Σύντομη επισκόπηση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων

Διακρίσεις των εγκλημάτων

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα με βάση την απειλούμενη για την τέλεσή τους ποινή. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (η κάθειρξη δε, χωρίζεται σε πρόσκαιρη με ποινή ανερχόμενη από 5 έως και 20 χρόνια και σε  ισόβια – άρθρο 52 ΠΚ) είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση (στερητική της ελευθερίας ποινή ανερχόμενη από 10 μέρες έως και 5 έτη- άρθρο 53) ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα (άρθρο 18 ΠΚ).

Μια ακόμη διάκριση των εγκλημάτων εντοπίζεται ανάμεσα σε εκείνα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (όπως είναι ο κανόνας) και σε εκείνα, τα οποία διώκονται μόνο κατ’ έγκληση. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα (άρθρο 117 ΠΚ) αν ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν την υποβάλει  μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξη που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται. Σημειώνεται τέλος ότι, ο δικαιούχος της έγκλησης έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί ρητά ενώπιον της αρμόδιας αρχής από το δικαίωμα άσκησής της.

Παραγραφή

Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά από δεκαπέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρθρο 111 ΠΚ).

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα (άρθρο 113 ΠΚ). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα κακουργήματα παραγράφονται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεση του εγκλήματος στην περίπτωση που η εν λόγω πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και σε 20 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση ενώ τα πλημμελήματα μετά από 8 έτη. Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός δεν ισχύει, όταν η αναστολή γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ (βλ. μεταξύ άλλων την συχνή περίπτωση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία αναστέλλεται, αν για το γεγονός για το οποίο έγινε η  καταμήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη).

Η γέννηση της ποινικής δίκης

Προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας είναι η πληροφόρηση του αρμοδίου εισαγγελέα ότι τελέστηκε ένα έγκλημα  (notitia criminis). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 36 ΚΠΔ).

Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται μέσω οποιουδήποτε τρόπου σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, αν πληροφορήθηκαν για την τέλεση οιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρακτικά, όμως, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μετά από την κατάθεση μιας μηνύσεως ή εγκλήσεως.

Μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου αδικήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αμέσως παθόντος και αδικηθέντος, ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος από τον αμέσως παθόντα ή αδικηθέντα.

Όταν στα χέρια του εισαγγελέα φτάσει μια μήνυση, έγκληση ή αναφορά μελετάται η νομική, λογική και ουσιαστική της βασιμότητα. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη.

Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. (άρθρο 43 ΚΠΔ) Αν το έγκλημα έχει υποπέσει σε παραγραφή ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών θέτει την δικογραφία στο αρχείο (άρθρο 113 ΠΚ)

Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως τα όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν και για τον χειρισμό της έγκλησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 47 ΚΠΔ) με την διαφορά ότι υπάρχει υποχρέωση συνοπτικής αιτιολόγησης της απορριπτικής διάταξης, ενώ ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης.

Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έκδοση της απορριπτικής διάταξης μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις (άρθρο 48 ΚΠΔ).

Η άσκηση της ποινικής δίωξης

Ποινική δίωξη είναι η ενέργεια του εισαγγελέα με την οποία η τέλεση μιας αξιόποινης πράξης τίθεται υπό την κρίση του ποινικού δικαστή. Προϋπόθεση για την  άσκηση της ποινικής δίωξης είναι η ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων, που στηρίζουν την κατηγορία.

Πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκειμένου να κριθεί η αναγκαιότητα αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί  προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 ΚΠΔ). Στα κακουργήματα η άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, ενώ στα πλημμελήματα προαιρετική (άρθρο 43 ΚΠΔ).

Εξαίρεση από την υποχρεωτική στα κακουργήματα διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης υπάρχει, όταν έχουν ήδη διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση της λεγόμενης «αστυνομικής προανάκρισης», που λαμβάνει χώρα, όταν διαπιστωθεί η επ’ αυτοφώρω τέλεση μιας εγκληματικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή οι ανακριτικοί υπάλληλοι (στους οποίους εντάσσονται μεταξύ άλλων οι αστυνομικοί) είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Διευκρινίζεται, πάντως, πως, αν πρόκειται για κακούργημα, ακόμη και μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη δεν ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 116 ΚΠΔ), αλλά διενεργείται κανονικά και υποχρεωτικά κύρια ανάκριση.

