Ne bis in idem: Η περίπτωση των αλλοδαπών εισαγγελικών διατάξεων

Το προηγούμενο έτος το γραφείο μας απασχολήθηκε έντονα με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει, πως «Κανένας δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».

Ένα από τα ζητήματα, που αντιμετωπίσαμε νομολογιακά, αφορά στην αντιμετώπιση των αλλοδαπών εισαγγελικών διατάξεων. Συγκεκριμένα, τέθηκε το ζήτημα αν η μια οριστική και μη υποκείμενη σε αναθεώρηση αλλοδαπή εισαγγελική διάταξη συνιστά “αθώωση με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου”.

Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 1640/2018 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών η απόρριψη της έγκλησης ως μη νόμιμης ή ανεπίδεκτης δικαστικής εκτιμήσεως, εφόσον η απορριπτική διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα να απορρίψει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 κάθε νέα καταγγελία κατά του ίδιου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωσή τους, με συνέπεια τη δημιουργία περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου, που ισχύει κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης της ποινικής δίωξης και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της άσκησης ποινικής δίωξης (Μπουρόπουλος ΕρμΚΠοινΔ άρθρ. 47 σ. 66, ΑΠ1995/2004 ΠΧ ΝΕ 730, 2004/2002 αδημ. Σκέψη, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠοινΔ άρθρ. 47 σ. 91).

Η διάταξη αυτή αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα, παράγει οιονεί δεδικασμένο και δεν καλύπτεται από την αρχή ne bis in idem, υπάρχει δε η δυνατότητα ανάσυρσής της όταν προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της (ΠλημΑΘ 2774/2014, ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1995/2004 ΠοινΧρ 2005,730).

Επίσης αναφέρεται στο εν λόγω Βούλευμα πως “υφίσταται πράγματι ταυτότητα πράξεως και κατηγορουμένου, πλην όμως, εν προκειμένω, κατετέθησαν από τους εγκαλούντες στις δικαστικές αρχές της χώρας μας νέα στοιχεία, που δεν είχαν ληφθεί υπόψιν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα της Ρουμανίας, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης και οδήγησαν, κατ’ άρθ. 47 παρ. 3 και 43 παρ. 5 στην ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο και στην άσκηση της υπό κρίση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, δικονομική δυνατότητα που δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων μας (βλ. ad hoc ΣυμβΠλημΑΘ 2774/2014).”

Έτσι, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όπου προβλήθηκε την πλευρά της υπεράσπισης (εν περιλήψει) η κάτωθι επιχειρηματολογία:

  • Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμό 1/2011 απόφασή Του (Α’ Τακτική Ποινική Ολομέλεια) έκρινε, ότι «η διάταξη αυτή αποτελεί εξειδίκευση της γενικότερης αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, που περιέχεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 69Α του κεφαλαίου 4 με τίτλο «Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις», που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Και είναι μεν αληθές, ότι με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 69Α ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λαμβάνουν μέτρα, που αφορούν «τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών, για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών», αλλά για το ειδικότερο θέμα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, που προβλέπεται στον ισόκυρο, κατά τα προλεχθέντα, με την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Χάρτη, δεν απαιτείται προφανώς η θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, αφού η διάταξη του άρθρου 50 του τελευταίου (του Χάρτη) είναι σαφής και πλήρης και αμέσως εφαρμόσιμη, όπως το τελευταίο προκύπτει από το άρθρο 51 §1 του Χάρτη, οι δε προϋποθέσεις εφαρμογής της μπορούν να συναχθούν από την αυτόνομη ερμηνεία της».

