Υποχρέωση Δήμου για περισυλλογή αδέσποτων σκύλων, Αγωγή αποζημίωσης

13303/2019 ΔΠΡ ΑΘ, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ (απόσπασμα)

(…)

Επειδή, ενόψει των ανωτέρω δεδομένων και των διατάξεων που προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι σύμφωνα το άρθρο 7 του ν.3170/2003 η ευθύνη για την περισυλλογή αδέσποτων σκύλων ανήκει στους Δήμους, περαιτέρω δε ότι, κατά τα μη αμφισβητούμενα από τον εναγόμενο Δήμο, η πρόσκρουση του αυτοκινήτου της ενάγουσας με τον αδέσποτο σκύλο έλαβε χώρα εντός των διοικητικών του ορίων, κρίνει ότι ο Δήμος αυτός ευθύνεται προς αποζημίωση της ενάγουσας, κατ’άρθρα 105-106 ΕΙΣ.Ν.Α.Κ., απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου ως αβάσιμων. Ακολούθως το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψιν του ότι η ενάγουσα για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών που υπέστη το όχημά της δαπάνησε σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα τιμολόγια πώλησης ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών το συνολικό ποσό των 2.503,05 ευρώ, κρίνει ότι το εναγόμενο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει σε αυτή το ως άνω ποσό ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας και λαμβάνοντας υπόψιν τη φύση και την έκταση της ζημίας που υπέστη το όχημα της ενάγουσας, καθώς και την παλαιότητα αυτού -10 έτη- το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό υπέστη μείωση της αξίας του κατά ποσοστό 5%, ήτοι 800,00 ευρώ. Εξάλλου, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενάγουσα αναστατώθηκε από την ένδικη πρόσκρουση και στερήθηκε τη χρήση του επαγγελματικού οχήματός της μέχρι την αποκατάσταση των ζημιών που αυτό υπέστη από την ως άνω σύγκρουση, κρίνει ότι δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης, η οποία πρέπει να προσδιορισθεί στο εύλογο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ. Τέλος, το αίτημα της ενάγουσας περί κήρυξης της απόφασης αυτής προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι δεν επικαλείται τη συνδρομή εξαιρετικών λόγων που συνηγορούν προς τούτο, ούτε αποδεικνύει ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα της προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη (άρθρο 80 Κ.Δ.Δ).

Πώληση μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με κρυμμένο πραγματικό ελάττωμα

ΕιρΑθ 2230/2020, ΤΠΝ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ (απόσπασμα)