Η προκαταρκτική εξέταση, τελούμενη εκ των αρμόδιων κάθε φορά ανακριτικών υπαλλήλων,  είναι η διαδικασία ελέγχου των πληροφοριών σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σκοπός της είναι η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων μέσω της του ελέγχου της βασιμότητας των υφιστάμενων υπονοιών για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

Aν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης αυτό φέρει την ιδιότητα του υπόπτου (και όχι του κατηγορουμένου) και καλείται για παροχή εξηγήσεων ενώ εξετάζεται ανωμοτί. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ στο εν λόγω άτομο εξομοιώνονται δε με τα όσα παρέχονται στον κατηγορούμενο. Έχει λοιπόν δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του (άρθρο 31 ΚΠΔ).

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία, αν πρόκειται για κακούργημα, η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η εξής. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας την διενέργεια κύριας ανακρίσεως. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνον ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.

Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (άρθρο 270 ΚΠΔ).

Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται κατά κανόνα από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος υποβάλλει ταυτόχρονα και πρόταση προς το συμβούλιο, είτε για την οριστική ή προσωρινή παύσης της ποινικής δίωξης, την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή από την άλλη πλευρά την μη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του (άρθρο 308 ΚΠΔ).

Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν (και προφορικά) στον εισαγγελέα, και σε χρονικό διάστημα πριν την κατάρτιση της πρότασής του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ’ αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του.

Το συμβούλιο μετά από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας (άρθρο 309 ΚΠΔ).

Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ) εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 ΚΠΔ).

Δ κακουργήματα
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Αν πρόκειται για πλημμέλημα και προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως ήδη αναφέραμε στα πλημμελήματα, η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι υποχρεωτική, και εναπόκειται στην κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Συνήθως η ποινική δίωξη στα πλημμελήματα ασκείται με την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα.

Η μόνη δυνατότητα αντίδρασης του κατηγορουμένου, που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι η προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ). Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους.

Δ πλημμ
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Σύντομη αναφορά στον ρόλο της πολιτικής αγωγής

Ο πολιτικώς ενάγων συμπίπτει κατά κανόνα με το πρόσωπο του εγκαλούντα και εμφανίζεται ως το θύμα του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Η πολιτική αγωγή αφορά στις αστικής φύσεως αξιώσεις, οι οποίες πηγάζουν από το έγκλημα σύμφωνα με το αστικό δίκαιο (αξίωση για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) και μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους προβλεπόμενους σύμφωνα με τον ΑΚ δικαιούχους (άρθρο 63 ΚΠΔ).

Οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Οι ανήλικοι και όσοι άλλοι ανίκανοι, παρίστανται με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 82 ΚΠΔ). Στην περίπτωση όμως που η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη διότι δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις και εντούτοις αυτός συμμετέχει στη δίκη, τότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 ΚΠΔ).

Το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα σαράντα τέσσερα ευρώ (άρθρο 65 ΚΠΔ).

Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική προδικασία γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης προς την αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 83 ΚΠΔ). Για την άσκηση των δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής στην προδικασία πρέπει να προηγείται η κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία. (άρθρο 108 ΚΠΔ)

Για τα δικαιώματα της πολιτικής αγωγής μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.

Βασική βιβλιογραφία

Ανδρουλάκης Νικόλαος, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας.

Καρράς Αργύριος, Ποινικό δικονομικό δίκαιο, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.

Παπαδαμάκης Αδάμ, Ποινική Δικονομία: Η δομή της ποινικής δίκης, εκδόσεις Σάκκουλα.

