Ερωταπαντήσεις σχετικά με το δίκαιο των επιχειρήσεων: Το εμπορικό απόρρητο

Τι είναι το εμπορικό απόρρητο;

Σύμφωνα με το άρθρο 22Α του Ν. 1733/1987 ως «εμπορικό απόρρητο» νοούνται οι πληροφορίες οι οποίες πληρούν σωρευτικά τις εξής προϋποθέσεις: α) είναι απόρρητες, με την έννοια ότι, είτε ως σύνολο είτε από την άποψη του ακριβούς περιεχομένου και της διάταξης των συνιστωσών τους, δεν είναι ευρέως γνωστές σε πρόσωπα που ανήκουν στους κύκλους που ασχολούνται συνήθως με αυτό το είδος πληροφοριών ούτε άμεσα προσβάσιμες στα πρόσωπα αυτά, β) έχουν για ορισμένη επιχείρηση εμπορική αξία, η οποία απορρέει από τον απόρρητο χαρακτήρα τους και γ) το πρόσωπο, που έχει αποκτήσει νόμιμα τον έλεγχο επί των εν λόγω πληροφοριών, έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, για την προστασία του απόρρητου χαρακτήρα τους.

Επί παραδείγματι εμπορικό απόρρητο αποτελούν μέθοδοι πώλησης/διανομής, στρατηγικές διαφήμισης, κατάλογοι προμηθευτών και πελατών, τo προφίλ των πελατών, εμπορική τεχνογνωσία, βιομηχανικά απόρρητα, όπως, λ.χ. τεχνικές πληροφορίες π.χ. μυστικές εφευρέσεις, μέθοδοι παραγωγής, νέες φόρμουλες προϊόντων, καθώς και η βιομηχανική τεχνογνωσία.

Δεν απαιτείται η τήρηση τυπικής διαδικασίας καταχώρησης (όπως λ.χ. το δικαίωμα ευρεσιτεχνίας), ωστόσο, απαιτείται η λήψη εύλογων μέτρων προστασίας (Ρήτρες εμπιστευτικότητας, κωδικός πρόσβασης σε ψηφιοποιημένα έγγραφα, κλείδωμα, κάμερες κ.ο.κ.).

Η χρονική διάρκεια προστασίας είναι απεριόριστη (όσο διατηρείται ο απόρρητος χαρακτήρας).

Τι συνιστά προσβολή εμπορικού απορρήτου;

Η χωρίς την άδεια του φορέα του απορρήτου πρόσβαση, ιδιοποίηση ή αντιγραφή εγγράφων, αντικειμένων, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων, που νόμιμα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί.

Η απόκτηση εμπορικού απορρήτου χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του θεωρείται παράνομη όταν διενεργείται με:

α) μη επιτρεπόμενη πρόσβαση, ιδιοποίηση ή αντιγραφή εγγράφων, αντικειμένων, υλικών, ουσιών ή ηλεκτρονικών αρχείων που νόμιμα βρίσκονται υπό τον έλεγχο του κατόχου του εμπορικού απορρήτου, τα οποία περιέχουν το εμπορικό απόρρητο ή από τα οποία μπορεί να εξαχθεί το εμπορικό απόρρητο, ή β) οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά η οποία, υπό τις περιστάσεις αυτές, θεωρείται αντίθετη στα χρηστά συναλλακτικά ήθη.

Η χρήση ή η αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου θεωρείται παράνομη όποτε πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση του κατόχου του εμπορικού απορρήτου από πρόσωπο που αποδεδειγμένα πληροί οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις:

α) έχει αποκτήσει το εμπορικό απόρρητο παράνομα, β) έχει παραβιάσει συμφωνία εμπιστευτικότητας ή άλλη υποχρέωση μη αποκάλυψης του εμπορικού απορρήτου, γ) έχει παραβιάσει συμβατική ή άλλη υποχρέωση να περιορίζει τη χρήση του εμπορικού απορρήτου.

Μέτρα προσωρινής δικαστικής προστασίας εμπορικού απορρήτου

Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει α) παύση, απαγόρευση χρήσης ή αποκάλυψης σε προσωρινή βάση β) απαγόρευση παραγωγής, προσφοράς, διάθεσης στην αγοράς ή χρήσης παράνομων εμπορευμάτων ή εξαγωγή, εισαγωγή και αποθήκευση αυτών γ)κατάσχεση ή παράδοση των εμπορευμάτων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι είναι παράνομα, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγόμενων.

Ειδική ποινική προστασία εμπορικού απορρήτου

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου 146/1914 με φυλάκισιν μέχρις έξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν μέχρι 3 χιλιάδων δραχμών ή με μίαν των ποινών τούτων τιμωρείται όστις, ως υπάλληλος, εργάτης ή μαθητευόμενος παρά τινι εμπορικώ ή βιομηχανικώ καταστήματι ή επιχειρήσει ανακοινώνει, άνευ δικαιώματος, εις τρίτους, κατά το χρονικόν διάστημα της υπηρεσίας του, απόρρητα του καταστήματος ή της επιχειρήσεως εμπεπιστευμένα αυτώ ως εκ της υπηρεσίας του, ή άλλως περιελθόντα εις την αντίληψίν του, προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ή επί τη προθέσει βλάβης του κυρίου του καταστήματος ή της επιχειρήσεως.

Επίσης, προστασία παρέχεται και με βάση τις γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα για την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών.

Ερωταπαντήσεις σχετικά με το δίκαιο των επιχειρήσεων

Τι σημαίνει κατάχρηση σχέσης οικονομικής εξάρτησης;

Σύμφωνα με τον νόμο 146/1914 (άρθρο 18Α) απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης στην οποία βρίσκεται προς αυτήν ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη ή προμηθευτή, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.

Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει άρση και παράλειψη της παράβασης και αποζημίωση για οποιαδήποτε ζημία υποστεί κατά παράβαση της παραπάνω παραγράφου.

Τι είναι οι «Δαπάνες Επιστημονικής και Τεχνολογικής Έρευνας»;

Δραστηριότητες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας είναι οι δημιουργικές εργασίες που αναλαμβάνονται σε συστηματική βάση με σκοπό την αύξηση του αποθέματος της γνώσης, την τεκμηρίωση και χρήση αυτού του αποθέματος της γνώσης για την επινόηση νέων εφαρμογών.

Οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας, (στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις του εξοπλισμού και των οργάνων, που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες εκτέλεσης της επιστημονικής και της τεχνολογικής έρευνας), εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων κατά το χρόνο της πραγματοποίησης τους προσαυξημένες κατά 30%.

Τι ισχύει σχετικά με τα πνευματικά έργα, που δημιουργούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης;

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 2121/1993 επί έργων που δημιουργήθηκαν από μισθωτούς σε εκτέλεση σύμβασης εργασίας, αρχικός δικαιούχος του περιουσιακού και του ηθικού δικαιώματος είναι ο δημιουργός. Αν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στον εργοδότη μεταβιβάζονται αυτοδικαίως εκείνες μόνο οι εξουσίες από το περιουσιακό δικαίωμα, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση του σκοπού της σύμβασης. Το περιουσιακό δικαίωμα επί των έργων που δημιουργήθηκαν από τους απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στο Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ., σε εκτέλεση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στον εργοδότη, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.

Τι ισχύει σχετικά με τα ηλεκτρονικά προγράμματα, που δημιουργούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης;

Σύμφωνα με το άρθρο 40 του νόμου 2121/1993 το περιουσιακό δικαίωμα σε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, που δημιουργήθηκε από μισθωτό σε εκτέλεση σύμβασης εργασίας ή σύμφωνα με τις οδηγίες του εργοδότη του, μεταβιβάζεται αυτοδικαίως στον εργοδότη, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.

Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας, τα οποία απασχόλησαν πρόσφατα την εθνική νομολογία

ΕιρΚαλλιθέας 29/2020 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Εκουσία δικαιοδοσία. Θεμελίωση τοπικής αρμοδιότητας ενώ αιτούντες γονείς και τα τέκνα τους είναι κάτοικοι εξωτερικού. Διεθνής δικαιοδοσία βάσει Καν (ΕΚ) 2201/2003.

