Ασφαλιστικά μέτρα επίδειξης εγγράφων

Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, Αριθ. 57/2018 (Ασφ. Μ.), ΝΒ, 2018, σελ. 1467-1470

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νόμιμου μεριδούχου κατά Τράπεζας για την επίδειξη εγγράφων σχετικών με τους κοινούς λογαριασμούς του κληρονομούμενου. Προϋποθέσεις επίδειξης εγγράφων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται επί μη εκκρεμούς δίκης ως εν προκειμένω (πρβλ. και άρθρα 450 – 452 ΚΠολΔ επί εκκρεμών δικών), για τη θεμελίωση αξιώσεως επιδείξεως εγγράφου προϋπόθεση είναι η κατοχή του εγγράφου χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξιώσεως κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος, αν, μεταξύ άλλων το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν. Οι περιπτώσεις, που προβλέπονται περιοριστικά και διαζευκτικά στην εν λόγω διάταξη, εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και είναι οι εξής: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικώς το συμφέρον αυτού αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου.

Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξιώσεως (ΕφΑΘ 2456/2002 ΕΕμιιΔ 2002. 331). Επίσης, κατά την κρατούσα τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία γνώμη, γίνεται δεκτό ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, αυτός, που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 § 1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος, ενώ μπορεί, ακόμη, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Αν στη σχετική αίτηση δεν περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά των περιστατικών, που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως, αυτή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (ΜΠρΑΘ 7533/ 2000 ΔΕΕ 2001. 284. ΜΠρΑΘ 11843/1997, ΕΤρΑξ ΧρΔ 1999. 673).

Σημειώνεται ότι, κατά την ως άνω κρατούσα γνώμη, η, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινή ρύθμιση της ως άνω διαφοράς, δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την πλήρη ικανοποίησή του, αρκετή η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνισταμένου στη γνώση του ασφαλιστέου δικαιώματος, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ εαυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού [ΑΠ 1613/ 2000 ΕλλΔνη 42. 681, ΠΠρΘ13436/1993 ΕΤρΑξ ΧρΔ 1994. 67, ΜΠρΠειρ 5768/ 2005 ΔΕΕ 2006. 775, ΜΠρΑΘ 8604/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2380/ 2003 ΕΝαυτΔ 2003. 55, ΜΠρΘ 23434/2001. Αρμ 2002. 8, ΜΠρΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001. 97. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ τ. Δ’ στο άρθρο 692 αριθ. 12 ο. 101 – 102, Κρουσταλάκης «Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ» Δ 1. 649, Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα Έκδ. 1980 ο. 321, ειδικά επί κοινού λογαριασμού: (ΜΠρΘ 9211/ 2016. ΔΕΕ 2017. 74, ΜΠρΑΘ 5271/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΟ 77/2015. ΝΟΜΟΣ)], ή διότι η επίδειξη διατάσσεται προς διασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος, λόγω της βραδύτητας της οριστικής εκδικάσεως του σχετικού αιτήματος, σε συνδυασμό και με το γεγονός της μη επελεύσεως βλάβης στον καθ’ ου από την επίδειξη του εγγράφου (…)

Ποινικές κυρώσεις για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ

Οι ποινικές ποινικές κυρώσεις για την οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ σύμφωνα με το άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, όπως σήμερα ισχύει, έχουν ως εξής:

Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών, διοικητικό πρόστιμο χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ και αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας ικανότητας οδηγού για εκατόν ογδόντα (180) ημέρες, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα, εάν η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,1 OgA μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Στην περίπτωση αυτή η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του εξαμήνου, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής του διοικητικού προστίμου.

Εάν ο οδηγός οχήματος καταληφθεί να οδηγεί και πάλι υπό την επήρεια οινοπνεύματος εντός δύο (2) ετών από προηγούμενη παράβαση της απαγόρευσης οδήγησης υπό την επίδραση οινοπνεύματος και η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του, κατά τη νέα παράβαση, είναι άνω του 1,10 g/l, μετρούμενη με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή άνω των 0,60 χιλιοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα, όταν η μέτρηση γίνεται στον εμπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου, επιβάλλεται για κάθε περαιτέρω παράβαση ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και διοικητικό πρόστιμο δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ, καθώς και επιτόπου αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για πέντε (5) χρόνια, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία του άρθρου 103 του παρόντος Κώδικα. Η αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού, στην περίπτωση αυτή, αρχίζει κάθε φορά από τη λήξη του χρόνου της προηγούμενης αφαίρεσης.

Στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια ικανότητας οδηγού επιστρέφεται μετά την παρέλευση του συνολικού χρόνου αφαίρεσης της, μόνο με την προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής των διοικητικών προστίμων.

Εάν ο οδηγός καταληφθεί να οδηγεί υπό την επίδραση τοξικών ουσιών ή φαρμάκων, που σύμφωνα με τις οδηγίες τους ενδέχεται να επηρεάζουν την ικανότητα οδήγησης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων (200,00) ευρώ και με αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού για χρονικό διάστημα τριών (3) μέχρι έξι (6) μηνών, η οποία επιβάλλεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο.

