ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ: ένας οδηγός για περιουσιακά και προσωπικά ζητήματα σε απλή γλώσσα

Σε συνεργασία με την Εταιρεία Alzheimer Αθηνών και τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα EE οι Δικηγόροι, Κωνσταντίνος Πικραμένος και Γιάννης Μπιλιάνης, παρουσιάζουν το βιβλίο με τίτλο «ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ: ένας οδηγός για τον προγραμματισμό περιουσιακών και προσωπικών ζητημάτων».

Διαβάστε το σχετικό αφιέρωμα στην εφημερίδα Καθημερινή από τη Λίνα Γιάνναρου:

https://www.kathimerini.gr/society/562511104/apofasizontas-gia-ti-zoi-prin-apo-to-skotadi-tis-anoias/

Το έργο απευθύνεται σε μη νομικούς και καλύπτει τα βασικά σημεία του περιουσιακού και προσωπικού προγραμματισμού.

Όταν μιλάμε για τον προγραμματισμό περιουσιακών ζητημάτων αναφερόμαστε σε έναν συνολικό προγραμματισμό που περιλαμβάνει όχι μόνο τις συναλλαγές εν ζωή, αλλά και τη σύνταξη μιας διαθήκης, η οποία θα περιλαμβάνει τις επιθυμίες του προσώπου για την τύχη της περιουσίας του μετά το θάνατό του. Ο σκοπός του προγραμματισμού είναι να αποφεύγονται, κατά το μέτρο του δυνατού, μελλοντικά προβλήματα.

Εκτός, όμως, από την τακτοποίηση ζητημάτων περιουσιακής φύσης, μεγάλη αξία έχει ο προγραμματισμός προσωπικών ζητημάτων. Παράδειγμα τέτοιου προγραμματισμού είναι η πρόβλεψη για τη φροντίδα του προσώπου σε περίπτωση που αυτό καταστεί ανίκανο να λαμβάνει αποφάσεις για τον εαυτό του.

Συνολικά ο στόχος του οδηγού είναι να πληροφορήσει τον αναγνώστη του σχετικά με ζητήματα περιουσιακής και προσωπικής φύσης, ώστε ο τελευταίος να έχει την ευχέρεια να τα ρυθμίσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του και με νομικά έγκυρο τρόπο.

Το βιβλίο διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή (e-book) δωρεάν από τις ιστοσελίδες της Εταιρείας Alzheimer Αθηνών και των Εκδόσεων Αντ. Ν. Σάκκουλα EE και σε έντυπη μορφή από το κεντρικό κατάστημα του εκδότη και συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή (Ι.Υ.Α.)

Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου.

Μέθοδοι της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής (Ι.Υ.Α.) είναι ιδίως η τεχνητή σπερματέγχυση και η εξωσωματική γονιμοποίηση και μεταφορά γονιμοποιημένων ωαρίων.

Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, διενεργείται με την έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Η συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα.

Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τη χρησιμοποίησή τους, διαζυγίου, ακύρωσης του γάμου, διάστασης, λήξης ή καταγγελίας του συμφώνου συμβίωσης ή λήξης της ελεύθερης ένωσης οι ζυγώτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατίθενται χωρίς αντάλλαγμα, χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς ή καταστρέφονται.

Εξάλλου, η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη.

Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.

Διαφωνία γονέων για την ονοματοδοσία ανήλικου τέκνου

H ονοματοδοσία ανήλικου τέκνου συνιστά δικαίωμα, το οποίο εντάσσεται στο περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας. Κατά συνέπεια, ακόμη και στην περίπτωση που η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου έχει αναταθεί με δικαστική απόφαση σε έναν από τους δύο γονείς, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει σε αμφότερους, να αποφασίσουν από κοινού για το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο.

Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων, για την ονοματοδοσία αποφασίζει το δικαστήριο με βασικό του γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου τέκνου. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα αιτήματα ή τη γνώμη των γονέων και ούτε από το γεγονός ότι το ανήλικο είναι ήδη βαπτισμένοι, γιατί η ονομασία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος, ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του.

Το πρώτο πράγμα, το οποίο διαπιστώνει το δικαστήριο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι εάν το ανήλικο τέκνο έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο όνομα είναι αυτό που το καθορίζει και το ξεχωρίζει στον κόσμο των ανηλίκων αλλά και των ενηλίκων. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα της νομολογίας:

 

Το όνομα αυτό είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου το όνομα «………………», το οποίο άλλωστε αποτέλεσε αντικείμενο της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων, ανταποκρίνεται στα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, ενώ στη χρήση του συνήθισε από την αρχή της ζωής του ο ανήλικος. (…)

κρίσιμο παραμένει το γεγονός ότι τα παιδιά από πολύ νωρίς ανταποκρίνονται στα ονόματα αυτά, τα οποία θεωρούν στοιχείο της ταυτότητάς τους. (…)

Εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι το τέκνο των διαδίκων αποκαλείται με το δοθέν σε αυτό όνομα «………..», εξαρχής από την μητέρα του και το συγγενικό και το κοινωνικό της περιβάλλον, και στη συνέχεια και στο παιδικό σταθμό, που παρακολουθεί, με συνέπεια να το έχει ήδη συνηθίσει ως μέρος της ταυτότητας του. (…)

Τα παιδιά από την αρχή της ζωής τους προσφωνούνται με τα ονόματα «…..», στα οποία με προθυμία ανταποκρίνοντας αφού με αυτά έχουν καθιερωθεί στις προσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις και γίνονται αποδεκτά κατά τον κρίσιμο χρόνο ως δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η αντικατάσταση αυτών των ονομάτων με άλλα, όπως τα καθορισθέντα διπλά ονόματα ή μόνο τα ονόματα «….» αντίστοιχα, θα αποβεί σε βάρος της ψυχικής τους υγείας, καθώς εγκυμονεί κίνδυνο διάσπασης της προσωπικότητας των παιδιών ή τουλάχιστον μη ομαλής ψυχοσυναισθηματικής εξέλιξής τους. (…)

Σε περίπτωση που το δικαστήριο διαπιστώνει ότι το ανήλικο τέκνο δεν έχει προλάβει να σχηματίσει παγιωμένη άποψη του ονόματός του, επιστρατεύει άλλα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτού, όπως ή ύπαρξη τυχόν προηγούμενης συμφωνίας των γονέων του, τα έθιμα της ελληνικής κοινωνίας και ο σεβασμός της ισότητας μεταξύ των γονέων. Για παράδειγμα στη νομολογία συναντάμε την εξής περίπτωση:

αποδείχτηκε ότι από τη χρονική στιγμή που οι διάδικοι έλαβαν γνώση της εγκυμοσύνης της ενάγουσας-αντεναγομένης και του φύλου του κυοφορούμενου τέκνου τους συμφώνησαν ότι αυτό θα λάμβανε το όνομα του πατέρα του εναγομένου-αντενάγοντος και θα ονομαζόταν «…..». Η κατά τα ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων έλαβε χώρα στο πλαίσιο του εθίμου, το οποίο επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και με βάση το οποίο το πρώτο τέκνο αρσενικού γένους λαμβάνει το όνομα του παππού του από την πατρική γραμμή, καθώς με τον τρόπο αυτό αφενός τιμάται ο πατέρας του συζύγου και αφετέρου υπογραμμίζεται η συνέχεια και η διαχρονικότητα της οικογένειας. (…)

 

Τέλος, σε σπάνιες περιπτώσεις η διαφωνία των γονέων επιλύεται από το δικαστήριο με τη δόση διπλού ονόματος.

Ευχαριστούμε θερμά τον εξαιρετικό συνάδελφο Στέλιο Κρεούζη, ο οποίος μοιράστηκε μαζί μας τα αποτελέσματα της νομολογιακής του έρευνας.

Δικαστήριο για διατροφή ανηλίκου τέκνου, το οποίο εν τω μεταξύ ενηλικιώθηκε

Τι συμβαίνει όταν ένας γονέας έχει ασκήσει αγωγή για την διατροφή ανηλίκου τέκνου, αλλά εκείνο έχει ήδη ενηλικιωθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής; Δυστυχώς, πρόκειται για να ένα συνηθισμένο φαινόμενο εξαιτίας της καθυστέρησης της ελληνικής δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, στις περιπτώσεις διακοπής της συμβίωσης των γονέων ή διαζυγίου, εφόσον την επιμέλεια του παιδιού την έχει ο ένας γονέας, τις αξιώσεις διατροφής που έχει το παιδί κατά του γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του, μπορεί να τις ασκεί εκείνος που έχει την επιμέλεια.

Διάδικος όμως, είναι το ανήλικο τέκνο και όχι η μητέρα του ή ο πατέρας του, που απλώς αναπληρώνει την ελλείπουσα ικανότητα του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα.

Κατά συνέπεια και στη δίκη διατροφής ανήλικου τέκνου που δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωσή του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται τα δίκαιά του, παύει αυτοδικαίως η εκπροσωπευτική εξουσία του νομίμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε.

Τα παραπάνω ισχύουν και για την άσκηση ή συζήτηση ενδίκων μέσων και τις πράξεις εκτέλεσης.

