Η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη είναι η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων κατηγορίας, διαδικασία η οποία ρυθμίζεται προεχόντως από το άρθρο 226Α ΚΠΔ. Το άρθρο αυτό εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη υπό την επιρροή πλήθους διεθνών νομικών κειμένων, τα οποία δεν αφομοιώθηκαν πάντοτε με επιτυχία από τον Έλληνα νομοθέτη.

Συνοπτικά, στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 ξεκίνησε η εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού του Ο.Η.Ε., η οποία κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 2101/1992. Στις 18 Ιανουαρίου 2002 τέθηκε σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία, το οποίο κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 3625/2007.

Στο άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού καταγράφεται πως τα Κράτη Μέρη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των παιδιών-θυμάτων μεταξύ άλλων: αναγνωρίζοντας την ευπάθεια των παιδιών-θυμάτων και προσαρμόζοντας τις διαδικασίες για την αναγνώριση των ιδιαίτερων αναγκών τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ιδιαίτερες ανάγκες τους ως μαρτύρων, ενημερώνοντας τα παιδιά-θύματα για τα δικαιώματά τους, τον ρόλο τους και το πλαίσιο, τον χρόνο και την πρόοδο της διαδικασίας και την έκβαση των υποθέσεών τους, προστατεύοντας, ως αρμόζει, την ιδιωτική ζωή και την ταυτότητα των παιδιών-θυμάτων. Τονίζεται, όμως, παράλληλα πως καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να θίγει ή να είναι ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη και αμερόληπτη δίκη.

Με βάση τα παραπάνω ο Έλληνας νομοθέτης έκρινε πως ήταν επιβεβλημένο να προβεί σε ριζικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι με το τρίτο άρθρο του νόμου 3625/2007 προστέθηκε το άρθρο 226Α για πρώτη φορά στον ΚΠΔ, ενώ έγιναν και άλλες τροποποιήσεις στην ημεδαπή νομοθεσία προκειμένου να ληφθούν μέτρα προστασίας των ανηλίκων.

Το 2007 υπεγράφη από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Lanzarote η Σύμβαση για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 3727/2008, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 226Α ΚΠΔ, αφού η χώρα μας ανέλαβε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τον τρόπο διεξαγωγής των συνεντεύξεων με ανηλίκους.

Λίγα χρόνια αργότερα η Οδηγία 2012/29/ΕΕ συστηματοποίησε τους κανόνες για την προστασία των θυμάτων κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας1 και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 4267/2014, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 226Α του ΚΠΔ. Επειδή, όμως, κρίθηκε πως η εφαρμογή των προστατευτικών για τα ανήλικα θύματα προβλέψεων της Οδηγίας δεν εφαρμόστηκε στην πράξη2 με την αναμενόμενη επιτυχία ο Έλληνας νομοθέτης επανήλθε ψηφίζοντας τον νόμο 4478/2017, ο οποίος μεταξύ άλλων τροποποίησε εκ νέου το άρθρο 226Α ΚΠΔ φιλοδοξώντας να αποτρέψει την περαιτέρω θυματοποίηση των παιδιών κατά τη διερεύνηση των σε βάρος τους διαπραχθέντων ποινικών αδικημάτων.

Μετά, λοιπόν, από την πλέον πρόσφατη τροποποίησή του, η οποία έλαβε χώρα με τον ν. 4478/2017 το άρθρο 226Α ΚΠΔ έχει ως εξής:

«1. Κατά την εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/ 2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγµατογνώµων, ειδικά εκπαιδευµένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ή που περιλαµβάνεται στον πίνακα πραγµατογνωµόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασµένους και προσαρµοσµένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και µε όσο το δυνατόν περιορισµένο αριθµό συνεντεύξεων.

2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιµάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόµενος προς τούτο µε τους προανακριτικούς υπαλλήλους και µε τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιµοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές µεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση µε τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος µπορεί να συνοδεύεται από τον νόµιµο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού µε αιτιολογηµένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων ή ανάµειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώµενη πράξη.

3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.

4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως.

5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.

6. Η διάταξη του άρθρου 239 §2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών.».

