Η έννοια των νομικών ισχυρισμών στις φορολογικές διαφορές

Όπως έχουμε αναφέρει, η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών στις φορολογικές διαφορές έχει μεγάλη σημασία, αφού στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικούς ισχυρισμούς, ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τους είχε επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τους προβάλει το πρώτον ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους ουσιαστικούς ισχυρισμούς.

Βέβαια, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι κάθε ισχυρισμός μιας φορολογικής προσφυγής συνδέεται αναπόφευκτα με ορισμένα πραγματικά περιστατικά. Για παράδειγμα ο ισχυρισμός περί παραγραφής, ο οποίος έχει αναγνωριστεί ως αμιγώς νομικός, συνδέεται τόσο με το πραγματικό τους έτους γέννησης της φορολογικής υποχρέωσης (έναρξη παραγραφής) όσο και της ημερομηνίας της έγκυρης κοινοποίησης της πράξης (διακοπή της παραγραφής). Προκύπτει λοιπόν, ότι η διάκριση μεταξύ ουσιαστικών και νομικών ισχυρισμών δεν είναι πάντοτε σαφής.

Στο σημείο αυτό η ΣτΕ 157/2023 είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, αφού κρίθηκε ότι: «Εξάλλου, παραδεκτώς προβάλλονται το πρώτον με την προσφυγή ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου λόγοι περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής κανόνων δικαίου, οι οποίοι προϋποθέτουν μεν έρευνα περί της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, εφόσον, όμως, αυτά εμπίπτουν αποκλειστικά στη σφαίρα γνώσης της φορολογικής διοίκησης, και όχι του φορολογουμένου, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του δικάζοντος διοικητικού δικαστηρίου ή της φορολογικής διοίκησης εκτεταμένη έρευνα ή διασταυρωτικός έλεγχος της συνδρομής ή έλλειψης συνδρομής τους. Τέτοια περιστατικά μπορούν ιδίως ν’ αφορούν τη διενέργεια ή παράλειψη εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης ενεργειών-υλικών πράξεων, τα οποία μόνον η ίδια μπορεί να αποδείξει-βεβαιώσει, όπως λ.χ. περιστατικά σχετικά με την τήρηση εκ μέρους της της διαδικασίας για τη (νομότυπη) κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεών της.»

Επειδή όμως, στην πράξη, το Δημόσιο πάντοτε επιχειρηματολογεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων υπέρ της άποψης ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος-φορολογούμενου είναι στην πραγματικότητα ουσιαστικοί και ότι θα έπρεπε να είχαν προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, συνίσταται όλοι οι ουσιώδεις ισχυρισμοί να περιλαμβάνονται στην ενδικοφανή προσφυγή.

Νέα αποδεικτικά στοιχεία με υπόμνημα ενώπιον της ΔΕΔ – Ζητήματα φορολογικού δικαίου

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει «Στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικά ζητήματα (λχ παραγραφή), ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τα επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τα προβάλει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Αντίθετα, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1686/2019, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει οπωσδήποτε να έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, καθώς είναι απαράδεκτο να προβάλλονται για πρώτη φορά στα διοικητικά δικαστήρια.»

Ένα ενδιαφέρον όμως, ερώτημα που ανακύπτει είναι αν ο προσφεύγων στην ΔΕΔ μπορεί να επικαλεστεί νέα αποδεικτικά στοιχεία με το υπόμνημά του. Στο ερώτημα αυτό η ΣτΕ 1478/2023 έδωσε καταφατική απάντηση υπό την προϋπόθεση ότι τα αποδεικτικά στοιχεία αφορούν τους ήδη προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή ισχυρισμούς.

Η απόφαση αφορούσε την αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθ. 5277/2015 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή φορολογουμένων κατά πράξης προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και πρόσθετων φόρων για το οικονομικό έτος 2009. Το Διοικητικό Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προσκομίστηκαν με υπόμνημα ενώπιον της Δ.Ε.Δ. μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και τα οποία αποτελούσαν διευκρινιστικά στοιχεία ως προς τους υπολογισμούς των ποσών προς ανάλωση.

Επί του ζητήματος αυτού του ΣτΕ έκρινε «Εξάλλου, ενόψει του σκοπού που εξυπηρετεί η πρόβλεψη ενδικοφανούς προσφυγής, όπως αυτός αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη και αφορά την ανάγκη επανεξέτασης από τη φορολογική διοίκηση των τιθέμενων από τον φορολογούμενο ζητημάτων κατά τρόπο που εξυπηρετείται τόσο η ικανοποίηση του δικαιώματος προς παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας όσο και η κατά το δυνατόν ταχεία και αποτελεσματική εκκαθάριση των φορολογικών διαφορών ενώπιον της διοίκησης και η αποτροπή άσκοπης επιβάρυνσης του φόρτου των δικαστηρίων, προκύπτει ότι μπορούν να προσκομιστούν επιτρεπτώς με υπόμνημα ενώπιον της Δ.Ε.Δ. αποδεικτικά στοιχεία που δεν είχαν προσκομισθεί κατά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής, υπό την προϋπόθεση ότι αφορούν τους προβληθέντες με την ενδικοφανή προσφυγή λόγους. Τούτο εξυπηρετεί την οικονομία της (διοικητικής και ένδικης) διαδικασίας και εναρμονίζεται με την ευρεία εξουσία που παρέχει ο νόμος στη Δ.Ε.Δ.»

Σύντομος οδηγός για την αγοραπωλησία ακινήτων στην Ελλάδα

Η αγορά ενός ακινήτου αποτελεί σημαντική επένδυση, η οποία συνοδεύεται από ποικίλες νομικές και διαδικαστικές προκλήσεις. Αντίστοιχα, και ο πωλητής ενός ακινήτου οφείλει να ανταποκρίνεται εγκαίρως στις υποχρεώσεις του, διασφαλίζοντας την ομαλή ολοκλήρωση της συναλλαγής και την είσπραξη του συμφωνηθέντος τιμήματος.

Ο νομικός έλεγχος λοιπόν, είναι απαραίτητος για την προστασία των συμφερόντων και των δύο μερών, συμβάλλοντας στην αποφυγή πιθανών κινδύνων. Παράλληλα, η κατανόηση του ισχύοντος νομικού πλαισίου είναι κρίσιμη για την αποτροπή παγίδων ή παρερμηνειών, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στη διαδικασία.

Ο παρών οδηγός παρέχει μια συνοπτική επισκόπηση των βασικών νομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την αγορά ενός ακινήτου στην Ελλάδα. Ωστόσο, κάθε περίπτωση είναι μοναδική και απαιτεί εξατομικευμένη νομική συμβουλή, προσαρμοσμένη στις ειδικές συνθήκες κάθε συναλλαγής.

logo

Επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνό: 210 8841404 και όλο το εικοσιτετράωρο στο κινητό τηλέφωνο: 6906393266 και στο e-mail: akinita@pikramenoslaw.gr

1. Διαδικασία αγοραπωλησίας ακινήτου

1.1.  Πώς γίνεται μια αγοραπωλησία ακινήτου;

Η αγοραπωλησία ενός ακινήτου πραγματοποιείται αποκλειστικά με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο στη συνέχεια πρέπει να μεταγραφεί στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολόγιο.

Το συμβόλαιο προετοιμάζεται από τον συμβολαιογράφο και ελέγχεται από τους δικηγόρους των συμβαλλομένων μερών (αγοραστή και πωλητή), οι οποίοι είναι παρόντες και κατά την τελική ανάγνωση και υπογραφή του.

Για τη μεταβίβαση ακινήτων απαιτείται πλήθος εγγράφων και γραφειοκρατικών διαδικασιών. Μεταξύ των βασικών απαιτούμενων δικαιολογητικών περιλαμβάνονται:

  • Πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει η εξόφληση του ΕΝ.Φ.Ι.Α.
  • Βεβαίωση μηχανικού «ταυτότητα κτιρίου/διηρημένης ιδιοκτησίας», για την έκδοση της οποίας καταχωρούνται σε μια ψηφιακή βάση δεδομένων όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά, στοιχεία και σχέδια για το ακίνητο και τακτοποίηση των αυθαιρεσιών που τυχόν υπάρχουν (βλ. άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4495/2017). Επίσης, χρειάζεται πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης (ΠΕΑ).
  • Αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του μεταβιβάζοντος.
  • Αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας του μεταβιβάζοντος, αν αυτός ασκεί εμπορική δραστηριότητα, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις.
  • Κτηματογραφικό απόσπασμα.
  • Τοπογραφικό διάγραμμα, αν πρόκειται για οικόπεδο.

Εάν η ιδιοκτησία ενός ακινήτου ανήκει σε περισσότερα πρόσωπα, πολλά από τα ανωτέρω έγγραφα πρέπει να προσκομιστούν πολλαπλώς.

Αφού ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, τα έξοδα που σχετίζονται με την καταχώριση της μεταβίβασης του ακινήτου στο κτηματολόγιο βαρύνουν τον αγοραστή. Τα έξοδα αυτά (Αναλογικό Δικαίωμα Δημοσίου, Αναλογικό Δικαίωμα ΤΑΧΔΙΚ, Τέλη κοκ…) υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του ακινήτου και είναι περίπου 0,6%. Στην γονική παροχή τα αντίστοιχα έξοδα είναι μεγαλύτερα, περίπου 0,9%.

Στα άμισθα Υποθηκοφυλακεία που λειτουργούν μεταβατικά ως Κτηματολογικά Γραφεία, οι αμοιβές των άμισθων Υποθηκοφυλάκων επιβαρύνονται με ΦΠΑ.

Ο αγοραστής δηλαδή, θα πληρώσει τον συμβολαιογράφο, τα έξοδα μεταγραφής, τον Φόρο Μεταβίβασης ακινήτου, καθώς και τους επαγγελματίες που θα συνεργαστούν μαζί του.

1.2. Έλεγχος του ακινήτου

Πρακτικά, η διαδικασία αρχίζει με την αποστολή των τίτλων του πωλητή στον υποψήφιο αγοραστή, ώστε ο δικηγόρος να ξεκινήσει τον νομικό έλεγχο.

Ο νομικός έλεγχος είναι ο έλεγχος της νομικής κατάστασης του ακινήτου και η επίλυση όλων των νομικών ζητημάτων από την καταβολή της προκαταβολής έως την μεταγραφή του οριστικού συμβολαίου.

Διακρίνεται από τον «έλεγχο τίτλων», ο οποίος αφορά μονάχα στον έλεγχο των τίτλων του πωλητή και δεν περιλαμβάνει την νομική υποστήριξη του αγοραστή καθ΄ όλη τη διάρκεια της αγοραπωλησίας. Ο έλεγχος τίτλων, παρότι είναι απαραίτητος, αν δεν είναι τμήμα ενός πλήρους νομικού ελέγχου, μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος, καθώς δημιουργεί στον υποψήφιο αγοραστή την αίσθηση ότι όλα είναι εντάξει, χωρίς να είναι αυτή η πραγματικότητα.