Από τις διατάξεις έκθεμα των άρθρων 513, 522, 534, 540 και 543 ΑΚ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση του δικαίου της πώλησης δυνάμει του νόμου 3043/2002, προκύπτει, ότι σε περίπτωση, που κατάτο χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή υφίσταται πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος αντικειμένου, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν η ενέργεια είναι αδύνατη ή προκαλεί δυσανάλογες δαπάνες, να μειώσει το τίμημα ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός και αν πρόκειται για επουσιώδες ελάττωμα. Σε περίπτωση, εξάλλου, που υφίσταται έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ή η τυχόν ελαττωματικότητα του πράγματος οφείλεται σε υπαιτιότητα του πωλητή, ο αγοραστής μπορεί, σωρευτικά, με τα ανωτέρω δικαιώματα να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία, που δεν καλύπτεται από την άσκηση τους. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, πραγματικό ελάττωμα συνιστά η ατέλεια του πράγματος, που αφορά στην ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του κατά τον κρίσιμο χρόνο της μετάθεσης του κινδύνου στον αγοραστή και η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα αυτού. Ως ιδιότητα δε του πράγματος θεωρείται, όχι μόνο  κάποιο συγκεκριμένο φυσικό γνώρισμα ή πλεονέκτημα αυτού, αλλά και οποιαδήποτε σχέση, η οποία, από το είδος και τη διάρκεια της, επιδρά κατά την αντίληψη των συναλλαγών στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος, ενώ ως συνομολογημένη νοείται μία ιδιότητα, όταν υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των μερών ότι το πράγμα έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα, στην ύπαρξη της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία από τον αγοραστή και την οποία ο πωλητής εγγυάται αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για την ενδεχόμενη έλλειψη της (ΑΠ 402/2018, ΑΠ 499/2017). Η παροχή πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή χωρίς τις ως άνω ιδιότητες και με πραγματικά ελαττώματα είναι θεμελιωτική της ευθύνης λόγω μη εκπληρώσεως, η οποία υπόκειται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 537 ΑΚ, που βασικά ορίζει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, και παρέχει στον αγοραστή, είτε πρόκειται για πώληση γένους, είτε για πώληση είδους, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να αξιώσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 540 § 1 αριθ. 1, 2 και 543 ΑΚ, τη διόρθωση του πράγματος ή τη μείωση του τιμήματος, διότι μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή, ήτοι μετά την παράδοση σ’ αυτόν του πράγματος και τη διαπίστωση της ελαττωματικότητας του, εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 540 επ. ΑΚ και όχι οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1544/ 2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 638/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘ 383/2011 Αρμ. 2011. 945, ΕφΘ 394/ 2009 Αρμ 2010. 1337). Το δικαίωμα μειώσεως του τιμήματος είναι δικαίωμα διαπλαστικό και μπορεί να ασκηθεί είτε δικαστικά με αγωγή ή ένσταση (γνήσια ανατρεπτική), είτε εξώδικα με σχετική μονομερή και άτυπη δήλωση του αγοραστή προς τον πωλητή, η οποία διαπλάσσει τη νέα έννομη κατάσταση και επιφέρει τα ενοχικά αποτελέσματα της από τη χρονική στιγμή που θα περιέλθει στον πωλητή. Έκτοτε, ο τελευταίος υποχρεούται, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, εφόσον το τίμημα κατεβλήθη ολοσχερώς από τον αγοραστή, να επιστρέφει σ’ αυτόν το τμήμα εκείνο του τιμήματος κατά το οποίο μειώθηκε τούτο με την άσκηση του παραπάνω διαπλαστικού δικαιώματος (ΑΠ 574/2005 Αρμ 2006. 67, ΕφΛ 142/2009 ΕπισκΕμπΔικ 2009. 500). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ προκύπτει ότι για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και να ικανοποιήσει την ηθική του βλάβη, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο από   πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, δηλαδή σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και της ζημίας, που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν με την πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε. Μόνη η αθέτηση προϋφιοτάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία, κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι ωστόσο δυνατό μια ζημιογόνα ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανείς υπαιτίως ζημία σε άλλον (ΑΠ 1120/2005, ΕφΑΘ 302/2006). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση και αδικοπρακτικής ευθύνης του πωλητή, θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του, όπως συμβαίνει όταν αυτός με πρόθεση επιδιώκει να δημιουργήσει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ανυπαρξία πραγματικού ελαττώματος, με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή με την απόκρυψη των αληθινών γεγονότων (ΑΠ 737/2011, ΕφΑΘ 2561/2015, ΕφΑΘ 5137/2011, ΕφΑΘ 1274/2011 ΕφΠειρ 699/2014).

(…)

Κατά την κατάρτιση της άνω συμβάσεως πωλήσεως η εναγομένη υποσχέθηκε στους αγοραστές την πλήρη και κανονική λειτουργία του άνω αυτοκινήτου, απαλλαγμένου τούτου πραγματικών ελαττωμάτων, που θα μείωναν την αξία και την χρησιμότητα του και ότι αυτό έφερε όλες τις συνομολογημένες ιδιότητες του, με βάση το εργοστάσιο κατασκευής του, τον τύπο του και την όλη λειτουργικότητα του, πιστοποιώντας σε ειδικό βιβλίο της ότι εγγυάται για διάστημα τριών (3) ετών, την ανυπαρξία σκουριάς στο αμάξωμα του οχήματος, το ότι αυτό ήταν ατρακάριοτο, ότι δεν έφερε  καμία μηχανική βλάβη και ότι είχε υποστεί βιολογικό καθαρισμό, με την προϋπόθεση ότι οι αγοραστές προέβαιναν σε τακτές προθεσμίες στη συστηματική, προγραμματισμένη συντήρηση του αυτοκινήτου στα συνεργεία της εναγομένης. Όμως το άνω αυτοκίνητο κατά την πώληση του έφερε πραγματικό ελάττωμα κεκαλυμμένο και δη βλάβη στον κινητήρα του, η οποία εμφανίστηκε τρεις μήνες από το χρόνο της πώλησης του και είχε ως συνέπεια την πρόκληση και περαιτέρω ζημιών του.

Κανονισμός 2016/679 και βασικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων

Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει τόσο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και σε δημόσιες αρχές να κάνουν χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε πρωτοφανή κλίμακα για την επιδίωξη των δραστηριοτήτων τους. Κρίθηκε, λοιπόν, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγκαία η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, το οποίο θεσπίζει κοινούς για όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανόνες, που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η δημιουργία του Κανονισμού 2016/679, ο οποίος  τίθεται σε εφαρμογή από τις 25 Μαΐου 2018. Ο Κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

 