(…)

Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1 στοιχείο β’ και παράγραφος 2 στοιχ. β’, γ’ και ε’ του εν λόγω Κανονισμού (ΕΚ) 2201 /2003, συνάγεται ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου, σε αστικές υποθέσεις που αφορούν, μεταξύ άλλων, και στην ανάθεση, την άσκηση, την ανάθεση σε τρίτο, την ολική ή μερική αφαίρεση της γονικής μέριμνας, ιδίως την επιτροπεία, την κηδεμονία και ανάλογους θεσμούς, το διορισμό και τα καθήκοντα προσώπων ή οργανώσεων στα οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου ή η  διοίκηση της περιουσίας του παιδιού, η εκπροσώπηση του ή η φροντίδα του, τα μέτρα προστασίας του παιδιού που συνδέονται με τη διοίκηση, τη συντήρηση ή τη διάθεση της περιουσίας του. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του Κανονισμού 2201/2003, ο όρος «γονική μέριμνα» περιλαμβάνει το σύνολο   των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που παρέχονται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με δικαστική απόφαση, απευθείας από το νόμο ή με ισχύουσα συμφωνία, όσον αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του παιδιού, ενώ κατά το άρθρο 2 παράγραφος 8 του εν λόγω Κανονισμού, ο όρος «δικαιούχος γονικής μέριμνας» προσδιορίζει κάθε πρόσωπο που έχει τη γονική μέριμνα παιδιού. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παράγραφος 1 του ίδιου Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 12 παράγραφος 3 ίου ως άνω Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους είναι επίσης αρμόδια σε θέματα γονικής μέριμνας σε διαδικασίες εκτός από αυτές που προβλέπονται στην παράγραφο 1, εφόσον: α) το παιδί έχει στενή σχέση με αυτό το κράτος μέλος, λόγω, ιδίως, του ότι ένας εκ των δικαιούχων της γονικής μέριμνας έχει τη συνήθη διαμονή του σε αυτό το κράτος μέλος ή το παιδί έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους μέλους και β)  η  αρμοδιότητα  [διεθνής δικαιοδοσία]  των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα [διεθνής δικαιοδοσία] είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Ως ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν από τους μετέχοντες δικαιούχους της γονικής μέριμνας, νοούνται και τρίτα πρόσωπα, εφόσον νομιμοποιούνται κατά τη lex fori ως διάδικοι στη σχετική διαδικασία (Βλ. Κράνης σε Αρβανιτάκη -Βασιλακάκη, Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 κατ’ άρθρο ερμηνεία, σελ. 148-149, ιδίως σημείωση 28).

Κρίσιμος χρόνος κατά τον οποίον πρέπει να συντρέχει αποδοχή της παρέκτασης είναι η ημερομηνία που επιλήφθηκε το δικαστήριο, δηλαδή ο χρόνος της κατάθεσης του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης, όπως ορίζει το άρθρο 16 του Κανονισμού. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο πεδίο εφαρμογής τού ανωτέρω Κανονισμού εμπίπτει και η αίτηση γονέων ασκούντων την επιμέλεια του προσώπου ανηλίκου για παροχή δικαστικής άδειας αποποίησης της επαχθείσας σε αυτό κληρονομιάς, εφόσον η άδεια προβλέπεται από το άρθρο 1625 περ. 1 ΑΚ, που εφαρμόζεται κατά τη ρητή διάταξη του όρθρου 1526 ΑΚ και στην περίπτωση της διαχείρισης της περιουσίας του ανηλίκου από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, και ως εκ τούτου συνιοτά μέτρο προστασίας του ανηλίκου τέκνου κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 στοιχ. β’ και 2 στοιχείο ε’ του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, αφού με το μέτρο αυτό προστατεύεται το ανήλικο από την απόκτηση περιουσίας που ενδέχεται να βαρύνεται με χρέη. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, καταρχάς αρμόδια είναι τα δικαστήρια του κράτους-μέλους στο οποίο κατοικεί ο γονέας ή οι ασκούντες τη γονική μέριμνα γονείς του, εκτός εάν υπάρχει δυνατότητα παρέκτασης κατ’ άρθρο 12 παρ. 3, οπότε αρμόδια μπορούν να καταστούν και τα δικαστήρια του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του ανηλίκου, εφόσον η αρμοδιότητα των εν λόγω δικαστηρίων έχει γίνει ρητώς ή κατ’ άλλον ανεπιφύλακτο τρόπο αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της διαδικασίας κατά την ημερομηνία που επελήφθη το δικαστήριο και η αρμοδιότητα είναι προς το συμφέρον του παιδιού, η οποία κρίνεται κατά περίπτωση, κρινόμενης της διεθνούς δικαιοδοσίας αποκλειστικά και μόνο βάσει του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ενόψει του ότι ο εν λόγω Κανονισμός αποτελεί ενωσιακό δίκαιο και έχει άμεση και καθολική ισχύ στα κράτη μέλη και ως εκ τούτου ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να τον εφαρμόζει, όπως ακριβώς το εθνικό δίκαιο (Βλ. ΠΠρΠειρ 1052/2016 αδημ.), ενώ ο ΚΠολΔ απλά αποτελεί τυπικό νόμο, οπότε ο τελευταίος ισχύει μόνο στην περίπτωση που δεν εφαρμόζεται ο Κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα, κανόνας που προκύπτει άμεσα από το άρθρο 28 του ελληνικού Συντάγματος. Και ναι μεν οι διαφορές σχετικά με την κληρονομική διαδοχή αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, η αίτηση ωστόσο αποποίησης κληρονομιάς δεν συνιστά διαφορά σχετική με την κληρονομική διαδοχή κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχείο στ’, του Κανονισμού αυτού και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 650/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, την αποδοχή και εκτέλεση δημόσιων εγγράφων στον τομέα της κληρονομικής διαδοχής και την καθιέρωση ευρωπαϊκού κληρονομητηρίου, διότι με το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο β’, του εν λόγω Κανονισμού τα θέματα νομικής ικανότητας των φυσικών προσώπων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, μπορεί να θεμελιωθεί τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση και διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την παροχή άδειας αποποίησης κληρονομιάς στους γονείς Έλληνα ανηλίκου, ακόμη και αν ο ανήλικος διαμένει με τους γονείς του σε κράτος-μέλος της Ε.Ε., εφόσον η αίτηση κατατέθηκε ανεπιφύλακτα από αυτούς ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου και η κατ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιούμενη αρμοδιότητα εξυπηρετεί  το  συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως όταν έτσι διευκολύνεται η συλλογή αποδείξεων ή η υπό ενέργεια πράξη της αποποίησης, ώστε να παρέχεται η κατά το δυνατό ταχύτερη και αποτελεσματικότερη προστασία δικαίου.

Τούτο άλλωστε θα μπορούσε να γίνει δεκτό και υπό το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 740 επ. ΚΠολΔ και της ελαστικότητας που χαρακτηρίζει την εφαρμοζόμενη στην παραπάνω περίπτωση διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, υπό την έννοια ότι σε αυτήν τη διαδικασία οι σχετικές διατάξεις έχουν απλώς καθοδηγητικό χαρακτήρα για το δικαστή, αφού κρίσιμο είναι το στοιχείο της δικαστικής αντίληψης ή πρόνοιας, οπότε σε κάθε περίπτωση που υφίσταται ανάγκη αντίληψης ή πρόνοιας Έλληνα πολίτη, μη κατοικούντος στην Ελλάδα (όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση αίτησης παροχής άδειας σε γονείς Έλληνα ανηλίκου που δεν κατοικούν στην Ελλάδα για αποποίηση κληρονομικού δικαιώματος εκ του θανάτου Έλληνα πολίτη) που προσφεύγει ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, χωρίς να θίγονται δικαιώματα τρίτων (αλλοδαπών ή μη κατοίκων Ελλάδας), να μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων με κριτήριο την ιθαγένεια ή και άλλους συνδέσμους τοπικής αρμοδιότητας, πλην της κατοικίας του ανηλίκου (…)

ΕφΑθ 5415/2019 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων βάσει άρθρου 5 παρ. 1 Κανονισμου (ΕΚ) 44/2001

(…)

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα (…… χήρα ………, το γένος ……), με την αγωγή της κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης (εδρεύουσας στην Κύπρο εταιρείας με την επωνυμία «……… LIMITED»), προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (υπʼ αριθ. κατάθεσης ./.2011), ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα, λόγω εικονικότητας, της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητας του ακινήτου (τριόροφης οικοδομής στην . Αττικής) η οποία καταρτίστηκε με το υπʼ αριθ. ./. συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, μεταξύ του … (πωλητή), τότε συζύγου της εφεσίβλητης και μετέπειτα θανόντος και κληρονομηθέντος από εκείνη, και της εναγόμενης εταιρείας (αγοράστριας). Επικουρικώς η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ζήτησε να διαρρηχθεί η προαναφερόμενη σύμβαση ως καταδολιευτική. Επί του παραπάνω δικογράφου, που περιείχε επικουρική σώρευση αγωγών (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), εκδόθηκε, κατʼ αντιμωλίαν των διαδίκων, η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την επικουρικώς σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε τη διάρρηξη (άρθρ. 939 επ. ΑΚ), ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, προς την κυρίως σωρευόμενη αγωγή που αφορούσε την εικονικότητα, αφού κατʼ αρχάς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία (βλ. και παρακάτω) και αρμοδιότητα (καθʼ ύλην και κατά τόπον/άρθρ. 18 και 33 ΚΠολΔ αντιστοίχως) για την εκδίκαση αυτής, ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό ως εκείνο που επέλεξαν τα μέρη με την επίκλησή του στην επίδικη σύμβαση (άρθρ. 3 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», πριν την αντικατάστασή της με τον Κανονισμό υπʼ αριθ. 593/2008 ο οποίος εφαρμόζεται σε συμβατικές ενοχές καταρτισθείσες μετά την 17.12.2009) και ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 138 παρ. 1, 180, 513, 1192 αριθ. 1, 1033 ΑΚ, 68, 70, 176 ΚΠολΔ, στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την έφεσή της, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, μόνο όμως κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της αγωγής της εικονικότητας και όχι και κατά το μέρος που αφορά την απόρριψη της επικουρικώς σωρευόμενης αγωγής της διάρρηξης, κατά την οποία, επομένως, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο [άρθρ. 522 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 597/2016 ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1433/2010 ΝοΒ 2011/581].