Ορισμένα ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν στον νομικό έλεγχο και να έχουν τεράστια οικονομική αξία είναι για παράδειγμα τα εξής:

  • Ελαττωματικοί τίτλοι κτήσης.
  • Διεκδικήσεις από τρίτους ή από κληρονόμους σε περίπτωση έγερση αγωγής για την ακύρωση διαθήκης.
  • Ύπαρξη βαρών, που ενώ έχουν εγγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο, δεν απεικονίζονται στις κτηματολογικές εγγραφές.
  • Λάθη στη σύσταση της οριζόντιας ιδιοκτησίας (λ.χ. κατανομή χιλιοστών) που θα δημιουργήσουν πρόβλημα στην κτηματογράφηση ή στην καταχώρηση πράξεων στο κτηματολόγιο.
  • Παράνομη δόμηση σε κοινόχρηστους χώρους.
  • Σοβαρές πολεοδομικές αυθαιρεσίες σε όλη την οικοδομή.
  • Να υπάρχει κάποιο αυθαίρετο παρακολούθημα διαμερίσματος (λ.χ. αποθήκη), η πολεοδομική τακτοποίηση του οποίου απαιτεί τη σύμπραξη όλων των συνιδιοκτητών.
  • Να έχουν οι άλλοι συνιδιοκτήτες εκ της συστάσεως της οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιώματα, τα οποία μειώνουν την αξία της οριζόντιας ιδιοκτησίας (λ.χ. δικαίωμα για την εγκατάσταση εξοπλισμού που προκαλεί θόρυβο ή δυσάρεστες οσμές).
  • Να μην προκύπτει από τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας η αποκλειστική χρήση σε δώμα ή ταράτσα.
  • Να υπάρχει εγγεγραμμένη κάποια παλιά και ενδεχομένως ξεχασμένη αγωγή σχετικά με το ακίνητο (από συγγενή, γείτονα κτλ…).
  • Να υπάρχουν κατασχέσεις και να επίκειται πλειστηριασμός του ακινήτου.

Εκτός από τον νομικό έλεγχο, απαραίτητος είναι και ο τεχνικός έλεγχος του ακινήτου από μηχανικό. Συγκεκριμένα, ο πωλητής θα πληρώσει τον μηχανικό που θα αναλάβει την έκδοση των πιστοποιητικών, που είναι απαραίτητα για το συμβόλαια και θα αναλάβει την τακτοποίηση ενδεχόμενων πολεοδομικών αυθαιρεσιών. Ωστόσο, πολλές φορές είναι σκόπιμο ο αγοραστής να προσλάβει και δικό του μηχανικό, ώστε να διασφαλιστεί η ορθότητα του ελέγχου και να αποφευχθούν οι παραλείψεις.

Επιπλέον, ο μηχανικός του αγοραστή ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης μπορεί να εξετάσει:

  • Τη στατική επάρκεια και την ασφάλεια της κατασκευής.
  • Την ποιότητα της οικοδομής και του εξοπλισμού.
  • Την συμμόρφωση με πολεοδομικούς κανονισμούς, δασικούς χάρτες, αρχαιολογικές ζώνες.
  • Τις επιτρεπόμενες χρήσης γης.

Μετά την ολοκλήρωση του παραπάνω ελέγχου και εφόσον ο αγοραστής είναι ικανοποιημένος με την κατάσταση του ακινήτου, δίνεται μια προκαταβολή και δρομολογείται η υπογραφή του συμβολαίου.

1.3. Τι ισχύει με την προκαταβολή;

Συνήθως μετά τον νομικό έλεγχο δίνεται μια προκαταβολή, η οποία αντιπροσωπεύει ένα μικρό ποσοστό της αξίας του συμφωνηθέντος τιμήματος (1% έως 5%) με την υπογραφή ενός ιδιωτικού συμφωνητικού, όπου αναγράφεται το συμφωνηθέν τίμημα της αγοραπωλησίας, ο τρόπος εξόφλησης του τιμήματος, το χρονοδιάγραμμα υπογραφής του συμβολαίου και άλλοι κρίσιμοι όροι.

Συχνά με την προκαταβολή καλύπτονται τα έξοδα που πρέπει να κάνει ο πωλητής για να ολοκληρωθεί το συμβόλαιο (αμοιβή μηχανικού, πολεοδομικά πρόστιμα κοκ…)

Αν η πώληση δεν ολοκληρωθεί, το ιδιωτικό συμφωνητικό της προκαταβολής θεωρείται άκυρο και το ποσό της προκαταβολής πρέπει να επιστραφεί αυτούσιο. Διαφορετικά, η προκαταβολή μπορεί να αναζητηθεί με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αν και δεν αποκλείεται να ζητηθεί αποζημίωση για την ματαίωση της πώλησης με βάση την ευθύνη από διαπραγματεύσεις.

Εάν η προκαταβολή δόθηκε κατά την υπογραφή συμβολαιογραφικού προσυμφώνου, το οποίο παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια, τότε ισχύουν οι όροι που καθορίζονται σε αυτό.

Στην περίπτωση αυτή μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα (και να είναι νομικά δεσμευτικό) ότι αν ο αγοραστής αποφασίσει να μην προχωρήσει στην αγορά, ενδέχεται να χάσει το ποσό της προκαταβολής σύμφωνα με τους όρους του προσυμφώνου.

Αντίστοιχα μπορεί να συμφωνηθεί ότι αν η αγοραπωλησία ματαιωθεί με υπαιτιότητα του πωλητή αυτός θα πρέπει να επιστρέψει το τίμημα εις διπλούν, αν και δεν αποκλείεται να ζητηθεί και πρόσθετη αποζημίωση για την ματαίωση της πώλησης με βάση την ευθύνη από διαπραγματεύσεις.

1.4. Πώς καταβάλλεται το συμφωνηθέν τίμημα;

Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 κατά τη σύνταξη των συμβολαιογραφικών εγγράφων μεταβίβασης ακινήτων με επαχθή αιτία, των προσυμφώνων και των εξοφλητικών πράξεων, η καταβολή του τιμήματος γίνεται αποκλειστικά με τη χρήση τραπεζικών μέσων πληρωμής.

Συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο καταγράφεται προκαταβολή ή μερική ή ολική εξόφληση του τιμήματος με μετρητά ή στο οποίο δεν καταγράφεται η εξόφληση του τιμήματος με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής, είναι αυτοδικαίως άκυρο, απαγορεύεται να μεταγραφεί στα οικεία βιβλία και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα έναντι των συμβαλλομένων, του Δημοσίου και οποιουδήποτε τρίτου.

Τραπεζικά πρέπει να έχει καταβληθεί λοιπόν, και η συμφωνηθείσα προκαταβολή.

Αν το τίμημα καταβληθεί μέσω τραπεζικού δανεισμού (πιστούμενο τίμημα) τότε ο δικηγόρος του πωλητή θα πρέπει να έχει ελέγξει την προέγκριση της τράπεζας και να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση των συμφερόντων του πωλητή, ο οποίος θα εισπράξει το τίμημα σε μεταγενέστερο χρόνο από την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου.

1.5. «Πόθεν έσχες» (τεκμήριο δαπάνης) αγοραστή

Σύμφωνα με το άρθρο  32 του Κώδικα φορολογίας εισοδήματος ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου (φορολογικού κατοίκου Ελλάδας) λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για αγορά ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών. Ως τίμημα αγοράς θεωρείται το ποσό της συνολικής επιβάρυνσης, όπως προκύπτει από τα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, εκτός εάν από έλεγχο προκύπτει μεγαλύτερο ποσό, οπότε λαμβάνεται υπόψη αυτό.

Έτσι, αν ο αγοραστής δεν μπορεί να δικαιολογήσει από τα εισοδήματά του (ή από κάποιο δάνειο) το τίμημα της αγοραπωλησίας, τότε θα φορολογηθεί για το τεκμαρτό του εισόδημα, το οποίο θα προκύψει από τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούμενου.

Για παράδειγμα, σε μια γνωστή υπόθεση των τελευταίων ετών η φορολογική αρχή απέρριψε το αίτημα του φορολογουμένου για κάλυψη του τεκμηρίου αγοράς ακινήτου με εισόδημα από μεταβίβαση κρυπτονομισμάτων, γιατί κατά την κρίση της δεν πιστοποιούνταν ούτε η προέλευση και ο χρόνος κατάθεσης του κεφαλαίου για την αγορά των κρυπρονομισμάτων ούτε και ο χρόνος ρευστοποίησης αυτών.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν αν ο φορολογούμενος αποδεικνύει ανάλωση κεφαλαίου από κάθε πηγή που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από τον φόρο.

Εναλλακτικά, ένας συνηθισμένος τρόπος κάλυψης του τεκμηρίου είναι η δωρεά από γονείς προς τέκνα.

Το αφορολόγητο ποσό στους δικαιούχους της 1ης κατηγορίας, ανέρχεται σήμερα σε οχτακόσιες χιλιάδες (800.000€) ευρώ από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000€) ευρώ που ίσχυε παλαιότερα. Μάλιστα, το μέτρο αφορά τις δωρεές και γονικές παροχές τόσο σε περιουσιακά στοιχεία όσο και σε μετρητά. Όμως, πρέπει να δίνεται προσοχή στα εξής:

α) Το τεκμήριο για τη δωρεά χρηματικών ποσό δεν έχει καταργηθεί και πρέπει να αναγράφεται στην φορολογική δήλωση και να δικαιολογείται είτε από τα φορολογικά αποταμιεύματα του δωρητή (ανάλωση κεφαλαίου προηγουμένων χρήσεων) είτε από τα εισοδήματα που δηλώνει το συγκεκριμένο φορολογικό έτος.

β) Η δωρεά χρηματικών ποσών προς τα ως άνω πρόσωπα, πρέπει να διενεργείται με μεταφορά μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

1.6. Πώς φορολογείται η αγορά ενός ακινήτου;

Θεωρητικά οι αγοραπωλησίες επί ακινήτων επιβαρύνονται με:

  • Φόρο Μεταβίβασης Ακινήτων (Φ.Μ.Α.) ύψους 3%

Ο εν λόγω φόρος υπολογίζεται με βάση το τίμημα που αναγράφεται στο συμβόλαιο. Αν το τίμημα αυτό είναι κατώτερο από την αντικειμενική αξία του ακινήτου, υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας.

Συγκεκριμένα, πριν από κάθε μεταβίβαση με επαχθή αιτία οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση φόρου μεταβίβασης στη Φορολογική Διοίκηση. Η δήλωση συμπληρώνεται από τον συμβολαιογράφο που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη στην πλατφόρμα myPROPERTY της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

  • Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) ύψους 24%
  • Φόρο Υπεραξίας Ακινήτων (Φ.Υ.Α.), ύψους 15%

Ως υπεραξία προσδιορίζεται η διαφορά ανάμεσα στην αντικειμενική αξία του χρόνου αγοράς του ακινήτου και του τιμήματος που δηλώνεται στο συμβόλαιο, ενώ υπολογίζονται και κάποιες μειώσεις με βάση τα έτη διατήρησης του ακινήτου στην κυριότητα του πωλητή.

Ωστόσο, τόσο ο Φ.Π.Α. όσο ο και Φόρος Υπεραξίας βρίσκονται σε αναστολή και εκτιμάται πως η αναστολή τους θα συνεχιστεί, καθώς καμία κυβέρνηση δεν επιθυμεί την καθίζηση της αγοράς των ακινήτων.

