Νομικά ζητήματα διαγνωστικών κέντρων

Η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε με αφορμή τα καθημερινά νομικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα διαγνωστικά κέντρα στην πόλη των Αθηνών. Οι παρατηρήσεις της μπορούν βέβαια να επεκταθούν και σε άλλες ιατρικές επιχειρήσεις, όπως είναι τα ιατρεία και τα πολυιατρεία, τα οδοντιατρεία και ούτω καθεξής.

Φυσικά, όταν μιλάμε για διαγνωστικά κέντρα ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» ήταν και παραμένει η συνεργασία με τον ΕΟΠΠΥ και τα ζητήματα του rebate και του clawback. Αυτά, όμως, τα προβλήματα, όπως έχει αποδειχθεί, είναι αδύνατον να επιλυθούν σε ατομικό επίπεδο και απαιτούν συνδικαλιστική δράση και πολιτική βούληση.

Στην παρούσα μελέτη, λοιπόν, επιλέξαμε να ασχοληθούμε με τις ακόλουθες κατηγορίες ζητημάτων, επιχειρώντας να προτείνουμε και πρακτικές λύσεις αντιμετώπισής τους.

Α. Προσωπικά δεδομένα

Η νομοθεσία για τα προσωπικά δεδομένα συζητήθηκε αρκετά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα όλοι οι επιχειρηματίες στον χώρο της υγείας να ενημερωθούν σχετικά και να κάνουν προσπάθειες «συμμόρφωσης» με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας. Ήδη, μάλιστα, από τον Ιούλιο του 2018 έχει δημοσιευθεί από το Υπουργείο Υγείας «Οδηγός Προετοιμασίας – Βασικές Κατευθύνσεις συμμόρφωσης προς το Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR)»

Αυτό που παρατηρείται, όμως, είναι πως τα ζητήματα που ανακύπτουν σε σχέση με τα προσωπικά δεδομένα στην καθημερινότητα των επιχειρήσεων είναι απλούστερα απ’ όσα θεωρητικά αναμενόταν, αλλά ταυτόχρονα και δύσκολο να αντιμετωπίζονται στην πράξη με ταχύτητα και αξιοπιστία. Έτσι, συχνά ανακύπτουν ερωτήματα, όπως τα παρακάτω:

Πώς χειριζόμαστε το αίτημα ενός προσώπου για την παροχή ιατρικών στοιχείων ενός τρίτου προσώπου, για τα οποία έχει κάποιο εύλογο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα την χρησιμοποίησή τους σε μία δίκη δικαστικής συμπαραστάσεως; Πώς χειριζόμαστε πρακτικά ένα αίτημα για παροχή πληροφοριών ή διαγραφή στοιχείων και πώς σταθμίζουμε δύο αντίθετα δικαιώματα, όταν συγκρούονται; Για παράδειγμα, έστω ότι ένας ασθενής, ο οποίος βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής κατηγορήσει έναν εργαζόμενο της επιχείρησης για κλοπή του πορτοφολιού του και ακολουθήσει διαπληκτισμός. Τι θα πρέπει να πράξει η επιχείρηση αν ο εργαζόμενος ζητήσει το βιντεοσκοπημένο υλικό, προκειμένου να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, ενώ ο ασθενής ζητήσει να διαγραφεί από το βιντεοσκοπημένο υλικό; Κι αν, επιπλέον, η κατηγορία της κλοπής αποδειχθεί πως ήταν αληθής υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε ο εργοδότης να χρησιμοποιήσει το βιντεοσκοπημένο υλικό ενώπιον των δικαστηρίων ή της επιθεώρησης εργασίας;

Σε κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα είναι δυνατόν να δοθεί εκ των προτέρων μια οριστική και πλήρης απάντηση, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις θα πρέπει να γίνει μια στάθμιση από τον υπεύθυνο προστασίας προσωπικών δεδομένων, ο οποίος θα έχει την απαραίτητη νομική κατάρτιση αλλά και γνώση των συγκεκριμένων περιστάσεων. 