  • Στην απόφαση υπ’ αρίθμ, C-398/12 του ΔΕΕ αναφέρεται ρητά, στην παρ. 40, πως: «Εν προκειμένω, η δυνατότητα επαναλήψεως της ανακριτικής διαδικασίας λόγω νέων αποδείξεων, όπως προβλέπεται στα άρθρα 246 έως 248 ΚΠΔ [ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναφέρεται στο βελγικό δίκαιο, όπως προκύπτει και από τις παραγράφους 9-13], δεν μπορεί να αναιρέσει τον αμετάκλητο χαρακτήρα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεως περί παύσεως της ποινικής διώξεως. Η δυνατότητα αυτή δεν αποτελεί, βεβαίως, «έκτακτο ένδικο μέσο», υπό την έννοια της ανωτέρω νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά συνεπάγεται την κατ’ εξαίρεση κίνηση, βάσει διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων, μιας χωριστής διαδικασίας και όχι την απλή συνέχιση της διαδικασίας που έχει ήδη ολοκληρωθεί. Εξάλλου, δεδομένης της ανάγκης να ελέγχεται αν τα στοιχεία που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν την επανάληψη της διαδικασίας είναι πράγματι καινούρια στοιχεία, κάθε νέα διαδικασία που στηρίζεται σε αυτή τη δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να κινηθεί μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίο εκδόθηκε η επίμαχη διάταξη».

  • Σύμφωνα με τον Τζαννετή (Τζαννετής Αριστομένης, Περιορισμένο εθνικό και απεριόριστο ευρωπαϊκό δεδικασμένο: Με αφορμή την απόφαση Μ. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5.6.2014, C-398/12, ΠοινΧρον 2015, σελ. 166), «Το εάν ένα αποδεικτικό είναι «νέο» ή διαφορετικό σε σχέση με τα ήδη ληφθέντα υπόψη μπορεί να κριθεί αξιόπιστα μόνο υπό την οπτική γωνία του Κράτους που έχει εκδώσει την πρώτη απόφαση. Διαφορετικά ο κατηγορούμενος εκτίθεται στον κίνδυνο απεριόριστων νέων διώξεων σε καθένα από τα υπόλοιπα Κράτη Μέλη, στα οποία αποκτώνται μεταγενεστέρως νέες αποδείξεις. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και αν αποβλέψουμε στην κατοχυρωμένη μέσω του άρθρου 50 του Χάρτη ελευθερία κινήσεως εντός του χώρου της ΕΕ, η οποία θα περιοριζόταν ανεπίτρεπτα αν ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να παραμένει εντός των συνόρων της χώρας που εξέδωσε την απόφαση που αναστέλλει τη δίωξη λόγω ανεπάρκειας των ενδείξεων ενοχής, φοβούμενος την υπαγωγή του στην ποινική δικαιοδοσία ενός άλλου Κράτους.

(…)

Ελλείψει δικαιοδοσίας τα λοιπά Κράτη οφείλουν απλώς να διαβιβάζουν στο πλαίσιο της διαρκώς ενισχυόμενης διακρατικής συνεργασίας τα νέα στοιχεία, που τυχόν συγκεντρώνουν, στο κράτος που έχει επιληφθεί πρώτο και μόνο αυτό μπορεί εφεξής να αξιολογήσει αν τα διαβιβαζόμενα στοιχεία είναι πράγματι νέα και αν επί τη βάσει αυτών πρέπει να συνεχισθεί η ανασταλείσα ποινική διαδικασία».