1.7. Τι είναι η απαλλαγή πρώτης κατοικίας από τον ΦΜΑ;

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 1078/1980 απαλλάσσονται από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτου οι συμβάσεις αγοράς εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα κατοικίας ή οικοπέδου από έγγαμο ή ενήλικο άγαμο, εφόσον ο αγοραστής ή ο σύζυγος του δεν έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε κατοικία ή σε ιδανικό μερίδιο αυτής που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του. Η έκταση της παρεχόμενης απαλλαγής για αγορά κατοικίας είναι η εξής:

Από άγαμο μέχρι του ποσού των 200.000 €, από έγγαμο μέχρι ποσού αξίας 250.000 €. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά 25.000 € για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτού και κατά 30.000 € για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα του.

Αν η αξία του ακινήτου υπερβαίνει τα παραπάνω αφορολόγητα όρια, η απαλλαγή χορηγείται μέχρι του αντίστοιχου αφορολόγητου ποσού και για την επιπλέον αξία οφείλεται ΦΜΑ. 

Σε περίπτωση αγοράς κατοικίας, στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης και ενός αποθηκευτικού χώρου (είτε είναι ξεχωριστές οριζόντιες ιδιοκτησίες είτε παρακολουθήματα της μεταβιβαζόμενης ιδιοκτησίας), για επιφάνεια εκάστου έως 20 τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και αποκτώνται ταυτόχρονα με το ίδιο συμβόλαιο αγοράς.

Δικαιούχοι της απαλλαγής είναι  Έλληνες, πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, αναγνωρισμένοι πρόσφυγες καθώς επίσης και πολίτες τρίτων χωρών που απολαύουν του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στην Ελλάδα και πολίτες τρίτων χωρών που κατέχουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα δεύτερης γενιάς.

Για τη χορήγηση όμως της απαλλαγής απαιτείται ο αγοραστής να κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα  ή προτίθεται να εγκατασταθεί σε αυτήν εντός προθεσμίας δύο ετών από την αγορά.

1.8. Επιμερισμός αξίας ψιλής κυριότητας και επικαρπίας για φορολογικούς σκοπούς

Η αξία της επικαρπίας και της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται ξεχωριστά για φορολογικούς σκοπούς. Έτσι, αν ένας ψιλός κύριος και ένας επικαρπωτής αποφασίσουν να πωλήσουν ένα ακίνητο σε κάποιον τρίτο, τότε το τίμημα και αντίστοιχα η φορολογική επιβάρυνση θα επιμεριστεί ανάμεσα στον ψιλό κύριο και τον επικαρπωτή.

Η αξία της επικαρπίας υπολογίζεται ως κλάσμα της πλήρους κυριότητας του ακινήτου και προσδιορίζεται από τον νόμο:

  • στα 8/10 της αξίας της πλήρους κυριότητας, αν ο επικαρπωτής δεν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του
  • στα 7/10, αν έχει υπερβεί το 20ό έτος της ηλικίας του.
  • στα 6/10, αν έχει υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας του.
  • στα 5/10, αν έχει υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας του.
  • στα 4/10, αν έχει υπερβεί το 50ό έτος της ηλικίας του.
  • στα 3/10, αν έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του.
  • στα 2/10, αν έχει υπερβεί το 70ό έτος της ηλικίας του.
  • στο 1/10, αν έχει υπερβεί το 80ό έτος της ηλικίας του.

Η αξία της ψιλής κυριότητας υπολογίζεται αφαιρώντας την αξία της επικαρπίας από την αξία της πλήρους κυριότητας του ακινήτου. Κριτήριο, δηλαδή, για την εφαρμογή των ανωτέρω είναι η ηλικία του επικαρπωτή κατά το χρόνο της πώλησης.

2. Ο ρόλος των επαγγελματιών στις αγοραπωλησίες ακινήτων

2.1. Ποιος είναι ο ρόλος του συμβολαιογράφου στην μεταβίβαση ενός ακινήτου;

Ο συμβολαιογράφος είναι δημόσιος λειτουργός και επιλέγεται από τον αγοραστή. Είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη του νομικά δεσμευτικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και για τη διασφάλιση ότι η συναλλαγή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ελληνικής νομοθεσίας.

Αν και ο συμβολαιογράφος παρέχει τις απαραίτητες νομικές πληροφορίες και στα δύο μέρη, ο ρόλος του είναι κυρίως διαδικαστικός και αμερόληπτος. Λειτουργεί ως εκπρόσωπος της ελληνικής πολιτείας, διασφαλίζοντας την εγκυρότητα της μεταβίβασης, χωρίς να ενεργεί ως νομικός σύμβουλος ή προστάτης των συμφερόντων του αγοραστή ή του πωλητή.

2.2. Ποιος είναι ο ρόλος του δικηγόρου στην μεταβίβαση ενός ακινήτου;

Ο δικηγόρος, στο πλαίσιο του νόμου, ενεργεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εντολέα του. Αυτό καθιστά απαραίτητη τη νομική εκπροσώπηση και για τα δύο μέρη, ώστε να διασφαλίσουν τα ατομικά τους συμφέροντα κατά τη διαδικασία αγοραπωλησίας.

Ο δικηγόρους του αγοραστή είναι επιφορτισμένος με τον πλήρη νομικό έλεγχο του ακινήτου, ενώ ο δικηγόρος του πωλητή οφείλει αφενός να διασφαλίσει την είσπραξη του τιμήματος και αφετέρου να συμπράξει για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή.

Ο δικηγόρος του αγοραστή είναι ο μοναδικός από τους επαγγελματίες που εμπλέκονται στην συναλλαγή, ο οποίος δεν έχει ως πρωταρχικό του μέλημα την ολοκλήρωσή της, αλλά οφείλει να ενημερώσει πλήρως και να συμβουλεύσει τον εντολέα του να μην προχωρήσει σε αυτή, αν υπάρχουν κίνδυνοι. Το ίδιο ισχύει και για τον μηχανικό του αγοραστή.

2.3. Ποιος είναι ο ρόλος του μηχανικού στην μεταβίβαση ενός ακινήτου;

Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο ρόλος του μηχανικού του πωλητή είναι, στο πλαίσιο του νόμου, να καταστήσει τη συναλλαγή εφικτή, φροντίζοντας για την τακτοποίηση πολεοδομικών ζητημάτων.

Αντίθετα, ο μηχανικός του αγοραστή έχει ως πρωταρχικό μέλημα την προστασία του συμφέροντος του εντολέα του. Ο έλεγχός του επικεντρώνεται στην αποκάλυψη πιθανών κινδύνων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξία και την εκμετάλλευση του ακινήτου και στην επισήμανση τυχόν κρυφών ελαττωμάτων, ώστε ο αγοραστής να λάβει μια πλήρως ενημερωμένη απόφαση πριν από την αγορά.

2.4. Ποιος είναι ο ρόλος του μεσίτη στην μεταβίβαση ενός ακινήτου;

Η εμπλοκή ενός μεσίτη είναι συχνά απαραίτητη στις αγοραπωλησίες ακινήτων. Ωστόσο, τα εμπλεκόμενα μέρη πρέπει να θυμούνται ότι οι μεσίτες, λόγω της φύσης της εργασίας τους, επιδιώκουν την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της συναλλαγής.

Η σύμβαση μεσιτείας ακινήτων καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως (άρθρο 200 του ν. 4072/2012).

Αν δεν έχει οριστεί διαφορετικά, η διάρκεια της σύμβασης μεσιτείας είναι 12 μήνες, με δικαίωμα παράτασης για 6 ακόμη μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα.

Επιτρέπεται η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, στο πλαίσιο της οποίας ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη ούτε και να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος ή τρίτος για λογαριασμό του για την αναζήτηση ευκαιρίας για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση, ο δε μεσίτης έχει την υποχρέωση να δραστηριοποιηθεί για την εκτέλεση της εντολής.

Η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από 8 μήνες, με δικαίωμα παράτασης για 4 ακόμα μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα, μετά δε από τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση.

Επιπλέον, ο νόμος 4072/2012 υποχρεώνει τους μεσίτες να ζητούν γραπτώς τη συγκατάθεση των πελατών τους αν επιθυμούν να εκπροσωπήσουν και το αντισυμβαλλόμενο μέρος. Έτσι, στη σύμβαση μεσιτείας πρέπει να αναγράφεται ρητά αν ο μεσίτης μπορεί να ενεργήσει και για τον αντισυμβαλλόμενο του εντολέα του. Αν, παρά την έλλειψη της πιο πάνω συμφωνίας, ο μεσίτης συμβληθεί και με το άλλο μέρος, ο εντολέας δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής ή να αξιώσει την επιστροφή της ήδη καταβληθείσας.

3. Συνήθεις νομικές έννοιες

Παρακάτω θα εξετάσουμε συνοπτικά διάφορες νομικές έννοιες που σχετίζονται με τις αγοραπωλησίες ακινήτων και μπορεί να δημιουργήσουν σύγχυση σε έναν μη νομικό.

Πολλές από τις παρακάτω πληροφορίες περιλαμβάνονται με περισσότερες λεπτομέρειες στον πρακτικό οδηγό για την διαχείριση περιουσιακών και προσωπικών ζητημάτων σε απλή γλώσσα.

3.1. Τι είναι οι δουλείες;

Η δουλεία είναι περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει στο δικαιούχο την εξουσία να αποκομίζει κάποια συγκεκριμένη ωφέλεια από το πράγμα. Οι δουλείες διακρίνονται σε πραγματικές και προσωπικές.

Οι πραγματικές δουλείες παρέχουν στον εκάστοτε κύριο ενός ορισμένου ακινήτου μια συγκεκριμένη ωφέλεια, όπως το να διέρχεται μέσα από συγκεκριμένο, ξένο ακίνητο λ.χ. δουλεία διόδου.

Αντίθετα, οι προσωπικές δουλείες συνίστανται υπέρ ενός ορισμένου προσώπου. Η πιο σημαντική προσωπική δουλεία είναι η επικαρπία.

Η επικαρπία είναι το εμπράγματο εκείνο δικαίωμα που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία για πλήρη χρήση και κάρπωση ενός ξένου πράγματος. Ο επικαρπωτής έχει ως μόνο περιορισμό το να μη θίγει την ουσία του πράγματος, αφού δεν δικαιούται να το εκποιήσει, να το επιβαρύνει με εμπράγματο βάρος, να το καταστρέψει κ.ο.κ.

Μετά τη σύσταση της επικαρπίας, η κυριότητα «απογυμνώνεται» και η εξουσία του κυρίου αφορά ουσιαστικά μονάχα στη διάθεση του πράγματος. Έτσι, η κυριότητα, η οποία βαρύνεται με τη σύσταση επικαρπίας ονομάζεται ψιλή (αποψιλωμένη) κυριότητα.

Τονίζεται, πάντως, πως η ψιλή κυριότητα μπορεί να έχει σημαντική οικονομική αξία, αφού μετά το θάνατο του επικαρπωτή η επικαρπία ενώνεται αυτομάτως με την ψιλή κυριότητα και ο μέχρι τότε «ψιλός» κύριος γίνεται πλήρης κύριος, ενώ το αντίθετο δεν ισχύει. Πρακτικά, δηλαδή, η οικονομική αξία της ψιλής κυριότητας εξαρτάται από την ηλικία και την υγεία του επικαρπωτή.