Με λίγα λόγια το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη μονάχα θεωρητικών γνώσεων αλλά κυρίως  διαδικασιών εντός της επιχείρησης, οι οποίες θα οδηγούν τα παραπάνω ή άλλα παρεμφερή ερωτήματα στα κατάλληλα πρόσωπα, δίνοντας τους και τον απαραίτητο χρόνο για να αντιδράσουν. Οι διαδικασίες αυτές, μάλιστα, θα πρέπει να είναι καταγεγραμμένες και διαφανείς, έτσι ώστε το κάθε υποκείμενο που υποβάλει ένα ορισμένο αίτημα να γνωρίζει μέχρι πότε θα λάβει μια τεκμηριωμένη απάντηση.

Β. Συστήματα βιντεοεπιτήρησης

Ειδικά για το ζήτημα των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης παρατηρείται πως πολλοί επιχειρηματίες έχουν τοποθετήσει κάμερες για λόγους ασφαλείας. Επειδή, όμως, υπάρχει σύγχυση σχετικά με τις νομικές υποχρεώσεις των προσώπων που τοποθετούν συστήματα βιντεοεπιτήρησης ανακύπτουν συχνά ζητήματα όχι μόνο προσωπικών δεδομένων ασθενών (ή και περαστικών, ανάλογα με το πως έχει τοποθετηθεί το σύστημα βιντεοεπιτήρησης!) αλλά και εργατικού δικαίου.

Η λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας διέπεται από ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, αφού μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στα δικαιώματα των εργαζομένων της επιχείρησης όσο και των συναλλασσομένων με την επιχείρηση. Κατά το μέρος που δεν έρχεται σε αντίθεση με τον GDPR εξακολουθεί να έχει εφαρμογή η υπ’ αρίθμ. 1/2011 Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω Οδηγίας το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας. Υπενθυμίζεται πως μετά τις 25 Μαΐου 2018 δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση γνωστοποίησης βιντεοεπιτήρησης στην Αρχή.

Το μόνο μέσο, λοιπόν, που διαθέτει ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκειμένου να αποδείξει την σύννομη δράση του και την συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις του GDPR είναι η εκπόνηση εκτίμησης αντικτύπου. Σημειώνεται, μάλιστα, πως η Αρχή έχει ήδη επιδείξει μεγάλη αυστηρότητα απέναντι σε συστήματα βιντεοεπιτήρησης, τα οποία λειτουργούν παρανόμως. Με την υπ’ αριθμ. 41/2018 απόφασή της, η οποία εκδόθηκε ήδη στις 9-5-2018, ήτοι πριν από την εφαρμογή του GDPR, η Αρχή επέβαλε πρόστιμο 50.000 ευρώ σε δικηγορική εταιρία, για την λειτουργία παρανόμου συστήματος βιντεοεπιτήρησης.

Τα προβλήματα, μάλιστα σχετικά με τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης συχνά δεν αποκαλύπτονται παρά μόνο την στιγμή, που μια καταγραφή τους πρόκειται ή ζητείται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό υλικό σε ένα αστικό ή ποινικό δικαστήριο. Τότε, όμως, είναι, συνήθως, πολύ αργά. Έτσι, σύμφωνα και με τα όσα εξετάσαμε ήδη παραπάνω, διαπιστώνεται πως είναι απαραίτητο να υφίσταται όχι μόνο η “εκτίμηση αντικτύπου” αλλά και διαδικασίες εντός της επιχείρησης για την ορθή επίλυση όσων πρακτικών ζητημάτων αναπόφευκτα ανακύπτουν.

Γ. Εργασιακά ζητήματα

Πέρα από το ζήτημα, που αναφέρθηκε παραπάνω σχετικά με την χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης, δύο είναι τα συχνότερα προβλήματα, που συναντάμε στην ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στα διαγνωστικά κέντρα:

Α) Σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες, όμως, ανανεώνονται διαρκώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι συμβάσεις αυτές τρέπονται εκ του νόμου σε αορίστου χρόνου, χωρίς πολλές φορές ο εργοδότης να έχει τη σχετική επιθυμία και πληροφόρηση.

Β) Άτυπη απασχόληση συγγενικών προσώπων: Είναι  συνηθισμένο  στις μικρές και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις να απασχολούνται άτυπα συγγενείς, προκειμένου να συμβάλουν στην αντιμετώπιση παροδικών αναγκών, χωρίς να επιβαρύνεται ο εργοδότης με το μισθολογικό και ασφαλιστικό κόστος πρόσληψης ενός εργαζομένου.

