έναρξη της διαδικασίας, όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας.

Επομένως, εφόσον στη διαδικασία της μεσολάβησης διασφαλίζεται το απόρρητο, τα μέρη μπορούν να αποφύγουν τη δημοσιότητα, η οποία υποχρεωτικά επιβάλλεται, κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για τις συνεδριάσεις κατά την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία, και την οποία συχνά τα μέρη επιθυμούν να αποφύγουν, είτε προς προστασία της φήμης και της αξιοπιστίας της επιχείρησής τους, είτε σε άλλης φύσης διαφορές, όπως είναι οι οικογενειακές διαφορές. (βλ. Ιωάννα Μάμαλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Δικαστική Διαμεσολαβήτρια, Δικαστική Μεσολάβηση – άρθρο 214Β ΚΠολΔ).

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Εγκύκλιοι αναφορικά με τα δικαιώματα των παιδιών-μαθητών, των οποίων οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι και ο ένας από αυτούς δεν ασκεί την επιμέλειά τους.

Εγκύκλιοι αναφορικά με τα δικαιώματα των παιδιών-μαθητών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, των οποίων οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι και ο ένας από αυτούς δεν ασκεί την επιμέλειά τους.

Στην από 13 -10 -2010 και με αριθ. πρωτ. Φ.7/ 517/ 127893 /Γ1 εγκύκλιο του ΕΝΙΑΙΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ Π/ΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Δ/ΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ Π.Ε. ΚΑΙ Δ.Ε., ΤΜΗΜΑΤΑ Γ’ ΜΑΘΗΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ, η οποία έχει ως θέμα «τα Δικαιώματα των παιδιών-μαθητών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, των οποίων οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι και ο ένας από αυτούς δεν ασκεί την επιμέλειά τους», αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Με αφορμή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις Διευθύνσεις μας, σχετικά με τα δικαιώματα των παιδιών-μαθητών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, των οποίων οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι και ο ένας από αυτούς δεν ασκεί την επιμέλειά τους, σας γνωρίζουμε ότι ο Συνήγορος του Πολίτη, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του κατά το άρ. 103 §9 του Συντάγματος και το Ν.3094/2003, σε έγγραφό του με αριθ. πρωτ. 124301/22966/11-8-2010 προς το γραφείο του Ειδικού Γραμματέα Π.Ε. και Δ.Ε. γνωστοποιεί τα ακόλουθα:

α) Στις περιπτώσεις που λόγω διάστασης ή διαζυγίου των γονέων μαθητή, η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του έχει ανατεθεί στον έναν γονέα (που διαμένει μαζί του), η περιστασιακή επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα που δεν μένει μαζί του, αλλά διατηρεί τη γονική μέριμνα αυτού, δεν μπορεί να απαγορευθεί εντός του σχολικού χώρου, κατά μείζονα δε λόγο δεν μπορεί να απαγορευθεί η είσοδος του γονέα αυτού στο σχολείο. Η επικοινωνία αυτή θα γίνεται με τρόπο ώστε το σχολείο να μην μετατρέπεται σε χώρο άσκησης επικοινωνίας γονέα-μαθητή παρεμποδίζοντας την εκπαιδευτική διαδικασία.

β) Δεδομένου ότι η δικαστική απόφαση περί επικοινωνίας ορίζει μόνο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο γονέας που μένει με το παιδί οφείλει να έχει αυτό στη διάθεση του άλλου γονέα, η επικοινωνία πέραν της ρυθμιζόμενης στη δικαστική απόφαση δεν μπορεί να αποκλείεται παρά μόνο αν ρητά την απαγορεύει η απόφαση, με εξαίρεση της συνδρομής σπουδαίου λόγου (π.χ. παρακώλυση της λειτουργίας της σχολικής μονάδας, άσκηση βίας ή πρόκληση ταραχής) είναι δυνατόν να μην επιτραπεί σε γονέα η είσοδος στο χώρο του σχολείου. Η οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή εντολή του ενός γονέα προς το σχολείο να απαγορεύσει την είσοδο του άλλου ή την επικοινωνία με το τέκνο, εξετάζεται με προσοχή, αλλά δεν είναι υποχρεωτική αφ’ εαυτής.