Οι ακυρότητες της προδικασίας

Εισαγωγή: Έννοια ακυροτήτων και σκοπός

Η ποινική δίκη είναι ένας μηχανισμός επιβολής συγκεκριμένης ποινής για συγκεκριμένο έγκλημα, ένας σύνθετος μηχανισμός, ο οποίος αποτελείται από μια αλληλουχία πράξεων που αρχίζουν με την άσκηση της ποινικής δίωξης και ολοκληρώνονται με την έκδοση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Η κάθε επιμέρους δικονομική πράξη είναι ένας κρίκος μιας αλυσίδας, που οδηγεί στην πραγμάτωση τους σκοπού της ποινής δίκης, που δεν είναι άλλος από την απονομή ουσιαστικού ποινικού δικαίου με την έκδοση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Τα θεμελιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης είναι η ταχεία απάντηση στο έγκλημα, ώστε να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη και η διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος πρέπει να προστατευτεί από ενδεχόμενες καταχρηστικές ενέργειες του πανίσχυρου κατασταλτικού μηχανισμού με βάση το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα λοιπά διεθνή κείμενα που δεσμεύουν τη χώρα μας. Η πρόοδός της επιτυγχάνεται αλλά και ελέγχεται από μια σειρά δικονομικών τύπων, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ορθότητα της διαδικασίας και γενικότερα την τήρηση των αρχών της δίκαιης δίκης. Κάθε δικονομική πράξη, λοιπόν, αξιολογείται με βάση την τήρηση ή μη των δικονομικών τύπων και οι δικονομικές κυρώσεις για  τις παραβιάσεις δικονομικών πράξεων ή εγγράφων είναι οι ακυρότητες.

Ο Έλληνας νομοθέτης υπό την επιρροή της γαλλικής και της ιταλικής ποινικής δικονομίας έκανε διάκριση μεταξύ των παραβάσεων που αξιολόγησε ως σοβαρές και λιγότερο σοβαρές. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 170 ΚΠΔ στις μικρότερης σημασίας περιπτώσεις η ακυρότητα της δικονομικής πράξης ή του εγγράφου επέρχεται μονάχα όταν απαγγέλλεται ρητά από τον νόμο επιτυγχάνοντας έτσι μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου.

Παράλληλα, όμως, στο άρθρο 171 ΚΠΔ προσδιορίζονται κάποια πλαίσια περιπτώσεων ή γενικών ρητρών, των οποίων η παράβαση κρίνεται από  τον νομοθέτη ως ιδιαίτερα ουσιώδης για την ποινική διαδικασία με αποτέλεσμα να συνεπάγονται και την  απόλυτη ακυρότητα. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, παραβιάζεται τόσο η διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ η οποία λειτουργεί ως πλαίσιο υπαγωγής όσο και μια άλλη διάταξη του ΚΠΔ, η οποία προσδιορίζει την δικονομική παράβαση χωρίς να απειλεί ρητά την επέλευση της ακυρότητας. Οι απόλυτες ακυρότητες λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου

 Απόλυτη ακυρότητα επιφέρουν οι παραβιάσεις των διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα καθώς επίσης και την νομιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω οι σχετικές ακυρότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η έλλειψη ακροάσεως για την οποία θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια περισσότερο αναλυτικά, προτείνονται από τον εισαγγελέα και τους έχοντες έννομο συμφέρον διαδίκους και δεν λαμβάνονται συνεπώς αυτεπαγγέλτως υπόψη. Αυτό έχει τις εξής συνέπειες: Οι διάδικοι και ο εισαγγελέας δεν μπορούν να προτείνουν ούτε τις σχετικές ακυρότητες που προήλθαν από δικές τους ενέργειες ούτε εκείνες που ρητά αποδέχτηκαν.

Χρόνος προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας

Στο σημείο αυτό είμαστε έτοιμοι να περάσουμε στην εξέταση του σύνθετου ζητήματος του χρόνου προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας. Σχετικά, λοιπόν, με τον χρόνο προβολής τους καταρχάς ο ΚΠΔ προβλέπει ως απώτατο όριο για τις μεν απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για τις δε σχετικές ακυρότητες της προδικασίας το πέρας αυτής.  Αμετάκλητη καθίσταται η παραπομπή όταν δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου, αν αυτό δεν ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας ή αν αυτό απορρίφθηκε. Η δε προδικασία περατώνεται πριν από το σημείο έναρξης της προπαρασκευαστικής διαδικασίας κατά το άρθρο 319 ΚΠΔ δια της παραπομπής.