Η πλημμελής εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980 από τη χώρα μας

               Η διεθνής απαγωγή παιδιών από τον ένα γονέα αποτελεί ένα φαινόμενο, που έχει διαρκώς αυξανόμενες διαστάσεις στην εποχή μας και σοβαρότατες συνέπειες για τον γονέα, του οποίου παραβιάζεται το δικαίωμα επιμέλειας. Κυρίως, όμως, αποτελεί μια τραυματική εμπειρία για το παιδί, το οποίο αποκόπτεται από τον ένα εκ των δύο γονέων του με βίαιο για την ψυχοσύνθεσή του τρόπο, καθώς και από το οικείο του περιβάλλον.

            Ως γνωστόν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 και 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης του 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών (ν. 2102/1992), εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής αρχής του συμβαλλόμενου κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του.

            Το άρθρο 13 παρ. 1 της ανωτέρω Σύμβασης, όμως, θέτει ορισμένες εξαιρέσεις στον κανόνα της άμεσης επιστροφής του απαχθέντος παιδιού στον τόπο συνήθους διαμονής του. Μεταξύ άλλων στην εν λόγω διάταξη προβλέπεται ότι η δικαστική αρχή του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται να διατάξει την επιστροφή του παιδιού εφόσον αποδεικνύεται “ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσει σε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να το περιαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση”.

            Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη της περ. β΄ του άρθρου 13 της Σύμβασης της Χάγης είναι αυτή που επικαλούνται ως επί το πλείστον οι απαγωγείς των ανηλίκων τέκνων, εκμεταλλευόμενοι τον τρόπο διατύπωσής της. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται η ερμηνεία της διάταξης κατά τρόπο στενό και περιοριστικό.

            Εκκινώντας από την γραμματική ερμηνεία της διατάξεως παρατηρούμε πως ο κίνδυνος χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα σοβαρός (“grave”). Για την φυσική ή ψυχική δοκιμασία (“physical or psychological harm’’) δεν υπάρχει καταρχήν παρόμοιος επιθετικός προσδιορισμός. Η συνέχεια, όμως, της διάταξης αναφέρει “ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να το περιάγει (το τέκνο) σε μια αφόρητη κατάσταση” (“or otherwise place the child in an intolerable situation”). Από την ίδια την σύνταξη της πρότασης προκύπτει, λοιπόν, πως και η φυσική ή ψυχική δοκιμασία, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 13 παρ. β, πρέπει να ισοδυναμεί με τη δημιουργία μιας αφόρητης καταστάσεως. Πρέπει, λοιπόν, να πρόκειται για μια ιδιαίτερα σοβαρή φυσική ή ψυχική δοκιμασία.

            Σύμφωνα με την εξηγητική έκθεση της Σύμβασης της Χάγης (Explanatory Report, Results of the work of the Hague Conference on private internation law, διαθέσιμη διαδικτυακά στο site: https://www.hcch.net/), παρ. 34 : “…τα τρία είδη εξαιρέσεων στον κανόνα της επιστροφής των ανηλίκων τέκνων θα πρέπει να εφαρμόζονται μέχρι τα όρια της γραμματικής τους διατύπωσης και όχι περισσότερο. Εξ αυτού συνάγεται πρώτα από όλα πως πρέπει να ερμηνεύονται με έναν στενό/περιοριστικό τρόπο, προκειμένου η Σύμβαση να μην καταστεί κενό γράμμα.” (“This implies above all that they are to be interpreted in a restrictive fashion, if the Convention is not to become a dead letter”).

            Προκειμένου, δηλαδή, να μην απαξιωθούν οι μηχανισμοί επιστροφής, που προβλέπονται στη Σύμβαση, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να ενεργοποιούν τις εξαιρέσεις της και τη δυνατότητά τους να μην διατάσσουν την επιστροφή ανηλίκων, που κρατούνται παράνομα, μονάχα σε εξαιρετικές περιστάσεις και ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης εξαιρετικά αυστηρά, όπως, δηλαδή, σκόπευσαν και οι συντάκτες της. Εξάλλου, η αναιτιολόγητη και εσφαλμένη αποδοχή της ύπαρξης της εξαίρεσης του άρθρου 13 περ. β’ συνιστά και παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ για την προστασία της οικογενειακής ζωής.

            Στη χώρα μας, όμως, υπάρχει συστημικό πρόβλημα πλημμελούς εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης του 1980. Συγκεκριμένα, γίνεται εσφαλμένα και υπερβολικά συχνά δεκτή η  ένσταση των γονέων-απαγωγέων περί της συνδρομής της εξαίρεσης του άρθρου 13 περ. β΄ της εν λόγω Σύμβασης.  Το πρόβλημα αυτό επιτείνεται από τη μη τήρηση και δημοσίευση στατιστικών στοιχείων για τη δικαστική έκβαση αυτού του είδους των υποθέσεων.

            Για του λόγου το αληθές κατέθεσα για λογαριασμό εντολέα μας στις 24-10-2022 την με αριθμό πρωτοκόλλου 8930 αίτησή προς τον κ. Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας να μας χορηγηθούν ανωνυμοποιημένα στατιστικά στοιχεία για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980 από το Πρωτοδικείο Αθηνών. Αίτηση με παρόμοιο περιεχόμενο κατέθεσα στις 24-10-2022 και  με αριθμό πρωτοκόλλου 52958/25-10-2022 προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

            Από το μεν Πρωτοδικείο Αθηνών λάβαμε την απάντηση «Απορρίπτει ελλείψει τήρησης στατιστικών στοιχείων»  από το δε Υπουργείο Δικαιοσύνης λάβαμε την εξής απάντηση: «Σας γνωρίζουμε ότι η από 24.10.2022 αίτησή σας προωθήθηκε από την Υπηρεσία μας στο Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω αρμοδιότητας. Μόλις λάβουμε την απάντηση του Πρωτοδικείου, θα σας ενημερώσουμε σχετικά.»

            Οι παραπάνω απαντήσεις τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό πως στη χώρα μας υπάρχει συστημικό πρόβλημα πλημμελούς εφαρμογής της Σύμβασης της Χάγης του 1980, αφού η έλλειψη διαφάνειας μέσω της δημοσίευσης στατιστικών στοιχείων δεν επιτρέπει τον ουσιαστικό έλεγχο για το αν η χώρα μας συμβαδίζει με τη νομολογία των λοιπών συμβαλλομένων στην ανωτέρω Σύμβαση κρατών.

Αθήνα, 21-11-2022

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Άλλα άρθρα του γραφείου μας για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης του 1980:

Η σύμβαση της Χάγης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών

Η αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980  

Νομικό σκεπτικό αποφάσεως ισόχρονης συνεπιμέλειας

Απόσπασμα από την υπ’ αριθμ. 895/2021 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σχετικά με τη νομική βάση και το διατακτικό των δικαστικών αποφάσεων ισόχρονης συνεπιμέλειας:

Σύμφωνα με τα άρθρα 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους, με τα άρθρα 7, 5, 6, 8 και 10 Ν. 4800/2021, ΦΕΚ A` 81,τα οποία, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 30 του αυτού νόμου, ισχύουν από τις 16.9.2021, και εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις επί των οποίων δεν έχει εκδοθεί, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, αμετάκλητη δικαστική απόφαση:

Άρθρο 1510: « Γονική μέριμνα: Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (Γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του».

1511 ΑΚ: « Άσκηση – ανάθεση γονικής μέριμνας κατά το συμφέρον του τέκνου: 1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. 2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο. 3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας».

1512 ΑΚ: «Σε περίπτωση διαφωνίας: Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο».

1513: «Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου – διάσταση των συζύγων: Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα».

1514: «Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας: 1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του. 2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο. 3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ` ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο, β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου, γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για στην άσκηση της γονικής μέριμνας».

1518: « Επιμέλεια του προσώπου: Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου. Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. Γι` αυτόν τον σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το σχολείο και αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών ή δημοσίων οργανισμών. Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει».

Από τις ως άνω διατάξεις, μετά την τροποποίησή τους, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4800/2021, προκύπτει ότι πρόθεση του νομοθέτη ήταν να μεταβάλει το ισχύον μέχρι τώρα δίκαιο στο κεφάλαιο της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, χωρίς βέβαια να αναιρείται ο παιδοκεντρικός πυρήνας του. Επομένως, πάντα παραμένει στο επίκεντρο η προστασία του συμφέροντος του ανηλίκου (άρθρο 1511 ΑΚ). Όμως, μετά την ως άνω μεταβολή, ενώ προγενέστερα προκρινόταν η αποκλειστική επιμέλεια, προκρίνεται πλέον η συνεπιμέλεια των γονέων επί των ανηλίκων τέκνων τους, μόνο, δε, όταν προκύπτει ότι αυτή θα αποβεί εις βάρος του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι πρέπει να ανατεθεί η επιμέλεια στον ένα γονέα, με απόφαση που θα αιτιολογεί την ως άνω παρέκκλιση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει την ανάθεση στον ένα γονέα ο τίτλος του άρθρου 1514 ΑΚ.