Η πρακτική αυτή, όμως, η οποία συχνά δεν αφορά μονάχα σε συγγενείς πρώτου βαθμού, αλλά και στην ευρύτερη οικογένεια μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα σε ενδεχόμενο έλεγχο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας. Συχνό, αν και δυσάρεστο, φαινόμενο είναι επίσης να δημιουργούνται παρεξηγήσεις μεταξύ των συγγενών και να διεκδικούνται αναδρομικά μεγάλα χρηματικά ποσά με την συνοδεία απειλών για καταγγελία στις αρμόδιες αρχές.

Στα συγκεκριμένα προβλήματα η μόνη πρακτική λύση είναι ο προληπτικός νομικός έλεγχος όλων των εργασιακών συμβάσεων, ώστε ο εργοδότης να γνωρίζει, ποιες είναι οι υποχρεώσεις του και ποιες διεκδικήσεις ενδέχεται να εγερθούν εναντίον του.

Δ. Ζητήματα ακινήτων

Τους περασμένους μήνες παρουσιάστηκαν έντονα προβλήματα στις εμπορικές μισθώσεις, καθώς λόγω του Covid-19 ενοικιαστές και ιδιοκτήτες ήρθαν σε σύγκρουση, με αφορμή το αίτημα των ενοικιαστών για μείωση ή και διακανονισμό των οφειλόμενων μισθωμάτων.

Επιπλέον, όσον αφορά στα ιδιόκτητα ακίνητα παρατηρείται, πως η γραφειοκρατία αυξάνεται, αντί να μειώνεται και πως εκείνοι, οι οποίοι επιθυμούν να πραγματοποιήσουν μια αγορά ακινήτου, μια μεταβίβαση, μια αποδοχή κληρονομιάς ή ακόμα και μία σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, έρχονται αντιμέτωποι με σωρεία προβλημάτων, τα οποία μονάχα με την στενή συνεργασία δικηγόρου και συμβολαιογράφου είναι δυνατόν να επιλυθούν.

Χαρακτηριστικά έχει επισημανθεί από τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θράκης ότι παρότι τα διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης να αναπαράγουν την είδηση: «Μεταβιβάσεις ακινήτων με ένα κλικ σε 3 μέρες» οι μεταβιβάσεις ακινήτων είναι συχνά ένας Γολγοθάς.

Έτσι, κάθε ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με την μίσθωση αλλά, κυρίως, με την μεταβίβαση ακινήτων, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την δέουσα επιμέλεια και με έγκαιρο προγραμματισμό. Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις, που κάποια επιχείρηση προγραμματίζει την χρήση πρόσθετων χώρων, προκειμένου να λάβει μέτρα πρόληψης της διάδοσης του Covid-19.

Ε. Εμπορικά ζητήματα

Όσον αφορά σε ζητήματα εμπορικού δικαίου παρατηρείται, καταρχάς, πως ελάχιστα διαγνωστικά κέντρα έχουν κατοχυρώσει το σήμα τους και έχουν αξιοποιήσει πλήρως την διακριτική του δύναμη στην αγορά και το κύρος, που αυτό προσφέρει στις συναλλαγές. Σήμα σύμφωνα με τον νόμο είναι κάθε σημείο, επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνες άλλων επιχειρήσεων. Μέσω του σήματος αναγνωρίζεται από τους καταναλωτές η προέλευση μιας υπηρεσίας από συγκεκριμένη επιχείρηση και παράλληλα διαφημίζεται η εν λόγω υπηρεσία.

Δεν καταχωρούνται, όμως, ως σήματα σημεία τα οποία, μεταξύ άλλων, στερούνται διακριτικού χαρακτήρα, συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στις συναλλαγές για τη δήλωση του είδους ή της γεωγραφικής προέλευσης παροχής της υπηρεσίας ή συνίστανται αποκλειστικά από σημεία ή ενδείξεις, τα οποία έχουν καταστεί συνήθη στην καθομιλουμένη ή στη θεμιτή και πάγια πρακτική των συναλλαγών. 

