Η δικαστική μεσολάβηση του άρθρου 214Β ΚΠολΔ

Στο άρθρο 214Β του ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4055/2012, προβλέπεται ο θεσμός της δικαστικής μεσολάβησης στις διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση, ως εναλλακτική μορφή επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, έχει ως σκοπό την επίτευξη μιας συμφωνίας προς όφελος και των δύο μερών και έχει το πλεονέκτημα ότι το πρακτικό που συντάσσεται αποτελεί τίτλο εκτελεστό και δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα.

Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2015, στο άρθρο 7, αναφέρονται τα εξής, όσον αφορά στον θεσμό της δικαστικής μεσολάβησης:

«Η διαμεσολάβηση είναι η διαδικασία, κατά την οποία τα μέρη, µε τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, προσδιορίζουν τα θέματα της διαφοράς τους, ερευνούν τις εναλλακτικές λύσεις για την επίλυσή τους και επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία που θα ικανοποιεί τα αληθινά συμφέροντά τους.

Η προσφυγή στη διαμεσολάβηση ανήκει στη πρωτοβουλία των μερών και αποτελεί µία µη δεσμευτική, καθαρά ιδιωτική, μέθοδο επίλυσης των διαφορών.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις εισάγεται ένας νέος θεσμός εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, η δικαστική μεσολάβηση. Ο νέος αυτός τρόπος επίλυσης διαφορών δεν αναπτύσσεται «ανταγωνιστικά» αλλά παράλληλα προς τις λοιπές εναλλακτικές μορφές. Με την παράλληλη θεσμοθέτηση δικαστικής μεσολάβησης παρέχεται η δυνατότητα στους πολίτες να επιτύχουν αποτελεσματικότερη επίλυση των διαφορών τους, χωρίς προσφυγή στη δικαστηριακή διαδικασία. Η ανάθεση καθηκόντων μεσολαβητή σε δικαστή καλύπτει τις εγγυήσεις αμεροληψίας, ουδετερότητας και ανεξαρτησίας που πρέπει να εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ένα σύστημα μεσολάβησης. Έτσι εμπεδώνεται καλύτερα η εμπιστοσύνη των πολιτών στους εξώδικους τρόπους επίλυσης διαφορών και καθίσταται ευχερέστερη η προσφυγή τους σε αυτούς, µε τελικό αποτέλεσμα την ευρύτερη κατά το δυνατόν επιτυχία των τρόπων τούτων και την αντίστοιχη ελάφρυνση των δικαστηρίων, ώστε να ασχολούνται µε τις υποθέσεις εκείνες που πράγματι χρειάζονται δικαστική διερεύνηση και απόφαση.»

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 214Β ΚπολΔ, η προσφυγή στη δικαστική μεσολάβηση είναι προαιρετική και μπορεί να γίνει τόσο πριν από την άσκηση της αγωγής όσο και κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας. Επίσης στην παρ. 2 ορίζεται ότι: «Σε κάθε πρωτοδικείο και εφετείο ορίζονται, για δύο έτη, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα επιπλέον έτος, ένας ή περισσότεροι από τους υπηρετούντες προέδρους πρωτοδικών και εφετών ή από τους αρχαιότερους πρωτοδίκες και εφέτες, ως μεσολαβητές μερικής ή πλήρους απασχόλησης.»

Όπως προκύπτει από την παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 214Β ΚπολΔ, ο δικαστής που έχει ορισθεί στο Εφετείο ή στο Πρωτοδικείο ως μεσολαβητής, έχει χωριστές και κοινές ακροάσεις και συναντήσεις με τα μέρη και με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και μπορεί να απευθύνει στα μέρη μη δεσμευτικές προτάσεις επίλυσης της διαφοράς.

Επίσης, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. β‘ του ως άνω άρθρου: «…Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί, μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, να προσφεύγει στον κατά τόπον αρμόδιο δικαστή μεσολαβητή υποβάλλοντας γραπτώς το αίτημα του.»

Επομένως, η προσφυγή, και όταν υποβάλλεται πριν από την άσκηση της αγωγής, δεν απαιτείται να γίνεται από κοινού, αλλά αρκεί και από μόνο το δικαιούχο, ενώ μπορεί να προκληθεί στο στάδιο αυτό και από μόνο τον υπόχρεο (βλ. Π. Μάζη, Η νέα αναθεώρηση του ΚΠολΔ με τον ν. 4055/2012 και το πρόβλημα της καθυστέρησης των δικών, ΕλλΔνη 2013. σελ. 38-39).

Περαιτέρω, στην παρ. 4 του άρθρου 214Β ΚΠολΔ προβλέπεται ότι: «Το δικαστήριο στο οποίο είναι εκκρεμής η υπόθεση μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη δικαστική μεσολάβηση για την επίλυση της διαφοράς τους και ταυτόχρονα, αν συμφωνούν τα μέρη, να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης σε σύντομη δικάσιμο και πάντως όχι πέραν του εξαμήνου.»

Στην παρ. 5 του άρθρου 214Β ΚπολΔ προβλέπεται ότι στην περίπτωση που τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία, συντάσσεται πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από τον μεσολαβητή, τα μέρη και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους και το πρωτότυπό του κατατίθεται στην γραμματεία του Πρωτοδικείου όπου έλαβε χώρα η μεσολάβηση. Το πρακτικό μεσολάβησης, από την κατάθεση του στη γραμματεία του Πρωτοδικείου, αποτελεί εκτελεστό τίτλο, σύμφωνα με το άρθρο 904 παρ. 2 εδ. γ’ ΚΠολΔ. Επίσης, κατά την κατάθεση, ο ενδιαφερόμενος καταβάλλει παράβολο υπέρ του Δημοσίου, το ύψος και η αναπροσαρμογή του οποίου καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6 του ως άνω άρθρου, κατά την διεξαγωγή της διαμεσολάβησης θα πρέπει να μην παραβιάζεται το απόρρητο, εκτός αν συμφωνήσουν διαφορετικά τα μέρη. Μάλιστα, πριν την έναρξη της διαδικασίας, όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας.

Επομένως, εφόσον στη διαδικασία της μεσολάβησης διασφαλίζεται το απόρρητο, τα μέρη μπορούν να αποφύγουν τη δημοσιότητα, η οποία υποχρεωτικά επιβάλλεται, κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για τις συνεδριάσεις κατά την ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία, και την οποία συχνά τα μέρη επιθυμούν να αποφύγουν, είτε προς προστασία της φήμης και της αξιοπιστίας της επιχείρησής τους, είτε σε άλλης φύσης διαφορές, όπως είναι οι οικογενειακές διαφορές. (βλ. Ιωάννα Μάμαλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Δικαστική Διαμεσολαβήτρια, Δικαστική Μεσολάβηση – άρθρο 214Β ΚΠολΔ).

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Σχολιάστε