(…)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

(…)

ΟΡΙΖΕΙ ότι τα ανωτέρω τέκνα θα διαμένουν ανά μια εβδομάδα (εναλλάξ) στην οικία κάθε γονέα, ήτοι την μια εβδομάδα στην οικία του πατέρα και μια εβδομάδα στην οικία της μητέρας. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει τα τέκνα από την οικία της μητέρας την Παρασκευή το απόγευμα, ώρα 18:00`, αρχής γενομένης από την πρώτη Παρασκευή μετά την επίδοση της παρούσας, απ’ οποιονδήποτε από τους διαδίκους, και θα τα παραδίδει στην οικία της μητέρας την επόμενη Παρασκευή το απόγευμα ώρα 18:00`. Επίσης, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, μια εβδομάδα θα διαμένουν με τον πατέρα τους και μια εβδομάδα με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε στη γιορτή των Χριστουγέννων να είναι με τον ένα γονέα και στη γιορτή της Πρωτοχρονιάς με τον άλλο γονέα, την επόμενη, δε, χρονιά θα συμβαίνει το αντίστροφο, ενώ το Πάσχα, τη μια εβδομάδα θα είναι την Κυριακή του Πάσχα με τον ένα γονέα και την άλλη χρονιά με τον άλλο γονέα. Το καλοκαίρι, δε, θα διαμένουν 15 μέρες συνεχόμενες του Ιούλιο και 15 ημέρες συνεχόμενες τον Αύγουστο με τον πατέρα τους και 15 μέρες συνεχόμενες με τη μητέρα τους, κατά τρόπο ώστε τη μια χρόνια τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου να διαμένουν με τον πατέρα τους και την επόμενη χρονιά με τη μητέρα τους.

Αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης προς εξασφάλιση απαίτησης από συμμετοχή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό

Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 135/2022 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) στην οποία παραστάθηκε για λογαριασμό του γραφείο μας ο Δικηγόρος Μιχαήλ Πικραμένος. Η εν λόγω απόφαση αφορά σε αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας εις χείρας του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση απαίτησης από συμμετοχή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό. Κατά το ενδιαφέρον της μέρος η απόφαση έχει ως εξής:

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. δ` περ. α` ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ`ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού, είναι η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ` ιδίαν δικαιούχοι, η χρηματική δε κατάθεση που γίνεται στον ανω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ΝΔ 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρο ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ίδιου του αναλαμβάνοντος δικαίου. Αν αναληφθεί, έξαλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρο, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης.

Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από το νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από μέρους αυτού που δεν προέβη στην ανάληψη του ποσού. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 493 Α.Κ., που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση, της οποίας το βάρος της επίκλησης και απόδειξης φέρει ο διάδικος που προβάλλει περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν το εξαιρετικό αυτό δικαίωμα.

Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης με την έγερση σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σε αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμο μαχητό τεκμήριο. Αν όμως αιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, το βάρος απόδειξης της οποίας έχει αυτός που την επικαλείται, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος.

Αναφορικά δε με τις σχέσεις μεταξύ των πολλών συνδικαιούχων του λογαριασμού, αυτές διέπονται από την εσωτερική μεταξύ τους σχέση που τους συνδέει, η οποία μπορεί να είναι εντολή, δάνειο, κ.λπ. ή και χαριστική, όταν μεταξύ τους οι συνδικαιούχοι συνδέονται με σύμβαση δωρεάς εν ζωή ή αιτία θανάτου, με κληροδοσία ή άλλη χαριστική επίδοση εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων καθορίζει και το μεταξύ τους δικαίωμα αναγωγής. Δικαίωμα υπάρχει κατά συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού, ο οποίος έλαβε ολόκληρη ή μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης μεγαλύτερο της αναλογίας που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση.

(…)

Η σύνταξη του αιτούντος κατατίθεται, από τον ασφαλιστικό του φορέα, στον υπ` αριθμ. ………….τραπεζικό λογαριασμό που τηρείται στην τράπεζα «……….Α.Ε.», στον οποίο έχει προσθέσει αυτός ως συνδικαιούχους την καθ`ης η αίτηση και την κόρη τους …………, για να μπορούν αυτοί, σε περίπτωση κινητικού του προβλήματος ή εν γένει ασθένειας του, να κάνουν αναλήψεις μετρητών χωρίς την παρουσία του, πάντοτε όμως με τη συγκατάθεσή του. Στις 21.12.2020, ο αιτών είχε μεταφέρει στο λογαριασμό αυτόν ποσό ύψους 15.000,00 ευρώ από έτερο λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα και προστιθεμένων των μηνιαίων καταθέσεων του ποσού της σύνταξής του από τον ασφαλιστικό του φορέα, το υπόλοιπο του εν λόγω υπ` αριθμ. ………….. τραπεζικού λογαριασμού του, στις αρχές Νοεμβρίου του 2021, ανερχόταν σε 19.636,64 ευρώ.

Από τις αρχές του 2021, εντάθηκαν οι διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων για τη διαχείριση των οικονομικών τους και εξελίχθηκαν σε σοβαρούς διαπληκτισμούς και χειροδικίες, που είχαν ως αποκορύφωμα την ενέργεια της καθ` ης να προβεί στις 15.11.2021 σε ανάληψη του συνολικού υπολοίπου του εν λόγω λογαριασμού. Ειδικότερα, κατά την ημέρα εκείνη, η καθ` ης χρησιμοποιώντας την υπηρεσία web banking, όπου είχε προσωπικούς κωδικούς πρόσβασης, προέβη σε μεταφορά του συνολικού υπολοίπου των 19.636,64 ευρώ από τον ανωτέρω συνταξιοδοτικό λογαριασμό του αιτούντος σε δικό της λογαριασμό στην ίδια τράπεζα (« ……….Α.Ε.»), που έφερε τον αριθμό ………… με μόνο συνδικαιούχο τον υιό τους

(…)

Επομένως, η ενέργεια αυτή της καθ` ης, να μεταφέρει χρήματα από το λογαριασμό αυτό σε δικό της λογαριασμό, έγινε εντελώς αυθαίρετα και με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης προσωπικών κεφαλαίων του αιτούντος, πιθανολογήθηκε δε ότι το εν λόγω χρηματικό ποσό των 19.636,34 ευρώ είναι απολύτως αναγκαίο για την βιοποριστική του συντήρηση και την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας του (με ιατρικές επεμβάσεις, νοσοκομειακή περίθαλψη, φαρμακευτική αγωγή κ.ο.κ.) εν όψει και του προχωρημένου της ηλικίας του. Η δε επισφαλής περιουσιακή κατάσταση της καθ` ης (ελαττωμένη περιουσία), δημιουργεί κίνδυνο για την ικανοποίηση των αξιώσεων του, καθόσον δεν αποκλείεται απώλεια του αναληφθέντος ποσού, με επακόλουθο τη ματαίωση της ικανοποίησής τους.

Κατ` ακολουθίαν των παραπάνω, πιθανολογείται επικείμενος κίνδυνος για τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων και ως εκ τούτου η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης μέχρι του ποσού των 19.636,64 ευρώ, για να εξασφαλιστεί η παραπάνω απαίτηση.

Η αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980  

Ως γνωστόν σύμφωνα με τη διάταξη του  το άρθρου 12 παρ. 1 και 2  της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980 «για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών» (ν. 2102/1992), εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα  κατά την έννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτησή του μέχρι το χρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον  της δικαστικής ή διοικητικής αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικό διάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει την άμεση επιστροφή του. Το Δικαστήριο, όμως, μπορεί υπό προϋποθέσεις να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται – στην επιστροφή του και έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Καταρχάς, ως προς την έννοια της «αντίθεσης» του ανηλίκου στην επιστροφή του επισημαίνεται διεθνώς πως απαιτείται μια ισχυρή συναισθηματική αντίθεση, η οποία να υπερβαίνει την απλή έκφραση προτίμησης ή συνηθισμένες ευχές.

Για να γίνει αποδεκτό πως υπήρξε αντίθεση θα πρέπει να αποδειχθεί πως το ανήλικο τέκνο επέδειξε ισχυρή άρνηση να επιστρέψει στην χώρα της συνήθους διαμονής του. Θα πρέπει να είναι αμετάπειστο στην άρνηση του και όχι απλώς να σταθμίζει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα δύο διαφορετικών χωρών. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται κάτι ισχυρότερο από την απλή έκφραση προτίμησης.

Επιπροσθέτως η διεθνής νομολογία ερμηνεύονται τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 13 της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980 έχει αναγνωρίσει ως αναγκαίο να προσδιορίζει αν η ενδεχόμενη αντίθεση του ανηλίκου στην επιστροφή του αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησης, και όχι συνέπεια αθέμιτων επιρροών και πιέσεων από τον απαγωγέα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να το χειραγωγήσει.

Προκειμένου να ελέγχεται αν η ενδεχόμενη αντίθεση του ανηλίκου είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του ή αποτέλεσμα υποβολής από τον γονιό-απαγωγέα είναι σκόπιμο να γίνεται ψυχολογική, πνευματική και συναισθηματική αξιολόγηση από εξειδικευμένο επιστήμονα ψυχικής υγείας.

Εξάλλου, η δικαστική ή διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάν διαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του, μόνο όταν το παιδί έχει ήδη την ηλικία και την ωριμότητα, που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμη του.

Αφού εξεταστεί αν ο ανήλικος έχει την απαραίτητη ηλικία και ωριμότητα να εκφράσει αυτόνομα αντίθεση στην επιστροφή του, τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει, ή κατ’ εξαίρεση να μη διατάξει, την επιστροφή του, δίνοντας, όμως, μεγάλο βάρος στην ανάγκη επίτευξης των στόχων της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980.