Οι συνέπειες από την μη τήρηση της παραπάνω χρονικής προθεσμίας είναι βαρύτατες, καθώς ακυρότητα που δεν προτάθηκε εντός του παραπάνω χρονικού πλαισίου καλύπτεται. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει εύλογα, λοιπόν, είναι το πόσο η ύπαρξη τέτοιου είδους χρονικών περιορισμών για την προβολή ακυροτήτων της προδικασίας είναι σύμφωνη με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα ακροάσεως και την ΕΣΔΑ.

Ενδιαφέρον σχετικά παρουσιάζει η ΑΠ 1960/2000 στην οποία αναφέρεται πως η προδικασία δεν είναι απαραίτητη σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, αλλά προβλέπεται προς έλεγχο της κατηγορίας τόσο υπέρ του κατηγορουμένου όσο και υπέρ του νόμου. Σε αυτήν οι εγγυήσεις περί δίκαιης δίκης έχουν αναλογική εφαρμογή, ιδίως όταν λαμβάνονται μέτρα κατά της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας του κατηγορουμένου. Εν τέλει κρίνεται πως οι δικονομικές διατάξεις, οι οποίες εισάγουν χρονικούς περιορισμούς ως προς την προβολή των ακυροτήτων της προδικασίας δεν αντιβαίνουν στις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ (οι οποίες δεν διακρίνουν ανάμεσα στην προδικασία και στην κύρια διαδικασία) και πιο συγκεκριμένα δεν παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ακουστεί πλήρως κατά τη εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσής του. Εφόσον, δηλαδή, υπάρχει κατά τον ΚΠΔ αρμόδιος δικαστής για να εξετάσει το παράπονο του κατηγορουμένου για τις τυχόν ακυρότητες της προδικασίες, η ύπαρξη ενός χρονικού περιορισμού δεν είναι αυτή καθεαυτή αντίθετη με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.

Τίθεται, βέβαια, ζήτημα στην περίπτωση, που οι χρονικοί περιορισμοί είναι τόσο ασφυκτικοί ώστε στην πράξη το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου να είναι αδύνατο να ασκηθεί αποτελεσματικά. Συγκεκριμένα θα πρέπει να μας απασχολήσει εάν μετά τις τροποποιήσεις που υπέστη ο ΚΠΔ τα τελευταία χρόνια (και ειδικά με τους νόμους 3160/2003, 3346/2005, 3904/2010 και 4055/2012) υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος προβολής των ακυροτήτων που προκύπτουν στην προδικασία.

Το ζήτημα αυτό ανακύπτει με τη μεγαλύτερη ένταση στα πλημμελήματα, όπου οι δικονομικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου είναι ενόψει της ανάγκης για επιτάχυνση της διαδικασίας λιγότερες και η διαδικασία περισσότερο συνοπτική. Συγκεκριμένα σύμφωνα και με το άρθρο 43 ΚΠΔ για όλα τα πλημμελήματα συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου δεν είναι αναγκαία οποιαδήποτε προέρευνα της υπόθεσης (λ.χ. προκαταρκτική εξέταση) και είναι επομένως δυνατή η απευθείας εισαγωγή τους στο ακροατήριο. Η προκαταρκτική εξέταση είναι, πλέον, υποχρεωτική μονάχα για τα κακουργήματα, ενώ αστυνομική προανάκριση κατά το άρθρο 243 ΚΠΔ διενεργείται μονάχα υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε σε προηγούμενο σημείο της εργασίας μας.

