Παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο για λόγους επιείκειας

Η υπ’ αριθμ. 397/2016 απόφαση του Μονομελους Πρωτοδικείου Κω εξέτασε το ζήτημα της παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο, κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, για λόγους επιείκειας, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ιδιοκτήτης αυτής. Παρατίθενται κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης:

«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στα πλαίσια της εξουσίας του για προστασία της οικογένειας σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, έχει το δικαίωμα να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη, στον ένα από τους συζύγους. Η εν λόγω παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατό να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς το σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο (ΑΠ 1880/2008 Nomos, ΑΠ 1630/2002 ΝοΒ 2003, 1209, ΑΠ 792/2000 ΕλλΔνη 41, 1648, ΕφΑθ 5040/2010 ΕλλΔνη 2013, 480, ΕφΘεσ 2416/1996 Αρμ 1996.1222, ΕφΘεσ 320/1995 ΕλλΔνη 37, 358). Η δικαστική απόφαση, εξάλλου, που ρυθμίζει τη χρήση της οικογενειακής στέγης ισχύει όσο διαρκεί η διάσταση των συζύγων και παραμένουν αμετάβλητα τα πραγματικά περιστατικά που την υπαγόρευσαν. Η μεταβολή των πραγματικών περιστατικών επιτρέπει την αναθεώρηση της απόφασης και την έκδοση νέας (ΕφΑθ 1073/2006 ΕλλΔνη 2007, 609, ΕφΑθ 9076/2003 ΕλλΔνη 45, 895), ενώ, εάν δε ζητηθεί η αναθεώρηση, η απόφαση παύει να ισχύει αυτοδικαίως όταν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος…»

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο αιτών ζήτησε να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, η παραχώρηση σε αυτόν προσωρινά της αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής οικίας, ιδιοκτησίας της συζύγου του, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση λόγω ειδικών συνθηκών, που αφορούσαν στο πρόσωπό του.

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κρίνοντας ότι «…Ενόψει όλων των παραπάνω πιθανολογούμενων παραδοχών, ιδίως των νέων συνθηκών ζωής των διαδίκων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, της μειωμένης οικονομικής κατάστασης του αιτούντος και της προσωρινής αδυναμίας του να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες, επιπλέον δε, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι τα τέκνα των διαδίκων είναι σήμερα ηλικία 22 και 17 ετών αντίστοιχα και διαμένουν μόνιμα, όπως προεκτέθηκε, στην Αθήνα, η δε παραμονή του πατέρα τους στην άνω οικία δεν εμποδίζει την μετάβαση των ιδίων, όπως και της καθ` ης, στην Κω και την ευχερή και απρόσκοπτη (λόγω και της ευρυχωρίας της ως άνω οικίας) διαμονή τους στην οικία αυτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγοι επιεικείας επιβάλλουν, ενόψει και των ειδικών συνθηκών κάθε διαδίκου, να παραχωρηθεί προσωρινά στον αιτούντα η χρήση της οικογενειακής στέγης…»

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Μετεγκατάσταση μητέρας στο εξωτερικό

Την υπ’ αριθμ. 4374/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) απασχόλησε το ζήτημα της μετεγκατάστασης στην αλλοδαπή, μητέρας η οποία ασκούσε μέχρι πρότινος την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, και το δικαίωμα του πατέρα να ζητήσει την αφαίρεση της επιμέλειας του από την μητέρα και την ανάθεσή της σε αυτόν. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ανωτέρω απόφαση: 

«Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 § 1, 1511 § 1, 1513 § 1 εδ. πρώτο, 1514 και 1518 § 1 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα:… Ως κατευθυντήρια γραμμή και βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων στον έναν από τους γονείς τους, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της ασκήσεως αυτής είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον έναν ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου (ΑΠ 537/ 2012 ΝοΒ 2012. 2359). Επίσης για την ανάθεση της γονικής μέριμνας σε κάποιον γονέα λαμβάνονται υπόψη η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξής του (βλ. ΑΠ 425/1990, ΕλλΔνη 31. 997, ΕφΑθ 9281/1986, ΕλλΔνη 28. 1276, ΕφΑθ 1151/1986, ΕλλΔνη 27. 153) και οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα (και πέρα από τους συγγενείς του) ή πράγματα. […]Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα τού ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου, και οι, έως τότε, δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης των τέκνων χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, εκτός αν συντρέχει ειδικός λόγος. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα, η πνευματική ανάπτυξη, η παιδαγωγική καταλληλότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας (βλ. ΑΠ 952/2007, ΕλλΔνη 50. 1666[…] Για την κρισιολόγηση των στοιχείων, που οδηγούν στο σκοπό αυτό, πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν υπέρτερες οικονομικές δυνάμεις του ενός γονέα, να μη γίνεται επιλογή του γονέα με βάση το φύλο, τη γλώσσα, την ιθαγένεια, τις όποιες πεποιθήσεις του, να μην είναι καθοριστικό στοιχείο επιλογής ή απορρίψεώς του το γεγονός ότι πιθανόν είναι υπαίτιος της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεως (βλ. ΑΠ 1019/1994, ΕΕΝ 62. 615, ΑΠ 4140/1991, ΝοΒ 39. 1104, ΑΠ 728/ 1999, ΕλλΔνη 22. 324, ΑΠ 1968/1988, ΝοΒ 37. 1044, ΑΠ 283/1986, 180/1986, ΕλλΔνη 1986. 1288, 496), εφόσον ο κακός σύζυγος δεν είναι απαραιτήτως και κακός γονέας […] Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1518 § 1 του ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων, και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Τέλος, στο άρθρο 5 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης της 25.10.1980, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2102/1992, ορίζεται ότι: «Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το «δικαίωμα επιμέλειας» περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, β) το «δικαίωμα επικοινωνίας» περιλαμβάνει το δικαίωμα να μεταφέρει κάποιος το παιδί για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου, έχει δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, στα πλαίσια δε αυτού του δικαιώματος μπορεί να απομακρύνει το τέκνο από την Ελλάδα και να το εγκαταστήσει σε άλλη χώρα της επιλογής του (βλ. ΕφΘ 485/1999 Αρμ 2001. 480). Στην περίπτωση αυτή, ο άλλος γονέας έχει δικαίωμα, στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας με το τέκνο, να το μεταφέρει στην Ελλάδα (όπου είναι ο τόπος της δικής του διαμονής) για ορισμένο χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου θα ορισθεί από το δικαστήριο με τη ρυθμίζουσα την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας δικαστική απόφαση(Γνμδ ΕισΑΠ1/1999,ΝοΒ48,272.) Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά του τέκνου από τον γονέα που έχει την επιμέλειά του στο εξωτερικό μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα του άλλου γονέα να ζητήσει την αφαίρεση της επιμέλειας και την ανάθεσή της σε αυτόν στα πλαίσια του συμφέροντος του τέκνου (1511 ΑΚ) […]