Μεγάλο βάρος, πρέπει να δίνεται, επίσης, από τον ευρωπαίο δικαστή στην ανάγκη επίτευξης των στόχων του Κανονισμού 2201/2003, επιπρόσθετα με την επίτευξη των στόχων της Διεθνούς  Σύμβασης της Χάγης του 1980.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι προκειμένου να μην απαξιωθούν οι μηχανισμοί επιστροφής που προβλέπονται στη Σύμβαση, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να ενεργοποιούν τις εξαιρέσεις της και τη δυνατότητά τους να μην διατάσσουν την επιστροφή ανηλίκων, που κρατούνται παράνομα, μονάχα σε εξαιρετικές περιστάσεις και ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις  της Σύμβασης εξαιρετικά αυστηρά, όπως δηλαδή σκόπευσαν και οι συντάκτες της.

 

Ζητήματα  οικογενειακού δικαίου – πρακτικός οδηγός 2025

Όποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια υπόθεση οικογενειακού δικαίου καλείται να αντιμετωπίσει εκτός από τα διάφορα νομικά ζητήματα και ορισμένα πρακτικά προβλήματα, που είναι συχνά πρωτόγνωρα, βαθύτατα προσωπικά και με μεγάλο συναισθηματικό αντίκτυπο. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντικό να κρατά κανείς την ψυχραιμία του, να λαμβάνει έμπειρη καθοδήγηση και να πράττει εγκαίρως όσα είναι αναγκαία για την επιτυχημένη έκβαση της υποθέσεώς του. Το κείμενο που ακολουθεί δεν περιέχει νομικές συμβουλές, αλλά μια εμπειρική περιγραφή της καταστάσεως με την οποία έρχεται, συνήθως, αντιμέτωπος, όποιος εμπλέκεται σε μια υπόθεση οικογενειακής φύσης.

 Στοιχεία επικοινωνίας

logo

Το γραφείο μας διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία και γνώση προκειμένου να προβαίνει στην ταχεία και αποτελεσματική επίλυση οικογενειακών διαφορών. Με σεβασμό προς του εντολείς μας ξεκινάμε πάντα επιδεικνύοντας συμβιβαστικό πνεύμα και επιδιώκοντας την βέλτιστη λύση για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Διαθέτουμε, όμως, και την ετοιμότητα να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και αξιοποιώντας όλα τα νόμιμα μέσα κάθε είδους φαινόμενα αδιαλλαξίας, εκβιασμών και κακοποίησης. Έχοντας, μάλιστα, ασχοληθεί με αρκετές και συχνά περίπλοκες υποθέσεις διαζυγίων, διατροφών, ενδοοικογενειακής βίας και αγωγών για συμμετοχή στα αποκτήματα έχουμε αναπτύξει μεγάλη ευαισθησία σε υποθέσεις οικονομικής κακοποίησης.

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Παρακάτω, παρατίθενται σε χωριστές ενότητες ορισμένες από τις σημαντικότερες  προβληματικές στον τομέα του οικογενειακού δικαίου.

Α. Πρακτικός οδηγός επιβίωσης σε υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου

Η εμπειρία μας σε τέτοιου είδους υποθέσεις μας έχει διδάξει ότι τα σημεία κλειδιά, που μπορούν να είναι καθοριστικά για την αίσια έκβαση μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου, είναι τα εξής:

  • Ασφάλεια

Όταν έχουν λάβει χώρα περιστατικά κακοποίησης, πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα, προκειμένου οι ενεργούμενες νομικές ενέργειες να μην οδηγήσουν σε κάποιο επικίνδυνο ξέσπασμα του άλλου μέρους. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει οποιαδήποτε απειλή ή βίαιη συμπεριφορά, θα πρέπει να καλείται άμεσα η αστυνομία και να ζητείται η καταγραφή του επεισοδίου στο βιβλίο συμβάντων του αρμοδίου αστυνομικού τμήματος.

  • Ψυχολογία

Ο ψυχολογικός παράγοντας είναι εξαιρετικά σημαντικός στις υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου, αφού πρόκειται, συνήθως, για έναν αγώνα αντοχής. Το διακύβευμα είναι υψηλό, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι κάποιες φορές δυσκίνητο και οι αντίδικοι συχνά εκτοξεύουν ύβρεις και απειλές σε εκείνον, που τολμά να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Είναι, συνεπώς, σημαντικό να υπάρχουν κάποια πρόσωπα του ευρύτερου συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, τα οποία έχουν επίγνωση της καταστάσεως και είναι πρόθυμα να επέμβουν υποστηρικτικά.

Ειδικά για τις γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο η γραμμή SOS 15900, την οποία στελεχώνουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί επιστήμονες, που παρέχουν άμεση βοήθεια σε έκτακτα και επείγοντα περιστατικά βίας. Λειτουργούν, ακόμα, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας ξενώνες προσωρινής φιλοξενίας για τα θύματα έμφυλης βίας και τα παιδιά τους.

  • Εύρεση και διαφύλαξη εγγράφων

Από την στιγμή, που καταστεί σαφές πως μια οικογενειακή διαφορά πρόκειται να οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, είναι απαραίτητη η έναρξη συλλογής των εγγράφων εκείνων, που είναι κρίσιμα για την απόδειξη των επίδικων ισχυρισμών (πχ ενδεχόμενες παλαιότερες καταγγελίες στην αστυνομία, τραπεζικά και δημόσια έγγραφα). Δυστυχώς, είναι συχνό το φαινόμενο οι αντίδικοι στις οικογενειακές διαφορές να προσπαθούν να εξαφανίσουν τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου ο προσφεύγων στην δικαιοσύνη να βρεθεί σε κατάσταση αποδεικτικής αδυναμίας.

Χρήσιμο, επίσης, είναι να συλλέγονται κάποια δημόσια έγγραφα, τα οποία σχετίζονται με την προσωπική, οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση του αιτούντος και να γίνεται μια συνοπτική καταγραφή του ιστορικού της υποθέσεως, όσο δύσκολο κι αν είναι να εκθέτει κανείς τις ευαίσθητες αυτές πτυχές της προσωπικής του ζωής.

  • Εξασφάλιση μαρτύρων

Η ύπαρξη μαρτύρων σε οικογενειακές υποθέσεις είναι πολύτιμη, ιδίως, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Συχνά οι καλύτεροι μάρτυρες είναι στενοί συγγενείς του αιτούντος, οι οποίοι εξαιτίας της ιδιότητάς τους είναι και άμεσα ενημερωμένοι για τα επίδικα ζητήματα.

Οι μάρτυρες πρέπει να ειδοποιούνται εγκαίρως, ώστε να είναι χρονικά διαθέσιμοι κατά την εκδίκαση της υποθέσεως και κατάλληλα προετοιμασμένοι, έτσι ώστε να μην “τα χάσουν” από την ενδεχόμενη πίεση των αντιδίκων, αλλά και από το άγχος, που δημιουργείται αναγκαστικά από την παρουσία στις δικαστικές αίθουσες.

Επειδή, τέλος, οι μάρτυρες είναι, συχνά, διστακτικοί να εμπλακούν σε οικογενειακές υποθέσεις, απαιτείται υπομονή και μετριοπάθεια στην προσέγγισή τους.

  • Προετοιμασία και έγκαιρη επικοινωνία με δικηγόρο

Παρά την έντονη συναισθηματική φόρτιση, που συνοδεύει αναπόφευκτα κάθε υπόθεση οικογενειακού δικαίου, είναι απαραίτητο να αποφεύγονται οι παρορμητικές ενέργειες, καθώς ενδέχεται μια καλοπροαίρετη αυθόρμητη ενέργεια να έχει δυσμενείς συνέπειες κατά την δικαστική εκτίμηση της υποθέσεως. Ειδικά, μάλιστα, όταν η αντιδικία αφορά και στην επιμέλεια ανηλίκων τέκνων οι δικαστικές αρχές αξιολογούν ιδιαίτερα θετικά μια συνολικά ψύχραιμη στάση εκ μέρους του διαδίκου.

Κομμάτι της ψύχραιμης αυτής αντιμετώπισης αποτελεί και η έγκαιρη λήψη νομικών συμβουλών, αφού η προετοιμασία μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου απαιτεί χρόνο. Ειδικά, μάλιστα, όταν κανείς βρίσκεται αντιμέτωπος με μια προσπάθεια του αντιδίκου του να επιτύχει τον δικαστικό αιφνιδιασμό του ζητώντας, λόγου χάρη, την έκδοση προσωρινής διαταγής, τότε η επικοινωνία του με τον νομικό του σύμβουλο θα πρέπει να είναι άμεση.

  • Έγκαιρη προσφυγή στη δικαιοσύνη

Όπως θα αναφέρουμε αναλυτικότερα παρακάτω, η καθυστέρηση στην εκδίκαση οικογενειακών υποθέσεων -ειδικά από τα δικαστήρια των Αθηνών- έχει προσδώσει ιδιαίτερη σημασία στους θεσμούς των «ασφαλιστικών μέτρων» και της «προσωρινής διαταγής». Πρόκειται για διαδικασίες ταχύτατης εκδίκασης των οικογενειακών υποθέσεων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις προσφέρουν σημαντικές λύσεις. Έχουν, όμως, ως προαπαιτούμενό τους την ύπαρξη «κατεπείγοντος». Αυτό σημαίνει πως ο δικαστής πρέπει να πειστεί πως συντρέχει μια επείγουσα περίπτωση, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Έτσι, όσο περισσότερο καθυστερεί κανείς να απευθυνθεί στη δικαιοσύνη τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετωπίζει να απορριφθεί η αίτησή του για χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων και προσωρινής διαταγής λόγω «ελλείψεως κατεπείγοντος».