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία το σήμα έχει διακριτικό χαρακτήρα, όταν, από τη συνολική εντύπωση που δημιουργεί, είναι επαρκώς εξειδικευμένο και μπορεί να χρησιμεύσει για τον προσδιορισμό της προέλευσης των υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση. Έτσι είναι απαράδεκτο ένα σήμα, το οποίο αποτελείται από λέξεις οι οποίες υποδηλώνουν μόνον το είδος των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών και τη γεωγραφική τους προέλευση, με αποτέλεσμα  να ταυτίζεται μαζί τους. Σε μία χαρακτηριστική περίπτωση, μάλιστα, όπου οι παραπάνω λέξεις (είδος παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών και γεωγραφική προέλευση) συνοδεύονταν και από εικόνα (γραφική απεικόνιση) εκρίθη από τα ελληνικά δικαστήρια πως «Το απεικονιστικό στοιχείο δεν εμφανίζει επαρκή πρωτοτυπία, σε συνδυασμό δε με τις ανωτέρω λέξεις δεν αποτελούν χαρακτηριστικό και ιδιότυπο σύνολο, δυνάμενο να προσδώσει διακριτική δύναμη».

Είναι, λοιπόν, σημαντικό να επιλέγεται ένα σήμα, το οποίο να πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, και εν συνεχεία να κατοχυρώνεται, ώστε να προστατεύεται έναντι όλων. Εξάλλου, πολλά διαγνωστικά κέντρα διαθέτουν καταστατικά παλαιά και μη προσαρμοσμένα στην σύγχρονη νομοθεσία, καθώς μπορεί για παράδειγμα να μην περιλαμβάνουν σύγχρονες μορφές λήψεως αποφάσεων και ασκήσεως διοικήσεως.

Επιπλέον, ένα ζήτημα σχετικά με το οποίο ανακύπτει σύγχυση είναι η δυνατότητα πώλησης προϊόντων ευεξίας και καλλυντικών και η παροχή δερματολογικών, αισθητικών και γυναικολογικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με το Π.Δ. 84/2001 στους ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι παρέχουν αποκλειστικά υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (Π.Φ.Υ), περιλαμβάνονται: α) τα ιδιωτικά ιατρεία και οδοντιατρεία, β) τα ιδιωτικά πολυϊατρεία και πολυοδοντιατρεία, γ) τα ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια και δ) τα ιδιωτικά εργαστήρια φυσικής ιατρικής και υποκατάστασης. Επίσης, σύμφωνα με τον Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (άρθρο 6 ν. 3418/2005) απαγορεύεται στον ιατρό να εξυπηρετεί, να εξαρτάται ή να συμμετέχει σε επιχειρήσεις που παρασκευάζουν ή εμπορεύονται φάρμακα ή υγειονομικό υλικό ή να διαφημίζει και να προβάλλει αυτά, με οποιονδήποτε τρόπο.  Με βάση τα παραπάνω ορθό είναι για τον σκοπό παροχής μη ιατρικών υπηρεσιών να συστήνονται ξεχωριστές εταιρίες.

Τέλος, ως προς τα προβλήματα που ανακύπτουν στην διαδικασία ρύθμισης οφειλών με τράπεζες και στην εν γένει καταχρηστική πολλές φορές συμπεριφορά των υπαλλήλων τους, αρκεί η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από την πρόσφατη επιστολή του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών στον Υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων: «Οι ιατροί καταθέτουν προτάσεις με όλα τα έγγραφα που τους ζητάνε και σε κάποιες περιπτώσεις δεν λαμβάνουν ούτε καν απάντηση, παρά μόνο κάποιες φορές τους κοινοποιούνται διαταγές πληρωμής, αν και βρίσκονται σε διαδικασία ρύθμισης των οφειλών τους.» Όταν, λοιπόν, είναι αναγκαία η διαπραγμάτευση με τραπεζικά ιδρύματα πρέπει κανείς να εξοπλίζεται με υπομονή και επιμονή.