Οι βασικές ρυθμίσεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ

Βασικός στόχος του άρθρου 226Α ΚΠΔ είναι η προστασία του ανηλίκου- θύματος σεξουαλικής κακοποίησης και η εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από συναισθήματα κατάθεσης3. Όπως προκύπτει και από το Κεφ. Α1 παρ. 4 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3625/2007 η παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου κατά την εξέταση του παιδιού έχει ως σκοπό τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας4, προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση. Η ακολουθούμενη διαδικασία, λοιπόν, στοχεύει στην εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα κατάθεσης των ανηλίκων θυμάτων5, αλλά και στην αποτροπή του περαιτέρω ηθικού τραυματισμού του φερόμενου ως παθόντος ανηλίκου6.

Όσον αφορά στην παρουσία τρίτων προσώπων, κατά τη διάρκεια αποκλειστικά της εξέτασης -και όχι της προετοιμασίας7– του ανηλίκου, η παράγραφος δύο του άρθρου 226Α ΚΠΔ επιτρέπει την παρουσία του κηδεμόνα του ανήλικου θύματος εκτός κι αν με απόφαση του ανακριτή αυτό απαγορευτεί για σπουδαίο λόγο, όπως είναι η ανάμιξη του κηδεμόνα στην υπόθεση ή η ύπαρξη μιας κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων. Η ρύθμιση αυτή, αν και σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει εύλογη, είναι προβληματική, καθώς οι κηδεμόνες των ανηλίκων είναι εξαιρετικά πιθανόν να έχουν ήδη ακούσει μια πρώτη αφήγηση των γεγονότων από τoν ανήλικο, με αποτέλεσμα έστω και άθελα τους να έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες, που θα εμποδίσουν την απολύτως ελεύθερη εξιστόρηση των γεγονότων από τον ανήλικο. Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί πως θα ήταν προτιμότερο οι ανήλικοι να εξετάζονται χωρίς την παρουσία άλλων προσώπων και ειδικά των προσώπων εκείνων, τα οποία εκ του ρόλου τους έχουν εξουσία επάνω τους8. Η συγκεκριμένη, όμως, νομοθετική επιλογή αποτέλεσε διεθνή υποχρέωση της χώρας μας9.

Αντίθετα, η παρουσία του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου κατά την διαδικασία της εξέτασης αποκλείεται σε κάθε περίπτωση. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει ευθέως από την γενική διάταξη του άρθρου 97 παρ.1 ΚΠΔ, από την οποία προβλέπεται εξαίρεση μονάχα στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 219 ΚΠΔ10. Επιπλέον αποκλείεται και η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου εκ μέρους του κατηγορουμένου. Η απαγόρευση αυτή, όπως δέχεται και η νομολογία11, προκύπτει ρητά από το γράμμα του άρθρου 226Α σύμφωνα με το οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 204-208 ΚΠΔ περί πραγματογνωμοσύνης.

Παρότι, δηλαδή, στο ίδιο το άρθρο γίνεται χρήση του όρου πραγματογνωμοσύνη γίνεται, επίσης, ρητή μνεία πως οι διατάξεις των άρθρων 204-208 Κ.Π.Δ. δεν εφαρμόζονται. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ειδική διαδικασία, διαφοροποιημένη από τις συνήθεις ρυθμίσεις του ΚΠΔ. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι το προϊόν της εργασίας του πραγματογνώμονα χαρακτηρίζεται από τον νομοθέτη ως “έκθεση” και όχι ως γνωμοδότηση, όπως στο άρθρο 198 ΚΠΔ.

Έτσι, η δυνατότητα του κατηγορουμένου να θέτει ερωτήσεις στον ανήλικο περιορίζεται μονάχα στην περίπτωση της παραγράφου πέντε του άρθρου 226Α ΚΠΔ12. Σύμφωνα με αυτή, αφού η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την συμπληρωματική εξέταση του ανηλίκου, στον οποίον θα τεθούν πρόσθετες ερωτήσεις μέσω του ανακριτικού υπαλλήλου. Η ικανοποίηση, όμως, του αιτήματος αυτού βρίσκεται, σαφώς, στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, ο μοναδικός τρόπος για να ελεγχθεί η αμεροληψία και η επιστημονική ορθότητα της εξέτασης του ανήλικου είναι η καταγραφή της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Μέχρι την τροποποίηση, που επέφερε ο νόμος 4478/2017, η διαδικασία αυτή ετίθετο ως δυνατότητα και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο κατηγορούμενος καλείτο να εμπιστευτεί τυφλά την έγγραφη αποτύπωση της κατάθεσης του ανηλίκου, η οποία γίνεται με ευθύνη των ανακριτικών οργάνων.