γ) Η συμμετοχή του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί σε εκδηλώσεις, όπως οι σχολικές εορτές, δεν μπορεί επίσης να απαγορευθεί, παρά μόνο για σπουδαίο λόγο (εάν ο γονέας με τις ενέργειες του προκαλεί αναστάτωση της εκδήλωσης ή η παρουσία του δημιουργεί προβλήματα στο τέκνο). Η αντίθετη επιθυμία του άλλου γονέα, από μόνη της, δεν μπορεί να συνιστά σπουδαίο λόγο.

Επισημαίνεται ότι για την περίπτωση που η δικαστική απόφαση θέτει όρους για την υλοποίηση της επικοινωνίας (όπως σε περιπτώσεις που επιβάλλεται η παρουσία του άλλου γονέα ή κοινωνικού λειτουργού), η υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτήν επιβάλλει, προκειμένου να επιτραπεί επικοινωνία στο χώρο του σχολείου, να εξεταστεί από τους εκπαιδευτικούς εάν πληρούνται οι παραπάνω όροι.

δ) Η ενημέρωση του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια του τέκνου επιβάλλεται στο πλαίσιο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του σχολείου. Κατ’ εξαίρεση, εάν από τον γονέα έχει αφαιρεθεί συνολικά η άσκηση της γονικής μέριμνας, υποχρέωση ενημέρωσής του για το πρόσωπο του τέκνου (επομένως και για τη φοίτησή του) έχει ο άλλος γονέας.

ε) Η συμμετοχή του γονέα που δεν ασκεί την επιμέλεια του τέκνου-μαθητή (αλλά το υπόλοιπο της γονικής του μέριμνας) στα συλλογικά όργανα της σχολικής κοινότητας (Σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων) δεν μπορεί να αποκλειστεί λόγω της μη δικαστικής ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας σε αυτόν, εκτός εάν προβλέπεται η συμμετοχή του ενός μόνο γονέα, οπότε θα προτιμηθεί εκείνος που ασκεί την επιμέλεια.

στ) Η παραλαβή του τέκνου γίνεται από το πρόσωπο που ορίζει ο γονέας που ασκεί την επιμέλειά του. Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων που ασκούν από κοινού την επιμέλεια, η παραλαβή θα πρέπει να γίνεται από το πρόσωπο που είχε ορισθεί , πριν προκύψει η διαφωνία τους, έως ότου προσκομισθεί στο σχολείο δικαστική απόφαση, η οποία να επιλύει τη διαφωνία των γονέων.

Μέριμνα του εκπαιδευτικού πρέπει να αποτελεί η προστασία των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του παιδιού- μαθητή σε ανατροφή και από τους δύο γονείς, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την άποψη του παιδιού και έχοντας ως γνώμονα το συμφέρον του, καθώς και την απρόσκοπτη άσκηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, χωρίς να ευνοεί τυχόν ανοίκειες ιδιοκτησιακές αντιλήψεις του γονέα που ασκεί την επιμέλεια απέναντι στο παιδί-μαθητή.

Παρακαλούνται όλοι οι εκπαιδευτικοί των Σχολικών μονάδων να ενημερωθούν ενυπόγραφα.»

Περαιτέρω, στην από 30-5-2018 και με Αρ. Πρωτ. 88147/ΓΔ4 εγκύκλιο της ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΠΟΥΔΩΝ Π/ΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ Δ/ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ Δ.Ε. ΤΜΗΜΑ Β’, ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠ/ΣΗΣ ΤΜΗΜΑ Β’, με θέμα: «Διευκρινίσεις σχετικά με το άρθρο 13 της με αρ. πρωτ. 10645/ΓΔ4/22-1-2018 ΥΑ (Β’120)», αναφέρονται τα κατωτέρω:

«Κατόπιν ερωτημάτων που υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία μας και σύμφωνα με το αριθμ. 238695/5894/2018 έγγραφο του Συνηγόρου του Πολίτη, σχετικά με την παρ. 5 του άρθρου 1 3 της με αρ. 10645/ΓΔ4/22-1-2018 (Β’120) Υπουργικής Απόφασης με θέμα «Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση και θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», διευκρινίζεται ότι ο γονέας που μετά το διαζύγιο ή τη διάσταση δεν ασκεί την επιμέλεια του ανήλικου τέκνου, αλλά συνασκεί τη γονική μέριμνα αυτού δικαιούται πρόσβαση σε κάθε στοιχείο της σχολικής κατάστασης του/της ανήλικου/ης μαθητή/τριας, καθώς δεν θεωρείται «άλλο πρόσωπο».