ΣΤ. Ποινικά και πειθαρχικά ζητήματα/αστική ευθύνη

Ζητήματα σχετικά με το ποινικό δίκαιο αφορούν κατά μέγιστο μέρος τους ιατρούς εκείνους, οι οποίοι απασχολούνται σε δημόσια ή και ιδιωτικά νοσοκομεία. Παρόλα αυτά, επισημαίνεται ότι η ποινική δικαιοσύνη εξακολουθεί να λειτουργεί αργά, κάτι που έχει ως συνέπεια να χρονίζουν υποθέσεις και να σπιλώνεται ανεπανόρθωτα η τιμή και υπόληψη δεκάδων ιατρών, οι οποίοι ακόμα κι αν δικαιώνονται τελικά, δεν αποζημιώνονται για την ψυχική και οικονομική τους ταλαιπωρία. Λόγω του Covid-19 η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη, ενώ καθυστέρηση παρατηρείται και στον χειρισμό πειθαρχικών υποθέσεων εκ μέρους του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. 

Αντίθετα, ζήτημα το οποίο απασχολεί την πλειονότητα των ιδιωτών ιατρών και των διαγνωστικών κέντρων, είναι αυτό της ασφάλισης αστικής ευθύνης.  Αυτού του είδους η ασφάλιση παρέχει οικονομική κάλυψη σε περίπτωση έγερσης αστικών αξιώσεων και αυξάνει την αξιοπιστία της επιχείρησης  στην αγορά.  

ΣΤ. Σκέψεις για το μέλλον- ιατρικός τουρισμός

Ένας τομέας της οικονομίας, ο οποίος σύμφωνα με τους ειδικούς έχει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης στην χώρα μας είναι ο ιατρικός τουρισμός, αφού η χώρα μας διαθέτει εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, υποδομές, στρατηγική γεωγραφική θέση και μεσογειακό κλίμα.

Σύμφωνα με τον νόμο 4582/2018, ως ιατρικός τουρισμός νοείται η ειδική μορφή τουρισμού, η οποία συνίσταται στην παροχή προς επισκέπτες – τουρίστες υψηλού επιπέδου υπηρεσιών που σχετίζονται με την πρόληψη, τη θεραπεία και τη βελτίωση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής υγείας τους. Ο τουρισμός υγείας περιλαμβάνει τον ιατρικό τουρισμό, τον οδοντιατρικό τουρισμό, τον ιαματικό – θερμαλιστικό τουρισμό και τον τουρισμό ευεξίας.

Ο ιατρικός τουρισμός είναι η μετακίνηση των επισκεπτών – τουριστών με προβλήματα υγείας ή με χρόνιες παθήσεις σε τουριστικό προορισμό επιλογής τους, προκειμένου να τους παρασχεθούν υπηρεσίες υγείας από δομές παροχής πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας φροντίδας υγείας που λειτουργούν νόμιμα, με σκοπό την πρόληψη, τη διάγνωση ή τη θεραπεία ασθενειών και τη διατήρηση ή τη βελτίωση της προσωπικής τους υγείας. Οι τουρίστες – επισκέπτες κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στον τουριστικό προορισμό συνδυάζουν την ιατρική περίθαλψη με δραστηριότητες αναψυχής για τους ίδιους και τους συνοδούς τους. Επίσης, έχει προβλεφθεί η σύσταση στον ΕΟΠΥΥ ηλεκτρονικού μητρώου παρόχων υπηρεσιών τουρισμού υγείας, το οποίο θα λειτουργεί ως δημόσια ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Όμως, για την εφαρμογή του παραπάνω νόμου απαιτούνται δύο κοινές υπουργικές αποφάσεις (ΚΥΑ), στην κατάρτιση των οποίων έχει σημειωθεί καθυστέρηση.

Στην κατεύθυνση της ουσιαστικής εφαρμογής του νόμου σημαντικές είναι οι πρωτοβουλίες που έχει λάβει ο «Ελληνικός Σύνδεσμος Τουρισμού Υγείας» (ΕΛ.Ι.ΤΟΥΡ), του οποίου σκοπός είναι η διεθνής προώθηση της Ελλάδας ως κορυφαίου προορισμού ιατρικού τουρισμού.

Σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό οι ελληνικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στον χώρο της υγείας να έχουν εξωστρεφή προσανατολισμό και να είναι σε θέση να εμπνέουν εμπιστοσύνη τόσο σε αλλοδαπούς πολίτες όσο και σε διεθνείς φορείς. Η αξιόπιστη αντιμετώπιση των ζητημάτων, τα οποία θίγονται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, θεωρούμε πως κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο e-mail: pikramenoslaw@gmail.com

Σχολιάστε