H ονοματοδοσία ανήλικου τέκνου συνιστά δικαίωμα, το οποίο εντάσσεται στο περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου έχει αναταθεί με δικαστική απόφαση σε έναν από τους δύο γονείς, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει σε αμφότερους, να αποφασίσουν από κοινού για το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο.
Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, για την ονοματοδοσία αποφασίζει το δικαστήριο με βασικό του γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα ή τη γνώμη των γονέων και ούτε από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι ήδη βαπτισμένοι, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του.
Το πρώτο πράγμα, το οποίο διαπιστώνει το δικαστήριο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι εάν το ανήλικο τέκνο έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο όνομα είναι αυτό που το καθορίζει και το ξεχωρίζει στον κόσμο των ανηλίκων αλλά και των ενηλίκων. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα της νομολογίας:
Το όνομα αυτό είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου το όνομα «………………», το οποίο άλλωστε αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων, ανταποκρίνεται στα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, ενώ στη χρήση του συνήθισε από την αρχή της ζωής του ο ανήλικος. (…)
κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι τα παιδιά από πολύ νωρίς ανταποκρίνονται στα ονόματα αυτά, τα οποία θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους. (…)
Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα «………..», εξαρχής από την μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό της περιβάλλον, και στη συνέχεια και στο παιδικό σταθμό, που παρακολουθεί, με συνέπεια να το έχει ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητας του. (…)
Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα «…..», στα οποία με προθυμία ανταποκρίνοντας αφού με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονται αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα «….» αντίστοιχα, θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους. (…)
Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ανήλικο τέκνο δεν έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, επιστρατεύει άλλα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτού, όπως ή ύπαρξη τυχόν προηγούμενης συμφωνίας των γονέων του, τα έθιμα της ελληνικής κοινωνίας και ο σεβασμός της ισότητας μεταξύ των γονέων. Για παράδειγμα στη νομολογία συναντάμε την εξής περίπτωση:
αποδείχτηκε ότι από τη χρονική στιγμή που οι διάδικοι έλαβαν γνώση της εγκυμοσύνης της ενάγουσας-αντεναγομένης και του φύλου του κυοφορούμενου τέκνου τους συμφώνησαν ότι αυτό θα λάμβανε το όνομα του πατέρα του εναγομένου-αντενάγοντος και θα ονομαζόταν «…..». Η κατά τα ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων έλαβε χώρα στο πλαίσιο του εθίμου, το οποίο επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και με βάση το οποίο το πρώτο τέκνο αρσενικού γένους λαμβάνει το όνομα του παππού του από την πατρική γραμμή, καθώς με τον τρόπο αυτό αφενός τιμάται ο πατέρας του συζύγου και αφετέρου υπογραμμίζεται η συνέχεια και η διαχρονικότητα της οικογένειας. (…)
Τέλος, σε σπάνιες περιπτώσεις η διαφωνία των γονέων επιλύεται από το δικαστήριο με τη δόση διπλού ονόματος.
Ευχαριστούμε θερμά τον εξαιρετικό συνάδελφο Στέλιο Κρεούζη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας τα αποτελέσματα της νομολογιακής του έρευνας.