«…Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, κατά τον θρησκευτικό τύπο, στις … στην Πολιτεία Κηφισιάς από τον οποίο απέκτησαν στις … ένα τέκνο, την Α.Φ.Δ.** Κατόπιν προβλημάτων που παρουσιάστηκαν κατά την έγγαμη συμβίωση, οι διάδικοι προέβησαν συναινετικά σε λύση του γάμου τους με την με αριθμό …/2010 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, εκδοθείσα με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δυνάμει του από 14.01.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο επικυρώθηκε με την παραπάνω απόφαση, οι διάδικοι συμφώνησαν να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης θυγατέρας τους στην καθ’ ης η αίτηση ενώ ρυθμίστηκε η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτούντος με την ανήλικη. Κατά τα έτη που ακολούθησαν, οι διάδικοι, με γνώμονα το συμφέρον της ανήλικης διατήρησαν αρμονικές σχέσεις. Ειδικότερα, ο αιτών καταβάλλει αδιαλείπτως το ποσό των 350 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί με το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό ως συνεισφορά του ιδίου στις ανάγκες διατροφής της ανήλικης, ενώ επιπλέον καλύπτει και άλλα έξοδα του, όπως το ήμισυ των ιατρικών, σχολικών και εξωσχολικών της δαπανών, καθώς και εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα για τη σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης νοσοκομειακής περίθαλψης. Η δε καθ’ ης η αίτηση, ως ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης, ουδέποτε παρεμπόδισε την επικοινωνία αυτής με τον αιτούντα-πατέρα της, αντιθέτως μάλιστα την ενθάρρυνε, και έτσι το δικαίωμα επικοινωνίας ασκείται τακτικά και πέραν των συμφωνηθέντων με το παραπάνω αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η ανήλικη να έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς αγάπης με αμφότερους τους γονείς της, έχοντας δε μεγαλώσει σε ένα ήρεμο περιβάλλον, αναπτύχθηκε σε μία ολοκληρωμένη και ώριμη, για την ηλικία της, προσωπικότητα, χωρίς να έχει επιδράσει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της το διαζύγιο των γονέων της. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η καθ’ ης η αίτηση νυμφεύθηκε με τον Αυστραλό υπήκοο και κάτοικο Σύδνευ Αυστραλίας, Α.Μ.**, αποφάσισε δε να εγκατασταθεί, μαζί με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων στην παραπάνω πόλη, προκειμένου να συνοικήσει εκεί με το νέο σύζυγό της. Στην απόφασή της αυτή γνωστοποίησε στον αιτούντα, με την από 10.02.2016 εξώδικη πρόσκλησή της, δια της οποίας τον καλούσε να ρυθμίσουν τα σχετικά με την επικοινωνία αυτού με την ανήλικη, ενόψει της παραπάνω επικείμενης μετεγκατάστασης. Πιθανολογήθηκε εξάλλου ότι ο αιτών ουδόλως συμφώνησε με την απόφαση αυτή της καθ’ ης, καθώς θεώρησε ότι δια της παραπάνω μετεγκατάστασης το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του δεν θα ασκείται ουσιαστικά, ακολούθησαν δε συναντήσεις και εξώδικες δηλώσεις και προσκλήσεις προκειμένου να διευθετηθούν τα σχετικά ζητήματα, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, ο αιτών άσκησε την υπό κρίση αίτηση, αιτούμενος να ανατεθεί σε αυτόν η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων. Η επιλογή αυτή του αιτούντος παρά τα περί του αντιθέτου επικαλούμενα από την καθ’ ης δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, καθώς ουδόλως ως αντιφατική μπορεί να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά του, συνιστάμενη αφενός στην ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας και αφετέρου στην αίτηση για ανάθεση σε αυτόν της επιμέλειας της ανήλικης, δεδομένου ότι αυτή εκπορεύεται από την αληθινή ανησυχία του για το μέλλον της ανήλικης και της σχέσης του με αυτή. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η καθ’ ης προτίθεται, από το Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, να εγκατασταθεί στην οικία του νέου της συζύγου στο Σύδνεϋ Αυστραλίας, όπου ήδη έχει ανεύρει εργασία. Ο τελευταίος ζει με τα δύο ανήλικα άρρενα τέκνα του, προερχόμενα από προηγούμενο γάμο του, ηλικίας περίπου έντεκα και εννέα ετών. Η γνωριμία, εξάλλου, της καθ’ ης η αίτηση με τον παραπάνω αναφερόμενο νέο σύζυγό της, στα πλαίσια απλών κοινωνικών επαφών, είναι πολυετής, πλην όμως ουδόλως διευκρινίστηκε το χρονικό σημείο έναρξης της ερωτικής της σχέσης με αυτόν, η οποία είχε ως κατάληξη τον γάμο, καθώς ούτε η μάρτυρας της καθ’ ης κατέθεσε περί τούτου με σαφήνεια, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι η ίδια έμαθε για τη σχέση προ 1,5 έτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έχει κανέναν άλλο δεσμό με την χώρα αυτή (Αυστραλία), καθώς δεν κατοικεί εκεί κανένα συγγενικό ή φιλικό της πρόσωπο. Σο ανήλικο τέκνο των διαδίκων έχει γνωρίσει το νέο σύζυγο της καθ’ ης-μητέρας της, καθώς και τα τέκνα αυτού, πλην όμως η γνωριμία τους περιορίζεται σε ολιγοήμερες επαφές, κατά τη διάρκεια ταξιδιών που η καθ’ ης με την ανήλικη έκαναν στην Αυστραλία και στο Ντουμπάι, καθώς και σε πρόσφατες διακοπές του νέου συζύγου της καθ’ ης με τα ανήλικα τέκνα του στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων και ο νέος σύζυγος της καθ’ ης και τα ανήλικα τέκνα του δεν ομιλούν την ίδια γλώσσα, καθώς αφενός μεν η πρώτη δεν ομιλεί επαρκώς την αγγλική γλώσσα, αφετέρου δε οι λοιποί δεν ομιλούν την ελληνική γλώσσα. Από όλα τα ανωτέρω πιθανολογήθηκαν τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση προτίθεται να εγκατασταθεί, μαζί με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, σε ένα ουσιαστικά άγνωστο για αμφότερες περιβάλλον, και δη σε μία χώρα που απέχει ουσιωδώς τόσο χιλιομετρικά, όσο και ουσιαστικά από την Ελλάδα. Στη χώρα αυτή η ανήλικη θα πρέπεινα προσαρμοστεί σε συνθήκες συμβίωσης με έναν άνδρα, το σύζυγο της καθ’ ης, και δύο ανήλικα αγόρια, τους οποίους ελάχιστα γνωρίζει και με τους οποίους θα έχει, εκ των πραγμάτων, μικρή δυνατότητα επικοινωνίας. Παράλληλα, θα πρέπει να προσαρμοστεί σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, στα πλαίσια του οποίου θα αντιμετωπίσει, εκ της μη γνώσεως της αγγλικής γλώσσας, και τουλάχιστον για το αρχικό χρονικό διάστημα, δυσχέρειες και εμπόδια στη μαθησιακή της εξέλιξη και πρόοδο. Σο τελευταίο αναπόφευκτα θα συμβεί, όσα μέτρα και αν ληφθούν εκ των προτέρων από την καθ’ ης, με την υποβοήθησή της στην εκμάθηση της γλώσσας, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη και η διαφορετικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος της Αυστραλίας από αυτό της Ελλάδας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων κατά το επερχόμενο σχολικό έτος θα παρακολουθήσει τα μαθήματα της Γ” τάξης του δημοτικού, βρίσκεται συνεπώς σε κρίσιμο σημείο για εκπαιδευτική της εξέλιξη. Πλέον των ανωτέρω, η ανήλικη θα αναγκαστεί να αποκοπεί βίαια από το οικείο και συγγενικό της περιβάλλον. Ειδικότερα, πέραν της τακτικής επαφής της με τον αιτούντα-πατέρα τηςη ανήλικη θα απωλέσει τη συχνή επαφή, που έως τώρα είχε, με τους παππούδες και γιαγιάδες της, τους θείους της, αλλά και με τους φίλους και συμμαθητές της. Η δια ζώσης επαφή εξάλλου, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την τηλεφωνική επικοινωνία, ούτε όμως και από την οπτικοακουστική επικοινωνία μέσω διαδικτύου (skype). Επιπλέον, δεν θα είναι δυνατή η συχνή μετάβαση της ανήλικης στην Ελλάδα, τόσο εξαιτίας της απόστασης, όσο και εξαιτίας της αλλαγής ημισφαιρίου, δεδομένου ότι η Αυστραλία βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, και όσων αυτό συνεπάγεται, όπως είναι η διαφοροποίηση των εποχών, ο αποσυγχρονισμός της ζώνης ώρας και η επίδραση των ανωτέρω στον ανθρώπινο οργανισμό για το χρονικό διάστημα που απαιτείται να μεσολαβήσει μέχρι την προσαρμογή. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι η εγκατάσταση της ανήλικης στην Αυστραλία, με σκοπό τη συμβίωση της ίδιας και της καθ’ ης η αίτηση-μητέρας της με το σύζυγο της τελευταίας και την οικογένειά του, ουδόλως παρέχει τα εχέγγυα σταθερότητας. Τούτο, δε, ιδίως ενόψει της βραχείας διάρκειας της σχέσης της καθ’ ης με το νέο της σύζυγο, η οποία μάλιστα ήταν, ενόψει των διαφορετικών έως τώρα τόπων κατοικίας τους, εξ αποστάσεως σε συνδυασμό με την επικείμενη συγκατοίκηση δύο ουσιαστικά οικογενειών, με διαφορετικές συνήθειες και τρόπο ζωής και τις δυσχέρειες που αυτή ενέχει. Πιθανολογήθηκε εξάλλου ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων διατηρεί άριστες σχέσεις με τον αιτούντα-πατέρα της με τον οποίο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είχε έως τώρα τακτική επικοινωνία, με συχνές διανυκτερεύσεις στην οικία του, που βρίσκεται στην Αθήνα. Ο αιτών μπορεί να διασφαλίσει ένα σταθερό και άνετο περιβάλλον διαβίωσης για την ανήλικη. Ειδικότερα, ο ίδιος έχει σταθερή κατοικία, την οποία δεν έχει μεταβάλλει από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής του με την καθ’ ης και σταθερή απασχόληση, καθώς τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, εργαζόμενος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με σταθερό ωράριο εργασίας και ικανοποιητικές αποδοχές, λαμβάνοντας περίπου 1.700 ευρώ ως μισθό. Εξάλλου, φροντίζει ο ίδιος για τις διατροφικές ανάγκες της ανήλικης, επιδεικνύει μεγάλη φροντίδα για την καθαριότητα και υγιεινή του σπιτιού του, προκειμένου να διασφαλίζεται η άνετη διαβίωσή της, ενώ ασχολείται ουσιαστικά μαζί της, κατά τον ελεύθερο χρόνο της.Επιπλέον, ενόψει του ότι το ωράριο εργασίας του λήγει στις 15:00, ο αιτών έχει ελεύθερα τα απογεύματά του, ώστε να μπορεί ο ίδιος να ασχοληθεί με την υποβοήθηση της ανήλικης στη σχολική της μελέτη, καθώς και με τις υπόλοιπες εξωσχολικές της δραστηριότητες. Στο έργο του δε αυτό, θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση και αρωγή από τους γονείς του, παππούδες της ανήλικης, οι οποίοι κατοικούν εντός Αττικής και συγκεκριμένα στο Β.Κ.**. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ενόψει της κατοικίας της ανήλικης εντός της πόλης των Αθηνών, θα έχει ανεμπόδιστη επικοινωνία με τους παππούδες της μητρικής γραμμής, καθώς και με το συγγενικό της περιβάλλον. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο αιτών-πατέρας της ανήλικης με τις ενέργειές του και την όλη στάση του δείχνει, πέρα από την αγάπη και στοργή του στο τέκνο του, ότι έχει τα εχέγγυα εκείνα που μπορούν να βοηθήσουν το παιδί στη σωστή του πνευματική, σωματική και ψυχική ανάπτυξη. Εξάλλου, και η ανήλικη, κατά την επικοινωνία που είχε με τη δικαστή του δικαστηρίου αυτού, εξέφρασε την επιθυμία να διαμείνει με τον πατέρα της τον οποία αγαπά εξίσου με τη μητέρα της χωρίς η επιθυμία της αυτή να μεταβάλλεται από την απώλεια της καθημερινής της επαφής με τη μητέρα της εξαιτίας της μετεγκατάστασης αυτής, κατά τα ανωτέρω, στην Αυστραλία. Κατ’ ακολουθία λοιπόν των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη και του προφανούς συμφέροντος του τέκνου, το οποίο, όπως προκύπτει από τις σχετικές για τη γονική μέριμνα διατάξεις (άρθρο 1510 επ. ΑΚ), αναγορεύεται ως το μοναδικό κριτήριο για κάθε απόφαση του Δικαστηρίου, που αφορά την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή του τρόπου άσκησής της (ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1728/1999), επιβάλλει τη διαμονή της ανήλικης στην Ελλάδα, εντός του περιβάλλοντος που η ίδια έχει από τη γέννησή της συνηθίσει, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα στη ζωή της ανάμεσα στα πρόσωπα που αγαπά, και γι’ αυτό θα πρέπει η αποκλειστική επιμέλεια αυτής να ανατεθεί στον αιτούντα πατέρα της…».