Επισημαίνεται η με αρ. Φ7/517/127893/Γ1/13-10-2010 (ΑΔΑ: 4ΙΚΖ9-ΕΚ) εγκύκλιος του ΥΠ.Π.Ε.Θ. εξακολουθεί να ισχύει.».

Φιλοσοφικές πεποιθήσεις και επιμέλεια τέκνων: Ζητήματα εμβολιασμού και εκπαίδευσης

Η υπ’ αριθμ. 133/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, εξέτασε μια ιδιαίτερη περίπτωση κακής άσκησης της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων από την μητέρα τους. Συγκεκριμένα η μητέρα, η οποία είχε μετοικήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα, αποφάσισε να εγκατασταθεί σε ένα πρόχειρο παράπηγμα, επιθυμώντας να ζήσει με τα παιδιά της μία φυσική ζωή μακριά από τον πολιτισμό, ενώ ούτε ενέγραψε τα παιδιά της σε σχολείο, ούτε τα εμβολίασε. Το Δικαστήριο, εντοπίζοντας τους κινδύνους αποκοπής από εκπαιδευτικές διαδικασίες και μετάδοσης ασθενειών, διέταξε ασφαλιστικά μέτρα και υποχρέωσε την καθ’ ης εγγράψει τα τέκνα σε σχολείο και να τα εμβολιάσει. Σύμφωνα με τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης:

«…Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3.Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4.(…)». Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, το Σύνταγμα ορίζει την ελάχιστη διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η οποία είναι εννεαετής. […] Ο ν.1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 167), ορίζει […] στο άρθρο 3: Η φοίτηση είναι υποχρεωτική στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, εφόσον ο μαθητής δεν έχει υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας του. Όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και παραλείπει την εγγραφή ή την εποπτεία του ως προς τη φοίτηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα». Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 παρ. 2β του ΠΔ 161/2000 «Όταν μαθητής απουσιάζει αδικαιολόγητα και οι γονείς ή ο κηδεμόνας τους δεν επικοινωνούν με το σχολείο, παρ` όλες τις ειδοποιήσεις, αναζητείται η οικογένειά του μέσω της δημοτικής η αστυνομικής αρχής. Στις περιπτώσεις που η αναζήτηση δεν φέρει αποτέλεσμα, αναφέρεται η διακοπή της φοίτησης στον αρμόδιο Προϊστάμενο, στον οποίο υποβάλλονται και τα σχετικά με την αναζήτηση έγγραφα. Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης ή του Γραφείου Π.Ε. αναζητεί το μαθητή σε όλα τα σχολεία του νομού. Όταν και αυτή η ενέργεια δεν φέρει αποτέλεσμα ο Προϊστάμενος υποβάλλει σχετική αναφορά στη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του ΥΠ.Ε.Π.Θ. που συνοδεύεται από έκθεση, η οποία περιέχει τα στοιχεία της έρευνας που έγινε. Η αναζήτηση σε όλα τα σχολεία της χώρας γίνεται από τη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκ/των».

[…] Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 2676/1999 ορίζεται ότι «Στα πλαίσια της ιατρικής περίθαλψης που παρέχουν οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α. και το Δημόσιο στους ασφαλισμένους και τα μέλη της οικογενείας τους καθιερώνεται η υποχρεωτική προληπτική ιατρική, με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της εκδήλωσης ή την αποτροπή της εμφάνισης νοσηρών καταστάσεων. Η προληπτική ιατρική περιλαμβάνει: α. Εμβολιασμούς παιδιών και ενηλίκων, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού για την Ελλάδα του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας….» Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται η υποχρεωτικότητα της προληπτικής ιατρικής στην οποία εμπεριέχεται και ο εμβολιασμός.

