Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού, η οποία υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου του 1989 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με τον Ν.2101/92 (ΦΕΚ Α’ 192) ’’Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού’’, αποτελεί το σημαντικότερο διεθνές κείμενο για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού.

Η θεμελιώδης αρχή της Διεθνούς Σύμβασης του Ο.Η.Ε. για τα δικαιώματα του παιδιού είναι η προάσπιση του συμφέροντος του παιδιού, το οποίο πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψιν σε όλες τις αποφάσεις που το αφορούν. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 παρ. 1 της Σύμβασης προβλέπεται ότι: «Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά, είτε αυτές λαµβάνονται από δηµοσίους ή ιδιωτικούς οργανισµούς κοινωνικής προστασίας είτε από τα δικαστήρια, τις διοικητικές αρχές ή από τα νοµοθετικά όργανα, πρέπει να λαµβάνεται πρωτίστως υπόψη το συµφέρον του παιδιού.».

Στο άρθρο 9 παρ. 1 της ως άνω Σύμβασης ορίζεται ότι: «1. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη µεριµνούν ώστε το παιδί να µην αποχωρίζεται από τους γονείς του, παρά τη θέλησή τους, εκτός εάν οι αρµόδιες αρχές αποφασίσουν, µε την επιφύλαξη δικαστικής αναθεώρησης και σύµφωνα µε τους εφαρµοζόµενους νόµους και διαδικασίες, ότι ο χωρισµός αυτός είναι αναγκαίος για το συµφέρον του παιδιού. Μια τέτοια απόφαση µπορεί να είναι αναγκαία σε ειδικές περιπτώσεις, για παράδειγµα όταν οι γονείς κακοµεταχειρίζονται ή παραµελούν το παιδί, ή όταν ζουν χωριστά και πρέπει να ληφθεί απόφαση σχετικά µε τον τόπο διαµονής του παιδιού.».

Επίσης, στην παρ. 3 του άρθρου 9 προβλέπεται ότι: «Τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωμα του παιδιού που ζει χωριστά από τους δυο γονείς του ή από τον έναν από αυτούς να διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άµεση επαφή µε τους δυο γονείς του, εκτός εάν αυτό είναι αντίθετο µε το συµφέρον του παιδιού.».

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το συμφέρον του παιδιού υπερτερεί των δικαιωμάτων που έχουν οι γονείς να διαμένουν και να διατηρούν επαφή και επικοινωνία μαζί του, καθώς επιβάλλεται ο αποχωρισμό του παιδιού από τους γονείς του ή από έναν εξ’ αυτών, όπως και η διακοπή του δικαιώματος επικοινωνίας, στις περιπτώσεις που είναι επιβλαβείς και αντίκεινται στο συμφέρον του.

Περαιτέρω, το άρθρο 10 παρ. 2 της Σύμβασης αναφέρεται στο δικαίωμα του παιδιού να διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τους γονείς ή το γονέα που διαμένει σε διαφορετικό Κράτος μέλος και να μεταβαίνει στο κράτος αυτό, ορίζοντας ότι: «Το παιδί του οποίου οι γονείς διαµένουν σε διαφορετικά Κράτη έχει το δικαίωµα να διατηρεί, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, προσωπικές σχέσεις και τακτική άµεση επαφή µε τους δύο γονείς του. Για το σκοπό αυτόν και σύµφωνα µε την υποχρέωση που βαρύνει τα Συµβαλλόµενα Κράτη δυνάµει της παραγράφου 2 του άρθρου 9, τα Συµβαλλόµενα Κράτη σέβονται το δικαίωµα που έχουν το παιδί και οι γονείς του να εγκαταλείψουν οποιαδήποτε χώρα, συµπεριλαµβανοµένης της χώρας αυτού του ίδιου του Συµβαλλόµενου Κράτους και να επιστρέψουν στη δική τους χώρα. Το δικαίωµα εγκατάλειψης οποιασδήποτε χώρας µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο µόνο των περιορισµών που ορίζει ο νόµος και που είναι αναγκαίοι για την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας υγείας και των δηµόσιων ηθών, ή των δικαιωµάτων και των ελευθεριών των άλλων, και που είναι συµβατοί µε τα υπόλοιπα δικαιώµατα που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύµβαση.».

Όσον αφορά τον σεβασμό της βούλησης και της γνώμης του παιδιού και το δικαίωμα ακρόασής του πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης που το αφορά, στο άρθρο 11 της Σύμβασης προβλέπεται ότι: «1. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη εγγυώνται στο παιδί που έχει ικανότητα διάκρισης το δικαίωµα ελεύθερης έκφρασης της γνώµης του σχετικά µε οποιοδήποτε θέµα που το αφορά, λαµβάνοντας υπόψη τις απόψεις του παιδιού ανάλογα µε την ηλικία του και το βαθµό ωριµότητάς του. 2. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει ιδίως να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να ακούγεται σε οποιαδήποτε διοικητική ή δικαστική διαδικασία που το αφορά, είτε άµεσα είτε µέσω ενός εκπροσώπου ή ενός αρµόδιου οργανισµού, κατά τρόπο συµβατό µε τους διαδικαστικούς κανόνες της εθνικής νοµοθεσίας.».

Ασκούμενη Δικηγόρος

Ελευθερία Αγγελούδη

Σχολιάστε