Περαιτέρω, το προκείμενο Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την κρινόμενη υπόθεση, απορριπτομένου ως νομικώς αβασίμου του αντίθετου ισχυρισμού που η εφεσίβλητη πρότεινε και πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις κατʼ έφεση προτάσεις της. Ειδικότερα, ο Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 («για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), ο οποίος έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση αφού αυτός από 1.3.2002 αντικατέστησε τη Σύμβαση των Βρυξελλών και υπερισχύει, όπως και εκείνη, των διατάξεων της ίδιας ύλης του ΚΠολΔ, ενώ ο νεότερος Κανονισμός 1215/2012, που αποτελεί ουσιαστικώς αναδιατύπωση του προηγουμένου, εφαρμόζεται σε αγωγές που ασκήθηκαν μετά τις 10.1.2015 [βλ. ΑΠ 93/2017 ΝοΒ 2017/1875], στο άρθρ. 5 παρ. 1 ορίζει ότι: « Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος: 1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε η όφειλε να εκπληρωθεί η παροχή». Με την προαναφερόμενη διάταξη ο Κανονισμός 44/2001 καθιερώνει για τις διαφορές από σύμβαση συντρέχουσα δικαιοδοσία προς την, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 αυτού, γενική δικαιοδοσία των δικαστηρίων στο έδαφος του οποίου τα πρόσωπα έχουν την κατοικία τους (και αναλόγως τα νομικά πρόσωπα την έδρα τους). Ως διαφορά από σύμβαση νοείται και εκείνη που αφορά την ακυρότητα της σύμβασης [βλ. ΔΕΚ C-417/2015, ΔΕΚ C-366/2013, σε ΤΝΠΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ] και επομένως το άρθρ. 5 παρ. 1 του Κανονισμού 44/2001 καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή περί εικονικότητας της σύμβασης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τόπος εκπλήρωσης της παροχής είναι η Ελλάδα, αφού στην Ελλάδα βρίσκεται το φερόμενο ως πωληθέν και μεταβιβασθέν ακίνητο, δηλαδή ο τόπος της παροχής του πωλητή προς την αγοράστρια, αλλά επίσης και η κατοικία του πωλητή ως τόπος για την εκπλήρωση της παροχής του τιμήματος προς εκείνον από την αγοράστρια. Σημειώνεται περαιτέρω ότι η αγωγή περί εικονικότητας εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα [βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ I, 2000, άρθρ. 18 αριθ. 1, ΕφΛαρ 471/2011 ΤΝΠΔΣΑ], δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο [βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, τόμος Α’, ΓενΑρχ, 2001, άρθρ. 138 αριθ. 27, ΑΠ 154/1965 ΝοΒ 1965/1010], ούτε έχει εμπράγματο χαρακτήρα, έστω και αν αφορά δικαιοπραξία σε ακίνητο και επομένως (εκτός αν σωρεύεται στο δικόγραφο αυτής και διεκδικητική αγωγή) δεν απαιτείται η εγγραφή αυτής στα βιβλία διεκδικήσεων [βλ. Βαθρακοκοίλη ο.π., αριθ. 28, ΑΠ 211/1996 ΕλΔ 1998/1282], ενώ όταν ασκείται από κληρονόμο του συμβαλλόμενου της εικονικής σύμβασης δεν απαιτεί την προηγούμενη υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς και την αποδοχή της κληρονομιάς εκ μέρους του [βλ. ΑΠ 475/1991 ΕλΔ 1993/564]. (…)

ΜΠρΘεσ 984/2020 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διαζύγιο Διεθνής Δικαιοδοσία σε περίπτωση στοιχείων αλλοδαπότητας -Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 Συμβουλίου

(…)

Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005 (άρθρο 72 αυτού) και επέφερε την κατάργηση του προγενέστερου Κανονισμού (ΕΚ) 1347/2000, αποσκοπεί στην ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών μελών και τη διασυνοριακή αναγνώριση των δικαιοδοσιών και των αποφάσεων σχετικά με τη λύση του συζυγικοί) δεσμού και τη γονική μέριμνα. Με την έναρξη ισχύος του ως άνω Κανονισμού επέρχεται, μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται, όταν ο δικαιοδοτικός σύνδεσμος, που χρησιμοποιείται από την κατά περίπτωση εφαρμοστέα διάταξη, εντοπίζεται στο έδαφος κρότους μέλους. Όταν, επομένως, η συνήθης διαμονή του εναγόμενου, σε υπόθεση διαζυγίου, βρίσκεται στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία θα ρυθμιστεί από τον Κανονισμό, χωρίς να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κοινού δικονομικού δικαίου. Το εσωτερικό δίκαιο παρεμβαίνει, εάν η υπόθεση συνδέεται μόνο με την ελληνική έννομη τάξη, εφαρμόζεται, δηλαδή, σε Έλληνες υπηκόους, εφόσον κανένας από τους  οποίους δεν έχει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, ούτε είχε τη συνήθη διαμονή, έτσι ώστε να καθιδρύεται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων του τελευταίου. Ο Κανονισμός  θεσπίζει μία σειρά, Παραλλήλως και συντρεχόντως ισχυουσών, χωρίς καμία σειρά προτεραιότητας ή ιεράρχηση μεταξύ τους, κύριων δικαιοδοτικών βάσεων, θεμελιωμένων άλλοτε στον τόπο της συνήθους διαμονής (3 παρ. 1 α του ως άνω Κανονισμού) και άλλοτε στην κοινή ιθαγένεια, οι δικαιοδοτικές δε αυτές βάσεις, που θεσπίζονται κατ’ αποκλειστικό τρόπο, με την έννοια της περιοριστικής απαρίθμησης τους και της αδυναμίας επέκτασης τους βάσει ρυθμίσεων των κατ’ ιδία εθνικών δικαίων ή δυνάμει της ιδιωτικής βούλησης, θέτουν εκποδών κάθε αντίθετη εθνική διάταξη, επίκληση της οποίας μόνο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 είναι δυνατή, όταν, δηλαδή, δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες  από τον Κανονισμό βάσεις σε κανένα δικαστήριο κράτους μέλους. Έτσι, από την έναρξη ισχύος του, διεθνή δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου έχουν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, τα δικαστήρια κράτους μέλους α) στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η συνήθης διαμονή των συζύγων ή η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εξ αυτών έχει ακόμη αυτή τη διαμονή, ή η συνήθης διαμονή του εναγόμενου ή, σε περίπτωση κοινής αίτησης, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου συζύγου ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή η συνήθης διαμονή του ενάγοντος, εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και είναι υπήκοος του εν λόγοι κράτους μέλους, β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων.

Η ιθαγένεια των συζύγων, κατά τον έλεγχο όλων των δικαιοδοτικών βάσεων του άρθρου 6 παρ. 1 α του Κανονισμού, είναι πλέον αδιάφορη, ώστε αυτοί μπορεί να έχουν αμφότεροι κοινή ιθαγένεια, διάφορη από αυτή του κράτους μέλους της κοινής διαμονής τους, ακόμη και αν πρόκειται για ιθαγένεια τρίτης χώρας, μπορεί, όμως, να έχουν και διάφορη έκαστος ιθαγένεια, όντας υπήκοοι είτε άλλου διάφορου ο καθένας κράτους, όχι απαραίτητα κράτους μέλους, σε σχέση με το δικάζον δικαστήριο της κοινής τους διαμονής, είτε άλλου κράτους ο ένας εξ αυτών και του δικάζοντος δικαστηρίου ο άλλος. Έτσι, αν και οι δύο σύζυγοι είναι αλλοδαποί, χωρίς μάλιστα οποιοσδήποτε από αυτούς να έχει την ιθαγένεια κράτους -μέλους, υφίσταται, όμως, το κριτήριο της συνήθους διαμονής στην Ελλάδα, υπό οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο άρθρα 3 παρ. 1 α του Κανονισμού περιπτώσεις, τα ελληνικό δικαστήρια έχουν πλέον δικαιοδοσία να εξετάσουν τη διαφορά, έστω κι αν τέτοια δικαιοδοσία δεν αναγνωρίζεται ο’ αυτό από τα δίκτυα της ιθαγένειας των συζύγων. Η ιθαγένεια, εξάλλου, ενός μόνο εκ των συζύγων, μολονότι συναντάται ως δικαιοδοτικός σύνδεσμος στα περισσότερα εθνικά δίκαια, όπως και στο ημεδαπό (παλαιό άρθρο 612 ΚΠολΔ και ήδη άρθρο 601 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015), αποκλείστηκε από τις κύριες δικαιοδοτικές βάσεις του  Κανονισμού ως υπέρμετρη, έτσι ώστε η ελληνική ιθαγένεια του ενός από τους συζύγους δεν είναι πλέον επαρκές κριτήριο για τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων ως  προς τον άλλο σύζυγο, που συμβαίνει να είναι αλλοδαπός και να έχει τη συνήθη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος. Κρίσιμος χρόνος για την κατοχή της ιθαγένειας για αμφότερους τους διαδίκους είναι ο και άρθρο 16 του Κανονισμού χρόνος άσκησης της αγωγής (περί όλων των ανωτέρω, βλ.ΕφΑθ 2712/2011 ΕλλΔνη 2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005,1782,  ΠΠΑθ 1630/2013 Αρμ  2014,1561 Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (Κράνη), ΕρμΕΚ (Ι)-ΚανΒρ ΙΙα, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22 και 33, σελ. 50 – 52, 57- 58, 62 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων σας νομικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλτου της ΕΚ, Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ,). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 16 και 14 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι το διαζύγιο διέπεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων, ήτοι κατά σειρά, α) από το δίκαιο της κοινής κατά τη διάρκεια του γάμου ιθαγένειας των συζύγων, εφόσον ο ένας τη διατηρεί, β) από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους και γ) από ι: ο δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα, πλην, όμως, κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της συνδρομής και των τριών αυτών συνδετικών στοιχείων, με τη σειρά που καθορίζει η διάταξη του άρθρου 14 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΑΚ, ο χρόνος έναρξης της διαδικασίας του διαζυγίου, ο οποίος συμπίπτει με το χρόνο άσκησης της σχετικής αγωγής. Επομένως, αν κατά το χρόνο αυτό οι σύζυγοι ούτε κοινή ιθαγένεια έχουν, ούτε κοινή συνήθη διαμονή, γεγονός που, στη δεύτερη περίπτωση, συμβαίνει όταν η συμβίωση τους έχει διακοπεί σε προγενέστερο χρόνο, το διαζύγιο τους διέπεται από το δίκαιο με το οποίο αυτοί κατά τον ίδιο πιο πάνω κρίσιμο χρόνο συνδέονται στενότερο (βλ. σχετ. ΕφΔωδ 140/2005 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠΠΑθ 1555/2010 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). (…)