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Προσθήκη (1-8-2020)

Ήδη το άρθρο 1519 ΑΚ τροποποιήθηκε ως εξής:

Μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο.

Το εν λόγω άρθρο σκοπεύει να προστατεύσει τον γονέα, που είναι φορέας του δικαιώματος επικοινωνίας. Αναμένεται, όμως, να διευκρινιστεί από την νομολογία ποια είναι η μεταβολή εκείνη του τόπου κατοικίας, η οποία επιδρά “ουσιωδώς” στο δικαίωμα επικοινωνίας, και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή θα επιτρέπεται με δικαστική απόφαση. Εξάλλου, είναι συχνό το φαινόμενο ο έχων την αποκλειστική επιμέλεια γονέας να αναγκάζεται να μετακομίσει ή και να μεταναστεύσει στο εξωτερικό για εργασιακούς και οικονομικούς λόγους.

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Δικηγόρος

Φιλοσοφικές πεποιθήσεις και επιμέλεια τέκνων: Ζητήματα εμβολιασμού και εκπαίδευσης

Η υπ’ αριθμ. 133/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, εξέτασε μια ιδιαίτερη περίπτωση κακής άσκησης της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων από την μητέρα τους. Συγκεκριμένα η μητέρα, η οποία είχε μετοικήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα, αποφάσισε να εγκατασταθεί σε ένα πρόχειρο παράπηγμα, επιθυμώντας να ζήσει με τα παιδιά της μία φυσική ζωή μακριά από τον πολιτισμό, ενώ ούτε ενέγραψε τα παιδιά της σε σχολείο, ούτε τα εμβολίασε. Το Δικαστήριο, εντοπίζοντας τους κινδύνους αποκοπής από εκπαιδευτικές διαδικασίες και μετάδοσης ασθενειών, διέταξε ασφαλιστικά μέτρα και υποχρέωσε την καθ’ ης εγγράψει τα τέκνα σε σχολείο και να τα εμβολιάσει. Σύμφωνα με τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης:

«…Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3.Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4.(…)». Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, το Σύνταγμα ορίζει την ελάχιστη διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η οποία είναι εννεαετής. […] Ο ν.1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 167), ορίζει […] στο άρθρο 3: Η φοίτηση είναι υποχρεωτική στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, εφόσον ο μαθητής δεν έχει υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας του. Όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και παραλείπει την εγγραφή ή την εποπτεία του ως προς τη φοίτηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα». Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 παρ. 2β του ΠΔ 161/2000 «Όταν μαθητής απουσιάζει αδικαιολόγητα και οι γονείς ή ο κηδεμόνας τους δεν επικοινωνούν με το σχολείο, παρ` όλες τις ειδοποιήσεις, αναζητείται η οικογένειά του μέσω της δημοτικής η αστυνομικής αρχής. Στις περιπτώσεις που η αναζήτηση δεν φέρει αποτέλεσμα, αναφέρεται η διακοπή της φοίτησης στον αρμόδιο Προϊστάμενο, στον οποίο υποβάλλονται και τα σχετικά με την αναζήτηση έγγραφα. Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης ή του Γραφείου Π.Ε. αναζητεί το μαθητή σε όλα τα σχολεία του νομού. Όταν και αυτή η ενέργεια δεν φέρει αποτέλεσμα ο Προϊστάμενος υποβάλλει σχετική αναφορά στη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του ΥΠ.Ε.Π.Θ. που συνοδεύεται από έκθεση, η οποία περιέχει τα στοιχεία της έρευνας που έγινε. Η αναζήτηση σε όλα τα σχολεία της χώρας γίνεται από τη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκ/των».

[…] Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 2676/1999 ορίζεται ότι «Στα πλαίσια της ιατρικής περίθαλψης που παρέχουν οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α. και το Δημόσιο στους ασφαλισμένους και τα μέλη της οικογενείας τους καθιερώνεται η υποχρεωτική προληπτική ιατρική, με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της εκδήλωσης ή την αποτροπή της εμφάνισης νοσηρών καταστάσεων. Η προληπτική ιατρική περιλαμβάνει: α. Εμβολιασμούς παιδιών και ενηλίκων, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού για την Ελλάδα του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας….» Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται η υποχρεωτικότητα της προληπτικής ιατρικής στην οποία εμπεριέχεται και ο εμβολιασμός.

[…] Κατά το συνδυασμό των άρθρων 732 και 735 συνάγεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο κάθε πρόσφορο μέτρο ικανό να ρυθμίσει μία κατάσταση, χωρίς να δεσμεύεται από την σχετική αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπεριφορά της καθ’ής ενέχει δύο κινδύνους για τα τέκνα που διαβιούν μαζί της. Ειδικότερα, αυτόν της αποκοπής από το σχολείο και τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και του κινδύνου της μετάδοσης ασθενειών σε τρίτους, αλλά και της νόσησης των ιδίων των παιδιών. Οι ανωτέρω δε υποχρεώσεις της καθ’ής, ήτοι να εγγράψει τα παιδιά της σε σχολείο και να τα εμβολιάσει, προσκρούουν σαφώς στις φιλοσοφικές της απόψεις και στο δικαίωμα που έχει αυτή για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, απόψεις που δικαιούται να μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά της, των οποίων έχει την επιμέλεια. Εντούτοις όμως ζώντας εντός μίας κοινωνία που οι υποχρεώσεις των προσώπων που την απαρτίζουν καθορίζεται από ρυθμιστικές του κοινωνικού βίου διατάξεις, στην οποία (κοινωνία) σημειωτέον η ίδια αποφάσισε να ενταχθεί μετοικώντας από το εξωτερικό, οφείλει να ρυθμίσει τη ζωή της σύμφωνα με αυτές. […] Συνεπώς υπό το πρίσμα των αιτιάσεων του αιτούντος ότι η καθ΄ής δεν φροντίζει για την εκπαίδευση των τέκνων τους και για την υγεία τους, κρίνεται ότι πρέπει να υποχρεωθεί αυτή να εγγράψει τα κάτω των 16 ετών τέκνα της από το ερχόμενο σχολικό έτος 2017-2018 σε εκπαιδευτικό ίδρυμα καθώς επίσης και να προβεί στον εμβολιασμό των τέκνων της με τα προβλεπόμενα ως υποχρεωτικά εμβόλια σε δημόσιο θεραπευτικό ίδρυμα…»

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η γνωστή, υπ’ αριθμ. 1424/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξέτασε παρόμοιο ζήτημα, καθώς έκρινε ως κακή άσκηση της επιμέλειας την επιβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων του γονέα σε ζητήματα σχετικά με την ανατροφή του τέκνου. Ειδικότερα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, αν και δεν πρέπει κατ’ αρχήν να κάνει διάκριση με βάση τη θρησκεία του γονέα, στα πλαίσια της αναζήτησης του συμφέροντος του παιδιού θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνεκτιμώνται οι επιπτώσεις των συγκεκριμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων στη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Κρίθηκε έτσι πως:

Ο γονέας που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου παιδιού του και συγχρόνως είναι αφοσιωμένος στις χιλιαστικές δοξασίες είναι αμφίβολο αν θα γνωστοποιήσει έγκαιρα την ανάγκη μετάγγισης αίματος στο παιδί του, που μπορεί να προκύψει ιδιαίτερα από τραυματισμό του στο παιγνίδι ή σε τροχαίο ατύχημα. Λαμβάνοντας δε υπόψη το ζήλο και την επιμονή της ενάγουσας στις νέες της θρησκευτικές δοξασίες, είναι βέβαιο πως άν διαμένει συνεχώς μαζί της ο ανήλικος γιός της θα ασπασθεί και αυτός τις δοξασίες αυτές, αφού η βούλησή του θα κατευθυνθεί έτσι λόγω της ηλικίας του, δεδομένου ότι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας συνάγεται πως τα άτομα της ηλικίας αυτής που έχουν ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη στερούνται κρίσεως και πείρας και υπόκεινται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων.