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, ειδικά για τις περιπτώσεις των πλημμελημάτων, για τα οποία δεν επιτρέπεται η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία θα αναλύσουμε παρακάτω. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος έχει μηδενικό περιθώριο αντίδρασης, αφού ακόμα και αν υποτεθεί ότι πληροφορούνταν κάποια ακυρότητα που έλαβε χώρα στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης λ.χ. και ζητούσε την κήρυξη της με αυτοτελή αίτηση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο  δεν θα είχε κανένα μέσο για να εμποδίσει το κλητήριο θέσπισμα να καταστεί αμετάκλητο.

Πέρα, όμως, από περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει λυσιτελής τρόπος για την πρόταση της ακυρότητας της προδικασίας ανακύπτει και ένα επιπλέον ερώτημα. Τι θα συμβεί εάν μια ακυρότητα προταθεί, αλλά δεν εξεταστεί; Και τι θα συμβεί, επιπλέον, στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιληφθεί μεν, αλλά αποφασίσει λανθασμένα; Θα καλυφθεί μια ακυρότητα της προδικασίας ακόμη κι αν πρόκειται για μια κατάφωρη παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως η απόσπαση μιας ομολογίας με βασανιστήρια;

Πότε οι ακυρότητες της προδικασίας μπορούν προταθούν στο ακροατήριο;

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις μας προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν είναι δυνατόν ορισμένες τουλάχιστον από τις απόλυτες ακυρότητες τις προδικασίας να προβάλλονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Ως γνωστόν ο κανόνας είναι ότι όσες απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας δεν προταθούν εγκαίρως καλύπτονται και δεν μπορούν να προταθούν στο ακροατήριο. Ήδη, βέβαια, έχει νομολογιακά γίνει αποδεκτό με την ΟλΑΠ 2/1999 ότι, αν γίνει ανάγνωση στο ακροατήριο και αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσης που είχε δώσει στην προδικασία ως μάρτυρας, η ακυρότητα αυτή μπορεί να επαναξιολογηθεί στο ακροατήριο. Η απόφαση αυτή είναι σημαντική, καθώς, μεταξύ άλλων, επισημαίνει πως το δικαστήριο της ουσίας εκφέρει την κρίση του για την ακυρότητα ή μη των καταθέσεων αυτών χωρίς να δεσμεύεται από τις δικαιοδοτικές κρίσεις, που εκφράστηκαν στο στάδιο της προδικασίας.

Συνεχίζοντας χρονολογικά μια σύντομη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας παρατηρούμε ότι στην ΑΠ 1259/2000 γίνεται δεκτό ότι αφού γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για να αποφανθεί επί των ακυροτήτων της προδικασίας. Αντίθετη γνώμη εκφράζεται στην αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του ΑΠ, όπου τονίζεται πως μια εγκαίρως προταθείσα ακυρότητα της προδικασίας δεν καλύπτεται και επομένως εγκύρως προτείνεται και ως λόγος αναιρέσεως.

Η στάση του Αρείου Πάγου, σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας του Συμβουλίου μετά το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, επαναλαμβάνεται και στην ΑΠ 1260/2000, όπου, όμως, προστίθενται και κάποιες άλλες σκέψεις οι οποίες, χωρίς αμφιβολία, απαιτούν την προσοχή μας. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως σε περίπτωση που στην προδικασία έχει προβληθεί μια ακυρότητα, η οποία δεν έχει κριθεί προ της παραπομπής στο ακροατήριο, τότε μπορεί να προταθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού το απαράδεκτο δεν έχει ταχθεί ως προς το δικαίωμα ακροάσεως, αλλά ως προς το αρμόδιο να κρίνει δικαστικό όργανο, το οποίο μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου δεν μπορεί να είναι σε καμιά περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο. Περί αρμοδιότητας του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται λόγος και στην εισαγγελική πρόταση και μάλιστα αυτή κρίνεται ως λογικώς αναγκαία με επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 307 στοιχ. Στ. ΚΠΔ.