Διατροφή ενηλίκου τέκνου

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ που ρυθμίζουν την υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 1486 ΑΚ συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έχει, εκτός από το ανήλικο και το ενήλικο τέκνο, εφόσον το τελευταίο δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του και προς τούτο λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του δικαιούχου, ήτοι η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ορισμένου επιπέδου σπουδών. Η ιδιότητα του τέκνου ως σπουδαστή συνεπάγεται, συνήθως, ότι αυτό δεν είναι σε θέση να ασκήσει παράλληλα οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία χωρίς βλάβη της υγείας του και της επιτυχούς αντιμετώπισης των σπουδών του. Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του σπουδάζοντος ενηλίκου τέκνου επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, καθένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές του, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την περιουσία του υποχρέου (ΑΠ 117/2008 ΕλΔικ 50.718, ΕΑ 3454/2008 ΕλΔικ 49.1490). Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου τους, βαρύνει αυτούς, κατά το άρθρο 1489 εδ. 2 ΑΚ, ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο εναγόμενος, συνεπώς, γονέας, προς καταβολή ολόκληρου του ποσού της διατροφής, μπορεί να επικαλεστεί κατ` ένσταση, κατ` άρθρο 1489 §2 A.K. και 262 ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε, με την απόδειξη της ένστασης αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγόμενου γονέα κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάση αυτής υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (Α.Π. 471/2005, ΑΠ 680/2010 ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 1485 επ. ΑΚ και των άρθρων 223, 224, 269 παρ.2, 334, 525, 526 527 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις επιδίκασης διατροφής και ο καθορισμός της έκτασης και του ύψους αυτής κρίνονται από το χρόνο έγερσης της αγωγής ή επί αιτήματος για την επιδίκαση από την υπερημερία, από το χρόνο επέλευσής της, το σχετικό πάντως δικαίωμα πρέπει να έχει γεννηθεί κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

(…)

 

292/2015 ΕΦ ΠΕΙΡ (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Μένοντας μαζί για τα παιδιά: Μύθος και πραγματικότητα

Δυστυχώς, οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουμε κάποιον, ο οποίος βρίσκεται ή βρέθηκε εγκλωβισμένος σε μία τοξική ή κακοποιητική σχέση. Στις περιπτώσεις αυτές από το μυαλό όλων, όσοι λειτουργούμε ως εξωτερικοί παρατηρητές, περνά, συνήθως, η ερώτηση: «Για ποιον λόγο αυτός ο άνθρωπος δεν δίνει ένα τέλος; Πώς είναι δυνατόν ένας αξιοπρεπής και θαρραλέος άνθρωπος να δέχεται να υφίσταται τέτοιου είδους αντιμετώπιση;»

Ένας σκέλος του προβλήματος έχει να κάνει με την ψυχολογία του θύματος της κακοποίησης, το οποίο ζώντας για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ένα νοσηρό περιβάλλον ξεκινά να εσωτερικεύει τα αρνητικά σχόλια, που δέχεται, να θεωρεί πως δεν υπάρχει διέξοδος από την κατάσταση, την οποία βιώνει, και να πιστεύει πως το ίδιο ευθύνεται για την κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί και αναπαράγεται. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνεται, φυσικά, όταν υπάρχει ο φόβος μιας βίαιης αντίδρασης εκ μέρους του άλλου προσώπου και όταν έχουν δημιουργηθεί δεσμά συναισθηματικής ή οικονομικής εξάρτησης.

Ένα άλλο σκέλος έγκειται στα κοινωνικά στερεότυπα, που ακόμα και σήμερα δημιουργούν ισχυρές πιέσεις, ειδικά εις βάρος των γυναικών, οι οποίες βρίσκονται σε έναν γάμο ή μια σχέση. Πράγματι, πολύ συχνά, ακόμα και τα θύματα σφοδρής ενδοοικογενειακής βίας, δέχονται πιέσεις «να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στην σχέση τους” και “να μην διαλύσουν το σπίτι και την οικογένειά τους». Ο μύθος, μάλιστα, αυτός, ότι, δηλαδή, ένα διαζύγιο ή ένας χωρισμός θα επιφέρουν «διάλυση της οικογένειας» υπό την έννοια ότι θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στα ανήλικα τέκνα της οικογενείας είναι ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα διαδομένος στην ελληνική κοινωνία.

Η αλήθεια είναι, όμως, πως δύο γονείς διαζευγμένοι ή χωρισμένοι μπορούν, κάλλιστα, να έχουν άριστη συνεννόηση μεταξύ τους, να επικοινωνούν με τα τέκνα τους και να συνάπτουν μαζί τους βαθιές σχέσεις αγάπης, ενώ υπάρχουν και ειδικοί, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν τους ανηλίκους να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής, χωρίς να τραυματιστούν ψυχικά.

Αντίθετα, είναι δεδομένο πως, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον βίας και κακοποίησης, υπάρχει σημαντικός κίνδυνος να αναπτύξουν αισθήματα ανησυχίας και έντονου άγχους, αυτοενοχοποίησης, φόβου για το μέλλον και να εμφανίσουν διαταραχές της συναισθηματικής και ψυχικής τους υγείας. Επιπλέον, διαπαιδαγωγούνται με στρεβλά πρότυπα μαθαίνοντας πως η κακοποίηση των αγαπημένων τους προσώπων είναι μια κατάσταση φυσιολογική και πως αποτελεί έναν αποδεκτό τρόπο συμπεριφοράς.