Για παράδειγμα η αίτηση για τη χορήγηση ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινής διαταγής μπορεί να απορριφθεί αν κριθεί πως μια κατάσταση έχει παγιωθεί ή αν έχει περάσει πολύς χρόνος από τα περιστατικά, που αναφέρονται στην αίτηση.

Αυτά είναι κατά την γνώμη μας τα θεμέλια για τον επιτυχή χειρισμό μιας υποθέσεως οικογενειακού δικαίου στα αρχικά της στάδια.

Πρέπει όμως στα παραπάνω να προσθέσουμε και ένα έβδομο, μεταγενέστερο βήμα, που είναι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.

Στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου είναι, δυστυχώς, συνηθισμένο ο «νικητής» μιας δικαστικής διαμάχης να δέχεται πιέσεις ή εκβιασμούς ώστε να μην εκτελέσει την δικαστική απόφαση. Το να υποκύψει, όμως, κανείς σε τέτοιου είδους πιέσεις δημιουργεί περισσότερα προβλήματα μακροπρόθεσμα, καθώς αδυνατίζει τη θέση εκείνου, που δεν εκτελεί την απόφαση, και δεν συμβάλει στην οριστική διευθέτηση του προβλήματος.

Εννοείται πως είναι διαφορετικό ζήτημα η επίτευξη ενός ειλικρινούς συμβιβασμού, ο οποίος, αν επικυρωθεί μέσω μιας δικαστικής απόφασης, μπορεί να καλύψει αμφότερα τα μέρη και να λήξει την αντιδικία.

Β. Συνήθη προβλήματα ανακύπτοντα στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις

Β.1. Κακοποίηση και ψυχολογική πίεση για την συνέχιση τοξικών σχέσεων

Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουμε κάποιον, ο οποίος βρίσκεται ή βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μία τοξική ή κακοποιητική σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές από το μυαλό όλων όσοι λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές περνά η εξής ερώτηση: “Για ποιον λόγο αυτός ο άνθρωπος δεν δίνει ένα τέλος; Πώς είναι δυνατόν ένας αξιοπρεπής και θαρραλέος άνθρωπος να ανέχεται τέτοιου είδους αντιμετώπιση;”

Ένας σκέλος του προβλήματος έχει να κάνει με την ψυχολογία του θύματος της κακοποίησης, το οποίο ζώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα νοσηρό περιβάλλον ξεκινά να εσωτερικεύει τα αρνητικά σχόλια, που δέχεται, να θεωρεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από την κατάσταση, την οποία βιώνει, και να πιστεύει πως το ίδιο ευθύνεται για την κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί και αναπαράγεται. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνεται, φυσικά, όταν υπάρχει ο φόβος μιας βίαιης αντίδρασης εκ μέρους του άλλου προσώπου και όταν έχουν δημιουργηθεί δεσμά συναισθηματικής ή οικονομικής εξάρτησης.

Ένα άλλο σκέλος έγκειται στα κοινωνικά στερεότυπα, που ακόμα και σήμερα δημιουργούν ισχυρές πιέσεις, ειδικά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες βρίσκονται σε έναν γάμο ή μια σχέση. Πράγματι, πολύ συχνά, ακόμα και τα θύματα σφοδρής ενδοοικογενειακής βίας, δέχονται πιέσεις να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στην σχέση τους” και “να μην διαλύσουν το σπίτι και την οικογένειά τους”. Ο μύθος, μάλιστα, αυτός, ότι, δηλαδή, ένα διαζύγιο ή ένας χωρισμός θα επιφέρουν “διάλυση της οικογένειας” υπό την έννοια ότι θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα ανήλικα τέκνα της οικογενείας είναι, ακόμα και σήμερα, ιδιαίτερα διαδεδομένος στην ελληνική κοινωνία.

Η αλήθεια είναι, όμως, πως δύο γονείς διαζευγμένοι ή χωρισμένοι μπορούν κάλλιστα να έχουν άριστη συνεννόηση μεταξύ τους, να επικοινωνούν με τα τέκνα τους και να συνάπτουν μαζί τους βαθιές σχέσεις αγάπης, ενώ υπάρχουν και ειδικοί, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν τους ανηλίκους να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής χωρίς να τραυματιστούν ψυχικά.

Αντίθετα, είναι δεδομένο πως, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον βίας και κακοποίησης, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αναπτύξουν αισθήματα ανησυχίας και έντονου άγχους, αυτοενοχοποίησης, φόβου για το μέλλον και να εμφανίσουν διαταραχές της ψυχικής και συναισθηματικής τους υγείας. Επιπλέον, διαπαιδαγωγούνται με στρεβλά πρότυπα μαθαίνοντας πως η κακοποίηση των αγαπημένων τους προσώπων είναι μια κατάσταση φυσιολογική και πως αποτελεί έναν αποδεκτό τρόπο συμπεριφοράς.

Η απομάκρυνση, λοιπόν, από μια τοξική και κακοποιητική σχέση δεν είναι μονάχα μια πράξη εξαιρετικού θάρρους, που απελευθερώνει το ίδιο το θύμα της κακοποίησης, αλλά και μία κίνηση φροντίδας απέναντι στα ανήλικα τέκνα του.

Β.2. Μια σύγχρονη πρόκληση: Η οικονομική κακοποίηση

Η βία που ασκείται εντός της οικογένειας δεν περιορίζεται, ως γνωστόν, στην φυσική επίθεση (σωματική και σεξουαλική κακοποίηση), αλλά περιλαμβάνει και συμπεριφορές, όπως είναι η ψυχολογική – συναισθηματική βία και η οικονομική αποστέρηση. Η οικονομική αποστέρηση είναι μια μορφή ελέγχου, η οποία έχει ως σκοπό να παγιδεύσει το πρόσωπο που την υφίσταται σε μια σχέση κακοποίησης. Πρόκειται δηλαδή για μία εξαιρετικά αποτελεσματική μορφή ελέγχου, αφού επιτυγχάνεται η αποδυνάμωση και η απομόνωση του θύματος της κακοποίησης, το οποίο αισθάνεται πως στερείται κάθε ευκαιρίας διαφυγής.

Η οικονομική αποστέρηση χρησιμοποιείται αρκετά συχνά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες ασχολούνται με τα οικιακά και δεν έχουν δική τους, ανεξάρτητη πηγή εισοδήματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το θύμα της κακοποίησης αναγκάζεται είτε να παρακαλά προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα χρήματα για την κάλυψη των βασικών προσωπικών και οικογενειακών αναγκών είτε να ζει με τον φόβο ότι αναστατώνοντας τον θύτη της κακοποίησης, θα μειώσει την ικανότητα του να εργάζεται και να εξασφαλίζει το οικογενειακό εισόδημα.

Θύματα οικονομικής αποστέρησης, όμως, είναι συχνά και πρόσωπα, τα οποία εργάζονται και έχουν ανεξάρτητες πηγές εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές ο θύτης της κακοποίησης τους στερεί πρωταρχικά την ικανότητα διαχείρισης των χρημάτων αυτών, όπως και των οικογενειακών εισοδημάτων. Έτσι, το θύμα της κακοποίησης αδυνατεί να λαμβάνει αποφάσεις ως ελεύθερο και ενήλικο άτομο και αναγκάζεται να καταφεύγεις σε παζαρέματα, κολακείες και ατέρμονες συζητήσεις ακόμα και για τις πλέον στοιχειώδεις οικονομικές αποφάσεις.

Επιπλέον, επειδή οι οικογενειακές αποταμιεύσεις βρίσκονται υπό τον έλεγχο του προσώπου, που ασκεί την κακοποίηση, το θύμα της κακοποίησης έχει συχνά μεγάλες πρακτικές δυσκολίες στην εξεύρεση διεξόδου. Ειδικά, μάλιστα, όταν υπάρχουν και ανήλικα τεκνά, ο φόβος πως ένα διαζύγιο θα μειώσει το βιοτικό τους επίπεδο είναι συχνά καθηλωτικός.

Δυστυχώς, τα παραπάνω φαινόμενα έχουν μεγάλη έκταση στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία και πρέπει να τονιστεί ότι αφορούν και οικογένειες, που στον κοινό νου χαρακτηρίζονται ως υπεράνω υποψίας. Έτσι δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο ο ένας εκ των δύο συζύγων, ο οποίος είναι και θύτης σωματικής και ψυχολογικής βίας, να μην εκπληρώνει τις συζυγικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις, κατορθώνοντας να αποταμιεύσει σημαντικά ποσά, τα οποία τοκίζονται και πολλαπλασιάζονται.