Και πράγματι με την ΑΠ 1328/2003, αναιρέθηκε απόφαση, που έλαβε υπόψη της εκθέσεις κατάσχεσης και κατ’ οίκον έρευνας διενεργηθέντων στην προκαταρκτική εξέταση παρά το νόμο θίγοντας τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Με την Ολ. ΑΠ. 1/2008, όμως, ο Άρειος Πάγος εξέφρασε την άποψη πως οι ακυρότητες της προδικασίας (επρόκειτο για άκυρη απολογία) δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και ούτε να αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Έτσι αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου που έκρινε ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στον ανακριτή προς λήψη νέας απολογίας και περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα να προτείνονται οι ακυρότητες της προδικασίας στο ακροατήριο.

Παρά, όμως, την απόφαση της παραπάνω Ολομέλειας ο Άρειος Πάγος με την ΑΠ 739/2010  αναίρεσε απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη την ακυρότητα της προδικασίας προκειμένου να διατάξει την αναστολή της ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου λόγω μη επίδοσης σε αυτόν των αποτελεσμάτων εξέτασης χημικού δείγματος κατά τον Αγορανομικό Κώδικα προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του. Με την ΑΠ 330/2014, όμως, η νομολογία του Αρείου Πάγου επανήλθε στις διατυπώσεις της Ολ. ΑΠ 1/2008 και έτσι τονίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει εξουσία να κηρύξει την ακυρότητα της δια του κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην προανάκριση ή ανάκριση, ώστε να επαναληφθεί η άκυρη διαδικαστική πράξη.

Η σύγχυση που επικρατεί στην νομολογία είναι φανερή, αλλά ούτε και στην θεωρία υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τη βάση, στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μια ορθολογική λύση του προβλήματος. Σύμφωνα με τον Παπαδαμάκη μπορεί με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 324 ΚΠΔ μια απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας να προταθεί και ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αν υπήρχε δικονομική αδυναμία πρότασης ακυρότητας μέχρι πέρατος της προδικασίας. Η άποψη αυτή ενώ αναμφίβολα είναι δικαιοπολιτικά ορθή στηρίζεται δια παραπομπής σε ερμηνεία της ΑΠ 1260/2000, η οποία δεν επικράτησε νομολογιακά.

Ο Μοροζίνης εστιάζοντας στην προδικαστική διερεύνηση των πλημμελημάτων υποστηρίζει ότι ιδίως μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ με τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005 θα πρέπει να γίνεται δεκτή η πρόταση των απολύτων ακυροτήτων στο ακροατήριο (κατ’ εφαρμογή των άρθρων 174 παρ. 2, 175 και 176 παρ. 1 ΚΠΔ) προσβάλλοντας το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος, όταν η προσφυγή στον εισαγγελέα εφετών είτε δεν είναι αποτελεσματική λόγω των προϋποθέσεων, που τάσσει η νομολογία είτε δεν επιτρέπεται από τον νόμο.

Ο Τσόλιας υποστηρίζει πως σε περιπτώσεις απολύτων ακυροτήτων της προδικασίας, που δεν προτάθηκαν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή, η απόλυτα άκυρη πράξη δεν καθίσταται έγκυρη λόγω της παρέλευσης του χρονικού ορίου για την πρότασή της, αλλά παραμένει άκυρη μέχρι το αμετάκλητο της απόφασης. Συνεπώς ως ορθή λύση προτείνεται το να μην λαμβάνεται υπόψη και να μην αξιολογείται αποδεικτικά.

Σύμφωνα με τον Μπρακουμάτσο η απόφαση 699,780,809,3244/2003 του ΤρΕκΚακΑθ (πρόκειται για την δίκη της 17 Νοέμβρη), η οποία δέχτηκε πως είναι δυνατή η προβολή των ακυροτήτων της προδικασίας στο ακροατήριο σε περίπτωση που μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της κύριας διαδικασίας και ιδίως αποδεικτικό μέσο είναι εν μέρει εσφαλμένη, καθώς ουσιαστικά ανατρέπει το άρθρο 173 παρ. 2 ΚΠΔ και την γενικότερη λογική του νομοθέτη περί ίασης των ακυροτήτων, που παρουσιάζονται στην προδικασία.