Πλαστά πτυχία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου

Με αφορμή την πρόσφατη νομική επικαιρότητα και συζήτηση σχετικά με το ζήτημα των πλαστών πτυχίων και της απάτης εις βάρος του Δημοσίου αναρτούμε την υπ’ αριθμ. 946/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία δικηγόρος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ήταν ο εξαιρετικός συνάδελφος κ. Διαμαντής Μπιλιάνης. Συγκεκριμένα έγινε δεκτό πως:

Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος, είναι δε αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος.

Έγινε, λοιπόν, δεκτό πως η τελεσθείσα απάτη είναι έγκλημα στιγμιαίο, κάτι που έχει ευνοϊκές συνέπειες τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό της ως κακουργηματικής ή πλημμεληματικής όσο και ως προς την παραγραφή.

Ολόκληρη η απόφαση είναι προσβάσιμη εδώ.

Ασφαλιστικά μέτρα επίδειξης εγγράφων

Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, Αριθ. 57/2018 (Ασφ. Μ.), ΝΒ, 2018, σελ. 1467-1470

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νόμιμου μεριδούχου κατά Τράπεζας για την επίδειξη εγγράφων σχετικών με τους κοινούς λογαριασμούς του κληρονομούμενου. Προϋποθέσεις επίδειξης εγγράφων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται επί μη εκκρεμούς δίκης ως εν προκειμένω (πρβλ. και άρθρα 450 – 452 ΚΠολΔ επί εκκρεμών δικών), για τη θεμελίωση αξιώσεως επιδείξεως εγγράφου προϋπόθεση είναι η κατοχή του εγγράφου χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξιώσεως κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος, αν, μεταξύ άλλων το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν. Οι περιπτώσεις, που προβλέπονται περιοριστικά και διαζευκτικά στην εν λόγω διάταξη, εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και είναι οι εξής: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικώς το συμφέρον αυτού αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου.

Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξιώσεως (ΕφΑΘ 2456/2002 ΕΕμιιΔ 2002. 331). Επίσης, κατά την κρατούσα τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία γνώμη, γίνεται δεκτό ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, αυτός, που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 § 1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος, ενώ μπορεί, ακόμη, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Αν στη σχετική αίτηση δεν περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά των περιστατικών, που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως, αυτή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (ΜΠρΑΘ 7533/ 2000 ΔΕΕ 2001. 284. ΜΠρΑΘ 11843/1997, ΕΤρΑξ ΧρΔ 1999. 673).

Σημειώνεται ότι, κατά την ως άνω κρατούσα γνώμη, η, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινή ρύθμιση της ως άνω διαφοράς, δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την πλήρη ικανοποίησή του, αρκετή η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνισταμένου στη γνώση του ασφαλιστέου δικαιώματος, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ εαυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού [ΑΠ 1613/ 2000 ΕλλΔνη 42. 681, ΠΠρΘ13436/1993 ΕΤρΑξ ΧρΔ 1994. 67, ΜΠρΠειρ 5768/ 2005 ΔΕΕ 2006. 775, ΜΠρΑΘ 8604/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2380/ 2003 ΕΝαυτΔ 2003. 55, ΜΠρΘ 23434/2001. Αρμ 2002. 8, ΜΠρΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001. 97. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ τ. Δ’ στο άρθρο 692 αριθ. 12 ο. 101 – 102, Κρουσταλάκης «Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ» Δ 1. 649, Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα Έκδ. 1980 ο. 321, ειδικά επί κοινού λογαριασμού: (ΜΠρΘ 9211/ 2016. ΔΕΕ 2017. 74, ΜΠρΑΘ 5271/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΟ 77/2015. ΝΟΜΟΣ)], ή διότι η επίδειξη διατάσσεται προς διασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος, λόγω της βραδύτητας της οριστικής εκδικάσεως του σχετικού αιτήματος, σε συνδυασμό και με το γεγονός της μη επελεύσεως βλάβης στον καθ’ ου από την επίδειξη του εγγράφου (…)

Yπαναχώρηση από σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, σε περίπτωση υπαγωγής στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά

Η υπ’ αριθμ. 660/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου (εκουσία δικαιοδοσία) εξέτασε το ζήτημα της υπαναχώρησης του πωλητή από σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, στην περίπτωση που ο αγοραστής έχει υπαχθεί με προσωρινή διαταγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010). Ειδικότερα με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή, η υπαναχώρηση από την σύμβαση πωλήσεως είναι άκυρη, διότι η χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή έχει ως συνέπεια την απαγόρευση κάθε μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος-αγοραστή καθώς και κάθε αλλοίωση ή μείωση της περιουσίας του, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης δικαιώματος κυριότητας.

Παρατίθεται κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 660/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου (εκουσία δικαιοδοσία).

«…Εν προκειμένω, με την υπ’αριθμ. 00047288 σύμβαση χορήγησης δανείου χρηματοδότησης αγοράς αυτοκινήτου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του αιτούντος ως αγοραστή, της πωλήτριας επιχείρησης ………………….. και της δεύτερης καθ’ης ως πιστώτριας, ο αιτών αγόρασε το κατωτέρω αναφερόμενο δίκυκλο όχημα από την πωλήτρια επιχείρηση έναντι τιμήματος ύψους 4.000€, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλει στην πωλήτρια επιχείρηση η δεύτερη καθ’ης – πιστώτρια τράπεζα. Επιπλέον, ως αναλύεται και ανωτέρω, μετά την καταβολή της χρηματοδότησης στον πωλητή, συμφωνήθηκε ρητώς η μεταβίβαση όλης της έννομης σχέσης της πώλησης από την πωλήτρια επιχείρηση στη δεύτερη καθ’ης, το δε όχημα παραδόθηκε στον αγοραστή-αιτούντα μόνο κατά την κατοχή και χρήση του, υπό τον όρο παρακράτησης της κυριότητας και νομής του μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 84 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης αποπληρωμής των δόσεων, η πιστώτρια τράπεζα θα είχε το δικαίωμα αφενός να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης και να αξιώσει την παράδοση του ανωτέρω οχήματος και αφετέρου να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, της δε καταγγελίας έχουσας ως συνέπεια να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου, ήτοι και οι μελλοντικές δόσεις του, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι το μέρος του δανείου που θα είχε αποπληρωθεί μέχρι την αφαίρεση του οχήματος θα θεωρείται μίσθωμα για τη χρήση του και αποζημίωση για τη φθορά του οχήματος (ιδ. όρους 1.7, 1.9 και 1.10 συμβάσεως). Η δεύτερη καθ’ ης μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτηση αίτησης, ήτοι μέχρι την 21-4-2015 δεν είχε υπαναχωρήσει από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, υπαναχώρησε δε την 18.9.2018, ήτοι μία μέρα πριν την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως, επιδίδοντας στον αιτούντα τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2406/18-9-2018 αγωγή της, με την οποία κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση και υπαναχώρησε από τη σύμβαση πωλήσεως (ιδ. προσκομιζόμενη αγωγή και υπ’αριθμ. 7057Β/18-9-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρίας Παππά). Η υπαναχώρηση ωστόσο αυτή είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα στην επί της υπό κρίση αιτήσεως χορηγηθείσα από 12.9.2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Ιλίου, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και κάθε αλλοίωση ή μείωση αυτής. Δεδομένου ότι το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης δικαιώματος κυριότητας του ως άνω οχήματος συνιστά περιουσιακό στοιχείο του αιτούντος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω περί δυνατότητας ελέγχου της υπαναχωρήσεως ως καταχρηστικής κατ’άρθρο 281 ΑΚ στα πλαίσια της παρούσης, η δεύτερη καθ’ης, εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση του αιτούντος, θα μετέχει κανονικά στη ρύθμιση και υποχρεούται να αποδεχθεί την εκπλήρωση της σύμβασης, όπως αυτή θα διαμορφωθεί ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού, καθώς και τον τρόπο και χρόνο πληρωμής του από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των διατάξεων του Ν.3869/2010. Περαιτέρω, το κατωτέρω αναφερόμενο δίκυκλο όχημα θα εξαιρεθεί από την εκποίηση, καθώς ο αιτών έχει απλή κατοχή και χρήση αυτού και, ως εκ τούτου, το παραπάνω αναφερόμενο όχημα δεν αποτελεί περιουσιακό του στοιχείο (βλ. και την προσκομιζόμενη άδεια κυκλοφορίας στην οποία εμφαίνεται η παρακράτηση κυριότητας), πλην όμως σε περίπτωση τήρησης της παρούσας ρυθμίσεως θα καταστεί στο μέλλον κύριος και νομέας αυτού, ως αναλύεται και ανωτέρω…»

Κανονισμός ορθής χρήσης και λειτουργίας του εξοπλισμού πληροφορικής από τους εργαζόμενους (34/2018 ΑΠΔΠΧ)

Στην απόφαση υπ’ αρίθμ. 34/2018 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέτασε καταγγελία εργαζομένου σύμφωνα με την οποία η εργοδότριά του εταιρία ερεύνησε τον εταιρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, που του είχε παραχωρηθεί προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του, και εν συνεχεία αφαίρεσε τον σκληρό δίσκο προς περαιτέρω έλεγχο του προς ανάκτηση διαγραφέντων αρχείων, χωρίς να έχει προηγουμένως ενημερωθεί σχετικά ή χωρίς να έχει ληφθεί η συγκατάθεσή του.