ΜονΕφΠατρών 137/2019 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Οικογενειακές διαφορές – Διεθνής δικαιοδοσία – Δικαίωμα επικοινωνίας απώτερων ανιόντων με ανήλικο τέκνο

(…)

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 Κ.Πολ.Δ «Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου». Ως βάση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων τίθεται η αρχή της εδαφικότητας με εξαίρεση τα πρόσωπα που απολαμβάνουν ετεροδικία. Με την παρούσα διάταξη καθιερώνεται ως κανόνας η Διεθνής δωσιδικία ων ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών εφ’ όσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους κατά τις διατάξεις γενικών ή ειδικών δωσιδικιών 22-40 Κ.Πολ,Δ και δη κατοικία ή διαμονή εναγομένου στην Ελλάδα. Ίσως και από λόγους δημόσιας τάξης θα μπορούσε να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων όπως λ.χ όταν υπάρχει αδυναμία πραγματική προσφυγής στον αλλοδαπό δικαστή και η απόκρουση της ημεδαπής δικαιοδοσίας θα αναιρούσε ουσιαστικά  την έννομη προστασία του διαδίκου (Μ. Μαργαρίτη-Α. Μαργαρίτη «ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ» εκδ. 2η, αρθ. 3, σελ. 34-35, σημ. 1-2). Σύμφωνα δε με το άρθρο 23 Κ.Πολ.Δ «αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τη διαμονή του». Τόπος διαμονής θεωρείται αυτός που διαμένει χωρίς την πρόθεση μόνιμης εγκατάστασης, όπως για σπουδές, θεραπεία (αρθ. 53 Α.Κ), αν ουδέποτε υπήρξε γνωστή   κατοικία ούτε διαμονή του εναγομένου αυτός ενάγεται στα δικαστήρια της πρωτεύουσας κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 24 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 601 είναι ανάλογη του προϊσχύοντος άρθρου 622 και θεσπίζει, για τις διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων, μια ακόμα βάση διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων, εκτός από αυτήν της κατά τόπον αρμοδιότητας των άρθρων 3 παρ. 1 και 22-40 Κ.Πολ.Δ. Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού 2201/2003  ο οποίος κατήργησε τον προγενέστερο Κανονισμό 1347/2000 επήλθε υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του, το πεδίο εφαρμογή του συρρικνώθηκε και εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της διεθνούς δωσιδικίας μόνο στην περίπτωση που δεν ισχύει ο κανονισμός όταν δηλαδή η αλλοδαπή χώρα δεν είναι μέλος της ένωσης ή πρόκειται για την Δανία.

Κατά την ορθότερη γνώμη, η διάταξη εφαρμόζεται εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 592 αρ. 2 διαφορές από τις σχέσεις γονέων και τέκνων και στις διαφορές που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία με το τέκνο, οι οποίες σήμερα υπάγονται στο άρθρο 592 αρ.3 περίπτωση β’ και υπό το προϊσχύον δίκαιο στο άρθρο 681Β παρ. 1β’ Κ.Πολ.Δ. Και τούτο διότι η υπαγωγή των διαφορών για τη γονική μέριμνα στη διαδικασία του (πρώην) άρθρου 681Β του Κ.Πολ.Δ (υπαγωγή που θεσπίστηκε με το άρθρο 43 Ν 1329/1983, για λόγους διαδικαστικής ευχέρειας) και ήδη άρθρου 592 αρ.3 περίπτωση Β, δεν συνεπάγεται και την κατάργηση αντιστοίχου και της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων για τις διαφορές αυτές. Η δικαιοδοτική αυτή Βάση είναι η ελληνική ιθαγένεια κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, είτε του πατέρα, είτε της μητέρας, είτε του τέκνου και δη ανεξαρτήτου του εάν πρόκειται για ενάγοντα ή για εναγόμενο στην σχετική δίκη. Γίνεται μάλιστα δεκτό, ότι η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων θεμελιώνεται και στην περίπτωση κατά την οποία τα άνω πρόσωπα έχουν και αλλοδαπή ιθαγένεια εκτός από την ελληνική, διότι τότε υπερισχύει η ελληνική ιθαγένεια ως δικαιοδοτική Βάση. Η ελληνική ιθαγένεια λειτουργεί εν προκειμένω ως αυτοτελής δικαιοδοτική Βάση υπό την έννοια ότι θεμελιώνει, συντρέχουσα πάντως και όχι αποκλειστική, διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων ακόμα και όταν οι γονείς ή το τέκνο δεν έχουν, ούτε είχαν κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα (Απαλαγάκη «Ερμην Κ.Πολ.Δ», 4η έκδοση, αρθ. 601, σελ.1617, σημ.3). Εν προκειμένω, η εκκαλούσα πρόβαλλε με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την ένσταση έλλειψης διεθνούς δωσιδικίας και κατά τόπο αρμοδιότητας, ενστάσεις τις οποίες επανέφερε και με τον πρώτο και δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης της, παραπονούμενη ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου απέρριψε αυτές ως νόμω και ουσία αβάσιμες αντίστοιχα. Οι λόγοι αυτοί της έφεσης, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι, δεδομένου του ότι η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα και το ανήλικο αυτής τέκνο καθώς και η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη φέρουν την ελληνική ιθαγένεια και ως εκ τούτου τα ελληνικά δικαστήρια διαθέτουν, το μεν πρώτο σύμφωνα με το άρθρο 3 Κ.Πολ.Δ. και δη για λόγους δημόσιας τάξης – αδυναμίας πραγματική προσφυγής στον αλλοδαπό δικαστή, το δε δεύτερο αναλογικά εφαρμοζομένου του άρθρου 601.2 Κ.Πολ.Δ, διεθνή δωσιδικία να δικάσουν την υπό κρίση περί επικοινωνίας ανιόντος μετά του ανηλίκου εγγονού οικογενειακή διαφορά, τα δε δικαστήρια της Πάτρας είναι ως μόνα κατά τόπο αρμόδια, ελλείψει κατοικίας της ενάγουσας στην Ελλάδα, με βάση την διαμονή αυτής (ενάγουσας) στην πόλη της Πάτρας καθό καιρό έρχεται και διαμένει προσωρινά στην Ελλάδα. Επομένως, ο πρώτος και δεύτερο λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι. (…)

ΜΠρΚω 664/2018 (πηγή: http://www.dsanet.gr/)

Διαζύγιο με στοιχεία αλλοδαπότητας – Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων και εφαρμοστέο δίκαιο

(…)

Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003 «περί της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας», ο οποίος ρυθμίζοντας τα ίδια ζητήματα, κατήργησε τον Κανονισμό 1347/2000 και άρχισε να εφαρμόζεται από 1-3-2005, επέρχεται μεταξύ των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέπραξαν στην αποδοχή του, υποκατάσταση του εσωτερικού δικαίου από τις διατάξεις του. Περιορισμοί σε αυτήν υφίστανται μόνο στα πλαίσια που καθορίζει ο ίδιος ο Κανονισμός. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3§1 του ανωτέρω Κανονισμού δικαιοδοσία για θέματα διαζυγίου, δικαστικού χωρισμού και ακύρωσης γάμου έχουν τα δικαστήρια του κράτους μέλους (πλην της Δανίας): α) στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται: (ί) η συνήθης διαμονή των συζύγων, ή (ίί) η τελευταία συνήθης διαμονή των συζύγων, εφόσον ένας εκ των συζύγων έχει ακόμα αυτή τη διαμονή, ή (ίίί) η συνήθης διαμονή του εναγομένου, ή (ίν) σε περίπτωση κοινής αιτήσεως, η συνήθης διαμονή του ενός ή του άλλου των συζύγων, ή (ν) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον ένα χρόνο αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής, ή (νί) η συνήθης διαμονή του ενάγοντος εάν είχε αυτή τη διαμονή επί τουλάχιστον έξι μήνες αμέσως πριν από την έγερση της αγωγής και εάν είναι είτε υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, έχει εκεί «domicile» (κατοικία), β) της ιθαγένειας των δύο συζύγων ή, στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, του «domicile» (κατοικία) των δύο συζύγων. Συνήθης διαμονή, κατά τον ορισμό του ΔΕΚ, είναι ο τόπος, όπου το πρόσωπο έχει ορίσει, με σταθερό χαρακτήρα, το μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των ενδιαφερόντων του, προκειμένου δε να καθοριστεί αυτή πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα πραγματικά συστατικά στοιχεία. Η συνδρομή ενός των κριτηρίων σχετικά με την ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και δεν χωρεί, λόγω της ιδιομορφίας των γαμικών διαφορών, ρητή ή σιωπηρή παρέκταση (ΕφΑΘ 2712/2011 ΕλλΔνη 2012,799, ΕφΘεσ 1377/2014 ΕΠολΔ 2014,738, ΕφΘεσ 1689/2005 Αρμ 2005,1782, ΠΠΑθ 1630/2013 Αρμ 2014,1561, Το Διαζύγιο και οι Συνέπειες του στις Οικογενειακές Έννομες Σχέσεις, Ε.NO.Β.Ε, 2016 [Βασίλειος Κούρτης, Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο κατά τους Κανονισμούς 2201/2003 («Βρυξέλλες Μα») και 1259/2010 (Ρώμη III»)], Αρβανιτάκη/Βασιλακάκη (-Κράνη), ΕρμΕΚ (1)-ΚανΒρ ΙΙα, 2016, σελ. 15, άρθρο 3, αρ. 1 -3, 14, 22 και 33, σελ. 50 – 52, 57- 58, 62 και 71, αντίστοιχα, Ε. Κιουπτσίδου, Ζητήματα των κανονισμών 2201/2003 και 1347/2000 της 2 ο / 464 / 2017 Συμβουλίου της ΕΚ σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και αναγνώριση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές, ΕλλΔνη 2005,653, Εισήγηση Ε. Κιουπτσίδου για τη Διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων στις γαμικές διαφορές βάσει του 1347/2000 Κανονισμού του Συμβουλίου της ΕΚ, Αρμ 2001,1648, Ε. Βασιλακάκη, Ζητήματα εφαρμογής του Κανονισμού 2201/2003 σε θέματα διεθνούς δικαιοδοσίας, ΧρΙΔ 2009,193 επ.). Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (EE) 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010 για τη θέσπιση της ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (Κανονισμός Ρώμη III) σκοπήθηκε ο καθορισμός κανόνων σύνδεσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σε σχέση με το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό. Σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, ο οποίος εφαρμόζεται μεταξύ των συμμετεχόντων στην ενισχυμένη συνεργασία κρατών μελών, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται μόνο όσον αφορά αγωγές που υποβάλλονται και στις συμφωνίες κατά την έννοια του άρθρου 5 αυτού που συνάπτονται από τις 29-7-2015, δυνάμει της απόφασης της Επιτροπής της 27ης Ιανουαρίου 2014 που επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Ελλάδας σε ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό (2014/39/ΕΕ), οι σύζυγοι μπορούν να επιλέξουν με κοινή συμφωνία το δίκαιο που θα είναι εφαρμοστέο σε περίπτωση διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι ένα από τα ακόλουθα δίκαια και δη α) το δίκαιο του κράτους της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή β) το δίκαιο του κράτους της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι ο ένας εξ αυτών εξακολουθεί να διαμένει εκεί κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή γ) το δίκαιο του κράτους της ιθαγένειας ενός εκ των συζύγων κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, ή δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (άρθρο 5 παρ. 1 Κανονισμού). Κατά το άρθρο 8 του ίδιου Κανονισμού, εξάλλου, ελλείψει επιλογής σύμφωνα με το άρθρο 5, το διαζύγιο και ο δικαστικός χωρισμός υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους α) της συνήθους διαμονής των συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, β) της τελευταίας συνήθους διαμονής των συζύγων, υπό την προϋπόθεση ότι η διαμονή αυτή δεν έπαυσε να υφίσταται ένα έτος και πλέον πριν από την υποβολή αγωγής στο δικαστήριο και εφόσον ο ένας εκ των συζύγων εξακολουθεί να διαμένει στο συγκεκριμένο κράτος κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο ή, ελλείψει αυτής, γ) της ιθαγένειας των δύο συζύγων κατά το χρόνο υποβολής αγωγής στο δικαστήριο, ή, ελλείψει αυτής, δ) του επιληφθέντος δικαστηρίου. Εξάλλου, το άρθρο 1 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού προσθέτει ότι αυτός εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που εμπεριέχουν σύγκρουση δικαίων. Το νέο, δηλαδή, αυτό νομοθέτημα αφορά αποκλειστικά σε καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από κάποιο στοιχείο αλλοδαπότητας, αρκεί δε ο διεθνής χαρακτήρας του γάμου, η λύση του οποίου επιδιώκεται, με την έννοια ότι αρκεί οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο είναι πιθανό να δώσει στην κατάσταση διακρατικό χαρακτήρα, είτε λόγω των προσωπικών συνθηκών των συζύγων είτε λόγω των αντικειμενικών χαρακτηριστικών της σχέσης τους, ώστε ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με διαφορετική ιθαγένεια είναι εξίσου διακρατικό με ένα διαζύγιο μεταξύ συζύγων με κοινή ιθαγένεια που ζουν σε ένα άλλο κράτος μέλος από αυτό της ιθαγένειας τους, ουδόλως δε επηρεάζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού από τον ενδεχομένως εσωτερικό χαρακτήρα της λύσης του γάμου (βλ. σχετ. Α. Αρχοντάκη, Ο Κανονισμός Ρώμη III, Κανονισμός 1259/2010 του Συμβουλίου της 20ης.12.2010, ΕφΑΔ 2014,11). Εξάλλου, το άρθρο 4 του Κανονισμού (EE) 1259/2010 περιλαμβάνει τη ρήτρα περί οικουμενικής ή (καθολικής) εφαρμογής. Έτσι, το καθοριζόμενο από τον ΚανΡΙΙΙ δίκαιο, δηλαδή είτε το δίκαιο που επέλεξαν οι σύζυγοι (άρθρο 5), είτε ελλείψει επιλογής, το δίκαιο που προσδιόρισε βάσει αντικειμενικών κανόνων το forum, εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο συμμετέχοντος κράτους μέλους (Προοίμιο, αιτιολογική σκέψη 12). Αλλά μπορεί να είναι το δίκαιο ενός από τα κράτη μέλη της Ένωσης που δεν συμμετέχουν στην εφαρμογή του ΚανΡΙΙΙ ή το δίκαιο τρίτης χώρας. Επίσης, εφαρμόζεται σε όλες τις αγωγές διαζυγίου με στοιχείο αλλοδαπότητας, για τις οποίες είναι αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους που συμμετέχει στον ΚανΡΙΙΙ, ανεξαρτήτως εάν οι σύζυγοι είναι αμφότεροι πολίτες μη συμμετέχοντος κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Παρέπεται ότι, ο ΚανΡΙΙΙ αντικαθιστά πλήρως τους εθνικούς κανόνες καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου στο διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό των συμμετεχόντων στον εν λόγω Κανονισμό κρατών μελών. Ως προς το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, αντικαθιστά το άρθρο 16 ΑΚ, που περιλάμβανε τους κανόνες συνδέσεως, για το διαζύγιο και το δικαστικό χωρισμό {Το Διαζύγιο και οι Συνέπειες του στις Οικογενειακές Έννομες Σχέσεις, Ε.NO.Β.Ε, 2016 [Βασίλειος Κούρτης, Διεθνής Δικαιοδοσία και Εφαρμοστέο Δίκαιο στο Διαζύγιο κατά τους Κανονισμούς 2201/2003 («Βρυξέλλες ΙΙα») και 1259/2010 (Ρώμη III»)]}. (…)

Ερωταπαντήσεις σχετικά με το δίκαιο των επιχειρήσεων: Το σήμα

Τι είναι το σήμα;

Σήμα θεωρείται κάθε σημείο, επιδεικτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από εκείνα άλλων επιχειρήσεων, τέτοιο δε σημείο μπορούν να αποτελέσουν ιδίως λέξεις, ονόματα, επωνυμίες, ψευδώνυμα, απεικονίσεις, σχέδια, αριθμοί γράμματα, ήχοι, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του. Συνεπώς κυρίαρχο στοιχείο στην έννοια του σήματος είναι η διακριτική δύναμη.