Επισημαίνεται, πάντως, πως η παράγραφος 4 του άρθρου 226Α ΚΠΔ δεν τροποποιήθηκε, όπως ήταν απαραίτητο, προκειμένου να προβλέπει ρητά πως και η προβολή της βιντεοσκοπημένης κατάθεσης του ανηλίκου στο ακροατήριο είναι υποχρεωτική. Τέτοια, όμως, είναι η ενδεδειγμένη ερμηνεία της εν λόγω παραγράφου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η νομοθετική πρόβλεψη περί υποχρεωτικής βιντεοσκόπησης της κατάθεσης του ανηλίκου θα ήταν άνευ νοήματος.

Εξάλλου, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αναπαραγωγή κατά την διάρκεια της δίκης της βιντεοσκοπημένης εξέτασης του μάρτυρα θεωρείται πως επιτρέπει στο δικαστήριο και στον κατηγορούμενο να παρατηρήσουν την συμπεριφορά του μάρτυρα και να σχηματίσουν την δική τους άποψη για την αξιοπιστία του. Η άποψη αυτή πέρα από τις αποφάσεις D.T. v. The Netherlands13, Rosin v. Estonia14 και González Nájera v. Spain15, εντοπίζεται και σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΔΑ16, οι οποίες δεν σχετίζονται με την εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων, οι οποίοι είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.

Όσον αφορά στον αριθμό των διενεργούμενων συνεντεύξεων με τον ανήλικο επισημαίνεται από τη νομολογία πως πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη μέριμνα από τον ανακριτή, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε επιπλέον εξέταση του ανηλίκου, που φέρεται ως θύμα, προκειμένου να αποφεύγεται η περαιτέρω θυματοποίησή του και η πρόκληση δυσμενών συνεπειών στην ψυχοσύνθεσή του17. Αυτό επιτάσσει, άλλωστε, και η σύμφωνη με το δίκαιο της Ε.Ε. ερμηνεία των νόμων, αφού η αποφυγή περιττών εξετάσεων του ανηλίκου αποτελεί ξεκάθαρο σκοπό της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιττή μια επιπλέον εξέταση, εφόσον είναι αναγκαία για την αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας18.

Τέλος, ο ρόλος των προσώπων, που θα εξετάσουν τον ανήλικο μάρτυρα είναι εξαιρετικά σημαντικός, καθώς η ενδεχόμενη έλλειψη επαγγελματισμού και κατάρτισης εκ μέρους τους ενδέχεται όχι μόνο να επιβαρύνουν συναισθηματικά τον ανήλικο, αλλά να καθοδηγήσουν την κατάθεσή του19 και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της. Και στον τομέα αυτό είναι άκρως σημαντική η μεταρρύθμιση, που επέφερε ο νόμος 4478/2017, αφού πλέον η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου, ο οποίος φέρει σαφώς περισσότερα εχέγγυα για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας και την αποφυγή καθοδηγητικών ερωτήσεων και γενικότερα της χρήσης ακατάλληλων μεθόδων.

Η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ

Αρκετές από τις επιλογές του Έλληνα νομοθέτη δεν βρίσκονται σε αρμονία με την σχετική, πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνοπτικά, αναφέρεται πως μια σημαντική παραδοχή του ΕΔΔΑ, η οποία εμφανίστηκε τόσο στην υπόθεση Vronchenko v. Estonia20 όσο και στην υπόθεση Rosin v. Estonia21, είναι πως εφόσον οι εθνικές αρχές ήταν σε θέση να διαπιστώσουν πως ο ανήλικος μάρτυρας δεν θα μπορεί να εξεταστεί στο ακροατήριο, θα πρέπει να μεριμνούν ώστε ο κατηγορούμενος να έχει την ευκαιρία να τον εξετάσει στην προδικασία.