Εξαιρετικής σημασίας κρίνεται το παρακάτω απόσπασμα της αποφάσεως αυτής, αφού η Αρχή απευθύνει γενικού περιεχομένου συστάσεις προς τις επιχειρήσεις για την κατάρτιση και εφαρμογή εσωτερικού Κανονισμού για την ορθή χρήση και τη λειτουργία του εξοπλισμού και του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών από τους εργαζόμενους. Συγκεκριμένα η Αρχή:

Απευθύνει στην εταιρία (…) σύσταση να μεριμνήσει για την κατάρτιση και εφαρμογή εσωτερικού Κανονισμού για την ορθή χρήση και τη λειτουργία του εξοπλισμού και του δικτύου πληροφορικής και επικοινωνιών από τους εργαζόμενους (υποκείμενα των δεδομένων), στο περιεχόμενο της οποίας θα πρέπει ανάμεσα σε άλλα να περιλαμβάνεται:

Ι. Πολιτική Αποδεκτής Χρήσης των εταιρικών ηλεκτρονικών υπολογιστών (ή άλλου συναφούς εξοπλισμού), του εταιρικού δίκτυο επικοινωνιών (ή άλλης συναφούς υποδομής) και των εταιρικών λογαριασμών ηλεκτρονικής αλληλογραφίας καθώς και τις σχετικές προϋποθέσεις, όρους και διαδικασίες. Σε περίπτωση απαγόρευσης χρήσης του εταιρικού ηλεκτρονικού υπολογιστή για προσωπική χρήση από τους εργαζόμενους, να εξετασθεί η δυνατότητα παραχώρησης της χρήσης ψηφιακού αποθηκευτικού χώρου για προσωπική χρήση, στον οποίο δεν θα είναι επιτρεπτή η πρόσβαση του εργοδότη.

ΙΙ. Πολιτική πρόσβασης και ελέγχου των εταιρικών ηλεκτρονικών υπολογιστών (ή άλλου συναφούς εξοπλισμού) που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι στην οποία να περιγράφονται κατ’ ελάχιστον:

i. οι συναφείς σκοποί (δικαιολογητικοί λόγοι) πρόσβασης και ελέγχου, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας,

ii. η φύση και η έκταση του ελέγχου,

iii. η διαδικασία, ο τρόπος και οι όροι πρόσβασης και ελέγχου τόσο σε περίπτωση παρουσίας, όσο και τυχόν απουσίας του εργαζομένου,

iv. οι διαδικαστικές εγγυήσεις που αφορούν την πρόσβαση και τον έλεγχο, ιδίως αναφορικά με την διασφάλιση και απόδειξη της ορθότητας και αντικειμενικότητας του καθώς και την παρουσία ή απουσία του εργαζομένου,

v. ο τρόπος ενημέρωσης του εργαζομένου για τα ευρήματα του ελέγχου,

vi. η διαδικασία που ακολουθείται μετά την ολοκλήρωση του ελέγχου με την οποία τυχόν διενεργείται επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επί των ευρημάτων προς επίτευξη των σκοπών του ελέγχου καθώς και η σχετική ενημέρωση του εργαζομένου,

vii. διαδικασία και προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα αποφυγής της πρόσβασης και ελέγχου του συνόλου των αποθηκευμένων αρχείων, δεδομένων και πληροφοριών με την υιοθέτηση άλλης, λιγότερο επαχθούς, μεθόδου,

viii. η προηγούμενη ενημέρωση των εργαζομένων για το ενδεχόμενο πρόσβασης και ελέγχου στους εταιρικούς υπολογιστές (ή σε άλλη συναφή εξοπλισμό) που χρησιμοποιούν καθώς και τις περιπτώσεις εξαίρεσης από την υποχρέωση ενημέρωσης, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας,

ix. η προβλεπόμενη από την κείμενη νομοθεσία δυνατότητα προσφυγής των εργαζομένων σε έννομη προστασία.

Συναπόφαση γονέων για την κατοικία, την εκπαίδευση και ζητήματα υγείας ανηλίκου τέκνου.

Αναρτούμε παρακάτω μια σημαντική, πρόσφατη απόφαση του γραφείου μας στην οποία, παρότι η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ανατέθηκε στην μητέρα του, έγινε δεκτό ότι για τα ζητήματα της μόρφωσης και της εκπαίδευσης, της υγείας και της περίθαλψης αλλά και του καθορισμού της κατοικίας του θα συναποφασίζουν και θα φροντίζουν από κοινού και οι δύο γονείς.

Επίσης, έγινε δεκτό ότι μέρος της καταβληθείσας διατροφής θα πρέπει να συμψηφιστεί με το αγοραίο μίσθωμα του ιδιόκτητου διαμερίσματος, που ο πατέρας παραχώρησε κατά χρήση στην μητέρα και το ανήλικο τέκνο του, προκειμένου το τελευταίο να κατοικεί κοντά στον ίδιο, αλλά και στο σχολείο, που φοιτά.

Ακολουθεί η υπ’ αρίθμ. 3944/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών:

σάρωση0001σάρωση0002σάρωση0003σάρωση0004σάρωση0005σάρωση0006

Περισσότερα για το ζήτημα της κοινής επιμέλειας μπορείτε να διαβάσετε εδώ: Το ζήτημα της κοινής επιμέλειας ή «συνεπιμέλειας»

2627/2017 ΣΤΕ

2627/2017 ΣΤΕ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η εν λόγω απόφαση αφορά στο προ GDPR νομικό καθεστώς. Είναι, όμως, σημαντική στον βαθμό που σκιαγραφεί την υποχρέωση των ιδιωτικών κλινικών να λαμβάνουν τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων που τηρούν, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζουν και να μπορούν να αποδείξουν τι έχει περιληφθεί στο αρχείο τους, τι έχει παραληφθεί και τι έχει επιστραφεί στον κομιστή.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Δ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10 Νοεμβρίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ε. Σαρπ, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα,  Δ. Κυριλλόπουλος, Κ. Κουσούλης, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Χρ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.

Για να δικάσει την από 1 Οκτωβρίου 2012 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στο …………… Αττικής (…………), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χρίστο Βαρδάκα (Α.Μ. 2389), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής με την επωνυμία «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Πέτρο Τσαντίλα (Α.Μ. 20211), που τον διόρισε με απόφαση του Προέδρου της.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 131/2012 απόφαση της «Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα».

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου

κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (.., ../2012 ειδικά γραμμάτια).

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή συμπληρώθηκε παραδεκτώς με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση της 131/9.8.2012 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Α.Π.Δ.Π.Χ.). Με την απόφαση αυτή επεβλήθησαν στην αιτούσα εταιρεία, ιδιοκτήτρια ιδιωτικής κλινικής, πρόστιμα ύψους 7.500 ευρώ έκαστο, για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του  ν. 2472/1997, αντιστοίχως.