[…] Κατά το συνδυασμό των άρθρων 732 και 735 συνάγεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο κάθε πρόσφορο μέτρο ικανό να ρυθμίσει μία κατάσταση, χωρίς να δεσμεύεται από την σχετική αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπεριφορά της καθ’ής ενέχει δύο κινδύνους για τα τέκνα που διαβιούν μαζί της. Ειδικότερα, αυτόν της αποκοπής από το σχολείο και τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και του κινδύνου της μετάδοσης ασθενειών σε τρίτους, αλλά και της νόσησης των ιδίων των παιδιών. Οι ανωτέρω δε υποχρεώσεις της καθ’ής, ήτοι να εγγράψει τα παιδιά της σε σχολείο και να τα εμβολιάσει, προσκρούουν σαφώς στις φιλοσοφικές της απόψεις και στο δικαίωμα που έχει αυτή για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, απόψεις που δικαιούται να μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά της, των οποίων έχει την επιμέλεια. Εντούτοις όμως ζώντας εντός μίας κοινωνία που οι υποχρεώσεις των προσώπων που την απαρτίζουν καθορίζεται από ρυθμιστικές του κοινωνικού βίου διατάξεις, στην οποία (κοινωνία) σημειωτέον η ίδια αποφάσισε να ενταχθεί μετοικώντας από το εξωτερικό, οφείλει να ρυθμίσει τη ζωή της σύμφωνα με αυτές. […] Συνεπώς υπό το πρίσμα των αιτιάσεων του αιτούντος ότι η καθ΄ής δεν φροντίζει για την εκπαίδευση των τέκνων τους και για την υγεία τους, κρίνεται ότι πρέπει να υποχρεωθεί αυτή να εγγράψει τα κάτω των 16 ετών τέκνα της από το ερχόμενο σχολικό έτος 2017-2018 σε εκπαιδευτικό ίδρυμα καθώς επίσης και να προβεί στον εμβολιασμό των τέκνων της με τα προβλεπόμενα ως υποχρεωτικά εμβόλια σε δημόσιο θεραπευτικό ίδρυμα…»

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η γνωστή, υπ’ αριθμ. 1424/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξέτασε παρόμοιο ζήτημα, καθώς έκρινε ως κακή άσκηση της επιμέλειας την επιβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων του γονέα σε ζητήματα σχετικά με την ανατροφή του τέκνου. Ειδικότερα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, αν και δεν πρέπει κατ’ αρχήν να κάνει διάκριση με βάση τη θρησκεία του γονέα, στα πλαίσια της αναζήτησης του συμφέροντος του παιδιού θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνεκτιμώνται οι επιπτώσεις των συγκεκριμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων στη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Κρίθηκε έτσι πως:

Ο γονέας που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου παιδιού του και συγχρόνως είναι αφοσιωμένος στις χιλιαστικές δοξασίες είναι αμφίβολο αν θα γνωστοποιήσει έγκαιρα την ανάγκη μετάγγισης αίματος στο παιδί του, που μπορεί να προκύψει ιδιαίτερα από τραυματισμό του στο παιγνίδι ή σε τροχαίο ατύχημα. Λαμβάνοντας δε υπόψη το ζήλο και την επιμονή της ενάγουσας στις νέες της θρησκευτικές δοξασίες, είναι βέβαιο πως άν διαμένει συνεχώς μαζί της ο ανήλικος γιός της θα ασπασθεί και αυτός τις δοξασίες αυτές, αφού η βούλησή του θα κατευθυνθεί έτσι λόγω της ηλικίας του, δεδομένου ότι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας συνάγεται πως τα άτομα της ηλικίας αυτής που έχουν ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη στερούνται κρίσεως και πείρας και υπόκεινται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων.

Πλαστά πτυχία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου

Με αφορμή την πρόσφατη νομική επικαιρότητα και συζήτηση σχετικά με το ζήτημα των πλαστών πτυχίων και της απάτης εις βάρος του Δημοσίου αναρτούμε την υπ’ αριθμ. 946/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία δικηγόρος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ήταν ο εξαιρετικός συνάδελφος κ. Διαμαντής Μπιλιάνης. Συγκεκριμένα έγινε δεκτό πως:

Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος, είναι δε αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος.

Έγινε, λοιπόν, δεκτό πως η τελεσθείσα απάτη είναι έγκλημα στιγμιαίο, κάτι που έχει ευνοϊκές συνέπειες τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό της ως κακουργηματικής ή πλημμεληματικής όσο και ως προς την παραγραφή.

Ολόκληρη η απόφαση είναι προσβάσιμη εδώ.