Η απομάκρυνση, λοιπόν, από μια τοξική και κακοποιητική σχέση δεν είναι μονάχα μια πράξη εξαιρετικού θάρρους, που απελευθερώνει το ίδιο το θύμα της κακοποίησης, αλλά και κίνηση φροντίδας απέναντι στα ανήλικα τέκνα του.

Προσωρινή διαταγή και δικαστικός αιφνιδιασμός

Η βραδύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης καθιστά συχνά αναγκαία την αναζήτηση προσωρινής δικαστικής προστασίας μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Στα δικαστήρια, όμως, ειδικά των μεγάλων πόλεων, ο προσδιορισμός της συζήτησης των αιτήσεων λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και η έκδοση αποφάσεων επί αυτών να λαμβάνουν χώρα ορισμένους μήνες μετά την αίτηση.

Για τον λόγο αυτό συνηθίζεται στις αιτήσεις για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων να περιλαμβάνεται και αίτημα για την έκδοση προσωρινής διαταγής με σκοπό την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτουμένων ασφαλιστικών μέτρων. Για παράδειγμα με προσωρινή διαταγή μπορεί να ρυθμιστεί προσωρινά η επιμέλεια ενός ανηλίκου τέκνου, η διατροφή του, αλλά και η παραχώρηση της οικογενειακής στέγης στον γονέα εκείνο, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου.

Η κοινωνική αναγκαιότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας είναι δεδομένη, καθώς  το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα για αποτελεσματική δικαστική προστασία προϋποθέτει ότι πρέπει να υφίστανται τα κατάλληλα νομικά εργαλεία για την αντιμετώπιση σοβαρών και άλλως αναπότρεπτων κινδύνων.

Από την άλλη, όμως, επισημαίνεται πως μια δικαστική κρίση, η οποία λαμβάνεται ταχύτατα και, συχνά, χωρίς την ακρόαση μαρτύρων ή την ενδελεχή μελέτη εγγράφων, δεν φέρει τα απαραίτητα εχέγγυα ορθότητας. Επιπλέον, ενδέχεται να γίνει κατάχρηση του θεσμού από τον αιτούντα, που αποσκοπεί στον δικαστικό αιφνιδιασμό του  αντιδίκου του και στην δημιουργία τετελεσμένων.

Πράγματι πολλές φορές ο καθ’ ού η αίτηση για χορήγηση προσωρινής διαταγής κλητεύεται προ ελαχίστων ημερών ή και ωρών για να εμφανιστεί στο γραφείο του αρμοδίου Δικαστή και έχει ελάχιστο χρόνο προκειμένου να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο του, να συλλέξει τα απαραίτητα αποδεικτικά μέσα και να προετοιμάσει την άμυνά του.

Νομικές δυνατότητες άμυνας υπάρχουν κατά του καταχρηστικού δικαστικού αιφνιδιασμού, αλλά είναι απαραίτητο και οι ίδιοι οι Δικαστές να έχουν συνείδηση της ευθύνης τους και να με προσοχή να εξετάζουν τις αιτήσεις, που έρχονται ενώπιων τους, προκειμένου να χορηγούν προσωρινή διαταγή μονάχα στις περιπτώσεις  εκείνες, που υφίσταται ένας πραγματικός κίνδυνος, αλλά και επαρκή στοιχεία για την πιθανολόγηση της βασιμότητας των ισχυρισμών του αιτούντος.

Αυτεπάγγελτη δίωξη ιδιοκτητών σκύλων

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 315 παρ. 1 εδ. α και β του ΠΚ, «στις περιπτώσεις των άρθρων 308 και 314 η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση. Δεν απαιτείται έγκληση αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή». Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς συνάγεται ότι για την άσκηση ποινικής διώξεως για σωματική βλάβη από αμέλεια, κατά κανόνα απαιτείται η υποβολή κατά του δράστη εγκλήσεως από τον παθόντα.

Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο δράστης της σωματικής βλάβης ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή, η δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως. Στην τελευταία περίπτωση υπάγεται και ο ιδιοκτήτης σκύλου, ο οποίος, από αμέλειά του, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να μη είναι δυνατή η επίθεση του σκύλου, με αποτέλεσμα ο σκύλος να προκαλέσει στον παθόντα σωματική βλάβη. (605/2014 ΑΠ)

Προθεσμία του ΕισΑΠ για την άσκηση αναιρέσεως

Απόσπασμα από την ΑΠ 170/2017 σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την άσκηση αναιρέσεως:

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μήνα. Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνον υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α’ , β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και συμπληρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2521/1997, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογραφή της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση απόφασης οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, που όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση, εντός ενός μήνα από τότε που η ανέκκλητη (τελεσίδικη) απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.

Η αξίωση εξέτασης υλικών αποδεικτικών μέσων

Στο άρθρο 333 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, στην οποία προβλέπεται το δικαίωμα των διαδίκων και των δικηγόρων τους να υποβάλλουν αιτήσεις για θέματα που αφορούν την υπόθεση που συζητείται. Μεταξύ των αιτήσεων αυτών γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται και οι αιτήσεις για την διεξαγωγή αποδείξεων.

Εξάλλου από τις αρχές της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και της άμεσης προσωπικής επαφής του κρίνοντος με το αποδεικτικό υλικό προκύπτει και η αξίωση του κατηγορουμένου να βρίσκονται όλα τα δυνητικά χρήσιμα- αξιόλογα αποδεικτικά μέσα στην διάθεση του ποινικού δικαστηρίου.