Το σήμα, δηλαδή, οφείλει πρωταρχικά να επιτελεί διακριτική λειτουργία, με την οποία στενά συνδεδεμένη είναι η λειτουργία προέλευσης που ακολούθως αναπτύσσει, έτσι ώστε τα σηματοδοτούμενα προϊόντα ή υπηρεσίες να εμφανίζονται πλέον ως προϊόντα ή υπηρεσίες συγκεκριμένης επιχείρησης και να αποφεύγεται αντίστοιχα ο κίνδυνος σύγχυσης με άλλη επιχείρηση, είτε αυτός αφορά την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών είτε την ταυτότητα των επιχειρήσεων ως προς τους φορείς τους ή ως προς την ύπαρξη μεταξύ τους οργανωτικής σχέσης ή οικονομικής συνεργασίας.

Το δικαίωμα στο σήμα παρέχει προστασία καταρχήν μόνον κατά του κινδύνου σύγχυσης ή της προσβολής της φήμης.

Πώς προστατεύονται τα σήματα φήμης (σήματα αυξημένου κύρους, γνωστά στο ευρύ κοινό) ;

Σύμφωνα με το άρθρο 124 παρ. 3 περ. γ΄ του νόμου 4072/2012 σημείο δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν ταυτίζεται ή ομοιάζει με προγενέστερο σήμα που έχει αποκτήσει φήμη και η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος θα προσπόριζε σε αυτό, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος ή θα έβλαπτε το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη αυτού, ανεξάρτητα αν το μεταγενέστερο σήμα προορίζεται να διακρίνει προϊόντα ή υπηρεσίες που ομοιάζουν με τα προϊόντα ή υπηρεσίες του προγενέστερου σήματος.

Τι είναι η αρχής προτεραιότητας στο σήμα;

Το δικαίωμα επί ενός διακριτικού γνωρίσματος που αποκτήθηκε μεταγενέστερα είναι ασθενέστερο και οφείλει να υποχωρήσει έναντι του προγενέστερου, το οποίο αναγνωρίζεται ως ισχυρότερο.

Τι είναι το ευρωπαϊκό σήμα;

Το ευρωπαϊκό σήμα ισχύει ενιαία για όλα τα κράτη – μέλη, αφού ισχύει η κεντρική κατάθεση του και αντίστοιχα ανανέωση. Αν, όμως, υπάρχει νομικό κώλυμα έστω και σε ένα κράτος – μέλος απορρίπτεται στο σύνολό του. Επίσης, δεν γίνεται έλεγχος για σχετικά απαράδεκτα, αλλά υπάρχει στατιστικά μεγαλύτερη πιθανότητα να ασκηθεί ανακοπή.

Τι είναι το διεθνές σήμα;

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Μαδρίτης του 1989, η οποία έχει υπογραφεί από 106 χώρες, με βάση μια αρχική κατάθεση σε μια χώρα – μέλος υποβάλλεται αίτηση για Διεθνές Σήμα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO). Η αίτηση λαμβάνει ημερομηνία και διαβιβάζεται σε όσες χώρες μέλη έχει υποδείξει ο καταθέτης. Στις χώρες αυτές η αίτηση εξετάζεται σαν να ήταν αίτηση εθνικού σήματος και αν γίνει δεκτή εξομοιώνεται με εθνικό σήμα.

Επαγγελματικό απόρρητο και παράνομη μεταφορά αρχείων νομικού προσώπου στην προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση υπαλλήλου

(…) από την επισκόπηση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων (emails) προκύπτει ότι επ’ ονόματι της εργαζόμενης διατηρούντο δύο, ήτοι ένα εταιρικό («…@ …») και ένα προσωπικό («…. @ gmail.com» ). Η ηλεκτρονική αλληλογραφία της απευθυνόταν, είτε σε συνεργάτες της, είτε σε πελάτες της εταιρίας και αφορούσε στην μεν πρώτη περίπτωση εσωτερική συνεννόηση μεταξύ των εργαζόμενων για τη σύναψη μίας σύμβασης μεταφοράς, τη προώθηση της μισθοδοσίας της, ή τη ρύθμιση των υπηρεσιών μεταξύ τους, στη δε δεύτερη περίπτωση προπαρασκευαστικές ενέργειες σύναψης με πελάτες σύμβασης μεταφοράς (στοιχεία μεταφοράς,. ποσότητες και είδος αγαθών προς μεταφορά, αναγκαίο αριθμό μεταφορικών μέσων, σημεία αποστολής – παράδοσης, κόστος μεταφοράς) και συνεννόηση διεκπεραίωσης των συμβάσεων, πάντοτε όμως αναφορικά με συγκεκριμένη μεμονωμένη σύμβαση μεταφοράς, κατ’ ιδίαν με τον εκάστοτε προμηθευτή – πελάτη και κυρίως μέσω του εταιρικού ταχυδρομείου. Συνεπώς, συγκριτικά με το σύνηθες ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τη φύση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σε καθημερινή βάση, η μαζική αποστολή της εργαζομένης, από το εταιρικό ταχυδρομείο στο προσωπικό της, αρχείων μερικές ημέρες προ της παραίτησής της, που αφορούσαν μεγάλο όγκο συναλλαγών – πελατών και μάλιστα για προηγούμενα έτη, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί συνήθης, αντιθέτως κρίνεται αδικαιολόγητη, εφόσον δεν προέκυψε σχετική εντολή της εταιρίας και ενώ επίκειτο άμεσα η παραίτησή της. Εν όψει των ανωτέρω, κρίνεται ότι η εργαζόμενη παράνομα και υπαίτια ενήργησε, στοιχειοθετούμενου του αδικήματος του άρθρου 370Β ΠΚ, αφού αθέμιτα αντέγραψε στοιχεία υπολογιστών, τα οποία συνιστούν επαγγελματικά απόρρητα, εφόσον παρανόμως μεταφέρθηκαν εκτός ηλεκτρονικών συστημάτων εταιρίας, με προφανή σκοπό να χρησιμοποιηθούν από την ανταγωνίστρια εταιρίας στην οποία θα προσλαμβανόταν, πληρούνται δε οι προϋποθέσεις τις αδικοπρακτικής της ευθύνης, αφού απέσπασε σοβαρό περιουσιακό στοιχείο της εταιρίας (βλ. σχετ. ΕφΠατρ. 9/2001, δημ. ΝΟΜΟΣ), ασχέτως αν δεν το κοινοποίησε σε τρίτο.

Εξάλλου, αιτιωδώς από την συμπεριφορά της εργαζόμενης η εταιρία υπέστη προσβολή αναφορικά με την πίστη, την καλή φήμη του νομικού προσώπου, αφού προέκυψε αναστάτωση σε θέματα ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων της εταιρίας και κυρίως σε ό,τι αφορά την πιστοποίηση του Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα, η οποία υπόκειται τακτικά (ανά τριετία) σε επανέλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακός αρχές, ενώ διακυβεύτηκε η συνεργασία με μεγάλους πελάτες της εταιρίας. (…)

ΜΠρΠειρ 4137/2019

Πηγή: http://www.dsanet.gr/

Αναδρομική ανάκληση σύνταξης που χορηγούνταν για μακρό χρονικό διάστημα και παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία, απόφαση του ΕΔΔΑ

CASE OF ROMEVA v. NORTH MACEDONIA

(Application no. 32141/10)

(…)

60.  It is not disputed between the parties that the Fund’s decision of 18 October 2007, which retroactively divested the applicant of the retirement pension that she had been receiving since May 2000, amounted to an interference with her possessions within the meaning of Article 1 of Protocol No. 1. The Court sees no reason to hold otherwise (see, among other authorities, Fábián, cited above, § 62, and B. v. the United Kingdom, no. 36571/06, §§ 36 and 41, 14 February 2012). The Fund’s civil claim against the applicant (see paragraphs 23-25 above) for reimbursement of amounts paid to her between 2000 and 2007 is a consequence of the original interference with the applicant’s possessions, and as such, it will be examined by the Court in its assessment of the proportionality of the interference.

61.  In the circumstances of the present case, the Court considers that the applicant’s complaint should be examined under the general rule enunciated in the first sentence of the first paragraph of Article 1 of Protocol No. 1, especially as the situations envisaged in the second sentence of the first paragraph and in the second paragraph are only particular instances of interference with the right to peaceful enjoyment of property as guaranteed by the general rule set forth in the first sentence (see Beyeler, cited above, § 106, and Perdigão v. Portugal [GC], no. 24768/06, § 62, 16 November 2010). The Court will now assess whether that interference was prescribed by law, whether it pursued a legitimate aim, and whether there was a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim pursued (see, among many others, Broniowski, cited above, §§ 147-51).

(ii)  Lawfulness of the interference

62.  The Court finds that a proprio motu review of a final decision granting a pension is provided for in section 143 of the Pensions and Disability Insurance Act (see paragraph 29 above). Furthermore, the decision that deprived the applicant of her pension was based on section 258 of the Administrative Proceedings Act, which permitted a proprio motu review of a final decision in administrative proceedings, including proceedings relating to pensions (see paragraph 32 above).