Τέλος, η δουλεία οίκησης παρέχει σε ορισμένο πρόσωπο την εξουσία να χρησιμοποιεί ξένη οικοδομή ή διαμέρισμα αποκλειστικά ως κατοικία. Η διαφορά μεταξύ επικαρπίας και οίκησης είναι ότι ο επικαρπωτής δικαιούται να εκμεταλλεύεται το πράγμα με κάθε τρόπο, για παράδειγμα να το μισθώνει σε τρίτον και να εισπράττει τα μισθώματα, ενώ στην οίκηση ο δικαιούχος μπορεί μόνο να κατοικεί ο ίδιος και όχι να το μισθώνει.

3.2. Τι είναι η εμπράγματη ασφάλεια;

Η εμπράγματη ασφάλεια είναι ένα περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο παρέχει εξασφάλιση σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (λ.χ. τράπεζα), έναντι, συνήθως, παροχής πίστωσης μέσω δανεισμού. Έτσι, στην περίπτωση του τραπεζικού δανεισμού, η τράπεζα που έχει εμπράγματη ασφάλεια, έχει και το δικαίωμα να «βγάλει» σε πλειστηριασμό το πράγμα, προκειμένου να εξοφληθεί το χρέος, αν δεν πληρώνονται οι δόσεις του δανείου.

Η εμπράγματη ασφάλεια πάνω στα κινητά ονομάζεται ενέχυρο και η εμπράγματη ασφάλεια πάνω στα ακίνητα υποθήκη. Επίσης, στο πρακτικό κομμάτι, έχει μεγάλη σημασία και η προσημείωση υποθήκης, ένα είδος προσωρινής υποθήκης, η οποία έχει σημαντικά μικρότερα έξοδα και μπορεί να μετατραπεί σε οριστική υποθήκη, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Αυτό, δηλαδή που συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις τραπεζικού δανεισμού είναι πως ο οφειλέτης συναινεί ενώπιον δικαστηρίου για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και όταν εξοφλήσει το ποσό του δανείου, αιτείται την άρση της προσημείωσης.

Αυτό που ενδιαφέρει, εν προκειμένω, είναι πως η εμπράγματη εξασφάλιση «ακολουθεί» το ακίνητο, όποιος κι αν είναι ο κύριός του. Αυτό σημαίνει πως ένα ακίνητο βεβαρημένο με υποθήκη για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, μπορεί μεν να μεταβιβαστεί σε άλλο πρόσωπο, αλλά θα εξακολουθήσει να φέρει το συγκεκριμένο εμπράγματο βάρος.

3.3. Τι είναι η οριζόντια και η κάθετη ιδιοκτησία;

Η οριζόντια ιδιοκτησία ή ιδιοκτησία κατ’ ορόφους αποτελείται από την αποκλειστική κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα του και τη συγκυριότητα στα κοινά μέρη του ακινήτου. Τέτοια κοινά μέρη είναι το οικόπεδο, τα θεμέλια, ο ανελκυστήρας, το κλιμακοστάσιο κ.ο.κ.

Οι σχέσεις των οροφοκτητών μεταξύ τους ρυθμίζονται από το νόμο και από τον κανονισμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ο κανονισμός είναι ο καταστατικός χάρτης της οικοδομής και ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα κοινά μέρη της όλης οικοδομής, τα θέματα της γενικής συνέλευσης και τον ορισμού διαχειριστή, την απαγόρευση άσκησης ορισμένων επαγγελμάτων εντός της οικοδομής κ.ο.κ.

Κάθετη ιδιοκτησία είναι η χωριστή κυριότητα σε περισσότερα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί ή πρόκειται να ανεγερθούν σε ενιαίο οικόπεδο. Περιλαμβάνει την αποκλειστική κυριότητα σε ένα (ή σε μέρος) από τα περισσότερα οικοδομήματα και την αναγκαστική συνιδιοκτησία στο ενιαίο οικόπεδο και στους κοινόχρηστους χώρους. Τα περισσότερα οικοδομήματα που έχουν ανεγερθεί στο ενιαίο οικόπεδο είναι δυνατόν να διαιρούνται και σε οριζόντιες ιδιοκτησίες.

Κάθε συνιδιοκτήτης του κοινού οικοπέδου και αποκλειστικός κύριος χωριστής οικοδομής –αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη συστατική πράξη– έχει το δικαίωμα να οικοδομήσει στο χωριστό οικοπεδικό τμήμα που του ανήκει τόση επιφάνεια, όση αναλογεί στο ποσοστό συγκυριότητάς του στο όλο ενιαίο οικόπεδο. Παρά τη σύσταση, όμως, της κάθετης ιδιοκτησίας, το οικόπεδο, από άποψη δόμησης, παραμένει ενιαίο και ο συντελεστής δόμησης υπολογίζεται ενιαία.

3.4. Τι είναι η συγκυριότητα των ακινήτων;

Η κυριότητα είναι δυνατόν να ανήκει από κοινού σε περισσότερους, με την έννοια ότι το πράγμα ανήκει σε καθέναν από αυτούς κατά ένα ιδανικό μερίδιο. Νομικά, δηλαδή, υπάρχει κοινωνία σε ιδανικά μερίδια, όταν περισσότερα πρόσωπα έχουν δικαίωμα κυριότητας πάνω σε ένα πράγμα, το οποίο στο φυσικό κόσμο είναι ενιαίο. Συγκύριοι, για παράδειγμα, είναι οι σύζυγοι οι οποίοι αγοράζουν από κοινού ένα διαμέρισμα. Ακόμα, είναι σύνηθες φαινόμενο να προκύπτουν συγκύριοι-συγκληρονόμοι στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, όπως θα εξεταστεί παρακάτω.

Οι συγκύριοι έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το κοινό πράγμα, εφόσον δεν εμποδίζουν τη χρήση των λοιπών συγκυρίων. Συμμετέχουν στα ωφελήματα και στις δαπάνες για τη συντήρηση του πράγματος ανάλογα με την ιδανική τους μερίδα και έχουν δικαίωμα να διαθέτουν τη μερίδα τους σε τρίτους χωρίς την έγκριση των λοιπών συγκυρίων.

Σε περίπτωση κατά την οποία το κοινό πράγμα χρησιμοποιείται αποκλειστικώς από έναν κοινωνό, δικαιούνται οι λοιποί να απαιτήσουν από αυτόν που έκανε αποκλειστική χρήση, ανάλογη μερίδα από το όφελος, το οποίο αποκόμισε αυτός από την αποκλειστική χρήση. Σε περίπτωση για παράδειγμα ακινήτου που χρησιμοποιείται από έναν εκ των συγκοινωνών, οι υπόλοιποι δικαιούνται να ζητήσουν αποζημίωση που θα ισούται με το μίσθωμα που θα κατέβαλλε για το συγκεκριμένο ακίνητο ένας τρίτος, εάν το μίσθωνε.

Η διοίκηση του κοινού πράγματος, στην οποία εννοείται δεν περιλαμβάνεται η πώλησή του, αποφασίζεται με τη λήψη πλειοψηφικής απόφασης, η οποία λαμβάνεται ανάλογα με το μέγεθος των μερίδων. Αυτό σημαίνει για παράδειγμα, ότι αν ένα ή περισσότερα πρόσωπα κατέχουν άνω του 50% ενός κοινού πράγματος, μπορούν να λάβουν αποφάσεις για την διοίκησή του. Αν δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός πλειοψηφίας, για παράδειγμα όταν υπάρχει ισοψηφία μερίδων, τότε το δικαστήριο θα αποφασίσει με βάση τις εκάστοτε συνθήκες, τον περισσότερο πρόσφορο και επωφελή για όλους τους κοινωνούς τρόπο διοικήσεως και χρησιμοποιήσεως του κοινού πράγματος ή θα ορίσει διαχειριστή.

Παραδείγματα πράξεων διαχείρισης είναι η μίσθωση του πράγματος και η πραγματοποίηση εργασιών συντήρησης ή βελτίωσης. Ορισμένες σημαντικές πράξεις διαχείρισης ορίζεται εκ του νόμου ότι απαιτούν την ομοφωνία των συγκυρίων ή εναλλακτικά, δικαστική απόφαση.

Πώς λύεται η συγκυριότητα;

Επειδή, η διοίκηση του κοινού πράγματος έχει στην πράξη αρκετές δυσκολίες οι συγκύριοι μπορούν να συναποφασίσουν τη λύση της κοινωνίας με εκούσια διανομή. Σε περίπτωση που δεν συμφωνούν όλοι οι συγκύριοι, τότε ο καθένας από αυτούς μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει δικαστική διανομή.

Η δικαστική διανομή μπορεί να γίνει μέσω πώλησης με πλειστηριασμό. Το τίμημα που θα συγκεντρωθεί θα διανεμηθεί μεταξύ των συγκυρίων ανάλογα με τα μερίδιά τους.

Επίσης, όταν είναι δυνατή η διαίρεση του κοινού πράγματος ανάλογα με τις μερίδες των συγκυρίων και χωρίς να μειώνεται η αξία του, διατάσσεται από το δικαστήριο η αυτούσια διανομή.

Για παράδειγμα, σε περίπτωση οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές, κάθε συγκύριος έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους (οριζόντια ιδιοκτησία) ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου (κάθετη ιδιοκτησία), στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές, με την επιφύλαξη των ισχυουσών πολεοδομικών διατάξεων.

Η αυτούσια διανομή οικοπέδου ή γεωτεμαχίου μπορεί και αυτή να είναι εφικτή εάν πληρούνται οι πολεοδομικές διατάξεις που ισχύουν στην περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο και έχουν τεθεί προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Έτσι, απαγορεύεται μεταξύ άλλων η κατάτμηση οικοπέδων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μη «άρτιων και οικοδομήσιμων» οικοπέδων και η κατάτμηση γεωργικών εκτάσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων ιδιοκτησιών, που είναι μικρότερες από τις κατώτατες προβλέψεις του τοπικού πολεοδομικού σχεδίου.

3.5. Διορθώσεις στο κτηματολόγιο και ορολογία

Ορισμένες φορές υπάρχουν σφάλματα στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, τα οποία πρέπει να διορθωθούν πριν από μια αγοραπωλησία.

Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 2664/1998 ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορεί, ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να προβαίνει στη διόρθωση πρόδηλων σφαλμάτων των κτηματολογικών εγγραφών, ιδίως σε περίπτωση λανθασμένης αναγραφής στα κτηματολογικά φύλλα στοιχείων του δικαιούχου, τα οποία προκύπτουν από την αστυνομική ταυτότητα ή άλλα δημόσια έγγραφα με αποδεικτική ως προς τα στοιχεία αυτά ισχύ, καθώς επίσης και στοιχείων σχετικών με το καταχωρισθέν δικαίωμα, τον τίτλο αυτού και το ιδιοκτησιακό αντικείμενο, εφόσον το σφάλμα στην καταχώριση προκύπτει κατά τρόπον αναμφισβήτητο από την καταχωρισθείσα πράξη και τα συνοδευτικά αυτής έγγραφα. Η αίτηση για τη διόρθωση καταχωρίζεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου.

Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών, το πρόδηλο σφάλμα μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε στοιχείο της εγγραφής και ιδίως στον δικαιούχο, στο δικαίωμα, στον τίτλο κτήσης και στο ιδιοκτησιακό αντικείμενο.

Τα προηγούμενα χρόνια είχαν παρατηρηθεί μεγάλες καθυστερήσεις στην επεξεργασία αιτήσεων διόρθωσης προδήλων σφαλμάτων από τα αρμόδια κτηματολογικά γραφεία, αλλά η κατάσταση πλέον, έχει βελτιωθεί αισθητά.