Το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι “κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα  να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας”. Η έννοια του “μάρτυρα” ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ κατά τρόπο αυτόνομο, ανεξάρτητο, δηλαδή, από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στο εσωτερικό εθνικό δίκαιο και εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει και μη προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

Η νομολογιακή αυτή εξέλιξη (βλ. Χριστόπουλος Παναγιώτης, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητεί την προσκόμιση αποδεικτικών μέσων από τις δικαστικές αρχές, ΠοινΧρον 2016, σελ. 721 επ.) αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην υπόθεση MIRILASHVILI κατά Ρωσίας, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία εξετάζει και την προγενέστερη νομολογία του ΕΔΔΑ.  Συγκεκριμένα στην παρ. 159 της εν λόγω απόφασης καταγράφεται η σκέψη πως το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ μπορεί, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, να τύχει εφαρμογής, όχι μόνον ως προς τους μάρτυρες, αλλά γενικότερα και ως προς κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο. Αφορά,  δηλαδή, και την εξέταση υλικών αποδεικτικών μέσων.

Στην υπόθεση Perna κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ έχει εντάξει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ την πρόσβαση σε έγγραφα στοιχεία, ενώ στην ελληνικού ενδιαφέροντος υπόθεση Γεώργιος Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έπραξε το ίδιο με τα πρωτότυπα έγγραφα και αρχεία ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία ήταν σχετικά με τις διερευνούμενες κατηγορίες.

Στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος  ο προσφεύγων καταδικάστηκε για το έγκλημα της απάτης σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η καταδίκη του βασίσθηκε επί επτά πλαστογραφημένων επιταγών, τα πρωτότυπα των οποίων ουδέποτε επεδείχθησαν από την πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα ενώπιον των δικαστηρίων που έκριναν την υπόθεση. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, εάν τα δικαστήρια είχαν διατάξει την προσκόμιση των πρωτοτύπων των επιταγών αυτών, θα είχε αποδειχθεί ότι δεν ήταν αυτός ο υπαίτιος της απάτης. Εν προκειμένω το  ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση των άρ. 6 παρ. 1 και 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ, κρίνοντας ότι, εφόσον ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν την βάση της καταδίκης «δεν προσκομίσθηκαν ούτε συζητήθηκαν κατά τρόπο επαρκή στο ακροατήριο ενώπιον του κατηγορουμένου, και παρά τα επανειλημμένα προς τούτο αιτήματα του τελευταίου», η υπό κρίσιν διαδικασία εκτιμώμενη στο σύνολό της δεν πληρούσε τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης.

 

Απάτη και ισάξια αντιπαροχή: Η περίπτωση των πλαστών τίτλων σπουδών

Σχολιασμός της ΑΠ 196/2015

Aποτελεί πάγια παραδοχή της νομολογίας του Αρείου Πάγου, πως για τον υπολογισμό της ζημιάς στο έγκλημα της απάτης συμψηφίζεται κάθε όφελος, που απορρέει από την περιουσιακή διάθεση, εκτός κι αν είναι άχρηστη στον παθόντα, ενόψει των προσωπικών αντικειμενικών αναγκών, συνθηκών και επιδιώξεών του.

Τα παραπάνω αποτελούν, επίσης, και πάγια παραδοχή της θεωρίας, αφού, σύμφωνα με τον καθηγητή Μυλωνόπουλο [Χ. Μυλωνόπουλος, Ειδικό Ποινικό, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2006, σελ 511], απάτη περί την πρόσληψη στοιχειοθετείται, όταν ο εργοδότης ζημιώνεται, είτε εξ αιτίας της ανάληψης της υποχρέωσης να καταβάλλει αμοιβή υπερβαίνουσα την ποιότητα των προσδοκώμενων υπηρεσιών, είτε όταν η παρεχόμενη από τον δράστη εργασία δεν ανταποκρίνεται στον καταβαλλόμενο μισθό. Αν επομένως η παρεχόμενη εργασία αντισταθμίζει πλήρως την παρεχόμενη αμοιβή, δεν στοιχειοθετείται περιουσιακή ζημιά.

Όσον αφορά στην πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 196/2015 και στην αναφορά της, ότι προϋπόθεση του παραπάνω συμψηφισμού είναι η νομιμότητα της αντιπαροχής, απαραίτητο είναι να διευκρινισθούν τα εξής: Η συγκεκριμένη απόφαση αφορά στην περίπτωση μίας ιατρού – χειρούργου, η οποία, με πλαστό πτυχίο, ασκούσε ένα λειτούργημα, το οποίο έχει ιδιαίτερους κανόνες δεοντολογίας και του οποίου πρέπει να εξασφαλίζεται η lege artis άσκηση προκειμένου να μην τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων. Επιπλέον, εξαιτίας της φύσης του λειτουργήματος αυτού το Δημόσιο είναι εκτεθειμένο σε αγωγές αποζημιώσεως σε περίπτωση οποιουδήποτε ιατρικού σφάλματος.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν σε καμία περίπτωση για τους υπαλλήλους, και ειδικά για εκείνους που εκτελούν εργασίες, που σύμφωνα με την λογική και την εμπειρία της καθημερινής ζωής δεν απαιτούν ορισμένο τίτλο σπουδών, προκειμένου να διεξαχθούν ορθά. Στις περιπτώσεις αυτές η νομοθετική απαίτηση για ορισμένο τίτλο σπουδών έχει το νόημα της εξασφάλισης της αξιοκρατίας και όχι της προστασίας της υγείας και της ζωής των συναλλασσόμενων πολιτών. Και είναι, επίσης, φανερό, ότι ουδεμία περίπτωση υπάρχει να υποχρεωθεί το Δημόσιο σε παροχή αποζημιώσεως, αφού ούτε ζημιά υφίστανται οι διοικούμενοι, ούτε κίνδυνος γι’ αυτούς μπορεί να προκύψει. Εύλογα, λοιπόν, εξάγει κανείς το συμπέρασμα, πως η ΑΠ 196/2015 αναφέρεται στην συγκεκριμένη περίπτωση άσκησης ενός σημαντικότατου λειτουργήματος, όπως το ιατρικό, χωρίς τους απαιτούμενους τίτλους σπουδών και δεν ανατρέπει την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου περί συμψηφισμού άμεσου οφέλους και ζημίας στο έγκλημα της απάτης.