3. Επειδή, ειδικότερα, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση Αρχή επελήφθη της υποθέσεως κατόπιν της υπ’ αριθμ. ../27.3.2006 καταγγελίας συγκεκριμένου προσώπου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανωτέρω καταγγελία, μετά από χειρουργική επέμβαση στο χέρι λόγω κατάγματος, στην οποία υποβλήθηκε ο καταγγείλας και, αφού αυτή (επέμβαση), κατά τους ισχυρισμούς του, δεν είχε επιτυχία, ο εν λόγω θέλησε να αποστείλει τον ιατρικό του φάκελο στις ΗΠΑ, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχε δυνατότητα αντιμετώπισης της βλάβης που είχε επέλθει από την αρχική επέμβαση. Για τον λόγο αυτό ο ανωτέρω ζήτησε, με την από 17.1.2006 αίτησή του, από την ιδιωτική κλινική (…………..), της οποίας ιδιοκτήτρια είναι η αιτούσα εταιρεία, να του χορηγήσει δικά του προσωπικά δεδομένα, δηλαδή το ιατρικό νοσηλείας και την ακτινογραφία, την οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε προσκομίσει ο ίδιος στην Κλινική, προκειμένου να υποβληθεί στη χειρουργική επέμβαση. Στην αίτησή του αυτή ο εν λόγω δεν έλαβε ποτέ απάντηση από την κλινική και για τον λόγο αυτό υπέβαλε την ανωτέρω καταγγελία στην Αρχή. Η τελευταία, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ../1.12.2006 έγγραφό της, ζήτησε από την Κλινική να ικανοποιήσει το δικαίωμα πρόσβασης του εν λόγω καταγγείλαντος, καθώς και να την ενημερώσει για τις ενέργειές της. Κανένα από τα δύο αιτήματα της Αρχής δεν ικανοποιήθηκε, κατόπιν τούτου δε, με την …/3.5.2007 εντολή της Αρχής διενεργήθηκε έλεγχος στην Κλινική, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τηρείται αρχείο για εξωτερικούς ασθενείς, καθώς και αν περιλαμβάνονται σε αυτό και δεδομένα του προσώπου αυτού. Από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι η Κλινική διατηρεί Βιβλίο Εξωτερικών Ασθενών (σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή) που περιλαμβάνει τα ατομικά στοιχεία των ασθενών, τη διάγνωση του ιατρικού προβλήματος, τις εργαστηριακές εξετάσεις (δεν διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο στην περίπτωση του καταγγείλαντος προσώπου) και την οικονομική τακτοποίηση των υποχρεώσεων των ασθενών έναντι της Κλινικής. Ειδικότερα, όσον αφορά την επίμαχη ακτινογραφία, δεν διαπιστώθηκε η προσκόμιση ή η λήψη της από τον εν λόγω ασθενή. Μετά από επίμονη απαίτηση της Αρχής, η Κλινική απέστειλε τελικώς προς αυτήν το υπ’ αριθμ. πρωτ. ../18.6.2007 έγγραφο, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «στα εξωτερικά ιατρεία της Κλινικής τηρείται μόνο βιβλίο Εξωτερικών Ασθενών, το οποίο περιλαμβάνει τα ατομικά στοιχεία του ασθενούς, συμπτωματολογία της ασθένειάς του και απλή μνεία των τυχόν εργαστηριακών ή ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες αυτός υποβλήθηκε στην Κλινική…», καθώς και ότι «η Κλινική […] δεν τηρεί αρχείο ούτε καν των διενεργηθεισών εξετάσεων στην Κλινική, πολλώ δε μάλλον εξετάσεων, που ο ασθενής διενήργησε σε άλλο διαγνωστικό …………… , όπως εν προκειμένω, και [τις οποίες] προσκόμισε μαζί του προκειμένου να τις επιδείξει κατά την επίσκεψή του στον θεράποντα ιατρό του». Η Αρχή, αφού έλαβε υπόψη τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά καθώς και τις προφορικές και γραπτές εξηγήσεις της αιτούσας, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία διαλαμβάνει το εξής σκεπτικό: «Στην υπό κρίση υπόθεση ο υπεύθυνος επεξεργασίας, δηλαδή το … όφειλε να απαντήσει στο αίτημα του προσφεύγοντα σχετικά με την ύπαρξη των δεδομένων του, τόσο αυτών που τηρούσε (….) όσο και αυτών που κατά τους ισχυρισμούς του δεν τηρούσε (προεγχειρητική ακτινογραφία). Ειδικότερα, σχετικά με εκείνα που δεν τηρούσε, δηλαδή την προεγχειρητική ακτινογραφία, το Ιατρικό όφειλε να έχει ρητά καταστήσει γνωστό ότι δεν τηρεί τέτοιου είδους δεδομένα, ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο το γενικότερο δικαίωμα πληροφόρησης του υποκειμένου των δεδομένων. Ο ισχυρισμός του .. ότι δεν τηρεί τα αιτούμενα δεδομένα δεν συνεπάγεται ότι δεν οφείλει να απαντήσει, έστω αρνητικά, στο υποκείμενο. Επίσης, όσον αφορά στα οργανωτικά μέτρα που τηρεί το Ιατρικό, συμπεραίνεται ότι αυτά δεν είναι επαρκή, αφού δεν δύναται το … στην υπό κρίση υπόθεση να εξηγήσει τι απέγινε η αιτούμενη ακτινογραφία. Μολονότι από τον έλεγχο και τις έγγραφες διαβεβαιώσεις του προκύπτει ότι δεν τηρεί αρχείο με εξετάσεις για τους εξωτερικούς ασθενείς, το … πιθανολογείται σφόδρα ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση παρέλαβε μέσω του ιατρού του την προεγχειρητική ακτινογραφία και κατ’ αυτήν την έννοια η τελευταία περιελήφθη στο αρχείο του .., προκειμένου να προχωρήσει ο γιατρός στη χειρουργική επέμβαση. Αυτό γιατί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν νοείται να γίνει χειρουργική επέμβαση στο χέρι λόγω κατάγματος χωρίς να υπάρχει ακτινογραφία. Αυτό άλλωστε διαφαίνεται και από την από 7.10.2007 απάντηση του χειρουργού ιατρού προς τον ………….. , κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε σε βάρος του ο προσφεύγων, σύμφωνα με την οποία παραδέχεται ο γιατρός ότι έλαβε την προεγχειρητική ακτινογραφία αλλά την επέστρεψε στον προσφεύγοντα. Εξ άλλου, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο είδος δεδομένων (κλινικοεργαστηριακό υλικό) δεν τηρείται για τους εξωτερικούς ασθενείς, δεν απαλλάσσει τον υπεύθυνο επεξεργασίας από το να τηρεί τέτοια οργανωτικά μέτρα που να επιτρέπουν και στον ίδιο αλλά και στα υποκείμενα των δεδομένων να γνωρίζουν τι επεξεργασία έχει λάβει χώρα σε σχέση με τα δεδομένα που ο γιατρός του, έστω και προσωρινά, έλαβε στην κατοχή του από τα υποκείμενα, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, ή ο ίδιος παρήγαγε στην περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας κάνει ο ίδιος τις κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις. Αυτή η υποχρέωση γίνεται ακόμα πιο επιτακτική στη περίπτωση που τα δεδομένα περιέρχονται έστω και προσωρινά στο αρχείο του υπευθύνου, όπως στην υπό κρίση υπόθεση. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται επιπλέον η πεποίθηση στον καλόπιστο ασθενή υποκείμενο των δεδομένων ότι τα δεδομένα του – και ιδιαίτερα τα ευαίσθητα – τηρούνται με ασφάλεια στην κλινική ή το εξωτερικό ιατρείο, το οποίο τα παρέλαβε, προκειμένου να προχωρήσει στην ιατρική πράξη. Η προστασία, συνεπώς, των ευαίσθητων δεδομένων του υποκειμένου γίνεται αποτελεσματικότερη όταν μπορεί να αποκλεισθεί η δυνατότητα παράνομης πρόσβασης ή γενικότερα τυχαίας απώλειας». Κατόπιν τούτων, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997, το … δεν απήντησε εγγράφως στο αίτημα του προσφεύγοντος σχετικά με τη χορήγηση σε αυτόν της προεγχειρητικής ακτινογραφίας και του ιατρικού του ιστορικού, ενώ το γεγονός ότι το ……. δεν τηρεί τα δεδομένα που του ζήτησε ο προσφεύγων δεν το απαλλάσσει από την υποχρέωσή του να απαντήσει. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι το …., κατά παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου, «δεν έχει λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων που τηρεί, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει και να μπορεί να αποδείξει τι έχει περιληφθεί στο αρχείο του, τι έχει παραληφθεί και τι έχει επιστραφεί στον κομιστή του. Τα μέτρα αυτά, μάλιστα, θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αυστηρά, διότι τα δεδομένα που κατά κύριο λόγο το … επεξεργάζεται είναι δεδομένα υγείας, δηλαδή ευαίσθητα και ως τέτοια χρήζουν ιδιαίτερα μεγάλης προστασίας. Συνεπώς, το …. έχει αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας κατά την επεξεργασία των δεδομένων που συλλέγει και τηρεί. Αυτή η ιδιαίτερη επιμέλεια που οφείλει να επιδεικνύει ο υπεύθυνος επεξεργασίας κατά την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων αφορά στην επεξεργασία από την έναρξη αυτής, δηλαδή τη συλλογή τέτοιων δεδομένων, μέχρι και το τέλος της επεξεργασίας, όπως είναι, δηλαδή, ενδεικτικά, η καταστροφή ή η χορήγηση αυτών των δεδομένων στον ασθενή – υποκείμενο των δεδομένων. Όφειλε, συνεπώς, το .. να έχει λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα, έτσι ώστε να μπορεί να γνωρίζει το ίδιο και να αποδεικνύει όποτε είναι αναγκαίο ποια η τύχη των ευαίσθητων δεδομένων που περιήλθαν κάποτε στην κατοχή ιατρού ή υπαλλήλου του. Στην υπό κρίση υπόθεση, κατά την οποία ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το … έχει χάσει ευαίσθητα δεδομένα που τον αφορούν, το .. αδυνατεί να αποδείξει ότι η ακτινογραφία για την ορθοπαιδική επέμβαση έχει επιστραφεί στον προσφεύγοντα, γεγονός που επιβεβαιώνει την ελλιπή λήψη, από την πλευρά του …, των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την ασφάλεια των ιατρικών δεδομένων». Με τις ανωτέρω αιτιολογίες επεβλήθησαν στην αιτούσα εταιρεία με την προσβαλλόμενη απόφαση της Α.Π.Δ.Π.Χ. αφενός πρόστιμο 7.500 ευρώ για παράβαση του άρθρου 12 του ν. 2472/1997, και αφετέρου πρόστιμο, ομοίως 7.500 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ιδίου ως άνω νόμου.