63.  Noting that its power to review compliance with domestic law is limited (see, among other authorities, Kudrevičius and Others v. Lithuania [GC], no. 37553/05, § 110, ECHR 2015), the Court accepts that the proceedings in the applicant’s case were reopened as a consequence of the discovery of a mistake made by the Fund in its original assessment of the applicant’s eligibility for a pension. The procedure for a proprio motu review that caused the applicant to be divested of the right to a pension was thus used to correct that error.

64.  The foregoing considerations are sufficient to enable the Court to conclude that the interference with the applicant’s property rights was provided for by law, as required by Article 1 of Protocol No. 1 to the Convention.

(iii)  Legitimate aim

65.  The Court considers that depriving the applicant of her retirement pension pursued a legitimate aim – namely to ensure that the public purse was not called upon to subsidise for an indefinite period of time undeserving beneficiaries (see, for example, N.K.M. v. Hungary, no. 66529/11, § 59, 14 May 2013).

(iv)  Proportionality

66.  The Court must next examine whether the interference with the peaceful enjoyment of possessions struck a fair balance between the demands of the general interest of the public and the requirements of the protection of the individual’s fundamental rights, or whether it imposed a disproportionate and excessive burden on the applicant (see, among other authorities, Béláné Nagy, cited above, § 115).

67.  The Court notes that prior to the internal audit, the Fund’s records showed that the applicant had been employed during the period 1963-1967. It was only after the internal audit in the case of the applicant that irregularities appeared, in so far as the applicant’s employment booklet was found to be missing from the records, necessitating a request to the applicant’s former employer for data to confirm the accuracy of the Fund’s records, which were incomplete. In the absence of any information from that employer that the applicant had indeed been employed between 1963 and 1967, the Fund concluded that the data regarding her employment for the above-mentioned period had been erroneously entered in its records.

68.  In this connection, the Court notes that it has already found that there is nothing to suggest that the applicant was responsible for the incorrect assessment by the Fund of her pension request (see paragraphs 41-44 above; also contrast Kusina, cited above; and Zahi v. Croatia (dec.), no. 24546/09, §§ 63-67, 18 March 2014). On the contrary, it was the Fund’s lack of diligence in properly gathering and maintaining the relevant data in respect of the applicant and in processing her initial claim for a pension that led to the erroneous decision, which the Fund later sought to correct at the applicant’s expense (contrast B. v. the United Kingdom, cited above, § 39). The Government’s argument that the applicant had supplied the Fund with erroneous information regarding her past employment should therefore be dismissed (see paragraphs 51 and 52 above).

69.  Further to this point, the Court observes that the applicant’s claim that she had worked for various employers through “youth groups” between 1963 and 1967 was not contested by the Government.

70.  Being mindful of the importance of social justice, the Court would reiterate in this regard that, as a general principle, public authorities should not be prevented from correcting their mistakes – even those resulting from their own negligence. Holding otherwise would be contrary to the doctrine of unjust enrichment. It would also be unfair to other individuals contributing to social security funds – in particular those denied a benefit because they failed to meet the statutory requirements. Lastly, it would amount to sanctioning an inappropriate allocation of scarce public resources, which in itself would be contrary to the public interest (see, for example, Čakarević v. Croatia, no. 48921/13, § 79, 26 April 2018).

71.  Notwithstanding those important considerations, the Court nonetheless notes that the aforementioned general principle cannot prevail in a situation where the individual concerned is required to bear an excessive burden as a result of a measure divesting him or her of a benefit (see B. v. the United Kingdom, cited above, § 60). If a mistake has been caused by the authorities themselves, without any fault on the part of a third party, a different proportionality approach must be taken in determining whether the burden borne by an applicant was excessive.

72.  In assessing compliance with Article 1 of Protocol No. 1, the Court must carry out an overall examination of the various interests in issue (see Perdigão, cited above, § 68), bearing in mind that the Convention is intended to safeguard rights that are “practical and effective” (see, for example, Chassagnou and Others v. France [GC], nos. 25088/94 and 2 others, § 100, ECHR 1999 III). It must look behind appearances and investigate the realities of the situation complained of (see Broniowski, cited above, § 151; Hutten-Czapska v. Poland [GC], no. 35014/97, § 168, ECHR 2006 VIII; and Zammit and Attard Cassar v. Malta, no. 1046/12, § 57, 30 July 2015). That assessment may involve the conduct of the parties, including the means employed by the State and their implementation. In that context, it should be stressed that uncertainty – be it legislative, administrative or arising from practices applied by the authorities – is a factor to be taken into account in assessing the State’s conduct. Indeed, where an issue in the general interest is at stake, it is incumbent on the public authorities to act in good time, in an appropriate and consistent manner (see Tunnel Report Limited v. France, no. 27940/07, § 39, 18 November 2010, and Zolotas v. Greece (no. 2), no. 66610/09, § 42, ECHR 2013 (extracts)).

73.  In this regard the Court attaches particular importance to the fact that the revocation of the decision to grant a pension to the applicant was not based upon any new evidence but only upon a reassessment of the same evidence which was at the basis of the administrative decision, which became final as it had not been contested before the courts. In the Court’s view such a reassessment of evidence ex proprio motu ‒ outside the system of extraordinary remedies for quashing final administrative decisions ‒ brings into question legal certainty in the area of social security.

74.  In addition, the Court notes that the case at hand does not concern a suspension of the applicant’s pension, but the complete loss of her pension entitlements (see Apostolakis v. Greece, no. 39574/07, § 39, 22 October 2009; also contrast Fábián, cited above, § 74, and cases cited therein). The fact that she obtained a new pension entitlement as of 3 November 2009 on the basis of a subsequent legislative change is of no relevance in respect of the deprivation itself (see paragraph 27 above).

75.  The Court observes that prior to obtaining a pension the applicant had been dependent on the State’s social benefits scheme and had been in receipt of unemployment benefit (see paragraph 7 above). Owing to the applicant’s specific circumstances, the retirement pension had constituted her sole source of income for a period of over nine years. For more than two years of that period, being deprived of her pension, she had had no income whatsoever (see paragraph 26 above).

76.  Moreover, the Court surmises that the civil claim against the applicant and the enforcement proceedings aimed at claiming the reimbursement of the pension benefits paid to her (see paragraphs 23-25 above) are capable of further aggravating her already difficult financial situation (see Čakarević, cited above, § 89).

77.  Given the circumstances described above, it must be observed that   as a result of the impugned measure ‒ the applicant was faced, practically from one day to the next, with the total loss of her retirement pension, which constituted her sole source of income (see, among others, Moskal, cited above, § 74).

78.  In view of the above considerations, the Court finds that a fair balance has not been struck between the demands of the general interest of the public and the requirements of the protection of the individual’s fundamental rights and that the burden placed on the applicant was excessive.

79.  It follows that there has been a violation of Article 1 of Protocol No. 1 to the Convention.

Πηγή: https://hudoc.echr.coe.int

Χρέη προς το Δημόσιο και αυτεπάγγελτη εφαρμογή επιεικέστερου νόμου

(…) μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης ίσχυσε ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν.4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι όλα τα προαναφερόμενα του πίνακα χρεών, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο για την οποία αυτή καταδικάσθηκε. Επομένως, εφόσον η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα περιέχουσα λόγους αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ), πρέπει κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή του άνω επιεικέστερου νόμου να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί η αναιρεσείουσα αθώα της αποδιδόμενης πράξης.

Απόφαση 1934/2019 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

πηγή: http://www.areiospagos.gr/

To ελληνικό δημόσιο πρέπει να δηλώνει ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας

(…) η ανωτέρω αξιόποινη πράξη ήδη υπάγεταιστο άρθρο 375 παρ.1 του Νέου ΠΚ., για την ποινική δίωξη της οποίας απαιτείται, πλέον, έγκληση, που όμως δεν υπάρχει.

Συνεπώς πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 515 παρ.1 εδ.α’ ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 349 ΚΠΔ, να αναβληθεί η υπόθεση, προκειμένου να δηλώσει εντός της ως άνω νόμιμης προθεσμίας των τεσσάρων(4) μηνών από την έναρξη της ισχύος του του Νέου ΠΚ (1.7.2019), δηλαδή μέχρι 1.11.2019, το δικαιούμενο προς τούτο Ελληνικό Δημόσιο ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, να ορισθεί δε ρητή δικάσιμος η 15.11.2019 ενώπιον του Ε’ Ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, προκειμένου με μέριμνα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να προσκομιστεί βεβαίωση περί του αν υποβλήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο δήλωση περί του ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας.

(…)

Απόφαση 1447/2019 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Πηγή: http://www.areiospagos.gr/

Hague Convention child abduction proceedings

We represent parents on all legal issues relating to international child abduction . Child abduction occurs when a child is removed from one country to another without permission of relevant persons or the Court. A child being kept in a country abroad over and above an agreed temporary period (such as a holiday) is also a type of child abduction.

Seeking a child’s return from Greece

We advise parents about what is needed if they would like to make an application to the greek courts for a child’s return to their original country under the Hague Convention. We understand the need to act quickly and handle all our cases sensitively.