Άλλωστε, η απάτη είναι ένα έγκλημα κατά της περιουσίας, στην οποία ανήκουν όλα τα αγαθά ενός φυσικού ή νομικού προσώπου με οικονομική αξία, εφόσον δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Έτσι στην περιουσία ανήκει και η εργασιακή δύναμη και αντίστοιχα τα αποτελέσματά της, εκτός κι αν ρητά αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, όπως η «εργασία» ενός εκβιαστή ή δολοφόνου. Η εργασία ενός υπαλλήλου, όμως, έχει οπωσδήποτε οικονομική αξία, αφού δεν αποδοκιμάζεται αυτή καθεαυτή από την έννομη τάξη, ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψη.

Το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί εύλογα από τα παραπάνω είναι, πως η αντιπαροχή δεν συμψηφίζεται μονάχα, όταν αυτή καθεαυτή είναι μια παράνομη πράξη. Έτσι, η διενέργεια ιατρικών πράξεων χωρίς πτυχίο ιατρικής σχολής συνιστά παράνομη πράξη, καθώς πληρούται, στην περίπτωση μιας εγχείρισης λόγου χάρη, η αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης, χωρίς, φυσικά, να αίρεται το άδικο και ο καταλογισμός του φερόμενου ως ιατρού, αφού ο τελευταίος δεν νοείται, πως ενεργεί σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής επιστήμης. Αντίθετα πράξεις, όπως η αρχειοθέτηση εγγράφων, δεν μπορούν υπό καμία λογική εκδοχή να θεωρηθούν παράνομες και το όφελος, που πηγάζει από αυτές για τον εκάστοτε εργοδότη πρέπει να συμψηφιστεί με την όποια ζημιά προκαλεί σε αυτόν η απάτη.

Οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία αδυνατεί να ενταχθεί αρμονικά στο νομολογιακό πλαίσιο, που έχει δημιουργηθεί από τον Άρειο Πάγο τις τελευταίες δεκαετίες και έχει επικυρωθεί από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ποινικής επιστήμης. Και πέρα από το πλήγμα που θα δεχόταν το ποινικό δόγμα, θα οδηγούμασταν και σε καταφανώς ανεπιεική αποτελέσματα, αφού οποιοσδήποτε εργαζόμενος χωρίς τα απαιτούμενα για την ειδικότητά του έγγραφα (π.χ. βιβλιάριο υγείας), που έλαβε ακόμη και τις ελάχιστες αποδοχές για κάποια χειρονακτική εργασία, θα μπορούσε να καταδικασθεί για απάτη.

Κι ούτε είναι, βεβαίως, δυνατόν εκ προοιμίου να θεωρηθεί, πως κάθε δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος δεν διαθέτει ορισμένο νόμιμο δικαιολογητικό τίτλο, στερείται το ήθος και τις λοιπές ιδιότητες, που είναι απαραίτητες για την υπηρεσία του, αφού μια τέτοια παραδοχή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα, πως κάθε πολίτης χωρίς ορισμένο τίτλο σπουδών είναι ανάξιος για την στοιχειώδη εργασία και ηθικά ελέγξιμος. Επομένως, είναι προφανές, πως η απαίτηση ορισμένων τίτλων σπουδών, ουδόλως σχετίζεται με το ήθος και την ικανότητα του μέσου δημοσίου υπαλλήλου, αλλά με την απαίτηση αξιοκρατίας στον δημόσιο τομέα, η οποία, όμως, αφορά, σύμφωνα με την συνταγματική διάκριση των λειτουργιών, την δημόσια διοίκηση και όχι τον ποινικό Δικαστή.

Δεν αμφισβητείται, λοιπόν, εν προκειμένου η ορθότητα της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, αλλά η ευρύτητα της διατυπώσεώς της και επισημαίνεται, πως η ερμηνεία της πρέπει να γίνει με προσοχή και με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, που εξετάζεται. Και παρότι νομολογιακά τα Δικαστήρια δεν έχουν την υποχρέωση να αιτιολογούν το πώς ερμηνεύουν τον Νόμο και την νομολογία του Αρείου Πάγου, υπάρχει αναμφίβολα συνταγματικό καθήκον αιτιολόγησης, εάν επιλέγεται μια καινοφανής και δυσμενής για τον κατηγορούμενο ερμηνεία ενός ποινικού νόμου, που εδώ και δεκαετίες ερμηνεύεται από την απολύτως κρατούσα νομολογία και θεωρία με ορισμένο τρόπο.