Από τις 25 Μαΐου 2018 ο Κανονισμός θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή και οι παραβάτες του θα απειλούνται με υψηλά διοικητικά πρόστιμα και αγωγές αποζημίωσης. Ήδη μεγάλα δικηγορικά γραφεία και σύνδεσμοι καταναλωτών έχουν δημιουργήσει την υποδομή για να δεχτούν το πρώτο μεγάλο κύμα καταγγελιών και να στραφούν νομικά εναντίον των επιχειρήσεων, που ηθελημένα ή αθέλητα δεν θα ανταποκρίνονται στα νέα πρότυπα. Η συμμόρφωση, λοιπόν, με τις απαιτήσεις του Κανονισμού είναι μονόδρομος και παρά τις αρχικές δυσκολίες ελπίζουμε, πως θα συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της επιχείρησής σας και στην λειτουργία της σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στην προσπάθεια σας για την βέλτιστη δυνατή προετοιμασία της επιχείρησής σας το δικηγορικό μας γραφείο μπορεί να σταθεί αρωγός παρέχοντες εξειδικευμένες υπηρεσίες συμβουλευτικής, εκπαίδευσης και, κυρίως, προετοιμασίας και γραπτής αποτύπωσης των νέων εσωτερικών κανονισμών για την ασφαλή απόκτηση, χρήση και διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Με εκτίμηση,

Μιχαήλ Πικραμένος

Ευθύνη από αδικοπραξία

Το άρθρο 924 του Αστικού κώδικα ορίζει ότι : «Ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε από αυτό σε τρίτον. Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της κατοικίας ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου».

Διάκριση κατοικιδίων και μη

Σε σχέση με το άρθρο αυτό παρατηρούμε καταρχήν πως ο νομοθέτης διακρίνει μεταξύ κατοικιδίων και μη κατοικιδίων ζώων, κλιμακώνοντας αναλόγως την ευθύνη του κατόχου τους. Ως κατοικίδια ζώα, σύμφωνα με πάγια διατύπωση της νομολογίας, νοούνται εκείνα που ζουν αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προορισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας, ή τη διατροφή του κατόχου τους. Τέτοια ζώα, μεταξύ άλλων είναι και τα σκυλιά, τα πρόβατα (Εφ. Λαρίσης 38/2016) και οι κατσίκες (Εφ.Κρήτης 127/2008)

Ποιος θεωρείται κάτοχος και ποια η ευθύνη του για τις πράξεις των ζώων

Ως κάτοχος, θεωρείται από την νομολογία, εκείνος που έχει φυσική εξουσία πάνω στο ζώο και που έχει αναλάβει να του παρέχει τροφή, να το στεγάζει και να το φροντίζει για χρόνο όχι ασήμαντο και ο οποίος μπορεί να το χρησιμοποιεί και να αποκομίζει τις οποιεσδήποτε ωφέλειές του (ως κύριος, επικαρπωτής, χρησάμενος, μεσεγγυούχος, μισθωτής). Δεν ευθύνεται συνεπώς ως κάτοχος ο ιδιοκτήτης ταβέρνας, στο περίγυρο της οποίας σύχναζαν αδέσποτοι σκύλοι, ένας από τους οποίους θανάτωσε την αίγα του ενάγοντος. (ΑΠ 1445/2007)

Ο κάτοχος του ζώου δεν είναι απαραίτητο να είχε υπό τη φυσική του εξουσία το ζώο αυτό προσωπικώς κατά το χρόνο κατά τον οποίο προξένησε τη ζημία, ευθυνόμενος για τις ζημίες τις οποίες προξένησε τούτο. Ευθύνεται δε και όταν το ζώο βρισκόταν υπό την εξουσία του υπαλλήλου του, καθώς αυτοί θεωρούνται αντιπρόσωποί του, εφόσον όμως χρησιμοποιούσαν το ζώο σε εκτέλεση των καθηκόντων που έχει ανατεθεί σε αυτούς. Επίσης, ο κάτοχος ευθύνεται για τη ζημία την οποία προξένησε το ζώο και σε περίπτωση που διέφυγε από την κατοχή και την επίβλεψη αυτού ή του υπαλλήλου του, δυνάμει του άρθρου 922 ΑΚ, στην τελευταία περίπτωση. (Μον.Πρωτ.Θεσσ. 7040/2015)

Ως προς την φύση της ευθύνης του κατόχου ζώου, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθιερώνεται η αντικειμενική ευθύνη του κατόχου του ζώου, για τη ζημία που προξενήθηκε σε τρίτο.  Αρκεί λοιπόν για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης μόνο το γεγονός της κατοχής τoυ ζώου και είναι ανεξάρτητη οποιαδήποτε υπαιτιότητα του κατόχου . Και τούτο γιατί ο κάτοχος που έχει τα ωφελήματα από το ζώο πρέπει να φέρει και τον κίνδυνο κάθε ζημίας που προξενείται από αυτό. Αντίθετα, προκειμένου για κατοικίδιο ζώο, θεσπίζεται με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου η νόθος αντικειμενική ευθύνη του κατόχου ζώου, στηριζόμενη σε εικαζόμενο πταίσμα αυτού για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή ο κάτοχος μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του αν επικαλεστεί και αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου. (ΑΠ 1979/2014)