  • Tο υπ’ αρίθμ. 2774/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, του οποίου είχε γίνει επίκληση στο υπ’ αριθμ. 1640/2018 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διαφέρει ουσιωδώς από την κρινόμενη περίπτωση, αφενός, επειδή δεν προκύπτει, πως η διενεργηθείσα από την Γερμανική Εισαγγελία έρευνα αφορούσε στα ίδια πραγματικά περιστατικά, και αφετέρου, επειδή η διενεργηθείσα από την Γερμανική Εισαγγελία έρευνα αφορούσε σε ουσιωδώς διαφορετικά εγκλήματα, τα οποία στέφονταν κατά διαφορετικών εννόμων αγαθών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εν λόγω βούλευμα, «…από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι στον προσφεύγοντα είχε υποβληθεί έγκληση για το αδίκημα του άρθρου 299 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στο Τμήμα 26 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα που αφορά στα αδικήματα κατά του ανταγωνισμού (άρθρα 298 έως 302), φέρει τίτλο «ενεργητική και παθητική δωροδοκία σε εμπορικές υποθέσεις», αφορά στη δωροδοκία υπαλλήλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, που πλήττουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό και διώκεται κατ` έγκληση (άρθρο 301 παρ. 1), εκτός εάν η Εισαγγελία κρίνει απαραίτητη για το δημόσιο συμφέρον την αυτεπάγγελτη δίωξη, κάτι που δεν προκύπτει από την υπό κρίση διάταξη ότι συνέβη. Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει από την ως άνω εισαγγελική διάταξη ότι η διενεργηθείσα έρευνα από τον Εισαγγελέα του Κίελου αφορά στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά για τα οποία κατηγορείται ο προσφεύγων στην Ελλάδα, το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες σε βάρος του, στη Γερμανία, αφορά σε τελείως διαφορετικό αδίκημα από την παθητική δωροδοκία που του αποδίδεται, στην Ελλάδα, φέροντας την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η τελευταία αυτή δωροδοκία μάλιστα προβλέπεται από τα άρθρα 331 έως 335 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, που βρίσκονται στο 30ο Τμήμα αυτού και αφορά στα αδικήματα περί την υπηρεσία, που διώκονται αυτεπάγγελτα. Επομένως, με τα αδικήματα αυτά (των άρθρων 299 και 331 επ. του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα) πλήττονται διαφορετικά έννομα αγαθά, υφίσταται μεταξύ τους αληθινή κατ` ιδέαν συρροή και δεν κωλύεται η άσκηση ποινικής δίωξης στην Ελλάδα κατά του κατηγορούμενου για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, που αφορά σε εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία ακόμη και αν είχε εκδοθεί απαλλακτική απόφαση κατ` αυτού για το αδίκημα της εμπορικής δωροδοκίας που στρέφεται κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έχει τεθεί στο αρχείο με διάταξη η ποινική δικογραφία σε βάρος του. Και τούτο διότι, στην περίπτωση της κατ` ιδέαν συρροής, κατά την οποία με την αυτή ενέργεια του δράστη τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παρ. 2 ΠΚ), το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και συνεπώς δεν κωλύει τη νέα δίωξη για την κατ` ιδέαν προς την πρώτη αληθώς συρρέουσα και μη κριθείσα άλλη αξιόποινη πράξη, έστω και αν ένα από τα περισσότερα στοιχεία της τελευταίας πράξεως απετέλεσε συγχρόνως στοιχείο του ήδη κριθέντος εγκλήματος (ΑΠ Ολ 1110/1982 ΠοινΧρ 1983, 379, ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 19/2007 ΠοινΧρ 2007, 915). Άλλωστε, ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να διωχθεί στη Γερμανία για το γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα που έχει τελέσει ως υπάλληλος στην Ελλάδα σε Βάρος του Ελληνικού Δημοσίου». Τα παραπάνω, όπως είναι προφανές, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή που υπάρχει ταυτότητα πράξεως και κατηγορουμένου.

  • Στην υπ’ αρίθμ. C-261/09 του ΔΕΕ στις παρ. 38 και 39 αναφέρεται ρητά πως: «Συναφώς, δεν μπορεί να επαφίεται στην κρίση των δικαστικών αρχών κάθε κράτους μέλους να ερμηνεύσουν βάσει του εθνικού τους δικαίου την έννοια των «ίδιων πράξεων» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου. Πράγματι, από την απαίτηση ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι, καθόσον η ως άνω διάταξη δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την ως άνω έννοια, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-66/08, Kozłowski, Συλλογή 2008, σ. I-6041, σκέψεις 41 και 42). Αποτελεί επομένως αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία, λόγω της ιδιότητάς της αυτής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως οποιουδήποτε δικαστηρίου έχει επιληφθεί σχετικής διαφοράς, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον τίτλο VII του πρωτοκόλλου αριθ. 36 της ΣΛΕΕ, σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Πρέπει να επισημανθεί ότι και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ περιέχεται η αντίστοιχη έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών». Στο πλαίσιο αυτό, ο εν λόγω όρος ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι αφορούσε μόνο το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και περιελάμβανε ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω πραγματικών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, C- 436/04, Van Esbroeck, Συλλογή 2006, σ. I-2333, σκέψεις 27, 32 και 36, καθώς και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-150/05, Van Straaten, Συλλογή 2006, σ. I-9327, σκέψεις 41, 47 και 48)».