Άλλωστε, όπως δέχτηκε και το Εφετείο Αθηνών στην υπ’ αρίθμ. 637/2017 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), «Η πρόσληψή της ναι μεν δεν ήταν σύννομη, πλην όμως δεν προκύπτει σκοπός της να βλάψει το Δημόσιο, με αντίστοιχο δικό της παράνομο περιουσιακό όφελος, καθώς για όσο χρονικό διάστημα, της κατέβαλλε τις αντίστοιχες της θέσης της αποδοχές, η κατηγορούμενη παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες της, όντας συνεπής στις απορρέουσες από τη θέση αυτή υποχρεώσεις της, δοθέντος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θέση εργασίας δεν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση ή άλλες πνευματικές δεξιότητες και επομένως η έλλειψη του ως άνω τίτλου σπουδών, δεν μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχομένων από αυτήν υπηρεσιών. Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι η κατηγορούμενη, ως υπάλληλος στη θυρίδα εξυπηρέτησης κοινού, χωρίς τον ως άνω απολυτήριο τίτλο σπουδών, είχε υποδεέστερες ικανότητες και δεξιότητες από κάποιον που κατείχε τον τίτλο αυτό. Ουδεμία συνεπώς ζημία επήλθε εξ αυτού του λόγου στο Δημόσιο, αφού η κατηγορουμένη προσέφερε πραγματική εργασία, τις σχετικές δε αμοιβές, που της καταβλήθηκαν, θα τις εισέπραττε οποιοσδήποτε άλλος παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες, εάν δεν τις παρείχε η κατηγορούμενη. Συνεπώς, τα ως άνω ποσά που η κατηγορούμενη εισέπραξε, τα δικαιούνταν ανεξαρτήτως του σύννομου ή μη χαρακτήρα της πρόσληψής της, αφού και επί άκυρης σύμβασης εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία του, έστω και υπό μορφή αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις του ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 627/2014 (ΠΟΙΝ) Τ.Ν.Π.- ΝΟΜΟΣ), τα δε επιδόματα (δώρα) εορτών, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (ΑΠ 131/2015 Τ.Ν.Π-ΝΟΜΟΣ). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη και όσα αποδείχθηκαν δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της απάτης, καθόσον το σύνολο των αποδοχών, που το Δημόσιο κατέβαλε στην κατηγορουμένη εξαιτίας της απατηλής συμπεριφοράς της, ισοσταθμίστηκε με την ισάξια αντιπαροχή της – παροχή υπηρεσιών της – και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί αθώα κατά πλειοψηφία κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό».

Το ίδιο σκεπτικό είχε εκφραστεί από την μειοψηφήσασα άποψη και στην υπ’ αρίθμ 602/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, όπου μεταξύ άλλων είχε γίνει δεκτό, πως «Υπό τα δεδομένα αυτά, ενδεχομένως, το όφελος που προσπορίστηκαν οι κατηγορούμενοι να είναι κατά τι μεγαλύτερο σε σχέση με τις αποδοχές που θα ελάμβαναν με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, πλην όμως το τυχόν υπερβάλλον τούτο ποσό αφενός δεν μπορεί να υπολογισθεί επακριβώς και αφετέρου σε καμιά περίπτωση δεν  υπερβαίνει  το  ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εύκολα μπορεί να συναχθεί». Εξήχθη, λοιπόν, το εύλογο συμπέρασμα, πως «Κατά συνέπεια η πράξη των κατηγορουμένων δεν θεμελιώνει το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του  Δημοσίου και έπρεπε να κηρυχθούν αθώοι της δεύτερης πράξης».


Ενημέρωση

Με την υπ’ αριθμ. 3/2019 απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του ΑΠ έγιναν δεκτά τα παραπάνω καθώς:

(…)