4. Επειδή, με τον ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), ο οποίος εξεδόθη εν όψει και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 281), ρυθμίσθηκαν τα της προστασίας των φυσικών προσώπων από προσβολές κατά την επεξεργασία προσωπικών τους δεδομένων. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 («Ορισμοί») του ως άνω νόμου, ως «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» νοείται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων (περ. α), ενώ, ως «ευαίσθητα δεδομένα» νοούνται τα δεδομένα που αφορούν, πλην άλλων, στην υγεία [περ. β, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 3 του ν. 3625/2007 (Α΄ 290)]. Περαιτέρω, κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 2, ως «Υποκείμενο των δεδομένων», νοείται το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (περ. γ), ως «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία»), νοείται κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή (περ. δ), ως «Αρχείο» νοείται κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το οποίο είναι προσιτό με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια [περ. ε, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 3471/2006 (Α΄ 133)], ως «Υπεύθυνος επεξεργασίας» νοείται οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός (περ. ζ), και ως «Αρχή», η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (περ. ιβ). Στο άρθρο 10, υπό τον τίτλο «Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας», του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ’ εντολήν του. 2… 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας…». Στο άρθρο 12 προβλέπεται ότι «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) … 3. Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο επεξεργασίας … 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή. …». Στο άρθρο 19 ορίζεται ότι «1. Η Αρχή έχει τις εξής αρμοδιότητες: α) … γ) Απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή τους τυχόν εκπροσώπους τους…», ενώ στο άρθρο 21 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997 ορίζονται τα εξής: «1. Η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας ή στους τυχόν εκπροσώπους τους τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και από κάθε άλλη ρύθμιση που αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα: α)… β) Πρόστιμο ποσού από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) έως πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές. γ) … 2. Οι υπό στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ διοικητικές κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται πάντοτε ύστερα από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκπροσώπου του. Είναι ανάλογες προς τη βαρύτητα της παράβασης που καταλογίζεται…».

5. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται, κατ` αρχάς, ότι η καθ` ης η αίτηση Αρχή αναρμοδίως επελήφθη της προσφυγής του προαναφερθέντος καταγγείλαντος προσώπου και επέβαλε το ένδικο πρόστιμο σε βάρος της αιτούσας, για παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997, δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, αποκλειστική αρμοδιότητα της Αρχής είναι η διαπίστωση της παραβίασης των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου από κάποιας μορφής επεξεργασία και όχι η υπόδειξη του είδους και του περιεχομένου των αρχείων που κάθε υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να τηρεί. Τούτο διότι, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, το ειδικότερο περιεχόμενο των ιατρικών αρχείων που οφείλουν να τηρούν οι ιδιωτικές κλινικές, όπως αυτή της αιτούσας, καθορίζεται από τα νομοθετήματα που διέπουν την ίδρυση και λειτουργία τους, η διαπίστωση δε τυχόν πλημμελειών ή ελλείψεων στην τήρηση των αρχείων αυτών αποτελεί αντικείμενο της αρμοδιότητας των οικείων οργάνων της νομαρχίας που κατά νόμον χορηγούν τις άδειες στις κλινικές, καθώς και των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας. Ο λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, κατά τη ρητή διατύπωση των προπαρατεθέντων άρθρων 19 παρ. 1 περ. γ) και 21 του ν. 2472/1997, η Αρχή έχει αρμοδιότητα να απευθύνει συστάσεις και υποδείξεις στους υπεύθυνους επεξεργασίας και να επιβάλλει τις προβλεπόμενες από τον νόμο αυτό κυρώσεις για παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού. Εν προκειμένω δε, όπως προεκτέθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε πρόστιμο στην αιτούσα, διότι διαπιστώθηκε ότι, κατά παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997, η κλινική της αιτούσας δεν είχε λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα για την καταχώριση σε αρχείο των ιατρικών εξετάσεων των εξωτερικών ασθενών που έχουν διενεργηθεί αλλού, και τις οποίες αυτοί (εξωτερικοί ασθενείς) προσκομίζουν στην Κλινική, έτσι ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει και να αποδείξει ποια δεδομένα έχουν παραληφθεί από αυτήν και ποια έχουν επιστραφεί στους κομιστές τους. Είναι διάφορο δε το ζήτημα αν η αιτούσα υπόκειται ενδεχομένως και σε κυρώσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της κλινικής που διατηρεί από τη μη τήρηση ή την πλημμελή τήρηση των ιατρικών αρχείων που υποχρεούται από τις διατάξεις της νομοθεσίας αυτής να τηρεί.

6. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 (δικαίωμα πρόσβασης), διότι προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι το δεδομένο να συνιστά πράγματι περιεχόμενο του αρχείου, δηλαδή να έχει συλλεγεί, καταχωρισθεί και να έχει τύχει επεξεργασίας, εν προκειμένω, όμως, όπως δέχεται και η προσβαλλόμενη απόφαση, το επίμαχο δεδομένο (η προεγχειρητική ακτινογραφία) ουδέποτε αποτέλεσε, έστω και προσωρινά, στοιχείο του αρχείου που τηρείται στην κλινική της αιτούσας, αλλά το προσκόμισε ο καταγγείλας, ο οποίος προσήλθε στην κλινική ως εξωτερικός ασθενής, και το παρέλαβε αποκλειστικά ο θεράπων ιατρός του, ο οποίος διατηρεί δικό του ιατρείο εντός του νοσοκομείου, και ο οποίος έχει κατά νόμον υποχρέωση τηρήσεως αρχείου απολύτως διακριτού από το αρχείο που τηρεί η κλινική για τους νοσηλευόμενους σε αυτήν ασθενείς.

7. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 δεν κατοχυρώνεται μόνον το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας – ως τέτοιας νοουμένης, πλην άλλων, κατά την περ. γ του άρθρου 2 του νόμου αυτού, και της καταχώρισης/αποθήκευσης αυτών- αλλά, κατά τη ρητή της διατύπωση, με την εν λόγω διάταξη κατοχυρώνεται πρωτίστως δικαίωμα του ενδιαφερόμενου στην πληροφόρηση περί του αν δεδομένα που τον αφορούν αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Αντιστοίχως δε ιδρύεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο για το αν τα δεδομένα που τον αφορούν έτυχαν επεξεργασίας. Εξ άλλου, το ανωτέρω δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου των δεδομένων ασκείται με την υποβολή από αυτό σχετικής αιτήσεως στον υπεύθυνο επεξεργασίας, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου 12 του ν. 2472/1997, κατά της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως από τον υπεύθυνο επεξεργασίας αιτήσεως του ενδιαφερομένου για την πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα που τον αφορούν, χωρεί – απροθέσμως – προσφυγή ενώπιον της Α.Π.Δ.Π.Χ., η απόφαση δε της Αρχής επί της προσφυγής αποτελεί εκτελεστή πράξη, δεσμευτική για τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος, εφ’ όσον δεν ασκεί τα προβλεπόμενα κατά της πράξεως αυτής ένδικα μέσα, έχει υποχρέωση σε συμμόρφωση (πρβλ. ΣτΕ 3276/2007). Εν όψει των ανωτέρω, με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία επεβλήθη με την προσβαλλόμενη απόφαση στην αιτούσα η ένδικη κύρωση του προστίμου, για τον λόγο ότι η κλινική της αιτούσας, κατά παράβαση της διατάξεως αυτής, δεν απήντησε, ως ώφειλε, στο αίτημα του καταγγείλαντος να πληροφορηθεί αν στα τηρούμενα από αυτήν αρχεία περιελήφθη συγκεκριμένο δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορά (προεγχειρητική ακτινογραφία), χωρίς να την απαλλάσσει από την υποχρέωση αυτή ενημερώσεως το γεγονός ότι το επίμαχο δεδομένο δεν είχε παραχθεί στην Κλινική της και, συνεπώς, δεν είχε καταχωρισθεί στο τηρούμενο από αυτήν αρχείο. Συνεπώς, ο παρατιθέμενος στην προηγούμενη σκέψη λόγος ακυρώσεως, ο οποίος εκκινεί από την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή της ανωτέρω διατάξεως (ότι, δηλαδή, το δεδομένο πρέπει να συνιστά πράγματι στοιχείο του τηρούμενου αρχείου), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