Διαφορετική σε σχέση με τα παραπάνω είναι η περίπτωση των εσφαλμένων πρώτων εγγραφών. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής (άρθρο 6 παρ. 2 ν. 2664/1998).

Αν όμως, το δικαίωμα που καταχωρίστηκε στην αρχική εγγραφή έχει μεταβιβαστεί, αλλοιωθεί, επιβαρυνθεί ή καταργηθεί δυνάμει δικαιοπραξίας ή δικαστικής απόφασης, που καταχωρίσθηκε στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου πριν από την ημερομηνία καταχώρισης των πρώτων εγγραφών, η διόρθωση της αρχικής εγγραφής δεν απαιτείται να γίνει με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (άρθρο 6 παρ. 4 ν. 2664/1998).

Επέκταση της υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ

Ως γνωστόν με τις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ν. 4172/2013, ορίζεται ότι:

«1. Ο φορολογούμενος, φυσικό πρόσωπο, που μεταφέρει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπάγεται σε φορολόγηση, όπως ορίζεται στην παρ. 2, για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα κατά την έννοια της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 5, εφόσον σωρευτικά:

α) δεν ήταν φορολογικός κάτοικος της Ελλάδος τα προηγούμενα πέντε (5) από τα έξι (6) έτη πριν από τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του στην Ελλάδα,

β) μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία από κράτος μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. ή από κράτος με το οποίο είναι σε ισχύ συμφωνία διοικητικής συνεργασίας στον τομέα της φορολογίας με την Ελλάδα,

γ) παρέχει υπηρεσίες στην Ελλάδα στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 12, που ασκείται είτε σε ημεδαπό νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα είτε σε μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα και δ) δηλώνει ότι θα παραμείνει στην Ελλάδα τουλάχιστον για μία διετία.

2.Εφόσον η αίτηση του φορολογούμενου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρ. 3 γίνει δεκτή, το φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α για το πενήντα τοις εκατό (50%) του εισοδήματος του από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα μέσα στο φορολογικό έτος, επιφυλασσομένων των παρ. 60 και 61 του άρθρου 72. Για την υποβολή της δήλωσης και την καταβολή του φόρου του φυσικού προσώπου έχει εφαρμογή το άρθρο 67.

3. Για ανάληψη υπηρεσίας που λαμβάνει χώρα μέχρι και την 2α Ιουλίου του εκάστοτε έτους, η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλεται για το έτος ανάληψης υπηρεσίας και μέχρι το τέλος του έτους αυτού. Η αίτηση δύναται να υποβάλλεται και εντός του επόμενου από την ανάληψη υπηρεσίας έτους και κρίνεται για υπαγωγή στο έτος αυτό.

Για ανάληψη υπηρεσίας που λαμβάνει χώρα μετά την 2α Ιουλίου του εκάστοτε έτους, η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υποβάλλεται για το επόμενο έτος από την ανάληψη υπηρεσίας και μέχρι το τέλος του έτους αυτού.

Εντός εξήντα (60) ημερών από την υποβολή της αίτησης η Φορολογική Διοίκηση εξετάζει την αίτηση και εκδίδει απόφαση, με την οποία την εγκρίνει ή την απορρίπτει, αναλόγως της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων της παρ. 1.

Εάν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προσκομισθούν μέχρι την 31η Μαρτίου του επόμενου από την υποβολή του αιτήματος έτους, η απόφαση απόρριψης της αίτησης λόγω μη προσκόμισης των απαιτούμενων δικαιολογητικών ανακαλείται, η αίτηση επανεξετάζεται και εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση νέα απόφαση εντός εξήντα (60) ημερών από την προσκόμιση των δικαιολογητικών. Ειδικά για το έτος 2022 τα δικαιολογητικά του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται να προσκομισθούν μέχρι και την 29η Απριλίου 2022.

Το φυσικό πρόσωπο δηλώνει στην αίτησή του το κράτος στο οποίο είχε την τελευταία φορολογική κατοικία του μέχρι την υποβολή της αίτησής του. Η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει τις φορολογικές αρχές του κράτους αυτού σχετικά με τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του εν λόγω φορολογουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διεθνούς διοικητικής συνεργασίας, όπως αυτές ισχύουν.

4. Οι διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους για το οποίο υποβάλλεται η αίτηση του φυσικού προσώπου σύμφωνα με την παρ. 3 και λήγει μετά το πέρας επτά (7) συνολικά φορολογικών ετών. Η υπαγωγή στις διατάξεις του παρόντος δεν δύναται να παραταθεί πέραν των επτά (7) φορολογικών ετών

5. Το φυσικό πρόσωπο που εντάσσεται στις διατάξεις του παρόντος, εφόσον σε κάποιο φορολογικό έτος δεν πληροί τις προϋποθέσεις των περ. V και δ’ της παρ. 1, παύει να υπάγεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου από το οικείο φορολογικό έτος και εφεξής φορολογείται για το σύνολο του εισοδήματος του από μισθωτή εργασία που αποκτά στην Ελλάδα.

6. Οι παρ. 1 έως και 5 εφαρμόζονται αποκλειστικά για την πλήρωση νέων θέσεων εργασίας. Οι παρ. 1 έως και 5 εφαρμόζονται ανάλογα και για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, με σκοπό να ασκήσουν ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Το πενήντα τοις εκατό (50%) του εισοδήματος τους από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν στην Ελλάδα μέσα στο φορολογικό έτος απαλλάσσεται από τον φόρο εισοδήματος και από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α για επτά (7) συναπτά φορολογικά έτη. Η αίτηση για την υπαγωγή στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου υποβάλλεται σύμφωνα με την παρ. 3 και ως ανάληψη υπηρεσίας νοείται η έναρξη εργασιών….»

Στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ μπορεί να υπαχθεί και το εισόδημα που λαμβάνει ως αμοιβή ο διαχειριστής εταιρίας. Τι συμβαίνει όμως αν το πρόσωπο αυτό αποφασίσει μεταγενέστερα να παρέχει υπηρεσίες και ως μισθωτός σε νέα θέα εργασίας στην Ελλάδα;

Με την Α. 1087/2021 Απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,  με θέμα “Διαδικασία και προϋποθέσεις υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ν. 4172/2013 (Α’ 167), περί ειδικού τρόπου φορολόγησης εισοδήματος από μισθωτή εργασία και επιχειρηματική δραστηριότητα που προκύπτει στην ημεδαπή, φυσικών προσώπων που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα” ορίζεται μεταξύ άλλων:

 «4Α. α) Το φυσικό πρόσωπο που έχει αιτηθεί την υπαγωγή του στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ για μία από τις κατηγορίες εισοδήματος που εμπίπτουν στον ειδικό τρόπο φορολόγησης (εισόδημα από μισθωτή εργασία/εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα), δύναται με μεταγενέστερο αίτημά του να αιτηθεί επέκταση της υπαγωγής του στον ειδικό τρόπο φορολόγησης και για το εισόδημα της άλλης κατηγορίας υπό την προϋπόθεση ότι το μεταγενέστερο αίτημα υποβάλλεται για υπαγωγή στο ίδιο έτος με την αρχική αίτηση και εντός των προθεσμιών της παρ. 1. Αίτημα επέκτασης δύναται να υποβληθεί είτε έχει εκδοθεί απόφαση υπαγωγής στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ επί της αρχικής αίτησης είτε αυτή είναι στο στάδιο εξέτασης.

β) Εάν φυσικό πρόσωπο έχει υπαχθεί στον ειδικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ για εισόδημα που αποκτά από μισθωτή εργασία, στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΚΦΕ, δύναται να υποβάλει νέο αίτημα για επέκταση της υπαγωγής του και για το εισόδημα που αποκτά από δεύτερη εργασιακή σχέση. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πληρούται η προϋπόθεση της νέας θέσης εργασίας, η νέα αίτηση γίνεται δεκτή, η εγκριτική απόφαση συμπληρώνεται ως προς τα στοιχεία του νέου εργοδότη και το φυσικό πρόσωπο υπάγεται στον ειδικό τρόπο φορολόγησης, για τόσα έτη όσα υπολείπονται ως τη συμπλήρωση του χρονικού διαστήματος της παρ. 4 του άρθρου 4 της παρούσας.

γ) Εάν φυσικό πρόσωπο έχει υπαχθεί στον ειδικό τρόπο φορολόγησης του άρθρου 5Γ του ΚΦΕ για εισόδημα που αποκτά από επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν απαιτείται η υποβολή νέας αίτησης σε περίπτωση επέκτασης της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του σε νέους ΚΑΔ».

Εξάλλου, το άρθρο 9 της ανωτέρω Απόφασης που δίνει ρητώς τη δυνατότητα υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς φορολόγησης και για τις δύο κατηγορίες εισοδήματος, δεν θέτει κανένα χρονικό περιορισμό ως προς το χρόνο υπαγωγής και υποβολής της αίτησης, δεν παραπέμπει στο άρθρο 4 της ίδιας ΚΥΑ και εν πάσει περιπτώσει παραπέμπει μόνο στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ν.4172/2013. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και η ίδια η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4Α δεν θέτει χρονικό περιορισμό για την υποβολή αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του ειδικού φορολογικού καθεστώτος, απλώς ορίζει ότι το φυσικό πρόσωπο που έχει αιτηθεί υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου 5Γ του ν.4172/2013 και άρα η αίτησή του εκκρεμεί δύναται να υποβάλει αίτηση και να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 5Γ και για τα εισοδήματα της άλλης κατηγορίας εντός του ίδιου έτους για να υπαχθεί στο ειδικό καθεστώς για τα εισοδήματα του ίδιου φορολογικού έτους.

Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία και εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προσκρούει τόσο σε άλλες διατάξεις της ίδιας Απόφασης όπως το άρθρο 9 όσος και στις διατάξεις του ν.4172/2013. Επίσης προσκρούει στη θεμελιώδη αρχή της ισότητας των Ελλήνων Πολιτών στα δημόσια βάρη και στη γενική συνταγματική υποχρέωση προστασίας του απόδημου ελληνισμού, από την οποία απορρέει ευθέως η υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει κίνητρα ή έστω να μην παρεμβάλλει προσκόμματα στον επαναπατρισμό των εχόντων την ελληνική ιθαγένεια.

H Αίτηση Αναστολής στις φορολογικές διαφορές

Η αίτηση αναστολής έχει πρακτικά μεγάλη σημασία, γιατί μπορεί να προστατεύσει τον φορολογούμενο από την άμεση εκτέλεση μιας πράξης ή απόφασης της φορολογικής διοίκησης, μέχρι να κριθεί η προσφυγή του από το δικαστήριο. Προϋποθέτει όμως συγκεκριμένους όρους, μεταξύ των οποίων η τεκμηρίωση της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος, για την οποία συχνά απαιτείται η υποστήριξη λογιστή.

