Εγλήματα κατά της τιμής και κατά της δικαιοσύνης υπό τον νέο Ποινικό Κώδικα

Εγκλήματα κατά της τιμής

Με το νέο Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019) επήλθαν τροποποιήσεις στις διατάξεις εκείνες που ποινικοποιούν τα εγκλήματα κατά της τιμής. Συγκεκριμένα στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ σημειώνονται τα εξής:

«Η κατάστρωση των εγκληµάτων κατά της τιµής ακολουθεί στα βασικά της σηµεία τις διατυπώσεις του ισχύοντος Π.Κ., οι οποίες έχουν πλούσια θεωρητική και νοµολογιακή επεξεργασία. Παράλληλα επιδιώχθηκε ο εξορθολογισµός ορισµένων διατάξεων προς δύο κατευθύνσεις α) την κατάργηση διατάξεων που είτε δεν εµπεριέχουν πλέον ουσιαστικό άδικο είτε αποτελούσαν «έκτακτες» νοµοθετικές ρυθµίσεις που διασπούσαν την συνοχή του Π.Κ. και β) την τυποποίηση νέων εγκληµάτων και την πρόβλεψη επιβαρυντικών περιστάσεων. Ειδικότερα : 1 . Στα εγκλήµατα κατά της τιµής α) καταργείται το άρθρο 361Α Π.Κ. (απρόκλητη έµπρακτη εξύβριση), το οποίο ουσιαστικά αποτελεί «έκτακτη νοµοθετική ρύθµιση», που διασπά την βασική παραδοχή της προσωπικής προσβολής της τιµής και της κατ’ έγκληση δίωξής της και δηµιούργησε πολλά ερµηνευτικά προβλήµατα κατά την εφαρµογή του και β) καταργείται το άρθρο 364 Π.Κ. (δυσφήµηση ανώνυµης εταιρείας) λόγω έλλειψης ουσιαστικού ποινικού αδίκου και της δυνατότητας αυτοτελούς επιδίωξης αστικών αξιώσεων λόγω αδικοπραξίας. 2. Καταργείται το άρθρο 361Β Π.Κ. (που είχε προστεθεί µε το άρθρο 29 του Ν 4356/2015 ) µε το οποίο τιµωρείται ως ρατσιστική διάκριση «ο αποκλεισµός οποιουδήποτε ανθρώπου από µη συναλλακτική παροχή αγαθών ή υπηρεσιών εξαιτίας καταφρόνησης λόγω των χαρακτηριστικών που θεµελιώνουν το ρατσιστικό έγκληµα καθώς και η δηµόσια αναγγελία τέτοιας διακρίνουσας παροχής που αποκλείει τα πιο πάνω πρόσωπα εξαιτίας των ιδίων λόγων», αφενός µεν γιατί η συστηµατική ένταξή του στα εγκλήµατα κατά της τιµής ως αυτοτελούς πράξης ρατσιστικής διάκρισης χωρίς οποιονδήποτε άλλο συσχετισµό µε τα λοιπά εγκλήµατα ρατσιστικής βίας κ.λπ. δηµιουργεί σοβαρά ερµηνευτικά προβλήµατα αφετέρου δε το στοιχείο του ρατσιστικού χαρακτήρα οποιουδήποτε εγκλήµατος, εντάχθηκε στη διάταξη του άρθρου 82Α. Προβλέπεται επιβαρυντική περίσταση στα εγκλήµατα των άρθρων 361, 362 και 363 Π.Κ. αν η πράξη τελείται δηµόσια µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσω του διαδικτύου λόγω επίτασης της προσβολής του προστατευόµενου αγαθού. 4. Απλοποιείται η διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 Π.Κ. ως προς την διατύπωσή της καθώς η υπάρχουσα διάταξη δηµιούργησε σοβαρά ερµηνευτικά προβλήµατα.».

Σύμφωνα με το άρθρο 362 του νέου Ποινικό Κώδικα: «Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή».

Παρατηρούμε ότι με το νέο ΠΚ προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 362, το οποίο προβλέπει επιβαρυντική περίσταση, αν η πράξη της δυσφήμησης τελείται δηµόσια µε οποιονδήποτε τρόπο ή µέσω του διαδικτύου. Σημειώνεται επίσης, ότι το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται στο νέο ΠΚ για το αδίκημα της δυσφήμησης είναι ευνοϊκότερο σε σχέση με το προισχύσαν, που προέβλεπε ποινή φυλάκισης έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, ενώ όριζε και τη δυνατότητα σωρευτικής επιβολής των δύο ποινών.

Όσον αφορά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης,  το άρθρο 363 ΠΚ του νέου Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι: «Αν στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή και αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή».