Μάλιστα, προ της αποφάσεως Al-Khawaja and Tahery22 το ΕΔΔΑ είχε νομολογήσει πως ο ανήλικος μάρτυρας θα έπρεπε να είχε εξεταστεί με έναν τρόπο, που να αποτελεί το λειτουργικό ισοδύναμο της κλασικής εξέτασης μαρτύρων23. Μετά την απόφαση Al-Khawaja and Tahery, όμως, το ΕΔΔΑ σε σειρά αποφάσεών του έκανε δεκτό πως είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά οι ανέλεγκτες μαρτυρικές καταθέσεις των ανηλίκων μαρτύρων, εφόσον λαμβάνονται επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για την διασφάλιση της αξιοπιστίας τους και συγκεκριμένα αν οι ανήλικοι έχουν εξεταστεί από ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι έχουν αποφανθεί επί της αξιοπιστίας τους24.

Η νομολογία αυτή, η οποία ερμηνεύει το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας αυστηρά λειτουργικά, δεν έχει ακόμα επικρατήσει ολοκληρωτικά25. Ακόμα, όμως, κι αν επικρατήσει, πρέπει να επισημανθεί πως η διαδικασία στην οποία αναφέρεται το ΕΔΔΑ ουδεμία σχέση έχει με την διαδικασία, που ακολουθείται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226Α ΚΠΔ, αφού καθ’ ημάς δεν προβλέπεται κάποια διαδικασία ελέγχου της αξιοπιστίας του ανηλίκου.

Κριτική και προτάσεις

Σύμφωνα με τον Γ. Τριανταφύλλου ο βασικός ποιοτικός δείκτης μιας δικαστικής απόφασης καθορίζεται από την τήρηση αφενός της αρχής της αμεσότητας και αφετέρου της αρχής της υπεράσπισης, της δυνατότητας, δηλαδή, του κατηγορουμένου να αντιπαρατεθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσο στο ακροατήριο26.

Εκκινώντας από την βάση αυτή, επισημαίνουμε πως η βασική κριτική που ασκείται στις διατάξεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ αφορά στον υπερβολικό περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος δεν έχει σε κανένα στάδιο της ποινικής δίκης την ευκαιρία να εξετάσει τον ανήλικο μάρτυρα, ενώ ακόμα και ο συνήγορος του δεν έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί την εξέταση του ανηλίκου και να υποβάλει συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ερωτήσεις, όταν αυτό είναι αναγκαίο27. Εξάλλου, η πρόβλεψη για την δυνατότητα συμπληρωματικής εξέτασης δεν επιλύει το πρόβλημα, αφού η αποδοχή ή μη του αιτήματος βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Χαρακτηριστική είναι η σχετική έκθεση που συνέταξε η Β’ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής (τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων) επί του νόμου 3625/2007, με το οποίο, όπως αναφέραμε ανωτέρω, εισήχθη το άρθρο 226Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα διατυπώνεται η άποψη πως σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου για εξέταση του μάρτυρα είναι δυνατόν να προκύψουν ζητήματα συμβατότητας με το άρθρο 6 §3 εδ. Δ της ΕΣΔΑ.

Σε επίπεδο θεωρίας ο Χαραλαμπάκης επισημαίνει πως με τον αποκλεισμό της δυνατότητας εξέτασης του ανηλίκου προκύπτουν μεγάλες δυσχέρειες στην προσπάθεια για την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας, καθώς χωρίς τις εκατέρωθεν παρεμβάσεις και παρατηρήσεις δεν είναι δυνατόν να σχηματιστεί ασφαλής εικόνα για τα ερευνώμενα γεγονότα28. Επίσης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ηπιότερα μέσα προκειμένου να προστατευτούν ψυχικά οι ανήλικοι μάρτυρες, όπως η διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών και η υποβολή των ερωτήσεων σε αυτούς μόνο διά του προεδρεύοντος29.

Η Διονυσοπούλου θεωρεί την συγκεκριμένη διάταξη αντίθετη με την νομολογία του ΕΔΔΑ30. Ομοίως, ασυμβίβαστη με την νομολογία του ΕΔΔΑ χαρακτηρίζεται η διάταξη και από τον Γιανακούρα31. Ο Χριστόπουλος εστιάζει την κριτική του στον αποκλεισμό όχι μόνο του κατηγορουμένου, αλλά και του συνηγόρου του από την εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα32, ενώ ο Α. Τριανταφύλλου αναφέρει πως η απαγόρευση διορισμού τεχνικού συμβούλου οδηγεί σε δυσανάλογο περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων33.