Λόγοι για Χορήγηση Αναστολής

Η αναστολή μπορεί να δοθεί αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι:

  1. Ανεπανόρθωτη ή Δυσχερώς Επανορθώσιμη Βλάβη: Η αναστολή χορηγείται εάν η εκτέλεση της απόφασης θα προκαλέσει στον αιτούντα σοβαρή ζημία, η οποία θα είναι είτε μη αναστρέψιμη είτε εξαιρετικά δύσκολο να αποκατασταθεί, ή
  2. Προδήλως Βάσιμος Λόγος Προσφυγής: Εάν υπάρχουν ισχυρά νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν την προσφυγή, όπως η αντίθεση σε εδραιωμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Λόγοι Αποκλεισμού της Αναστολής

Ωστόσο, υπάρχουν παράγοντες που αποκλείουν την αναστολή, όπως:

  • Προδήλως Απαράδεκτη ή Αβάσιμη Προσφυγή
  • Στάθμιση της Βλάβης: Το δικαστήριο συνεκτιμά την πιθανή βλάβη του αιτούντος και τα συμφέροντα του Δημοσίου. Εάν κρίνει ότι η αναστολή θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημία στο Δημόσιο ή σε τρίτους από το όφελος του αιτούντος, η αίτηση απορρίπτεται.
  • Ελλιπής ή Ανακριβής Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης

Συγκεκριμένα, στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μαζί με την αίτηση αναστολής συνυποβάλλεται και κατάσταση στην οποία ο αιτών δηλώνει: α) το παγκόσμιο εισόδημά του από κάθε πηγή και β) την περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή. (άρθρο 203 ΚΔΔ)

Αν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων.

Αν ο αιτών είναι νομικό πρόσωπο, δηλώνεται και το παγκόσμιο εισόδημα από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή κατάσταση οπουδήποτε στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή συνδεδεμένου νομικού προσώπου με τον αιτούντα καθώς και των φυσικών προσώπων που σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ευθύνονται ατομικά για τις φορολογικές και τελωνειακές υποχρεώσεις του νομικού προσώπου.

Η περιουσιακή κατάσταση περιλαμβάνει ιδίως τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε ακίνητα, τις καταθέσεις οποιουδήποτε είδους και τα συναφή τραπεζικά προϊόντα, τις επενδύσεις σε κινητές αξίες, τα μηχανοκίνητα ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, τα δάνεια και τις δωρεές, τις μετοχές, τα μερίδια, τα δικαιώματα ψήφου ή συμμετοχής σε κεφάλαιο σε οποιασδήποτε μορφής νομική οντότητα και τα εμπράγματα και ενοχικά δικαιώματα σε κινητά μεγάλης αξίας. Μαζί με την περιουσιακή κατάσταση, δηλώνεται από τον αιτούντα και η εκτιμώμενη αγοραία αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν.

Η ακρίβεια και πληρότητα αυτής της δήλωσης απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις, και η συνδρομή λογιστή είναι αναγκαία. Ο λογιστής μπορεί να αναλύσει και να δηλώσει σωστά τα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να μην απορριφθεί η αίτησή λόγω παραλείψεων.

Η ενδικοφανής προσφυγή στη φορολογική δίκη και η ανάγκη συνεργασίας δικηγόρου και λογιστή

Η ενδικοφανής προσφυγή αποτελεί ένα σημαντικό στάδιο στη διαδικασία επίλυσης φορολογικών διαφορών, καθώς επιτρέπει στον φορολογούμενο να αμφισβητήσει διοικητικά τις πράξεις της φορολογικής διοίκησης πριν την προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια. Πρόκειται για διοικητική προσφυγή που συνεπάγεται τόσο τον νομικό όσο και τον ουσιαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα αναθεώρησης της απόφασης της διοίκησης σε προδικαστικό στάδιο.

Σύμφωνα με το άρθρο 72 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας o φορολογούμενος έχει προθεσμία 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας συμπίπτει με αργία, η προθεσμία μετατίθεται για την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Σημειώνεται ότι η προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, ενώ οι φορολογούμενοι κάτοικοι εξωτερικού έχουν προθεσμία 60 ημερών.

Η ενδικοφανής προσφυγή απευθύνεται στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), η οποία υπάγεται στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ). Η υποβολή γίνεται στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη (πλέον ηλεκτρονικά πλην εξαιρέσεων) και η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους, τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα του προσφεύγοντος.

Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή ποικίλουν και περιλαμβάνουν ουσιαστικούς και νομικούς ισχυρισμούς.

Στην περίπτωση που πρόκειται για αμιγώς νομικά ζητήματα (λχ παραγραφή), ο προσφεύγων έχει τη δυνατότητα, ακόμα και αν δεν τα επικαλεστεί ενώπιον της ΔΕΔ, να τα προβάλει ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Αντίθετα, σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1686/2019, τα πραγματικά περιστατικά πρέπει οπωσδήποτε να έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον της ΔΕΔ, καθώς είναι απαράδεκτο να προβάλλονται για πρώτη φορά στα διοικητικά δικαστήρια. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι, αν ένας φορολογούμενος παραλείψει να προβάλει έναν ισχυρισμό, ο οποίος δεν είναι αμιγώς νομικός, έγκαιρα, ουσιαστικά χάνει το δικαίωμά του να τον επικαλεστεί μεταγενέστερα.

Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητη -μέσα στην ασφυκτική προθεσμία των τριάντα ημερών- η στενή συνεργασία δικηγόρου και λογιστή, ώστε να προβληθούν όλοι οι αναγκαίοι ισχυρισμοί.

Προθεσμίες Υποβολής Δικαστικής Προσφυγής

Η προθεσμία για την κατάθεση δικαστικής προσφυγής είναι, γενικά, 60 ημέρες από την επίδοση της απόφασης της ΔΕΔ ή της πράξης που προσβάλλεται. Η προθεσμία αυτή αφορά τις περισσότερες περιπτώσεις διοικητικών διαφορών. Στις φορολογικές διαφορές όμως, η προθεσμία μειώνεται στις 30 ημέρες, εξαιτίας της ανάγκης για ταχύτερη επίλυση των φορολογικών υποθέσεων.

Οι προθεσμίες για την άσκηση δικαστικής προσφυγής αναστέλλονται κατά τις δικαστικές διακοπές, οι οποίες είναι: Από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου (γενικός κανόνας) για τις περισσότερες διοικητικές διαφορές. Από 1 έως 31 Αυγούστου ειδικά για τις φορολογικές διαφορές, όπου οι προθεσμίες είναι πιο σύντομες και στοχεύουν στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων.

Η τήρηση των παραπάνω προθεσμιών είναι κρίσιμη, καθώς η εκπρόθεσμη άσκηση δικαστικής προσφυγής συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος του φορολογούμενου να διεκδικήσει δικαστικά την ανατροπή της απόφασης ή της πράξης που προσβάλλει.

Ένας νομικός οδηγός για τους τεχνοβλαστούς σε απλή γλώσσα

Σε συνεργασία με τις Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα E.E., οι δικηγόροι, Γιάννης Μπιλιάνης και Κωνσταντίνος Πικραμένος παρουσιάζουν το βιβλίο με τίτλο «Οι τεχνοβλαστοί ως ιδιαίτερες περιπτώσεις start-up και ως μέσο εμπορικής αξιοποίησης της έρευνας». Το βιβλίο προλογίζει ο Βουλευτής και π. Υφυπουργός Ανάπτυξης, Μάξιμος Σενετάκης, ο οποίος τονίζει πως η καινοτομία είναι αναγκαία, για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε τα νέα διεθνή δεδομένα και πως χρειαζόμαστε μυαλά που δεν διστάζουν να βάλουν μπροστά τις ιδέες τους και θα έχουν υπομονή και επιμονή να τις υλοποιήσουν.

texnovlastoi (1)

Το βιβλίο αυτό προσφέρει μια ολοκληρωμένη ματιά στη λειτουργία των τεχνοβλαστών, συνδυάζοντας θεωρία και πρακτική εφαρμογή. Στην πρώτη ενότητα αναφέρονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των start-up και των τεχνοβλαστών και ο ιδιαίτερος τρόπος σκέψης που απαιτείται, ώστε να ανταποκριθεί κανείς στις πρακτικές προκλήσεις που ανακύπτουν στο συγκεκριμένο είδος εταιριών. Στη δεύτερη ενότητα,  εξετάζεται η εμπορική αξιοποίηση της έρευνας από τα ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα και η ιδιαίτερη σημασία των τεχνοβλαστών σε αυτό το πλαίσιο.

Ο αναγνώστης:

  • Θα έχει μια πλήρη εικόνα για τις ιδιαιτερότητες που έχει η λειτουργία μιας start-up ή ενός τεχνοβλαστού από νομική σκοπιά.
  • Θα μάθει πώς οι επαγγελματίες επενδυτές προστατεύουν τα συμφέροντά τους στην πράξη.
  • Θα γνωρίσει τους κυριότερους νομικούς κινδύνους και τις στρατηγικές για την αποτροπή τους.
  • Θα εξοικειωθεί με την έννοια της πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας και του εμπορικού απορρήτου, προστατεύοντας έτσι την τεχνογνωσία της επιχείρησής του.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου φιλοξενείται κείμενο από το Metavallon VC, όπου καταγράφεται η τρέχουσα κατάσταση στη σύνδεση μεταξύ έρευνας και αγοράς, αφού ο βασικός στόχος του οδηγού είναι η σύνδεση της επιστήμης με τις ανάγκες της κοινωνίας.

texnovlastoi 2

Το βιβλίο διατίθεται σε έντυπη μορφή από το κεντρικό κατάστημα του εκδότη και σε συνεργαζόμενα βιβλιοπωλεία.

Κατηγορίες αδειών διαμονής με δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας

Στο παρακάτω άρθρο της Δικηγόρου Αθηνών, Ελευθερίας Αγγελούδη, θα εξετάσουμε συνοπτικά τις κατηγορίες αδειών διαμονής (για πολίτες τρίτων χωρών) με δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα:

craiyon ai globe

Εξαρτημένη εργασίας κατόπιν μετάκλησης

Η άδεια διαμονής για εξαρτημένη εργασία κατόπιν μετάκλησης έχει διάρκεια μέχρι δύο έτη. Παρέχει πρόσβαση στη μισθωτή απασχόληση στους τομείς που προβλέπονται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται κάθε δύο έτη, βάσει του άρθρου 11 του Ν. 4251/2014. Η εν λόγω Κοινή Υπουργική Απόφαση καθορίζει τον ανώτατο αριθμό πολιτών τρίτων χωρών και τις ειδικότητές τους που μπορούν να εργαστούν στην Ελλάδα. Οι θέσεις εργασίας αφορούν ιδίως, τους τομείς της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της οικιακής εργασίας και των οικοδομικών εργασιών.

Κάθε εργοδότης, ο οποίος επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για εξαρτημένη εργασία, καταθέτει αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης του τόπου διαμονής του, στην οποία αναφέρονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, τα στοιχεία και η ιθαγένεια των προς απασχόληση πολιτών τρίτων χωρών, η ειδικότητα, καθώς και το χρονικό διάστημα της απασχόλησης. Η αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από έγκυρη σύμβαση εργασίας για ένα τουλάχιστον έτος στην Ελλάδα.

Στη συνέχεια, ο Γενικός Γραμματέας της αρμόδιας Αποκεντρωμένης Διοίκησης εκδίδει πράξη με την οποία εγκρίνει την απασχόληση του πολίτη τρίτης χώρας για παροχή εξαρτημένης εργασίας σε συγκεκριμένο εργοδότη. Η σχετική πράξη έγκρισης διαβιβάζεται στην αρμόδια ελληνική προξενική αρχή, η οποία καλεί τους ενδιαφερόμενους πολίτες τρίτων χωρών προκειμένου να τους χορηγηθεί η εθνική θεώρηση εισόδου στην Ελλάδα.