Ασφαλιστικά μέτρα επίδειξης εγγράφων

Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, Αριθ. 57/2018 (Ασφ. Μ.), ΝΒ, 2018, σελ. 1467-1470

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νόμιμου μεριδούχου κατά Τράπεζας για την επίδειξη εγγράφων σχετικών με τους κοινούς λογαριασμούς του κληρονομούμενου. Προϋποθέσεις επίδειξης εγγράφων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται επί μη εκκρεμούς δίκης ως εν προκειμένω (πρβλ. και άρθρα 450 – 452 ΚΠολΔ επί εκκρεμών δικών), για τη θεμελίωση αξιώσεως επιδείξεως εγγράφου προϋπόθεση είναι η κατοχή του εγγράφου χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξιώσεως κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος, αν, μεταξύ άλλων το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν. Οι περιπτώσεις, που προβλέπονται περιοριστικά και διαζευκτικά στην εν λόγω διάταξη, εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και είναι οι εξής: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικώς το συμφέρον αυτού αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου.

Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξιώσεως (ΕφΑΘ 2456/2002 ΕΕμιιΔ 2002. 331). Επίσης, κατά την κρατούσα τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία γνώμη, γίνεται δεκτό ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, αυτός, που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 § 1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος, ενώ μπορεί, ακόμη, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Αν στη σχετική αίτηση δεν περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά των περιστατικών, που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως, αυτή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (ΜΠρΑΘ 7533/ 2000 ΔΕΕ 2001. 284. ΜΠρΑΘ 11843/1997, ΕΤρΑξ ΧρΔ 1999. 673).

Σημειώνεται ότι, κατά την ως άνω κρατούσα γνώμη, η, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινή ρύθμιση της ως άνω διαφοράς, δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την πλήρη ικανοποίησή του, αρκετή η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνισταμένου στη γνώση του ασφαλιστέου δικαιώματος, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ εαυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού [ΑΠ 1613/ 2000 ΕλλΔνη 42. 681, ΠΠρΘ13436/1993 ΕΤρΑξ ΧρΔ 1994. 67, ΜΠρΠειρ 5768/ 2005 ΔΕΕ 2006. 775, ΜΠρΑΘ 8604/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2380/ 2003 ΕΝαυτΔ 2003. 55, ΜΠρΘ 23434/2001. Αρμ 2002. 8, ΜΠρΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001. 97. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ τ. Δ’ στο άρθρο 692 αριθ. 12 ο. 101 – 102, Κρουσταλάκης «Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ» Δ 1. 649, Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα Έκδ. 1980 ο. 321, ειδικά επί κοινού λογαριασμού: (ΜΠρΘ 9211/ 2016. ΔΕΕ 2017. 74, ΜΠρΑΘ 5271/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΟ 77/2015. ΝΟΜΟΣ)], ή διότι η επίδειξη διατάσσεται προς διασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος, λόγω της βραδύτητας της οριστικής εκδικάσεως του σχετικού αιτήματος, σε συνδυασμό και με το γεγονός της μη επελεύσεως βλάβης στον καθ’ ου από την επίδειξη του εγγράφου (…)

Ποινικές κυρώσεις για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ

Οι ποινικές ποινικές κυρώσεις για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όπως σήμερα ισχύει, έχουν ως εξής:

Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών, διοικητικό πρόστιμο χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για εκατόν ογδόντα (180) ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,1 OgA μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Στην περίπτωση αυτή η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του εξαμήνου, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου.

Εάν ο οδηγός οχήματος καταληφθεί να οδηγεί και πάλι υπό την επήρεια οινοπνεύματος εντός δύο (2) ετών από προηγούμενη παράβαση της απαγόρευσης οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του, κατά τη νέα παράβαση, είναι άνω του 1,10 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εμπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, επιβάλλεται για κάθε περαιτέρω παράβαση ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και διοικητικό πρόστιμο δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, καθώς και επιτόπου αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για πέντε (5) χρόνια, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα. Η αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού, στην περίπτωση αυτή, αρχίζει κάθε φορά από τη λήξη του χρόνου της προηγούμενης αφαίρεσης.

Στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του συνολικού χρόνου αφαίρεσης της, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής των διοικητικών προστίμων.

Εάν ο οδηγός καταληφθεί να οδηγεί υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων (200,00) ευρώ και με αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) μέχρι έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.