Καταγράφεται, πάντως, πως μέρος της θεωρίας φαίνεται να έχει υιοθετήσει την άποψη πως η εισαγωγή του άρθρου 226Α στον ΚΠΔ με την συγκεκριμένη του μορφή αποτελούσε υποχρέωση της χώρας μας προερχόμενη από διεθνείς συμβάσεις34. Ουδέποτε, όμως, ανέλαβε ο Έλληνας νομοθέτης την υποχρέωση να απαγορεύσει την εξέταση του ανήλικου μάρτυρα από τον κατηγορούμενο με κάθε μέσο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.

Με βάση όλα τα παραπάνω το άρθρο 226Α ΚΠΔ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να δίνεται η ευκαιρία στον κατηγορούμενο να συμμετέχει στην εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα, μέσω του συνηγόρου ή του τεχνικού του συμβούλου, προκειμένου αφενός να διασφαλίζεται η ορθότητα και αντικειμενικότητα της διαδικασίας και αφετέρου να προβάλλεται αποτελεσματικά η θέση της υπεράσπισης μέσω και της αμφισβήτησης των αντίθετων προς αυτή ισχυρισμών. Με τον τρόπο αυτό ο περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει τον ανήλικο μάρτυρα θα εξισορροπείται αποτελεσματικά, αφού θα έχει στην διάθεσή του μια πραγματικά λειτουργικά ισοδύναμη δυνατότητα.

Επιπλέον, είναι απαραίτητο το δικάζον δικαστήριο και ο κατηγορούμενος να έχουν πρόσβαση στο ακριβές περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα, ώστε αφενός να παρατηρούν τις πάσης φύσεως αντιδράσεις του και αφετέρου να ελέγχουν αν τέθηκαν στον ανήλικο καθοδηγητικές ερωτήσεις και αν παρερμηνεύτηκαν ή αποτυπώθηκαν εσφαλμένα τα λόγια και οι ενέργειές του.

Επομένως, η υποχρεωτική βιντεοσκόπηση και προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου μάρτυρα είναι επιβεβλημένη τόσο ως ασφαλιστική δικλείδα υπέρ του κατηγορουμένου για την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών όσο και ως, μερική έστω, ικανοποίηση των επιταγών, που απορρέουν από την αρχή της αμεσότητας.

1 Η εν λόγω Οδηγία αντικατέστησε την Απόφαση-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ.

2 Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πως οι διατάξεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ για την προστασία των ανηλίκων είχαν παραμείνει «ανεφάρμοστες» στην πράξη. Η διαπίστωση αυτή προκαλεί απορία εξαιτίας της γενικής διατύπωσης, αφού είναι γνωστό πως το άρθρο 226Α ΚΠΔ για την εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων εφαρμόστηκε στην πράξη, ενώ υπάρχει και σχετική νομολογία.

3 ΕφΑθ(ΜΟΔ) 83/2009 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

4 Βλ. την εισηγητική έκθεση του νόμου 3625/2007 σχετικά.

5 ΑΠ 928/2012 (ΤΝΠ ΔΣΑ).

6 ΜΟΕΑθ 381-383, 410-413 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

7 Κατά την προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση του ως μάρτυρα δεν μπορεί αυτός να συνοδεύεται από κανέναν, διότι η παρουσία άλλου ατόμου κατά το χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής καταστρατηγεί τον σκοπό του νόμου, επιφέροντας τα αντίθετα αποτελέσματα, εξ ου και ρητά αποκλείστηκε η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204-208 ΚΠΔ περί των τεχνικών συμβούλων. Βλ. σχετικά ΕφΔωδ 8/2014 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

8 S.l. Ceci, D.F. Ross, M.P. Toglia, Perspectives on Children’s Testimony, Springer-Verlag New York Inc., 1989, σελ. 195.

9 Συγκεκριμένα με την Σύμβαση του Lanzarote ο εθνικός νομοθέτης υποχρεώθηκε ρητά να επιτρέπει στον ανήλικο μάρτυρα να συνοδεύεται από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του κατά την διαρκεια της εξέτασής του.

10 «Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων, εκτός αν πρόκειται για την περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 219.»

11 ΣυμβΠλημμΡοδ 222/2012 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

12 Σημειώνεται πως η εν λόγω νομοθετική επιλογή δεν αποτέλεσε απόρροια των διεθνών δεσμεύσεων, που έχει αναλάβει η χώρα μας, καθώς από την μελέτη των σχετικών νομικών κειμένων προκύπτει πως σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύεται η έμμεση εξέταση του ανηλίκου από τον κατηγορούμενο, μέσω τρίτων προσώπων.