Και στην περίπτωση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης προστέθηκε εδάφιο β’, για την δημόσια με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου τέλεση του αδικήματος. Επίσης, και στην περίπτωση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, η διάταξη είναι ευνοϊκότερη από την προισχύουσα, που απειλούσε τον υπαίτιο με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, ενώ μαζί με τη φυλάκιση μπορούσε να επιβληθεί και χρηματική ποινή, υπήρχε δε και η δυνατότητα επιβολής στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων.

Περαιτέρω, με τον νέο Ποινικό Κώδικα επήλθε σημαντική τροποποίηση στο άρθρο 366, το οποίο προβλέπει ότι: «1. Αν το γεγονός του άρθρου 362 είναι αληθινό, η πράξη μένει ατιμώρητη, εκτός εάν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του οικογενειακού ή του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δημόσιο συμφέρον. 2. Αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής δίωξης. Θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική. 3. Η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος δεν αποκλείει την τιμωρία για εξύβριση, αν από τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η δυσφήμηση ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε, προκύπτει σκοπός εξύβρισης.».

Όσον αφορά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 366 ΠΚ, στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ, αναφέρεται ότι: «α. Δεν απαγορεύεται πλέον η απόδειξη της αλήθειας του γεγονότος, αλλά η πράξη µένει ατιµώρητη αν το γεγονός είναι αληθινό, εκτός αν αυτό αφορά αποκλειστικά σχέσεις του ιδιωτικού βίου που δεν θίγουν το δηµόσιο συµφέρον. β. Το γεγονός θεωρείται αληθινό αν αφορά πράξη για την οποία έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση (αµετάκλητη). γ. Αν το γεγονός είναι αληθινό, η δυσφήµηση τιµωρείται µόνον αν προκύπτει ειδικός σκοπός εξύβρισης.».

Ως προς το αδίκημα της εξύβρισης, το άρθρο 361 του νέου Ποινικού Κώδικα, προβλέπει ότι: «1. Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. 2. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 308 έχει και σε αυτή την περίπτωση εφαρμογή». Σημειώνεται ότι στο αδίκημα της εξύβρισης, η ποινή της χρηματικής ποινής δεν µπορεί πλέον να σωρευθεί στην ποινή φυλάκισης και ότι προστέθηκε και στην περίπτωση αυτή εδάφιο β’, σχετικά με την δημόσια ή μέσω διαδικτύου τέλεση της πράξης.

Τέλος, στο άρθρο 367 παρ. 1 του νέου Ποινικού Κώδικα προβλέπονται οι περιπτώσεις που δεν αποτελούν άδικες, κατά τα ανωτέρω, πράξεις και οι οποίες είναι οι εξής: «α) οι δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, β) οι δυσμενείς εκφράσεις που περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον και δ) σε ανάλογες περιπτώσεις». Επίσης, στην παρ. 2 του άρθρου 367 ορίζεται, ότι η προηγούμενη διάταξή του δεν εφαρμόζεται: «α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 και β) αν από τον τρόπο που πραγματοποιήθηκε ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε ή δυσφήμηση προκύπτει σκοπός εξύβρισης.».

Οι αστικές αξιώσεις που πηγάζουν από την προσβολή προσωπικότητας που προήλθε από δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση.

Σύμφωνα με το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψή της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητάς του, προστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα [άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού] (βλ. ΑΠ 265 / 2015).

Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις, που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητάς του, ακόμα και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Άλλωστε, από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, προκύπτει, ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκησή του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (βλ. ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 1599/2000, ΑΠ 1735/2009, ΑΠ 265/ 2015).

Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθη και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του Π.Κ (βλ. ΑΠ 15/2018). 

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 Π.Κ., όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός, που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε, ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης αμφοτέρων των άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος, που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του. Από τις αμέσως ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου αυτού προσώπου, και γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε, ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της από άλλον γενομένης ανακοίνωσης. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή και η υπόληψη του φυσικού προσώπου. Ο νόμος θεωρεί ως προστατευόμενο αγαθό την τιμή ή την υπόληψη του προσώπου, το οποίο είναι μέλος μιας οργανωμένης κοινωνίας και κινείται στα πλαίσια της συναλλακτικής ευθύτητας. Η τιμή του προσώπου θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, η οποία πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή, μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά την ΠΚ 361 (βλ. ΑΠ 265/2015).

 Ωστόσο, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α’- δ’ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ’ και δ’). Η τελευταία αυτή διάταξη (ΠΚ 367) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ. Επομένως, αιρομένου του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων [με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 παρ. 2], αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου [ΑΠ 109/2012], περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (βλ. ΑΠ 265/2015).

Συναφώς θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η όλως πρόσφατη υπ’ αριθμ. 841/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου σύμφωνα με την οποία στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης

Τα εγκλήματα της ψευδούς κατάθεσης, της ψευδούς πραγματογνωμοσύνης ή διερμηνείας και της ψευδούς καταμήνυσης.