Αντίθετα υποστηρίζεται πως πρέπει να γίνει η εξής διάκριση:

Με βάση τη διάταξη 177 παρ. 2 ΚΠΔ, που προβλέπει ότι αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη, είναι φανερό πως τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα είναι ανυπόστατα δικονομικά και έτσι το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να τα επανεξετάσει. Ο Μπρακουμάτσος κάνει χρήση του όρου «ανυπόστατος» κατά τη διδασκαλία του Καρρά για να τονίσει ότι ούτε δεδικασμένο μπορεί να δημιουργηθεί ούτε να θεραπευθεί η πλημμέλεια της προδικασίας εκ των υστέρων. Έτσι, ένα αποδεικτικό μέσο που κτήθηκε μέσω βασανιστηρίων δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποβάλλει το ελάττωμα και από αυτή την άποψη ορθώς εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης.

Επίσης γίνεται επίκληση της νομολογίας του Αρείου Πάγου και ειδικότερα των ΟλΑΠ 2/1999 και 1/2004 σχετικά με το φαινόμενο της «μαρτυροποίησης» του κατηγορουμένου στην προδικασία. Έτσι αν γίνεται ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσής του πρόκειται για περίπτωση επαναξιολόγησης, η οποία δημιουργεί νέα ακυρότητα. Η νομολογία αυτή, όμως, παρότι έχει παγιωθεί πλέον αφορά μονάχα τις απόλυτες ακυρότητες εκείνες, οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο εξέτασης του κατηγορουμένου στα πλαίσιο της προανάκρισης.

Για όλες τις υπόλοιπες ακυρότητες, αντίθετα, εκφράζεται η γνώμη πως δεν είναι δυνατόν να διαπερνούν το ακροατήριο, καθώς αυτό θα σήμαινε την εν τοις πράγμασι κατάργηση του άρθρου 173 παρ. 2 και των χρονικών περιορισμών που αυτό θέτει. Μονάχα για τις ακυρότητες των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης σημειώνεται πως η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου είναι σύμφωνη με την ΑΠ 1328/2003 η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει πως  δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα αν παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου ληφθεί υπόψη η κατ’ οίκον έρευνα που διενεργήθηκε παρότι ο νόμος δεν το επιτρέπει στην προκαταρκτική εξέταση.

Οι παραπάνω σκέψεις του Αντισαγγελέα Εφετών παρότι προωθούν τον επιστημονικό διάλογο γεννούν, ειδικά στον βαθμό που συμπίπτουν με την κρατούσα νομολογία, τον βαθύτατο προβληματισμό μας, αφού φανερώνουν την πλήρη έλλειψη ενός δόγματος ικανού να δώσει μια ικανοποιητική λύση στο πότε μια ακυρότητα της προδικασίας διαπερνά το ακροατήριο. Και πράγματι η ορθή τοποθέτηση του ΑΠ περί απόλυτης ακυρότητας σε περίπτωση επαναξιολόγησης των ανώμοτων καταθέσεων θα έπρεπε να γενικευθεί ώστε να καλύπτει κάθε παρόμοια περίπτωση, βαθιάς παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Αντίθετα, ο Μπρακαμούτσος επιλέγει να κάνει λόγο για ανυπόστατες δικονομικές πράξεις στην ειδική περίπτωση των μετά από βασανιστήρια κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, κάτι που παρότι in concreto οδηγεί σε ορθή λύση δεν επιτρέπει μια γενικότερη θεώρηση της προβληματικής. Αντίθετα ορθά ο Παπαδαμάκης κάνει λόγο για επαναξιολόγηση καλυφθείσας ακυρότητας της προδικασίας, η οποία γεννά νέα ακυρότητα.

Επιπλέον παραβλέπεται εντελώς μια άλλη διάσταση του προβλήματος και συγκεκριμένα το αν ο κατηγορούμενος είχε την πραγματική δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα ακρόασής του για τις ακυρότητες της προδικασίας, όπως απαιτεί κατ’ ορθή ερμηνεία το άρθρο 20Σ. Έτσι μια ορθότερη δογματικά προσέγγιση θα ήταν η εξής: Οι ακυρότητες της προδικασίες δεν μπορούν να εξεταστούν από το δικαστήριο της ουσίας εκτός κι αν συντρέχει περίπτωση αφόρητης παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου ή ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε in concreto να προβάλλει αποτελεσματικά το παράπονό του για τις τυχόν ακυρότητες της προδικασίας στο αρμόδιο δικαστικό όργανο.