Τα ποσά αυτά, τα οποία προέρχονται από τις κοινές οικογενειακές οικονομίες, τοποθετούνται στην συνέχεια στο τραπεζικό σύστημα προς το συμφέρον τάχα της οικογένειας και με σκοπό την φροντίδα των τέκνων, αλλά και των ίδιων των συζύγων. Μόλις, όμως, το θύμα της κακοποίησης, ξεκινά τις προσπάθειές του να διακόψει την έγγαμη συμβίωσή, ο θύτης οικειοποιείται όλες τις οικογενειακές αποταμιεύσεις επιδιώκοντας να εξοντώσει οικονομικά το θύμα του, να το αναγκάσει να επιστρέψει κοντά του και να το εκδικηθεί για την απόφασή του. Το σχέδιο αυτό, μάλιστα, συχνά το έχει έντεχνα προετοιμάσει, φροντίζοντας να αδειάσει, σχεδόν ολοκληρωτικά, όλους τους κοινούς οικογενειακούς λογαριασμούς και να τοποθετήσει όλες τις οικογενειακές οικονομίες σε λογαριασμούς, που ελέγχονται αποκλειστικά από εκείνον.

Εν προκειμένω η μεγαλύτερη πρακτική δυσκολία έγκειται στην επιτηδειότητα ορισμένων θυτών κακοποίησης, οι οποίοι χρησιμοποιούν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και διάφορα τεχνάσματα προκείμενου να συγκαλύψουν τα ίχνη τους. Ως παράδειγμα αναφέρεται το άνοιγμα πολλών διαφορετικών λογαριασμών, το ξαφνικό τους κλείσιμο και το άνοιγμα νέων στη θέση τους με μηδενικό υπόλοιπο, η χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων για το άνοιγμα και το κλείσιμο προθεσμιακών καταθέσεων και η χρήση άλλων συγγενών ως παρένθετων προσώπων ή συνδικαιούχων. Σε κάθε περίπτωση γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί σύγχυση στο θύμα.

B.3. Διαφωνία ως προς τον καθορισμό της επιμέλειας και της διατροφής

Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

Για την εξεύρεση του γονέα εκείνου που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλόλητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλόλητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάστασή τους.

Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής.

Όσον αφορά στο μέτρο της διατροφής, αυτό προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου. Καθοριστικό δε, στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του, χωρίς, όμως, να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις.

Για τον προσδιορισμό της διατροφής χρήσιμη ενδέχεται να είναι η γνωστοποίηση από τις Δ.Ο.Υ. των σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς διατροφή προσώπων πληροφοριών.

Β.4. Ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης

Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου που χρησιμεύει για την κύρια διαμονή των ίδιων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος.

Πρόκειται για μια ρύθμιση, η οποία κατεξοχήν εξυπηρετεί το να μην αλλάξουν περιβάλλον τα ανήλικα τέκνα σε περίπτωση διάστασης των γονέων τους. Εφαρμόζεται, όμως, και σε περιπτώσεις συζύγων χωρίς ανήλικα τέκνα, όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας.

Β.5. Το ζήτημα της κοινής επιμέλειας ή “συνεπιμέλειας” μέχρι πρότινος

Η απολύτως κρατούσα πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ των γονέων ήταν, μέχρι πρότινος, η ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων αποκλειστικά στον έναν εκ των δύο γονέων. Η συγκεκριμένη λύση ήταν προβληματική στον βαθμό που μπορούσε να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη αποξένωση των ανηλίκων τέκνων από τον έναν γονέα, κάτι που τραυματίζει ψυχικά ολόκληρη την οικογένεια. Υπάρχει, επίσης, ο κίνδυνος να αισθάνεται ο ένας εκ των δύο γονέων αδικημένος και εξ αφορμής του γεγονότος αυτού να μετατραπούν οι οικογενειακές σχέσεις σε αντικείμενο φανατισμένης αντιδικίας και μίσους.

Εξαιτίας των παραπάνω προτάθηκε με σοβαρά επιχειρήματα η πρόταξη της κοινής επιμέλειας ή συνεπιμέλειας των ανηλίκων τέκνων. Η λύση αυτή είναι πράγματι κατάλληλη, όταν υπάρχουν σχέσεις ομαλής συνεργασίας μεταξύ των γονέων και όταν οι συνθήκες διαβίωσής τους επιτρέπουν την τακτική και απρόσκοπτη μεταξύ τους συνεννόηση για τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων τους. Η ευρεία εφαρμογή της, όμως, απαιτεί μια αλλαγή νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία. Είναι απαραίτητο, δηλαδή, να γίνει κατανοητό πως δύο άνθρωποι, που ως ζευγάρι αποδείχτηκαν ασύμβατοι και ενδεχομένως κακή επιρροή ο ένας για τον άλλον, μπορούν, αλλά και πρέπει να είναι καλοί και συνεννοήσιμοι γονείς.

 Β.6. Ο νόμος για τη συνεπιμέλεια

Ο νόμος 4800/2021 ορίζει, καταρχήν, τη συνέχιση της κοινής άσκησης της γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο. Οι γονείς, όμως, έχουν το δικαίωμα να προβούν σε διαφορετική ρύθμιση, αν συμφωνούν.

Σε περίπτωση διαφωνίας, μη τήρησης των συμφωνηθέντων ή αδιαφορίας από τον έναν γονέα υπάρχει, ασφαλώς, το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου αλλά και τη γνώμη του ίδιου του ανηλίκου (ανάλογα με την ωριμότητά του) μπορεί:

  • Nα κατανείμει (σε χρονικούς ή λειτουργικούς συνδυασμούς) την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων.
  • Να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής στα κατ’ ιδίαν θέματα, όπου υπάρχουν διαφωνίες.
  • Να αναθέσει συνολικά την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα.

Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, η συνεπιμέλεια (ή η εναλλασσόμενη κατοικία) δεν κατέστη υποχρεωτική. Αντίθετα, η καταλληλόλητα της συγκεκριμένης λύσης (η οποία δεν αποκλείει την ενδεχόμενη υποχρέωση για καταβολή διατροφής!) εξετάζεται κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε επιμέρους υπόθεσης.

Ο νομοθέτης, όμως, προέβη σε τρεις ιδιαίτερα σημαντικές ρυθμίσεις, που έχουν ως στόχο τη διατήρηση των δεσμών του ανηλίκου τέκνου με αμφότερους τους γονείς τους:

Συναπόφαση σε σημαντικές αποφάσεις

Ορίζεται ρητά πως όταν η επιμέλεια ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού.

Μαχητό τεκμήριο επικοινωνίας του 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού

Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.

Φραγμός στην αλλαγή διαμονής του παιδιού

Για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται έγγραφη συμφωνία των γονέων ή δικαστική απόφαση.

Β.7. Η ρύθμιση για τα τέκνα, που γεννήθηκαν εκτός γάμου

Σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του προγενέστερου δικαίου η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Όταν το τέκνο, όμως, αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά με αγωγή που άσκησε ο πατέρας, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα.

Πρόκειται για μια νομοθετική μεταρρύθμιση, η οποία ήταν απολύτως δικαιολογημένη, καθώς υπό το προϊσχύσαν δίκαιο ο πατέρας ήταν «φορέας» της γονικής μέριμνας, αλλά δεν την ασκούσε ουσιαστικά. Πρακτικά, δηλαδή, δεν ήταν κατοχυρωμένος εκτός κι αν προσέφευγε στα δικαστήρια. Επρόκειτο για μια άδικη και αναχρονιστική ρύθμιση.

Β.8. Επικοινωνία μεταξύ γονέων και τέκνων μέσω βιντεοκλήσης

Σε πρόσφατες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, γίνεται ενδεικτική αναφορά σε προγράμματα, όπως το skype, τα οποία επιτρέπουν την οπτική επαφή μεταξύ των χρηστών τους έχοντας για τον λόγο αυτό ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με την κλασική τηλεφωνική επικοινωνία. Γίνεται, λοιπόν, δεκτό το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας με την χρήση των καταλλήλων προγραμμάτων σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες.

Επιπλέον, ορίζεται πως ο γονέας, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου, θα πρέπει να φροντίζει ώστε εκείνο να βρίσκεται τις συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε κατάλληλο χώρο με πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.ο.κ.  Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη η ωριμότητα του ανηλίκου προκειμένου να γίνεται ορθή και ασφαλής χρήση των απαραιτήτων ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικού υπολογιστή, tablet ή κινητού).

Συμπερασματικά, η επικοινωνία με τη χρήση τεχνολογικών μέσων θεωρείται από την πρόσφατη νομολογία ως ένα μέτρο, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ γονέων και ανηλίκων τέκνων, χωρίς να αντικαθιστά την φυσική μεταξύ τους επαφή. Σε περιπτώσεις, όμως, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών η φυσική επαφή είναι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αδύνατη, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Γ. Προσφυγή στην δικαιοσύνη: προσωρινή διαταγή και δικαστικός αιφνιδιασμός

Η βραδύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης καθιστά συχνά αναγκαία την αναζήτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Στα δικαστήρια, όμως, ειδικά των αστικών κέντρων, ο προσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και η έκδοση αποφάσεων επί αυτών,  λαμβάνουν χώρα ορισμένους μήνες μετά την αίτηση.

Για τον λόγο αυτό συνηθίζεται στις αιτήσεις για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων να περιλαμβάνεται και αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής με σκοπό την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί των αιτουμένων ασφαλιστικών μέτρων. Για παράδειγμα με προσωρινή διαταγή μπορεί να ρυθμιστεί προσωρινά η επιμέλεια ενός ανηλίκου τέκνου, η διατροφή του, αλλά και η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον γονέα εκείνο, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου.