Το άρθρο 224 του νέου ΠΚ, στο οποίο τυποποιείται το έγκλημα της ψευδούς κατάθεσης, προβλέπει ότι: «1. Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή. 2. Όποιος εμφανίζεται ως μάρτυρας ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση και αρνείται να δώσει τη μαρτυρία του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν ο υπαίτιος τέλεσε τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων για να αποφύγει ποινική ευθύνη είτε δική του είτε κάποιου από τους οικείους του, χωρίς να ενοχοποιήσει ψευδώς άλλον, το δικαστήριο μπορεί να τον απαλλάξει από κάθε ποινή.».

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ: «Στο άρθρο 224 του νέου ΠΚ έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προισχύοντος Π.Κ. για την ψευδορκία και την ψευδή ανώµοτη κατάθεση. Η διάκριση των δύο περιπτώσεων (ένορκη ή ανώµοτη κατάθεση) δεν είναι πλέον κρίσιµη και οι ποινές έχουν εξοµοιωθεί, αφού γίνεται γενικώς δεκτό, ότι ο όρκος δεν επηρεάζει πλέον την «ετοιµότητα» ψευδών καταθέσεων.».

Περαιτέρω, στο άρθρο 226 παρ. 1 προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή για τους πραγματογνώμονες ή διερμηνείς που εν γνώσει τους εκθέτουν ψέματα ή αποκρύπτουν την αλήθεια. Επίσης προστέθηκε παράγραφος 2 στο άρθρο 226, σύμφωνα με την οποία: «Το δικαστήριο επιβάλλει επιπροσθέτως απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος για χρονικό διάστημα από ένα έως δύο έτη, η οποία αρχίζει μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη.». Σημειώνεται ότι κατά την αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ: «…απειλούνται αυξηµένες κυρώσεις για τις ψευδείς καταθέσεις πραγµατογνωµόνων ή διερµηνέων στα δικαστήρια, διότι η ψευδής πραγµατογνωµοσύνη ή διερµηνεία εκθέτει σε σηµαντικό βαθµό την έκδοση ορθών δικαστικών αποφάσεων. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται υποχρεωτικά και η παρεπόµενη ποινή της απαγόρευσης άσκησης επαγγέλµατος.».

Επιπλέον, καταργήθηκε το άρθρο 228 του προισχύσαντος ΠΚ, σχετικά με το οποίο, στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΠΚ αναφέρονται τα εξής: «Το άρθρο 228 καταργείται για δύο λόγους. Σε ό,τι αφορά την πρώτη παράγραφο του άρθρου, εκείνος που παρασύρει έναν άλλο να δώσει από πλάνη ψευδή όρκο είναι σε κάθε περίπτωση ηθικός αυτουργός του εγκλήµατος σε ένα σύστηµα περιορισµένης αντικειµενικής εξάρτησης, ώστε να µην υπάρχει περιθώριο εφαρµογής της συγκεκριµένης διάταξης. Σε ό,τι αφορά την δεύτερη παράγραφο του άρθρου, η προσπάθεια κατάπεισης δεν µπορεί να αντιµετωπίζεται µε τρόπο διαφορετικό από εκείνον που προβλέπεται για κάθε πρόκληση σε τέλεση εγκλήµατος, στο άρθρο 186.».

Σύμφωνα με το άρθρο 229 του νέου ΠΚ: «1. Όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι` αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος εν γνώσει και ψευδώς καθιστά άλλον ύποπτο στην αρχή υποβάλλοντας, αλλοιώνοντας ή αποκρύπτοντας κάποιο αποδεικτικό μέσο για αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση. 3. Το δικαστήριο με αίτηση του παθόντος μπορεί να του επιτρέψει να δημοσιεύσει την απόφαση με έξοδα του καταδικασθέντος. Το δικαίωμα αυτό παύει να υπάρχει αν η δημοσίευση δεν γίνει μέσα σε έξι μήνες από την καταχώρηση της τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο.». Όσον αφορά το άρθρο 229, η αιτιολογική έκθεση αναφέρει πως: «Στο άρθρο 229 τυποποιείται το έγκληµα της ψευδούς καταμήνυσής. Σηµαντική αλλαγή στο έγκληµα αυτό είναι η κατάργηση της αναφοράς στο σκοπό του δράστη. Σήµερα η ψευδής καταµήνυση τιµωρείται µόνο όταν ο δράστης την τελεί µε σκοπό καταδίωξης του καταγγελλόµενου προσώπου. Καθώς όµως στο ελληνικό δίκαιο ισχύει ως προς τη δίωξη η αρχή της νοµιµότητας, ήδη η καταγγελία της πράξης δηµιουργεί άµεσα τον κίνδυνο άσκησης ποινικής δίωξης, ώστε η αναφορά στον επιπρόσθετο σκοπό να εµφανίζεται περιττή.».

Ασκούμενη Δικηγόρος

Ελευθερία Αγγελούδη

Σχολιάστε