  • Στην παρ. 33 της υπ’ αρίθμ. C-467/04 αποφάσεως του ΔΕΕ αναφέρεται ρητά, πως «Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αμετάκλητης αποφάσεως συμβαλλομένου κράτους που εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως και με την οποία κατηγορούμενος απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη».

  • Επισημαίνεται πως εξαιτίας των παραπάνω δημιουργείται και απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ, αφού παραβιάζονται διατάξεις, που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο. Άλλωστε, η μη δίωξη του κατηγορουμένου για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο, συνιστά υπερασπιστικό του δικαίωμα, το οποίο ρητά προβλέπεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο «Κανένας δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».-

  • Μάλιστα, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-ΕΔΔΑ, στην απόφασή του Sergey Zolotukhin v. Russia (Μείζονα Σύνθεση, 14939/03, 10 Φεβρουαρίου 2009, παρ. 79) συγκαταλέγει το άρθρο 50 του Χάρτη στα διεθνή κείμενα, που θεμελιώνουν την αρχή ne bis in idem και θεμελιώνουν υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, ως γνωστόν το δεδικασμένο αποτελεί «αρνητική δικονομική προϋπόθεση» για την κίνηση της ποινικής δίωξης. Το παραπάνω προκύπτει ρητά από το άρθρο 310 παρ. 1 εδάφιο γ’, σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση που συντρέχει δεδικασμένο ή δεν υπάρχει η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια που απαιτείται για τη δίωξη (άρθρ. 55), το Συμβούλιο κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη». Επομένως, είναι σαφές, πως εν προκειμένω δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1β’ ΚΠΔ, αφού παραβίαζονται διατάξεις που αφορούν στην «κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα» (ίδετε Λυμπερόπουλος Λ., Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξη, 2008, σελ. 80-81).-

Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω επιχειρηματολογία η υπ’ αριθμ. 1665/2019 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, δικαίωσε τον κατηγορούμενο κρίνοντας τα εξής:

Το προαναφερθέν άρθρο 50 του Χάρτη μετά την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, τυγχάνει εφαρμογής και επί αποφάσεων μίας δημόσιας αρχής που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός της οικείας έννομης τάξεως, όπως είναι η Εισαγγελία συμβαλλόμενου κράτους, με τις οποίες παύει αμετάκλητα η ποινική δίωξη σε ένα κράτος μέλος, έστω και αν αυτές λαμβάνονται χωρίς την παρέμβαση Δικαστηρίου και δεν έχουν τη μορφή δικαστικής απόφασης. Τούτο διότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή διακηρύσσεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, σε διαδικασίες που οδηγούν εξάλειψη της δυνατότητας άσκησης δίωξης και διεξήχθησαν σε άλλο κράτος μέλος χωρίς την παρέμβαση Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση να μην απαιτεί ούτε η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους παρόμοια παρέμβαση Δικαστηρίου (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, υπόθεση C-486/14, Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 11ης Φεβρουάριου 2003, υπόθεση C-187 και C-385/01, σκέψεις 28, 34 και 38, ιστοσελίδα curia.europa.eu). Προκειμένου να κριθεί αν μία διάταξη αποτελεί απόφαση με την οποία κάποιος δικάζεται αμετάκλητα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει να εξακριβώνεται αν η διάταξη αυτή εκδόθηκε κατόπιν εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, υπόθεση C-486/14, οπ.π.). Τέλος, η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας λόγω νεώτερων ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένης της ανάγκης να ελέγχεται αν τα στοιχεία που προβάλλονται είναι πράγματι καινούρια στοιχεία, κάθε νέα διαδικασία που στηρίζεται σε αυτή τη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να κινηθεί μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η επίμαχη διάταξη (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, υπόθεση C-398/12, ιστοσελίδα curia.europa.eu).

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Μ.Δ.Ε. Ποινικού Δικαίου

Σχολιάστε