Η κοινωνική αναγκαιότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι δεδομένη, καθώς  το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία προϋποθέτει ότι πρέπει να υφίστανται τα κατάλληλα νομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση σοβαρών και άλλως αναπότρεπτων κινδύνων.

Από την άλλη, όμως, επισημαίνεται πως μια δικαστική κρίση, η οποία λαμβάνεται ταχύτατα και, συχνά, χωρίς την ακρόαση μαρτύρων ή την ενδελεχή μελέτη εγγράφων, δεν φέρει τα απαραίτητα εχέγγυα ορθότητας. Επιπλέον, ενδέχεται να γίνει κατάχρηση του θεσμού από τον αιτούντα, που αποσκοπεί στον δικαστικό αιφνιδιασμό του αντιδίκου του και στην δημιουργία τετελεσμένων.

Πράγματι πολλές φορές ο καθ’ ού η αίτηση για χορήγηση προσωρινής διαταγής κλητεύεται προ ελαχίστων ημερών ή και ωρών για να εμφανιστεί στο γραφείο του αρμοδίου Δικαστή και έχει ελάχιστο χρόνο προκειμένου να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, να συλλέξει τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα και να προετοιμάσει την άμυνά του.

Νομικές δυνατότητες άμυνας υπάρχουν κατά του καταχρηστικού δικαστικού αιφνιδιασμού, αλλά είναι απαραίτητο και οι ίδιοι οι Δικαστές να έχουν συνείδηση της ευθύνης τους και να με προσοχή να εξετάζουν τις αιτήσεις, που έρχονται ενώπιον τους, προκειμένου να χορηγούν προσωρινή διαταγή μονάχα στις περιπτώσεις εκείνες, που υφίσταται ένας πραγματικός κίνδυνος, αλλά και επαρκή στοιχεία για την πιθανολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών του αιτούντος. Η κατάσταση είναι σαφώς βελτιωμένη στις δίκες ασφαλιστικών μέτρων, αλλά και σε αυτές ο μεγάλος φόρτος εργασίας των δικαστηρίων και η ταχύτητα της διαδικασίας μπορούν να οδηγήσουν σε σφάλματα, αν η προετοιμασία δεν είναι απολύτως άρτια.

Δ. Διαζύγιο και περιουσιακές σχέσεις συζύγων

Δ.1. Συναινετικό διαζύγιο

Το συναινετικό διαζύγιο είναι ο πλέον γρήγορος και οικονομικός τρόπος για τη λύση της έγγαμης συμβίωσης, εφόσον υπάρχει σχετική έγγραφη συμφωνία των συζύγων, η οποία, αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, θα πρέπει υποχρεωτικά να ρυθμίζει την επιμέλεια, την επικοινωνία με αυτά και τη διατροφή τους.

Πλέον εκδίδεται ενώπιον συμβολαιογράφου με αποτέλεσμα να αποτελεί μια ταχύτατη διαδικασία. Η έγγραφη συμφωνία των συζύγων αρχικά έπρεπε να υπογραφεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου. Ήδη η σχετική διαδικασία (βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής) γίνεται στα ΚΕΠ, ενώ στο προσεχές μέλλον προβλέπεται η λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας μέσω taxisnet.

Δ.2. Διαζύγιο με αντιδικία

Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη.

Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων.

Δ.3. Διατροφή μεταξύ εν διαστάσει συζύγων

Οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας. Όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούται και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης.

Ενώ, όμως, όταν υπάρχει συμβίωση, οι υποχρεώσεις συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται, όταν διακόπτεται η συμβίωση χωρεί ένα είδους συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, υπό την έννοια ότι δικαιούχος είναι τελικά μόνο εκείνος ο σύζυγος, ο οποίος όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, οφείλεται ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς.

Δ.4. Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα

Σύμφωνα με τον νόμο, αν ο γάμος λυθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται, ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή.

Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται, ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά, ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Έτσι, η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων και γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου.

Ως αύξηση νοείται η διαφορά που υπάρχει στη συνολική περιουσιακή κατάσταση του άλλου κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου γενέσεως της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα.

Ο σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε, μπορεί να προβάλει ισχυρισμούς περί ανυπαρξίας συμβολής, μονάχα αν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξιώσεως συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων, είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ’ αυτόν.

Η συμβολή του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει, είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, παραχώρηση ακινήτου), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που ο σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική του συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, όταν οι υπηρεσίες αυτές είναι περισσότερες από αυτές, που επιβάλει η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες.

Δ.5. Αγωγή για την απόδοση των αναληφθέντων από κοινό λογαριασμό

Μεταξύ των συνδικαιούχων του κοινού λογαριασμού είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορετικών μορφών εσωτερικές σχέσεις. Για παράδειγμα είναι δυνατόν η προσθήκη συνδικαιούχου να γίνεται με χαριστική πρόθεση προς αυτόν. Στην περίπτωση αυτή ο συνδικαιούχος μπορεί να προβεί ελεύθερα σε τραπεζικές αναλήψεις και μεταφορές.

Υπάρχει, όμως, και η περίπτωση οι συνδικαιούχοι να έχουν μια διαφορετική συμφωνία μεταξύ τους. Για παράδειγμα μπορεί να έχει συμφωνηθεί ότι τα 2/3 των χρημάτων (ή οποιαδήποτε άλλη ποσότητα χρημάτων) ανήκουν αποκλειστικά σε έναν εξ αυτών. Συμβαίνει, επίσης, ο συνδικαιούχος να προστίθεται μονάχα για τη διευκόλυνση του αρχικού δικαιούχου με τη συμφωνία πως θα προβαίνει σε αναλήψεις και μεταφορές μονάχα για λογαριασμό και προς εξυπηρέτηση του τελευταίου.

Οι συγκεκριμένες συμφωνίες ισχύουν μονάχα μεταξύ των συνδικαιούχων και δεν δεσμεύουν την τράπεζα (αφού είναι συμφωνίες ενοχικού χαρακτήρα!). Μεταξύ, όμως, των συνδικαιούχων είναι ισχυρές και εφόσον παραβιαστούν μπορεί να ασκηθεί αγωγή προκειμένου να επιστραφούν τα χρήματα, των οποίων έγινε ανάληψη παρά την εσωτερική συμφωνία. Έτσι, υπάρχει το λεγόμενο «δικαίωμα αναγωγής» κατά του συνδικαιούχου, ο οποίος έλαβε μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου της κατάθεσης από την αναλογία, που του αντιστοιχούσε με βάση την εσωτερική σχέση.

Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αφενός χρονικό, αφού οι σχετικές αγωγές αργούν να δικαστούν, και αφετέρου αποδεικτικό, αφού η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων σπανίως αποτυπώνεται σε κάποια γραπτή συμφωνία.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικτικής αδυναμίας ή σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας ο νόμος ορίζει ότι τεκμαίρεται πως ο κάθε συνδικαιούχος δικαιούνται να αναλάβει εξίσου το περιεχόμενο του κατατεθειμένου ποσού. Αυτό σημαίνει πως όποιος επικαλείται διαφορετική αναλογία ή πλήρη έλλειψη δικαιώματος αναγωγής οφείλει να την αποδείξει.

Ένα συχνό παράδειγμα στο οποίο δημιουργείται πρόβλημα στην πράξη είναι η προσθήκη κάποιου νεαρού συγγενή ως συνδικαιούχου από ηλικιωμένα πρόσωπα με σκοπό να διευκολύνονται οι συναλλαγές τους και διάφορες γραφειοκρατικές εργασίες. Στην περίπτωση αυτή είναι καλό, τουλάχιστον, να δημιουργείται ένας νέος λογαριασμός, όπου δεν θα συγκεντρώνεται μεγάλος μέρος των αποταμιεύσεων, αλλά μονάχα εκείνα τα ποσά που είναι απαραίτητα για τις τρέχουσες ανάγκες.

Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για υποθέσεις που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή ως προς τη νομική τους θεμελίωση.

Πρόσφατα, ο Άρειος Πάγος, με την υπ’ αριθμ. 174/2024 απόφασή του, εξέτασε υπόθεση στην οποία ο ένας σύζυγος αφαίρεσε κρυφά και χωρίς τη συναίνεση του άλλου συζύγου χρήματα από τον κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό, παρακρατώντας επιπλέον και άλλες αποταμιευμένες οικονομίες του τελευταίου, οι οποίες βρίσκονταν στην οικία τους.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορούσε να ασκηθεί αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού, «αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία και δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την αδικοπραξία».

Δ.6. Οι τραπεζικές θυρίζες

Οι τραπεζικές θυρίδες μισθώνονται μονάχα σε ένα πρόσωπο (πελάτη της τράπεζας), ο οποίος έχει την κατοχή της αποκλειστικά. Ο μισθωτής της θυρίδας, όμως, μπορεί να ορίζει συνδικαιούχους ή αντιπροσώπους/πληρεξουσίους, οι οποίοι έχουν πρόσβαση στο περιεχόμενο της θυρίδας όσο ο μισθωτής βρίσκεται εν ζωή.

Ο αντιπρόσωπος θα πρέπει κάθε φορά να επιδεικνύει το πληρεξούσιο που έχει λάβει από τον μισθωτή της θυρίδας. Οι τράπεζες, όμως, εκ των προτέρων αποποιούνται κάθε ευθύνη είτε για την πλαστογράφηση της υπογραφής του μισθωτή είτε για την ανάκληση της πληρεξουσιότητας, η οποία έγινε χωρίς να ενημερωθούν.