8. Επειδή, κατά την έννοια της επίσης προπαρατεθείσης διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, στο πλαίσιο της υποχρέωσης λήψης των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχει ιδιαίτερο καθήκον τηρήσεως και επιμελούς διαφυλάξεως αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής αμελών ενεργειών (τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή ή τυχαία απώλεια κλπ) που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ. ΣτΕ 749/2005). Εν όψει τούτων, και ως προς τη στοιχειοθέτηση της παράβασης του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης παρίσταται νόμιμη και επαρκής. Τούτο διότι η κλινική της αιτούσας υπείχε, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, την υποχρέωση λήψης των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για τη φύλαξη και προστασία των προσωπικών δεδομένων των ασθενών της και μάλιστα αδιακρίτως του αν πρόκειται περί νοσηλευόμενων σε αυτήν ή εξωτερικών ασθενών. Εν προκειμένω, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η κλινική της αιτούσας τηρεί Βιβλίο Εξωτερικών Ασθενών, το οποίο, καθ’ ομολογίαν της, περιλαμβάνει μόνον τα ατομικά στοιχεία του εξωτερικού ασθενούς, τη συμπτωματολογία της ασθένειάς του και απλή μνεία τυχόν κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων, στις οποίες αυτός υποβλήθηκε στην κλινική, όχι δε και των κλινικοεργαστηριακών εξετάσεων, στις οποίες ο εξωτερικός ασθενής είχε υποβληθεί σε άλλη κλινική ή διαγνωστικό κέντρο, και τα αποτελέσματα των οποίων αυτός προσκόμισε κατά την επίσκεψή του στην κλινική, προκειμένου να τα επιδείξει απευθείας στον θεράποντα ιατρό του, που εργάζεται εντός της κλινικής. Η επιλογή, όμως αυτή της τήρησης από την Κλινική αρχείου για τους εξωτερικούς ασθενείς με το ανωτέρω περιεχόμενο, δεν συνιστά, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997, μέτρο κατάλληλο για την ασφάλεια και προστασία των δεδομένων αυτών από καταστροφή, τυχαία απώλεια κ.λπ., λαμβανομένης υπόψη και της φύσης τους ως ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων αφορώντων στην υγεία του υποκειμένου τους. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξεδόθη κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997, διότι προϋπόθεση της διάταξης αυτής είναι το δεδομένο να συνιστά πράγματι περιεχόμενο του αρχείου, δηλαδή να έχει συλλεγεί, καταχωρισθεί και να έχει τύχει επεξεργασίας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, και ότι, ως εκ τούτου, το επίμαχο δεδομένο (η προεγχειρητική ακτινογραφία) δεν εμπίπτει στην κατά νόμον έννοια του «αρχείου», που τηρεί ή οφείλει να τηρεί η Κλινική, καθόσον ουδέποτε αποτέλεσε, έστω και προσωρινά, στοιχείο του αρχείου που αυτή τηρεί, αλλά είχε παραληφθεί αποκλειστικά από τον θεράποντα ιατρό του καταγγείλαντος. Εξ άλλου, η κατά το ανωτέρω άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωση που υπέχει η Κλινική για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την επιμελή τήρηση ιατρικού αρχείου ούτε διαφοροποιείται ανάλογα με το αν πρόκειται περί εσωτερικών ή εξωτερικών ασθενών, ούτε εξαρτάται από τη συμβατική σχέση που τη συνδέει με τους ιατρούς που εργάζονται στον χώρο της. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλονται οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη ότι ο καταγγείλας ήταν εξωτερικός ασθενής, ως προς τον οποίο η Κλινική ουδεμία υποχρέωση υπείχε να τηρεί αρχείο με το ανωτέρω περιεχόμενο, καθώς και ότι η Κλινική δεν συνδέεται με σχέση πρόστησης με τους θεράποντες ιατρούς, ώστε να φέρει ευθύνη για τις πράξεις ή παραλείψεις των τελευταίων ως προστηθέντων, αλλά λειτουργεί επιχειρηματικά ως «…………….», δηλαδή λειτουργεί μέσω συνεργασιών με τους ιδιώτες ιατρούς, οι οποίοι απλώς χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις της Κλινικής για την παροχή των υπηρεσιών τους προς την ιδιωτική τους πελατεία, και συνεπώς, υπόχρεοι να τηρούν τέτοιο αρχείο είναι αποκλειστικά οι θεράποντες ιατροί. Περαιτέρω, δεν καθίσταται αντιφατική η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εκ του ότι, όπως αβασίμως προβάλλει η αιτούσα, ενώ η Αρχή δέχεται ότι, όσον αφορά την επίμαχη ακτινογραφία, «δεν διαπιστώθηκε η προσκόμιση ή λήψη της από τον προσφεύγοντα», εντούτοις «πιθανολογεί σφόδρα ότι το Ιατρικό παρέλαβε μέσω του ιατρού τη συγκεκριμένη ακτινογραφία». Τούτο διότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το αναλυτικώς παρατιθέμενο ανωτέρω περιεχόμενό της, αφενός διαλαμβάνει ότι δεν διαπιστώθηκε η προσκόμισή της στην Κλινική από τον ενδιαφερόμενο ασθενή (πράγμα το οποίο, άλλωστε, επιβεβαιώνει και η ίδια η Κλινική, αφού, καθ` ομολογίαν της, δεν τηρεί σχετικό αρχείο για τους εξωτερικούς ασθενείς, με την καταχώριση σε αυτό των εξετάσεων που οι ασθενείς αυτοί διενεργούν αλλού), αφετέρου δε, κατά την κοινή λογική αντίληψη, συνάγει το εύλογο συμπέρασμα ότι αυτή (ακτινογραφία) προσκομίσθηκε και επιδείχθηκε απευθείας στον θεράποντα ιατρό που εργάζεται στην κλινική (πράγμα το οποίο άλλωστε επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο γιατρός), και ο οποίος στη συνέχεια προχώρησε στην χειρουργική επέμβαση, η οποία, κατά την κοινή πείρα, δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί χωρίς την ακτινογραφία. Ούτε, τέλος, ασκεί επιρροή στην κατά τα ανωτέρω υποχρέωση της Κλινικής να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα με την επιμελή τήρηση αρχείου ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι τελικώς η ακτινογραφία επεστράφη στον ενδιαφερόμενο ασθενή από τον ίδιο τον γιατρό.

9. Επειδή, εν όψει του ότι, όπως έγινε δεκτό στις προηγούμενες σκέψεις, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω αναλυτικώς παρατιθέμενο περιεχόμενο, παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη ως προς αμφότερες τις αποδοθείσες στην κλινική της αιτούσας παραβάσεις (:των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του  ν. 2472/1997), είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα περί πλάνης περί τα πράγματα και, ειδικότερα, ότι η Αρχή εσφαλμένως υπέλαβε: α/ ότι δεν επεστράφη η ακτινογραφία από τον θεράποντα ιατρό στον ασθενή και ότι αυτή απωλέσθη, και β/ ότι παρελήφθη η ακτινογραφία από την Κλινική μέσω τής έστω και προσωρινής παράδοσής της στον θεράποντα ιατρό.

10. Επειδή, ενόψει της κατά τα ανωτέρω σαφούς εννοίας των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997, βάσει των οποίων επεβλήθησαν τα ένδικα πρόστιμα, αβασίμως προβάλλεται με το δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, επιβλήθηκαν οι κυρώσεις αυτές «λόγω του ασαφούς και δυσερμήνευτου των σχετικών διατάξεων». Εξ άλλου, οι επιλεγείσες κυρώσεις των προστίμων, ενόψει της φύσεως και της βαρύτητας των αποδοθεισών στην αιτούσα παραβάσεων, οι οποίες συνδέονται, αντιστοίχως, με τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε προσωπικά δεδομένα και με τη μη λήψη κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την προστασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων υγείας, δεν παρίστανται δυσανάλογες. Επομένως, τα προβαλλόμενα ότι κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ των επιβληθεισών κυρώσεων και του επιδιωκόμενου σκοπού, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τέλος, απαραδέκτως η αιτούσα ισχυρίζεται ότι αρκούσε η επιβολή σε αυτήν απλής συστάσεως, διότι αμφισβητεί την ουσιαστική κρίση της Αρχής ως προς την επιβλητέα κύρωση (πρβλ. ΣτΕ 1368/2008).

11. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

Επιβάλλει στην αιτούσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Διατροφή ενηλίκου τέκνου

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ που ρυθμίζουν την υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 1486 ΑΚ συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έχει, εκτός από το ανήλικο και το ενήλικο τέκνο, εφόσον το τελευταίο δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του και προς τούτο λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, ήτοι η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου επιπέδου σπουδών. Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστή συνεπάγεται, συνήθως, ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παράλληλα οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετώπισης των σπουδών του. Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του σπουδάζοντος ενηλίκου τέκνου επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, καθένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές του, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την περιουσία του υποχρέου (ΑΠ 117/2008 ΕλΔικ 50.718, ΕΑ 3454/2008 ΕλΔικ 49.1490). Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ` ένσταση, κατ` άρθρο 1489 §2 A.K. και 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (Α.Π. 471/2005, ΑΠ 680/2010 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 527 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

(…)

 

292/2015 ΕΦ ΠΕΙΡ (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)