Προβολή ακυροτήτων στην προδικασία μέσω αυτοτελούς αίτησης και ενδίκων μέσων

Όσον αφορά στον τρόπο προβολής των ακυροτήτων στο στάδιο της προδικασίας καταρχάς προβλέπεται στο άρθρο 176 παρ. 1 ΚΠΔ η δυνατότητα υποβολής αυτοτελούς αίτησης στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, η οποία δεν υπόκειται σε προθεσμία και μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας για την άσκηση ενδίκων μέσων. (Το δικαστικό συμβούλιο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάζει και την επανάληψη της άκυρης πράξης κατ’ άρθρο 176 παρ. 2 ΚΠΔ, αν αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό.) Επισημαίνεται ότι στα διάφορα στάδια της προδικασίας η επίκληση της ακυρότητας μπορεί να γίνει και με το απολογητικό υπόμνημα ή με υπόμνημα ή αίτηση, αρκεί να διατυπώνεται σαφώς αίτημα για την κήρυξη της επισημανθείσας ακυρότητας, το οποίο θα υποχρεώνει και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί σχετικά. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα η ακυρότητα να προβληθεί και με την άσκηση του τυχόν προβλεπόμενου ενδίκου μέσου.

Σχετικά με το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων σημειώνεται ως μια προκαταρκτική παρατήρηση πως όταν η παραπομπή γίνεται με βούλευμα οι απόλυτες ακυρότητες προβάλλονται μέχρι και ενώπιον του Αρείου Πάγου καθώς προβλέπεται σχετικός λόγος αναίρεσης του βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ. Δυνατότητα για άσκηση αναίρεσης δεν έχει, όμως, ο κατηγορούμενος αλλά ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για βουλεύματα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών για βουλεύματα του συμβουλίου εφετών και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για οποιοδήποτε βούλευμα, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 483 ΚΠΔ παρ. 1-3.

 Στο άρθρο 478 ΚΠΔ θεμελιώνεται η απόλυτη ακυρότητα ως λόγος έφεσης κατά βουλεύματος από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, που παραπέμπεται για κακούργημα, ενώ αναμφίβολα υπάρχει και η δυνατότητα για αυτόν να υποβάλλει αίτηση προς τον αρμόδιο εισαγγελέα ώστε να ασκήσει εκείνος αναίρεση εκ μέρους του για λόγους δικαιοσύνης. Παρότι προκύπτει από το γράμμα του νόμου επισημαίνεται κι εδώ πως έφεση εναντίον της απόφασης που λαμβάνει το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατόπιν αυτοτελούς αίτησης του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 176 ΚΠΔ δεν επιτρέπεται.

Δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών έχει ο εισαγγελέας εφετών σύμφωνα με το άρθρο 479 ΚΠΔ. Όσον αφορά στις σχετικές ακυρότητες της διαδικασίας τονίζεται πως δεν προβλέπεται σχετικός λόγος αναίρεσης του βουλεύματος ενώ ούτε έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος για τον λόγο αυτό.

Το συμβούλιο εφετών αποφασίζει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών και μπορεί ως γνωστόν να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου, όπως συνάγεται και από το άρθρο 318 ΚΠΔ. Αν η έφεση για λόγο απόλυτης ακυρότητας γίνει δεκτή το συμβούλιο εφετών αποφαίνεται ανέκκλητα για την υπόθεση, αφού επαναληφθεί η άκυρη πράξη στο πλαίσιο περαιτέρω ανάκρισης σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι απαραίτητο. Αν, όμως, απορριφθεί η έφεση του κατηγορουμένου δεν έχει την εξουσία να συμπληρώσει ή να διορθώσει το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όπως επισημαίνεται στην ΑΠ 947/1982.