Στην πράξη επισημαίνουμε πως επειδή το περιεχόμενο της θυρίδας είναι μυστικό είναι πολύ δύσκολο οι ενέργειες των συνδικαιούχων ή πληρεξουσίων να ελεγχθούν και να ασκηθούν σχετικές αξιώσεις εναντίον τους δικαστικά, αν υπάρξει ανάγκη.

Αντί επιλόγου

Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η ενδελεχής συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, η ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης και η έγκαιρη επικοινωνία με τον πληρεξούσιο δικηγόρο είναι κομβικής σημασίας για την υπεράσπιση των συμφερόντων σας σε υποθέσεις οικογενειακού δικαίου. Σε περίπτωση που χρειάζεστε νομική καθοδήγηση, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: info@pikramenoslaw.gr

Παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα – Φωτογραφίες από οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή – Προσωπικά δεδομένα και αρχή της αναλογικότητας

ΜΠρΠατρών 116/2020 (απόσπασμα)

Τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσαν ενόρκως, για την ενάγουσα, οι τέσσερις πρώτοι των εναγομένων στις προδιαληφθείσες, χρησιμοποιηθείσες ως αποδεικτικό μέσο από τον πέμπτο εναγόμενο στις ως άνω δίκες, τέσσερις σαφείς, συμβαδίζουσες μεταξύ τους και άρα αξιόπιστες ένορκες βεβαιώσεις αυτών, είναι λοιπόν αληθή. Τούτο προκύπτει ιδίως από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως εκ μέρους των εναγόμενων απλών ομοδίκων αφενός, σε φωτογραφικές αναπαραστάσεις, τόσο αποθηκευμένες στον οικογενειακό ηλεκτρονικό υπολογιστή των προμνημονευθέντων διάδικων εν διαστάσει συζύγων φωτογραφίες της ίδιας της ενάγουσας, των προαναφερθέντων ανήλικων τέκνων αυτής, της οικίας τους και τρίτων προσώπων, δηλαδή των εκτός του προμνημονευθέντος γάμου αυτής δύο παράλληλων ερωτικών της συντρόφων, όσο και ηλεκτρονικές συνομιλίες της μ’ αυτούς δι’ αποθηκευμένων στο κινητό της τηλέφωνο γραπτών μηνυμάτων μέσω διαδικτυακών λογαριασμών, οι οποίες φωτογραφίες και συνομιλίες αποτελούν μηχανικές απεικονίσεις αναγόμενες στο χρονικό διάστημα από το έτος 2015 και εντεύθεν, τυγχάνοντας γνήσια ιδιωτικά έγγραφα, απορριπτομένου κατ’ ουσίαν του παραδεκτώς (ά. 237§2 ΚΠολΔ) προβληθέντος από την ενάγουσα ισχυρισμού περί της αρνήσεως της γνησιότητάς τους (ά. 444§§1στοιχ.γ,2, 445, 448§§2,3, 457 και 458 ΚΠολΔ), και αφετέρου αιματολογικές εξετάσεις της ενάγουσας κατά τα έτη 2013-2017, από τις οποίες συνάγεται ότι αυτή καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.

Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν άλλωστε παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα, διότι δε συνιστούν προϊόν παγιδεύσεως της ενάγουσας ή αξιόποινης πράξεως ούτε αποκτήθηκαν από τους εναγομένους με την παραβίαση μυστικών κωδικών προσβάσεως, αλλά ανευρέθησαν από τον πέμπτο των εναγομένων εντός της προδιαληφθείσας οικογενειακής στέγης καθώς και, ειδικότερα οι φωτογραφίες και οι ηλεκτρονικές συνομιλίες, αποθηκευμένες στη μνήμη του οικογενειακού ηλεκτρονικού υπολογιστή των προαναφερθέντων διάδικων συζύγων και του προσομοιάζοντος με ηλεκτρονικό υπολογιστή κινητού τηλεφώνου της ενάγουσας συζύγου του. Οι εναγόμενοι δεν παραβίασαν μάλιστα, κατά τον προπαρατεθέντα τρόπο, το απόρρητο της ελεύθερης επικοινωνίας της ενάγουσας, δοθέντος ότι δεν παρενέβησαν στην προειρημένη επικοινωνία αυτής κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της (ά. 19§1 Σ.), ούτε την κατά τη γενική αρχή της καλής πίστεως νοούμενη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της ενάγουσας (ά. 5§1 και 9§1εδ.β Σ.), η προστασία της οποίας δεν μπορεί, ενόψει της συνταγματικής κατοχυρώσεως των θεσμών της οικογένειας και του γάμου, της συνταγματικής προστασίας της παιδικής ηλικίας (ά. 21§1 Σ.) καθώς και από την ίδια τη φύση του πράγματος (βλ. επίσης τα ά. 1386, 1387, 1510, 1511 και 1518 ΑΚ), να είναι απόλυτη στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των συζύγων και με τα ανήλικα τέκνα τους.

Η in concreto μετ’ επικλήσεως προσκόμιση ως αποδεικτικών στοιχείων αφενός των προδιαληφθεισών συντελεσθεισών επικοινωνιών και φωτογραφιών, που αφορούν τη σεξουαλική ζωή της ενάγουσας με τρίτα πρόσωπα, και αφετέρου των προειρημένων ιατρικών εξετάσεων, οι οποίες άπτονται της υγείας της, χωρίς τη συγκατάθεση των προμνημονευθέντων υποκειμένων των εν θέματι ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και με κατ’ αρχήν παραβίαση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος πληροφοριακής αυτοδιαθέσεώς τους (ά. 9Α§1εδ.α Σ.) τύγχανε λοιπόν τελικώς νόμιμη, ως απολύτως αναγκαία και πρόσφορη για την άσκηση του υπερέχοντος in casu συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων [ά. 20§1 Σ., 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ), 6§1 ΕΣΔΑ, 1 επ., 9§§1,2στοιχ.στ του τεθέντος σε εφαρμογή την 25-5-2018 Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων, GDPR), 2 και 7§§1,2στοιχ.γ Ν. 2472/1997, πρβλ. το ά. 25§1στοιχ.γ Ν. 4624/2019, ο οποίος κατήργησε το Ν. 2472/1997 και ισχύει από την 29-8-2019 (ά. 84 και 87)] και δη προς το σκοπό της άμεσης πλήρους αποδείξεως των προαναφερθέντων κατατεθέντων στις επίμαχες ένορκες βεβαιώσεις πραγματικών περιστατικών και ανταποδείξεως της ιστορικής βάσεως της υπό κρίση αγωγής, δίχως να αρκεί εν προκειμένω, επί τη βάσει των προεκτεθέντων, η χρήση ηπιότερων αποδεικτικών μέσων.

Η εκ μέρους της ενάγουσας επίκληση των καθιερούμενων διά των άρθρων 9, 9Α του Συντάγματος, 7, 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. (σε συνδ. προς το ά. 6§1 ΣΕΕ) και 8 της ΕΣΔΑ δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων δεν είναι συνεπώς in concreto θεμιτή (ά. 19§3 Σ. e contrario), αφού τα προειρημένα δικαιώματα της ενάγουσας υποχωρούν in casu, για να εκπληρωθεί το προδιαληφθέν ίσης τυπικής ισχύος δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας των εναγομένων. Το τελευταίο προηγείται εν προκειμένω έναντι του δικαιώματος αποκρύψεως της εξωσυζυγικής σεξουαλικής ζωής της ενάγουσας, δοθέντος ότι τα προαναφερθέντα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν αποκλειστικώς την ένδικη αστική διαφορά και δεν επεκτείνονται σε άλλα, μη αναγκαία ως προς την άσκηση του προμνημονευθέντος δικαιώματος αποδείξεως και ανταποδείξεως, προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, ενώ δε θίγεται στην υπό κρίση περίπτωση η συνταγματική κανονιστική αρχή της αναλογικότητας ως μέσο για την αναγκαία πρακτική εναρμόνιση (praktische Konkordanz) μεταξύ των ανωτέρω ίσης τυπικής ισχύος αντίρροπων συνταγματικών δικαιωμάτων, τα οποία εξοπλίζονται μάλιστα με άμεση τριτενέργεια (ά. 25§1 Σ.) (βλ. συναφώς ΟλΑΠ 1/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 1/2001, ΕλλΔνη 2001, 374, ΑΠ 252/2018, ΑΠ 1520/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΛαρ 212/2019, ΤΝΠ ΔΣΑ). Οι προειρημένες φωτογραφίες, ηλεκτρονικές συνομιλίες και αιματολογικές εξετάσεις δεν αποτελούν επομένως in concreto παράνομα αποδεικτικά μέσα, με συνέπεια να μην τυγχάνουν απαράδεκτα, αλλά να λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του δικάζοντος Δικαστηρίου, απορριπτομένου έτσι ως ουσία αβάσιμου του περί αντιθέτου αποδεικτικού ισχυρισμού των εναγομένων. Με τα προδιαληφθέντα αποδεικτικά μέσα συμπορεύονται επιπλέον τόσο τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους λοιπά έγγραφα (…)

πηγή: http://www.dsanet.gr

Περισσότερα, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.