Εποχική εργασία

Ο εργοδότης, ο οποίος επιθυμεί να προσλάβει πολίτη τρίτης χώρας για εποχική εργασία, με βάση τις θέσεις εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνονται στην Κοινή Υπουργική Απόφαση του άρθρου 11 του Ν. 4251/2014, ακολουθεί την ίδια ως άνω διαδικασία. Η αίτηση του εργοδότη αφορά σε συνολική περίοδο απασχόλησης έως εννέα μήνες ανά έτος και μπορεί να επεκτείνεται σε συνολική περίοδο έως πέντε έτη. Μαζί με την αίτηση ο εργοδότης καταθέτει έγκυρη σύμβαση εργασίας για τον σκοπό της εποχικής εργασίας.

Εργαζόμενοι ειδικού σκοπού

Η άδεια διαμονής ειδικού σκοπού παρέχεται σε πολίτες τρίτων χωρών που ασκούν συγκεκριμένο επάγγελμα εξ αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 17 του Ν. 4251/2014. Οι κατηγορίες αδειών διαμονής για εργασία ειδικού σκοπού είναι οι ακόλουθες:

Στελέχη εταιρειών εγκατεστημένων στην Ελλάδα

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται τα μέλη διοικητικών συμβουλίων, οι μέτοχοι, διαχειριστές, νόμιμοι εκπρόσωποι και ανώτατα διευθυντικά στελέχη (γενικοί διευθυντές, διευθυντές), ημεδαπών εταιρειών, καθώς και θυγατρικών εταιρειών και υποκαταστημάτων αλλοδαπών εταιρειών που ασκούν νόμιμα εμπορική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Επισημαίνεται ότι η είσοδος και διαμονή πολιτών τρίτων χωρών που πρόκειται να δραστηριοποιηθούν ή να απασχοληθούν, υπό τις ανωτέρω ιδιότητες, σε ημεδαπές εταιρείες, επιτρέπεται μόνο εάν η ημεδαπή εταιρεία απασχολεί τουλάχιστον 25 εργαζόμενους. Στην περίπτωση όμως, της ίδρυσης από αλλοδαπή εταιρία υποκαταστήματος στην Ελλάδα δεν απαιτείται η προϋπόθεση της απασχόλησης τουλάχιστον 25 εργαζομένων.

Απασχόληση υψηλής εξειδίκευσης (Μπλε κάρτας της Ε.Ε.)

Ο πολίτης τρίτης χώρας, ο οποίος αιτείται τη χορήγηση «Μπλε κάρτας της Ε.Ε.», θα πρέπει να έχει συνάψει έγκυρη σύμβαση εργασίας με αντικείμενο την απασχόληση υψηλής ειδίκευσης, διάρκειας ενός τουλάχιστον έτους, στην Ελλάδα. Εφόσον πρόκειται για νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα, θα πρέπει να αποδεικνύει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας. Στην περίπτωση που πρόκειται για μη νομοθετικά ρυθμιζόμενο επάγγελμα, θα πρέπει να αποδεικνύει τα υψηλά επαγγελματικά προσόντα που πιστοποιούνται από τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή, εφόσον αυτό προβλέπεται κατά παρέκκλιση, από πέντε, τουλάχιστον, έτη σχετικής επαγγελματικής εμπειρίας.

Σημειώνεται ότι για τον καθορισμό του όγκου εισδοχής εισερχόμενων πολιτών τρίτων χωρών για απασχόληση υψηλής ειδίκευσης ισχύουν τα οριζόμενα στην Κοινή Υπουργική Απόφαση που εκδίδεται κάθε δύο έτη, βάσει του άρθρου 11 του Ν. 4251/2014.

Κάθε εργοδότης, ο οποίος επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για εργασία υψηλής ειδίκευσης, με βάση τις θέσεις εργασίας οι οποίες περιλαμβάνονται στην κοινή υπουργική απόφαση του άρθρου 11, καταθέτει αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Εσωτερικών, στην οποία αναφέρονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, τα στοιχεία και η ιθαγένεια των προς απασχόληση πολιτών τρίτων χωρών, η ειδικότητα, καθώς και το χρονικό διάστημα της απασχόλησης.

Λοιπές κατηγορίες

Άλλες ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας, είναι συνοπτικά οι παρακάτω:

  • Υπαλληλικό προσωπικό ημεδαπών εταιρειών εγκατεστημένων στην Ελλάδα.
  • Στελέχη και υπάλληλοι επιχειρήσεων βάσει ειδικών συμφωνιών.
  • Στελέχη εταιρειών εξόρυξης υδρογονανθράκων.
  • Στελέχη και υπάλληλοι σε εταιρείες που διέπονται από ειδική νομοθεσία.
  • Τεχνικοί μεταλλείων η βιομηχανιών του Α.Ν. 448.
  • Αθλητές και προπονητές.
  • Πνευματικοί δημιουργοί.
  • Λειτουργοί γνωστών θρησκειών.
  • Ανταποκριτές ξένου τύπου.
  • Μέλη ξένων αρχαιολογικών σχολών.
  • Εκπαιδευτικοί.

Σπουδαστές και ερευνητές

Η άδεια διαμονής για σπουδές παρέχει στους πολίτες τρίτων χωρών το δικαίωμα να εργάζονται μόνο με καθεστώς μερικής απασχόλησης, εκτός ωραρίου σπουδών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις οικείες διατάξεις για τη μερική απασχόληση.

Από την άλλη, η άδεια διαμονής για έρευνα παρέχει δικαίωμα εργασίας βάσει σύμβασης υποδοχής υπογεγραμμένης με ερευνητικό οργανισμό, με την οποία προσδιορίζεται η νομική σχέση και οι εργασιακές συνθήκες των ερευνητών σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία καθώς και η επάρκεια πόρων για την κάλυψη των δαπανών διαβίωσης, το ύψος των οποίων δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εννιακοσίων (900) ευρώ μηνιαίως.

Τέλος, παρέχεται δικαίωμα πρακτικής άσκησης σε συμμετέχοντες σε ειδικά προγράμματα.

Άδεια διαμονής για επενδυτική δραστηριότητα

Πολίτες τρίτων χωρών μπορούν να αποκτήσουν άδεια διαμονής στην Ελλάδα προκειμένου να πραγματοποιήσουν επένδυση που θα έχει θετικές επιπτώσεις στην εθνική ανάπτυξη και οικονομία. Στην περίπτωση που η επένδυση πραγματοποιείται από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο, επιτρέπεται η είσοδος και διαμονή στην Ελλάδα μέχρι τριών, αναλόγως του ύψους της επένδυσης, πολιτών τρίτων χωρών, οι οποίοι είναι μέτοχοι ή στελέχη του αλλοδαπού νομικού προσώπου. Για την υλοποίηση και τη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου επιτρέπεται να εισέλθουν και να διαμείνουν στη χώρα μέχρι δέκα, αναλόγως του συνολικού ύψους της επένδυσης, πολίτες τρίτων χωρών, επιπλέον εκείνων που έχουν λάβει άδεια εισόδου και διαμονής για το ίδιο επενδυτικό σχέδιο.

Η αίτηση και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά υποβάλλονται στην ελληνική προξενική αρχή του τόπου διαμονής των ενδιαφερομένων η οποία εντός μηνός τα διαβιβάζει στη Διεύθυνση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Η Διεύθυνση εξετάζει την αίτηση εντός μηνός και διαβιβάζει την εισήγησή της στην αρμόδια Προξενική Αρχή, οπότε και η τελευταία, σε περίπτωση που η εισήγηση είναι θετική, προβαίνει στην έκδοση εθνικής θεώρησης εισόδου. Μετά την είσοδό του στη χώρα, ο πολίτης τρίτης χώρας θα πρέπει να ολοκληρώσει την απαιτούμενη διαδικασία για την υποβολή αίτησης για άδεια παραμονής στη Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών.

Εξάλλου, επιτρέπεται να εισέλθουν στη χώρα μέχρι δέκα πολίτες τρίτων χωρών, ανά επένδυση, προκειμένου να πραγματοποιήσουν επενδύσεις οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως «Στρατηγικές Επενδύσεις», μετά από απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Στρατηγικών Επενδύσεων περί υπαγωγής στο Ν. 3894/2010.

Σημειώνεται τέλος, ότι ο πολίτης τρίτης χώρα που λαμβάνει άδεια διαμονής μόνιμου επενδυτή (Golden Visa) στην Ελλάδα δεν αποκτά δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε μορφή μισθωτής ή μη μισθωτής εργασίας, αλλά του επιτρέπεται μόνο η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την ιδιότητα του μετόχου εταιρείας, του μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ή του Διευθύνοντος Συμβούλου εταιρίας.

Λοιπές κατηγορίες

Εκτός των ανωτέρω πρόσβαση στην αγορά εργασίας έχουν και τα μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη, πολίτη της Ε.Ε., του Ενιαίο Οικονομικού Χώρου και της Ελβετίας. Επίσης, πρόσβαση στην αγορά εργασίας έχουν και οι κάτοχοι άδειας παραμονής επί μακρόν διαμένοντος και δεύτερης γενιάς. Αντίθετα, δεν παρέχεται δικαίωμα πρόσβασης στην εργασία στους έχοντες άδεια διαμονής για ψηφιακούς νομάδες (digital nomads.) Για την ειδική αυτή κατηγορία μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.

 

Ελευθερία Αγγελούδη, Δικηγόρος Αθηνών

Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου στην αγγλική γλώσσα:

Types of residence permits that grant access to the labor market in Greece

 

Dependent employment after invitation of the employer

The residence permit for dependent employment after invitation is valid for up to two years. It provides access to paid employment in the sectors provided for in the Joint Ministerial Decision issued every two years, based on Article 11 of Law 4251/2014. The Joint Ministerial Decision determines the maximum number of employment posts offered to third-country nationals per speciality. The employment posts relate in particular to the sectors of agriculture, animal husbandry, domestic work and construction work.

An employer who wishes to hire personnel for dependent work must submit an application to the competent Department of the Decentralized Administration of his/her place of residence, indicating the number of posts, the details and nationality of the third-country nationals to be employed, the speciality and the period of employment. The application must be accompanied by a valid employment contract in Greece, with a minimum duration of one year.

The Secretary General of the competent Decentralized Administration shall issue an instrument authorising the dependent employment of a third-country national by a specific employer only if the relevant speciality and the number of posts provided for in the above mentioned Joint Ministerial Decision have not been filled. The relevant authorisation shall be forwarded to the competent Greek Consular Authority, which shall notify the interested third-country nationals, who have to appear in person in order to receive the national visa to enter Greece.

 

Seasonal employment

An employer who wishes to hire a third country citizen for seasonal employment, based on the employment posts included in the Joint Ministerial Decision of article 11 of Law 4251/2014, should follow the same procedure as above. The employer’s application concerns a total period of employment of up to nine months per year and may be extended to a total period of up to five years. Together with the application, the employer shall submit a valid employment contract, which shall state the purpose of seasonal employment.