για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος, με την έννοια που προαναφέρθηκε. Όπως γίνεται δεκτό, δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείστηκε να διαπράξει. Έτσι, στην περίπτωση, που κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΓΤΔΔ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανόμενου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν, που έθεσε, ως τυπική προϋπόθεση, και το πλαστό πτυχίο παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα και η παροχή εργασίας, ενόψει της φύσης της, απαιτεί κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ισάξια αντιπαροχή».Αντίθετη άποψη, ότι προϋπόθεση για να ισοβαθμισθεί η παροχή εργασίας του εξαπατήσαντος με τις παροχές (μισθός) που έλαβε αυτός, αποτελεί, απαραιτήτως, η νομιμότητα της αντιπαροχής, ήτοι η νομιμότητα της εργασίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει και του άρθρου 904 ΑΚ, που παρέχεται δυνατότητα στον εργαζόμενο αναζήτησης μη καταβληθέντων (μισθών) για παρασχεθείσα εργασία και επί άκυρης σύμβασης εργασίας και συνακόλουθα και μη νόμιμης εργασίας, με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Στην προκείμενη περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, και προαναφέρθηκαν, ως προς τη βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος ΝΠΔΔ, παραβίασε εκ πλαγίου την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ενώ δέχεται την παροχή εργασίας από την αναιρεσείουσα καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξαπατηθέν ΝΠΔΔ, ως καθαρίστριας, ακολούθως δέχεται ότι η ζημιά του εξαπατηθέντος, ανερχόμενη, κατά τις παραδοχές της, στο ύψος των μικτών μισθών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να ισοσταθμισθεί λόγω του μη σύννομου της εργασίας της, χωρίς όμως να διευκρινίζει και υπάρχει ασάφεια, ως προς το εάν το πρώτο (ΝΠΔΔ) απέβλεψε σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της αναιρεσείουσας, με βάση το τυπικό προσόν του απολυτηρίου δημοτικού, που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, ούτε εάν το πλαστό πτυχίο (απολυτήριο δημοτικού) παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε εάν η παροχή εργασίας ενόψει της φύσης της απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ώστε μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις η ζημιά του εξαπατηθέντος Ν.Π.ΔΔ, να μη μπορεί να ισοσταθμισθεί με την παροχή εργασίας. Έτσι, όμως κατά τα ως άνω καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Επομένως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, είναι βάσιμοι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε τρίτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος της από 15-1-2019 συμπληρωματικής αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή (εκ πλαγίου παραβίαση) της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι δεν επήλθε περιουσιακή βλάβη λόγω του ότι η ζημιά ισοσταθμίστηκε από την παροχή εργασίας, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί.

Τέθηκε, επίσης, το ζήτημα της κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης ως εξής:

(…)

το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την τέλεση της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον, αφού δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα αρχικά με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ήτοι με την υποβολή στα αρμόδια όργανα του ΝΠΔΔ, στις 13.5.1996, του επίδικου πλαστού τίτλου σπουδών, οπότε και αυτά παραπλανήθηκαν και εξαπατήθηκαν και, έγινε η πρόσληψη αυτής στη θέση καθαρίστριας, η πράξη της απάτης τελέστηκε με την άπαξ ως άνω προκληθείσα πλάνη με θετική ενέργεια. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, όπως ακολούθως έγινε δεκτό, και καταδικάστηκε, ότι η πράξη αυτή της απάτης συνεχίστηκε και τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, που τέλεσε η αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.1996 έως 31.7.2015, με παρασιώπηση της αλήθειας, ήτοι με παράλειψη ανακοίνωσης, κάθε μήνα που εισέπραττε το μισθό της, περί της πλαστότητας του τίτλου και έλλειψης του απαιτούμενου τυπικού προσόντος, δηλαδή με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου, διότι υπό τα ανωτέρω περιστατικά, δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς απάτες, χωρίς την πρόκληση κάθε φορά νέας χωριστής πλάνης προκληθείσας από νέα χωριστή απατηλή συμπεριφορά και την πρόκληση νέας διαφορετικής βλάβης.

Σύντομη επισκόπηση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων

Διακρίσεις των εγκλημάτων

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα με βάση την απειλούμενη για την τέλεσή τους ποινή. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (η κάθειρξη δε, χωρίζεται σε πρόσκαιρη με ποινή ανερχόμενη από 5 έως και 20 χρόνια και σε  ισόβια – άρθρο 52 ΠΚ) είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση (στερητική της ελευθερίας ποινή ανερχόμενη από 10 μέρες έως και 5 έτη- άρθρο 53) ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα (άρθρο 18 ΠΚ).

Μια ακόμη διάκριση των εγκλημάτων εντοπίζεται ανάμεσα σε εκείνα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (όπως είναι ο κανόνας) και σε εκείνα, τα οποία διώκονται μόνο κατ’ έγκληση. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα (άρθρο 117 ΠΚ) αν ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν την υποβάλει  μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξη που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται. Σημειώνεται τέλος ότι, ο δικαιούχος της έγκλησης έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί ρητά ενώπιον της αρμόδιας αρχής από το δικαίωμα άσκησής της.

Παραγραφή

Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά από δεκαπέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρθρο 111 ΠΚ).

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα (άρθρο 113 ΠΚ). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα κακουργήματα παραγράφονται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεση του εγκλήματος στην περίπτωση που η εν λόγω πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και σε 20 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση ενώ τα πλημμελήματα μετά από 8 έτη. Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός δεν ισχύει, όταν η αναστολή γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ (βλ. μεταξύ άλλων την συχνή περίπτωση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία αναστέλλεται, αν για το γεγονός για το οποίο έγινε η  καταμήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη).

Η γέννηση της ποινικής δίκης

Προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας είναι η πληροφόρηση του αρμοδίου εισαγγελέα ότι τελέστηκε ένα έγκλημα  (notitia criminis). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 36 ΚΠΔ).

Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται μέσω οποιουδήποτε τρόπου σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, αν πληροφορήθηκαν για την τέλεση οιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρακτικά, όμως, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μετά από την κατάθεση μιας μηνύσεως ή εγκλήσεως.

Μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου αδικήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αμέσως παθόντος και αδικηθέντος, ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος από τον αμέσως παθόντα ή αδικηθέντα.

Όταν στα χέρια του εισαγγελέα φτάσει μια μήνυση, έγκληση ή αναφορά μελετάται η νομική, λογική και ουσιαστική της βασιμότητα. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη.

Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. (άρθρο 43 ΚΠΔ) Αν το έγκλημα έχει υποπέσει σε παραγραφή ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών θέτει την δικογραφία στο αρχείο (άρθρο 113 ΠΚ)

Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως τα όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν και για τον χειρισμό της έγκλησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 47 ΚΠΔ) με την διαφορά ότι υπάρχει υποχρέωση συνοπτικής αιτιολόγησης της απορριπτικής διάταξης, ενώ ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης.

Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έκδοση της απορριπτικής διάταξης μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις (άρθρο 48 ΚΠΔ).

Η άσκηση της ποινικής δίωξης

Ποινική δίωξη είναι η ενέργεια του εισαγγελέα με την οποία η τέλεση μιας αξιόποινης πράξης τίθεται υπό την κρίση του ποινικού δικαστή. Προϋπόθεση για την  άσκηση της ποινικής δίωξης είναι η ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων, που στηρίζουν την κατηγορία.

Πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκειμένου να κριθεί η αναγκαιότητα αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί  προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 ΚΠΔ). Στα κακουργήματα η άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, ενώ στα πλημμελήματα προαιρετική (άρθρο 43 ΚΠΔ).

Εξαίρεση από την υποχρεωτική στα κακουργήματα διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης υπάρχει, όταν έχουν ήδη διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση της λεγόμενης «αστυνομικής προανάκρισης», που λαμβάνει χώρα, όταν διαπιστωθεί η επ’ αυτοφώρω τέλεση μιας εγκληματικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή οι ανακριτικοί υπάλληλοι (στους οποίους εντάσσονται μεταξύ άλλων οι αστυνομικοί) είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Διευκρινίζεται, πάντως, πως, αν πρόκειται για κακούργημα, ακόμη και μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη δεν ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 116 ΚΠΔ), αλλά διενεργείται κανονικά και υποχρεωτικά κύρια ανάκριση.

Η προκαταρκτική εξέταση, τελούμενη εκ των αρμόδιων κάθε φορά ανακριτικών υπαλλήλων,  είναι η διαδικασία ελέγχου των πληροφοριών σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σκοπός της είναι η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων μέσω της του ελέγχου της βασιμότητας των υφιστάμενων υπονοιών για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

Aν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης αυτό φέρει την ιδιότητα του υπόπτου (και όχι του κατηγορουμένου) και καλείται για παροχή εξηγήσεων ενώ εξετάζεται ανωμοτί. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ στο εν λόγω άτομο εξομοιώνονται δε με τα όσα παρέχονται στον κατηγορούμενο. Έχει λοιπόν δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του (άρθρο 31 ΚΠΔ).

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία, αν πρόκειται για κακούργημα, η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η εξής. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας την διενέργεια κύριας ανακρίσεως. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνον ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.

Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (άρθρο 270 ΚΠΔ).

Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται κατά κανόνα από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος υποβάλλει ταυτόχρονα και πρόταση προς το συμβούλιο, είτε για την οριστική ή προσωρινή παύσης της ποινικής δίωξης, την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή από την άλλη πλευρά την μη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του (άρθρο 308 ΚΠΔ).

Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν (και προφορικά) στον εισαγγελέα, και σε χρονικό διάστημα πριν την κατάρτιση της πρότασής του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ’ αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του.

Το συμβούλιο μετά από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας (άρθρο 309 ΚΠΔ).

Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ) εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 ΚΠΔ).

Δ κακουργήματα
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Αν πρόκειται για πλημμέλημα και προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως ήδη αναφέραμε στα πλημμελήματα, η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι υποχρεωτική, και εναπόκειται στην κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Συνήθως η ποινική δίωξη στα πλημμελήματα ασκείται με την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα.

Η μόνη δυνατότητα αντίδρασης του κατηγορουμένου, που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι η προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ). Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους.

Δ πλημμ
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Σύντομη αναφορά στον ρόλο της πολιτικής αγωγής

Ο πολιτικώς ενάγων συμπίπτει κατά κανόνα με το πρόσωπο του εγκαλούντα και εμφανίζεται ως το θύμα του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Η πολιτική αγωγή αφορά στις αστικής φύσεως αξιώσεις, οι οποίες πηγάζουν από το έγκλημα σύμφωνα με το αστικό δίκαιο (αξίωση για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) και μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους προβλεπόμενους σύμφωνα με τον ΑΚ δικαιούχους (άρθρο 63 ΚΠΔ).

Οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Οι ανήλικοι και όσοι άλλοι ανίκανοι, παρίστανται με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 82 ΚΠΔ). Στην περίπτωση όμως που η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη διότι δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις και εντούτοις αυτός συμμετέχει στη δίκη, τότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 ΚΠΔ).

Το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα σαράντα τέσσερα ευρώ (άρθρο 65 ΚΠΔ).

Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική προδικασία γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης προς την αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 83 ΚΠΔ). Για την άσκηση των δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής στην προδικασία πρέπει να προηγείται η κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία. (άρθρο 108 ΚΠΔ)

Για τα δικαιώματα της πολιτικής αγωγής μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.

Βασική βιβλιογραφία

Ανδρουλάκης Νικόλαος, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας.

Καρράς Αργύριος, Ποινικό δικονομικό δίκαιο, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.

Παπαδαμάκης Αδάμ, Ποινική Δικονομία: Η δομή της ποινικής δίκης, εκδόσεις Σάκκουλα.