Έτσι, στην περίπτωση του άρθρου 924 παρ. 2 ΑΚ, ο κάτοχος του ζώου που προκάλεσε την ζημία σε τρίτον, για να απαλλαγεί της ευθύνης του προς αποζημίωση, ή και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει: α) ότι δεν παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ότι ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας δεν υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία θα προκαλούνταν και αν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου. Επίσης η ευθύνη του κατόχου μπορεί να μετριασθεί ή και να παύσει τελείως κατά τους όρους της διάταξης του άρθρου 300 ΑΚ, εάν, δηλαδή, υπάρχει συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι το ζώο είναι μικρής ηλικίας, πράγμα που δεν επιτρέπει το δέσιμό του δεν απαλλάσσει τον κάτοχο από την ευθύνη του, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να ασκεί άλλου είδους εποπτεία και φύλαξη. (Εφ.Κρήτης 127/2008)

Ευθύνη κατόχου κατοικίδιου ζώου

Ειδικότερα για την ευθύνη κατόχου κατοικίδιου ζώου διαφωτιστική είναι η Εφ.Λαρίσης 81/2011 από την οποία ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: Ο κάτοχος χρήσιμου κατοικίδιου ζώου έχει την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία αυτού, με σκοπό την προστασία των τρίτων από την εγγενή επικινδυνότητά του. Αυτό σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει όλα τα μέτρα που κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών και ενόψει των ιδιοτήτων του ζώου και του τρόπου χρησιμοποίησής του, είναι αναγκαία και δυνατά για να ανατρέψουν την εκ μέρους του ζώου πρόκληση ζημίας σε τρίτον (π.χ. να το κρατά περιορισμένο, ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο του κατόχου, να βάλει φίμωτρο στο σκυλί κλπ). Επομένως τεκμαίρεται, κατά το άρθρο 924 παρ. 2 ΑΚ, ότι σε περίπτωση προκλήσεως ζημίας σε τρίτον: α) ότι παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ότι ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία δεν θα προκαλούνταν αν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου (Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 390)..

.

Βάρος απόδειξης και αποζημίωση

Ως προς το βάρος της αποδείξεως, ο ενάγων για αποζημίωση από ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν από ζώο πρέπει να αποδείξει α) το ποσό της προξενηθείσας ζημίας, β) ότι η ζημία του προξενήθηκε από ενέργεια του ζώου και γ) ότι ο εναγόμενος είναι ο κάτοχος του ζώου,  ο δε εναγόμενος οφείλει να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου γιατί κατέβαλε τη συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια για τη φύλαξη του ζώου, εκθέτοντας προς τούτο και τα περιστατικά που δικαιολογούν μια τέτοια περίπτωση (ΑΠ  41/1994)

Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του Ειρ.Κρωπίας 326/2012 σύμφωνα με την οποία: “Το αίτημα αυτό του ενάγοντα απορρίπτεται ως αναπόδεικτο, γιατί ο ελαφρύς τραυματισμός του δε δικαιολογεί ζημία στη μηχανή του επιπροσθέτως φέρων το βάρος απόδειξης ώφειλε να καλέσει πραγματογνώμονα ο οποίος ν’ αποφανθεί επακριβώς επί των ζημιών.”

Σχετικά με το ύψος της αποζημίωσης το άρθρο 298 ΑΚ ορίζεται ότι: «Η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί».

Ευθύνη περισυλλογής αδέσποτων σκύλων και ευθύνη αποζημίωσης σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος.

Ως προς την ευθύνη για την περισυλλογή αδέσποτων σκύλων εκ του άρθρου 7 του Ν.3170/2003 προκύπτει, πως αρμόδιοι είναι οι δήμοι και οι κοινότητες. Η περισυλλογή των σκύλων μπορεί να πραγματοποιείται και από ζωοφιλικά σωματεία, εφόσον διαθέτουν την απαραίτητη υποδομή, σε συνεργασία με τον αρμόδιο δήμο ή κοινότητα. Οι δήμοι και οι κοινότητες συγκροτούν τα συνεργεία περισυλλογής από άτομα τα οποία διαθέτουν την κατάλληλη εκπαίδευση και εμπειρία σε θέματα που αφορούν στην αιχμαλωσία των ζώων και κατέχουν τις τεχνικές χειρισμού τους.  Αντιθέτως οι εταιρίες που εκμεταλλεύονται και φυλλάσουν αυτοκινητόδρομους δεν έχουν από το νόμο υποχρέωση να συλλέγουν τα αδέσποτα ζώα, ακόμη και αν αυτά εισέλθουν στον αυτοκινητόδρομο που φυλάσσουν, καθόσον δε διαθέτουν εκπαιδευμένο προσωπικό για τη σύλληψή τους ούτε χώρο για τη φύλαξή τους. (Ειρ.Κρωπίας 122/2012)