 

Employees under special status

The special purpose residence permit is granted to third country nationals who are engaged in a specific profession among those provided for in Article 17 of Law 4251/2014. The special purpose residence permits consist of the following categories:  

 

Executives of companies established in Greece

This category includes members of the boards of directors, shareholders, managers, legal representatives and senior executives (general managers, directors) of domestic companies, as well as subsidiaries and branches of foreign companies that are legally engaged in commercial activity in Greece. It should be noted that the entry and residence of third country nationals who are to operate in the above capacities in domestic companies is permitted only if the domestic company employs at least 25 employees. However, in the case of a foreign company establishing a branch in Greece, the requirement of employing at least 25 employees is not required.

 

EU Blue Card – Highly qualified employees

 The third-country national applying for an EU Blue Card in Greece must have entered into a valid employment contract for highly qualified employment of at least one year in Greece. Where the profession is regulated by law, the third-country national must prove that he or she fulfils the conditions laid down by the relevant provisions of national law. In the case of a non-regulated profession, the third-country national must provide evidence of high professional qualifications, certified by a higher education qualification or, by way of derogation, by at least five years of relevant professional experience. It is noted that the determination of the volume of admission of incoming third-country nationals for the purposes of highly qualified employment is provided for in the aforementioned Joint Ministerial Decision.

An employer who wishes to hire personnel for highly qualified employment, on the basis of the jobs included in the Joint Ministerial Decision, must submit an application to the competent Directorate of the Ministry of Interior, indicating the number of posts, the details and nationality of the third-country nationals to be employed, the speciality and the period of employment.

 

Other categories

Other special categories of workers, who under certain conditions can gain access to the labor market in Greece, are briefly the following:

  • Employees of domestic companies established in Greece.
  • Executives and employees in companies, based on special interstate agreements.
  • Executives of companies engaged in marine exploration, drilling and extraction of hydrocarbons.
  • Executives and employees in companies governed by special legislation.
  • Technical personnel employed in conditional industries or mines.
  • Athletes and coaches.
  • Intellectual Creators.
  • Religious Ministers of known religions.
  • Foreign press correspondents.
  • Members of foreign schools of archaeology.
  • Education professionals of foreign schools.

 

Students and researchers

Third-county nationals who have been granted a residence permit for the purposes of studies, may be employed only on a part-time basis, outside of study hours, in accordance with the provisions of the relevant legislation on part-time employment.

On the other hand, the residence permit for research provides the right to work based on a hosting contract signed with a research organization. The hosting agreement specifies the legal relationship and working conditions of the researchers, in accordance with the applicable legislation, as well as the adequacy of resources to cover living expenses, the amount of which cannot be lower than nine hundred (900) euros per month.

Finally, participants in special exchange programs have the right to practice.

 

Residence permit for purposes of investment activity

Third country nationals can obtain a residence permit in Greece in order to carry out an investment that will have a positive impact on national development and economy.

In the event that the investment is made by a foreign legal entity and depending on the amount of the investment, up to three third-country nationals who are shareholders or executives of the foreign legal entity are permitted to enter and reside in Greece.

Depending on the total amount of the investment, up to ten third-country nationals may enter and reside in the country, in addition to those who have obtained an entry and residence permit for the same investment project.

The application and the required documents are submitted to the Greek Consular Authority of the place of residence of the interested parties, which within one month forwards them to the Directorate of Foreign Direct Investments of the Ministry of Development. The above Directorate examines the application within one month and forwards its motion to the competent Consular Authority, which proceeds with the issuance of the national entry visa. After entering the country, the third country citizen can submit a residence permit application to the Directorate of Immigration Policy of the Ministry of Interior.

 

Other categories

In addition to the above, the right of access to the labor market is granted to the family members of Greek citizens, EU citizens, EEA citizens and Swiss citizens. Long-term residents and holders of a second-generation residence permit also have access to the labor market. On the contrary, the right of access to work is not granted to those who have a digital nomad residence permit. You can read more about this special category here.

 

Attorney at law

Angeloudi Eleftheria

 

Digital Nomads: National Visa and Residence Permit in Greece

craiyon ai Nigital Nomads

Application For National Visa

Citizens of third countries who are self-employed, freelancers or employees and work remotely using Information and Communication Technologies (ICT) with employers or clients outside Greece (digital nomads), can apply for a national entry visa in Greece for a period of up to twelve months. The applicants must provide to the competent Greek Consulate the required supporting documents in person or by e-mail or by registered letter. The Greek Consulate is obliged to respond within ten days from the relevant request.

 

The required documents for the national visa application are the following:

  1. A solemn declaration, stating the third-country national’s intention to reside in Greece and work remotely and their commitment not to provide work or services in any way to an employer established in Greece.
  2. An employment or project contract or proof of an employment relationship with an employer, natural or legal person, established outside the Greek Territory, for an indefinite period or in the case of a fixed-term employment contract with a remaining duration that covers the period of the requested national visa, or
  3. employment or work contracts of indefinite duration or, in the case of a fixed-term employment contract, with a remaining duration covering the period of validity of the requested visa, where the third-country national is self-employed with more than one employer established outside the Greek Territory, or
  4. Information on the applicant’s employment status in the business, as well as information concerning the name, headquarters, field of activity and company purpose of the business in case the third country citizen is self-employed in their own business located outside of the Greek Territory.
  5. Proof that he/she has sufficient resources, at a fixed income level, to cover the cost of living during their stay in the country, without being a burden on the national social assistance system. The amount of sufficient resources is set at EUR 3.500, increased by 20 % for the spouse or partner and 15 % for each child and is proven: a) by the employment or project contract or proof of employment relationship, in the case of dependent work, services or project or ii) by a bank account. If the sufficient resources are derived from salaried dependent work the above minimum amount refers to net income after payment of the required taxes in the country where the work is provided. If the sufficient resources are derived from dependent work, services or work, the above minimum amount refers to net income, after payment of the required taxes in the country where the work is performed.
  6. National visa fee of 75 €.

Digital Nomad Residence Permit

After the granting of the national visa and as long as the above conditions are still valid, the third country citizen and their family members can apply at the Ministry of Immigration and Asylum for the granting of a two-year residence permit. The application for the residence permit must be submitted before the expiry of the validity of the national visa.

The residence permit may be renewed every two years, as long as the above conditions continue to apply. It should be mentioned that the residence permit for digital nomads does not grant the right to dependent work or independent economic activity of any kind in Greece.

Finally, it should be mentioned that, notwithstanding the above, a third country citizen, as well as his/her family members, who have entered the Greek territory either with a uniform visa (short term visa up to 90 days) or entry in the context of a visa exemption, have the opportunity to apply for the issuance of the digital nomad residence permit, without having first to obtain the relevant national visa. In this case, the applicants should also submit a tenancy agreement or purchase contract in the Greek Territory.

Required documents for the residence permit application:

 

  1. Valid passport or travel document recognized by our country (copy of all pages).
  2. National entry visa or legal stay (uniform entry visa or entry in the context of a visa exemption).
  3. A fee of 1000 € for the main applicant and 150 € for each of their family members.
  4. An insurance contract of a private insurance company.
  5. A solemn declaration, declaring their intention to stay in Greece to work remotely and their commitment not to provide work or services in any way to an employer established in Greece.
  6. An employment or project contract or proof of an employment relationship with an employer, a natural or legal person, established outside Greek Territory, of indefinite duration or in the case of a fixed-term contract with a remaining duration covering the period of the requested residence permit (two years) or Employment or work contracts of indefinite duration or, in the case of a fixed-term employment contract, with a remaining duration covering the period of validity of the requested residence permit, where the third-country national is a self-employed person with more than one employer established outside Greek Territory or the applicant’s employment status in the business, as well as information concerning the name, headquarters, field of activity and company purpose of the business in case the third country citizen is self-employed in their own business located outside of the Greek Territory.
  7. Proof that he/she has sufficient resources, at a fixed income level, to cover the cost of living during their stay in the country, without being a burden on the national social assistance system. The amount of sufficient resources is set at EUR 3.500, increased by 20 % for the spouse or partner and 15 % for each child and is proven: i) by the employment contract in the case of dependent work , services or project ii) from a bank account from which the monthly payment of the salary is verified (last month).
  8. Tenancy agreement or purchase contract in the Greek Territory (only in the case that the interested party has entered with another type of entry visa and not with the prescribed special national entry visa type D).
  9. Four recent photos in physical and digital format (cd).
  10. A fee of 16 € for the issue of the residence permit card.

 

Attorney at law

Angeloudi Eleftheria

Σύσταση κοινωφελούς ιδρύματος

Ένας τρόπος για τη διαφύλαξη της υστεροφημίας ενός προσώπου μετά τον θάνατό του και για την ενίσχυση διαφόρων κοινωνικών σκοπών με αποτελεσματικό τρόπο είναι η σύσταση ενός κοινωφελούς ιδρύματος.

Κοινωφελές ίδρυμα συστήνεται με διαθήκη ή με συμβολαιογραφική πράξη εν ζωή, στις οποίες θα πρέπει να ορίζονται:

  • Οι κοινωφελείς σκοποί, οι οποίοι θα πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να αναφέρονται με σαφή τρόπο.
  • Τα περιουσιακά στοιχεία, που πρέπει να είναι επαρκή για την εκτέλεση  των σκοπών.
  • Τα μέλη της διοίκησης (Διοικητικό Συμβούλιο) του ιδρύματος. Τα μέλη της διοίκησης δεν είναι απαραίτητο να είναι συγγενείς ή κληρονόμοι του ιδρυτή.

Για να συσταθεί το κοινωφελές ίδρυμα πρέπει να εκδοθεί προεδρικό διάταγμα μετά την πρόταση του Υπουργού Οικονομικών και του κάθε φορά συναρμόδιου Υπουργού, ανάλογα με τον σκοπό του εκάστοτε ιδρύματος. Αν για παράδειγμα πρόκειται να δοθούν υποτροφίες σε φοιτητές, συναρμόδιος είναι ο Υπουργός Παιδείας, ενώ συναρμόδιοι μπορεί να είναι και περισσότεροι Υπουργοί. Η διαδικασία αυτή χρειάζεται πολλούς μήνες και είναι αρκετά τυπική.

Τελικά, αφού γίνει η δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συγκροτείται σε σώμα το όργανο διοίκησης του ιδρύματος και γίνεται αποδοχή της περιουσίας του.

Ένα ίδρυμα απολαμβάνει ισχυρών φορολογικών προνομίων. Μεταξύ άλλων, η αιτία θανάτου κτήση χρηματικών ποσών από μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στην Ελλάδα και (από 1-8-2017) στα κράτη-μέλη της ΕΕ ή στις χώρες του ΕΟΧ και επιδιώκουν σκοπούς κοινωφελείς υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή 0,5%. Το ίδιο ισχύει και για τις δωρεές.

Ο προϋπολογισμός όμως, ο απολογισμός και ο ισολογισμός του ιδρύματος ελέγχονται κάθε έτος από τις κρατικές αρχές, ώστε να αποφεύγονται αυθαιρεσίες.

Συνοψίζοντας, ένα πρόσωπο, το οποίο θέλει να επιτύχει έναν φιλανθρωπικό σκοπό είτε όσο ζει είτε μετά τον θάνατό του, θα πρέπει να σκεφτεί σοβαρά τη λύση της σύστασης ενός ιδρύματος, ώστε η περιουσία που θα διαθέσει για τον σκοπό αυτό να μην υποστεί σημαντική φορολογική επιβάρυνση και να διασφαλιστεί απέναντι στους κληρονόμους και τους δανειστές του.