13 D.T. v. The Netherlands, Application no. 25307/10, παρ. 50.

14 Rosin v. Estonia, Application no. 26540/08, παρ. 62.

15 González Nájera, Application no. 61047/13, παρ. 54.

16 Case of Chmura v. Poland, Application no. 18475/05, παρ. 50.

17 Διάταξη Ανακριτή ΠλημμΡεθ 158/2014 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

18 Σύμφωνα με την Σύμβαση του Lanzarote o αριθμός των συνεντεύξεων είναι όσο το δυνατό πιο περιορισμένος και όσο ακριβώς χρειάζεται για το σκοπό των ποινικών διαδικασιών. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν απαγορεύεται η επανάληψή τους, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας.

19 Καθοδηγητική είναι η ερώτηση, η οποία ενδεικνύει εμμέσως την επιθυμητή απάντηση ή λαμβάνει ως δεδομένα τα γεγονότα, για την διαλεύκανση των οποίων εξετάζεται ευθύς εξαρχής ο μάρτυρας. Η εξέταση με την χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων μπορεί να οδηγήσει είτε στην δημιουργία ψευδών αναμνήσεων είτε ψευδών λεπτομερειών εντός πραγματικών αναμνήσεων, βλ. Edith Greene, Kirk Heilbrun, William H. Fortune, Michael T. Nietzel, Wrightsman’s Psychology and the Legal System 6th Edition, Thomson Wadsworth, 2007, σελ. 407.

20 Vronchenko v. Estonia, Application no. 59632/09, παρ. 65.

21 Rosin v. Estonia, ο.π., παρ. 57-60.

22 Al-Khawaja and Tahery v. the United Kingdom, Grand Chamber, Applications nos. 26766/05 and 22228/06.

23 Μεταξύ άλλων Bocos-Cuesta v. the Netherlands, Application no. 54789/00, παρ. 71.

24 D.T. v. The Netherlands, ο.π., παρ. 50-52, Vronchenko v. Estonia, ο.π., παρ. 64, Rosin v. Estonia, ο.π., παρ. 61.

25 Η αντίληψη αυτή φάνηκε να τροποποιείται στην υπόθεση González Nájera (ο.π., παρ. 49, 56), καθώς στην συγκεκριμένη υπόθεση η αξιολόγηση της κατάθεσης των ανηλίκων από ειδικούς δεν τέθηκε ως το κυρίαρχο σημείο για την διαπίστωση ή μη παράβασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επειδή, όμως, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικαίωμά του προς εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων κατηγορίας, δεν μας επιτρέπεται να εξάγουμε απολύτως ασφαλή συμπεράσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με την πλέον πρόσφατη απόφαση Przydział v. Poland (Application no. 15487/08, παρ. 52) καθώς η κατάθεση της ανήλικης δεν αποτέλεσε εν προκειμένω ούτε το μοναδικό ούτε το αποφασιστικό αποδεικτικό μέσο και επομένως η απόρριψη της σχετικής προσφυγής ως απαράδεκτης ήταν πλήρως αναμενόμενη με βάση την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ.

26 Τριανταφύλλου Γεώργιος, Αρχή της αμεσότητας και προσωπική απόδειξη, ΠοινΧρον ΜΕ, σελ. 410.

27 Παπαδημητράκης Γεώργιος, Η αντιμετώπιση των ανηλίκων θυμάτων στην αγγλική ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1014.

28 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Λόγος 2007, σελ. 829. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ΠοινΧρον 2011, σελ. 565 επ.

29 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ΠοινΧρον 2011, σελ. 565 επ.

30 Διονυσοπούλου Αθανασία, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση μαρτύρων κατηγορίας, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 208.

31 Γιανακούρας Π. σε Κοτσαλής Λεωνίδας, Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο: Ερμηνεία των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. 684.

32 Χριστόπουλος Παναγιώτης, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ.3δ’ της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1299.

33 Τριανταφύλλου Αναστάσιος, Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης στην ποινική δίκη, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2014, σελ. 256.

34 Καρράς Αργύριος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συστηματική Ερμηνεία και Μεθοδολογική κατ’ άρθρο Ανάπτυξη, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σελ. 442.

Σχολιάστε