There are only a limited number of defences that the other parent may attempt to use. The defences are construed narrowly by the greek courts. (Child’s settlement, Child’s objections, Consent, Harm)

logo

Please contact as in our e-mail address: pikramenoslaw@gmail.com or by filling the following form:

Επιστροφή

Το μήνυμά σας έχει σταλεί

Προειδοποίηση
Προειδοποίηση
Προειδοποίηση

Προσοχή!

Ne bis in idem: Η περίπτωση των αλλοδαπών εισαγγελικών διατάξεων

Το προηγούμενο έτος το γραφείο μας απασχολήθηκε έντονα με το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει, πως «Κανένας δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».

Ένα από τα ζητήματα, που αντιμετωπίσαμε νομολογιακά, αφορά στην αντιμετώπιση των αλλοδαπών εισαγγελικών διατάξεων. Συγκεκριμένα, τέθηκε το ζήτημα αν η μια οριστική και μη υποκείμενη σε αναθεώρηση αλλοδαπή εισαγγελική διάταξη συνιστά “αθώωση με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου”.

Σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 1640/2018 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών η απόρριψη της έγκλησης ως μη νόμιμης ή ανεπίδεκτης δικαστικής εκτιμήσεως, εφόσον η απορριπτική διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχει στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών το δικαίωμα να απορρίψει, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 κάθε νέα καταγγελία κατά του ίδιου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωσή τους, με συνέπεια τη δημιουργία περιορισμένου οιονεί δεδικασμένου, που ισχύει κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης της ποινικής δίωξης και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της άσκησης ποινικής δίωξης (Μπουρόπουλος ΕρμΚΠοινΔ άρθρ. 47 σ. 66, ΑΠ1995/2004 ΠΧ ΝΕ 730, 2004/2002 αδημ. Σκέψη, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠοινΔ άρθρ. 47 σ. 91).

Η διάταξη αυτή αρχειοθέτησης της υπόθεσης από τον Εισαγγελέα, παράγει οιονεί δεδικασμένο και δεν καλύπτεται από την αρχή ne bis in idem, υπάρχει δε η δυνατότητα ανάσυρσής της όταν προκύπτει η ανάγκη διερεύνησης νέων στοιχείων, τα οποία δεν είχαν ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της (ΠλημΑΘ 2774/2014, ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1995/2004 ΠοινΧρ 2005,730).

Επίσης αναφέρεται στο εν λόγω Βούλευμα πως “υφίσταται πράγματι ταυτότητα πράξεως και κατηγορουμένου, πλην όμως, εν προκειμένω, κατετέθησαν από τους εγκαλούντες στις δικαστικές αρχές της χώρας μας νέα στοιχεία, που δεν είχαν ληφθεί υπόψιν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα της Ρουμανίας, τα οποία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης και οδήγησαν, κατ’ άρθ. 47 παρ. 3 και 43 παρ. 5 στην ανάσυρση της δικογραφίας από το αρχείο και στην άσκηση της υπό κρίση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, δικονομική δυνατότητα που δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων μας (βλ. ad hoc ΣυμβΠλημΑΘ 2774/2014).”

Έτσι, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, όπου προβλήθηκε την πλευρά της υπεράσπισης (εν περιλήψει) η κάτωθι επιχειρηματολογία:

  • Ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμό 1/2011 απόφασή Του (Α’ Τακτική Ποινική Ολομέλεια) έκρινε, ότι «η διάταξη αυτή αποτελεί εξειδίκευση της γενικότερης αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, που περιέχεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 69Α του κεφαλαίου 4 με τίτλο «Δικαστική Συνεργασία σε Ποινικές Υποθέσεις», που ενσωματώθηκε στη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Και είναι μεν αληθές, ότι με το δεύτερο εδάφιο της ίδιας παραγράφου του άρθρου 69Α ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να λαμβάνουν μέτρα, που αφορούν «τον καθορισμό κανόνων και διαδικασιών, για να εξασφαλίζεται η αναγνώριση, σε ολόκληρη την Ένωση, όλων των τύπων δικαστικών αποφάσεων και διαταγών», αλλά για το ειδικότερο θέμα της εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, που προβλέπεται στον ισόκυρο, κατά τα προλεχθέντα, με την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Χάρτη, δεν απαιτείται προφανώς η θέσπιση εκτελεστικών κανόνων και διαδικασιών, αφού η διάταξη του άρθρου 50 του τελευταίου (του Χάρτη) είναι σαφής και πλήρης και αμέσως εφαρμόσιμη, όπως το τελευταίο προκύπτει από το άρθρο 51 §1 του Χάρτη, οι δε προϋποθέσεις εφαρμογής της μπορούν να συναχθούν από την αυτόνομη ερμηνεία της».

  • Στην απόφαση υπ’ αρίθμ, C-398/12 του ΔΕΕ αναφέρεται ρητά, στην παρ. 40, πως: «Εν προκειμένω, η δυνατότητα επαναλήψεως της ανακριτικής διαδικασίας λόγω νέων αποδείξεων, όπως προβλέπεται στα άρθρα 246 έως 248 ΚΠΔ [ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναφέρεται στο βελγικό δίκαιο, όπως προκύπτει και από τις παραγράφους 9-13], δεν μπορεί να αναιρέσει τον αμετάκλητο χαρακτήρα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης διατάξεως περί παύσεως της ποινικής διώξεως. Η δυνατότητα αυτή δεν αποτελεί, βεβαίως, «έκτακτο ένδικο μέσο», υπό την έννοια της ανωτέρω νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά συνεπάγεται την κατ’ εξαίρεση κίνηση, βάσει διαφορετικών αποδεικτικών στοιχείων, μιας χωριστής διαδικασίας και όχι την απλή συνέχιση της διαδικασίας που έχει ήδη ολοκληρωθεί. Εξάλλου, δεδομένης της ανάγκης να ελέγχεται αν τα στοιχεία που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν την επανάληψη της διαδικασίας είναι πράγματι καινούρια στοιχεία, κάθε νέα διαδικασία που στηρίζεται σε αυτή τη δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να κινηθεί μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίο εκδόθηκε η επίμαχη διάταξη».

  • Σύμφωνα με τον Τζαννετή (Τζαννετής Αριστομένης, Περιορισμένο εθνικό και απεριόριστο ευρωπαϊκό δεδικασμένο: Με αφορμή την απόφαση Μ. του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 5.6.2014, C-398/12, ΠοινΧρον 2015, σελ. 166), «Το εάν ένα αποδεικτικό είναι «νέο» ή διαφορετικό σε σχέση με τα ήδη ληφθέντα υπόψη μπορεί να κριθεί αξιόπιστα μόνο υπό την οπτική γωνία του Κράτους που έχει εκδώσει την πρώτη απόφαση. Διαφορετικά ο κατηγορούμενος εκτίθεται στον κίνδυνο απεριόριστων νέων διώξεων σε καθένα από τα υπόλοιπα Κράτη Μέλη, στα οποία αποκτώνται μεταγενεστέρως νέες αποδείξεις. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και αν αποβλέψουμε στην κατοχυρωμένη μέσω του άρθρου 50 του Χάρτη ελευθερία κινήσεως εντός του χώρου της ΕΕ, η οποία θα περιοριζόταν ανεπίτρεπτα αν ο κατηγορούμενος ήταν υποχρεωμένος να παραμένει εντός των συνόρων της χώρας που εξέδωσε την απόφαση που αναστέλλει τη δίωξη λόγω ανεπάρκειας των ενδείξεων ενοχής, φοβούμενος την υπαγωγή του στην ποινική δικαιοδοσία ενός άλλου Κράτους.

(…)

Ελλείψει δικαιοδοσίας τα λοιπά Κράτη οφείλουν απλώς να διαβιβάζουν στο πλαίσιο της διαρκώς ενισχυόμενης διακρατικής συνεργασίας τα νέα στοιχεία, που τυχόν συγκεντρώνουν, στο κράτος που έχει επιληφθεί πρώτο και μόνο αυτό μπορεί εφεξής να αξιολογήσει αν τα διαβιβαζόμενα στοιχεία είναι πράγματι νέα και αν επί τη βάσει αυτών πρέπει να συνεχισθεί η ανασταλείσα ποινική διαδικασία».

  • Tο υπ’ αρίθμ. 2774/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, του οποίου είχε γίνει επίκληση στο υπ’ αριθμ. 1640/2018 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διαφέρει ουσιωδώς από την κρινόμενη περίπτωση, αφενός, επειδή δεν προκύπτει, πως η διενεργηθείσα από την Γερμανική Εισαγγελία έρευνα αφορούσε στα ίδια πραγματικά περιστατικά, και αφετέρου, επειδή η διενεργηθείσα από την Γερμανική Εισαγγελία έρευνα αφορούσε σε ουσιωδώς διαφορετικά εγκλήματα, τα οποία στέφονταν κατά διαφορετικών εννόμων αγαθών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο εν λόγω βούλευμα, «…από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι στον προσφεύγοντα είχε υποβληθεί έγκληση για το αδίκημα του άρθρου 299 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο αυτό περιλαμβάνεται στο Τμήμα 26 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα που αφορά στα αδικήματα κατά του ανταγωνισμού (άρθρα 298 έως 302), φέρει τίτλο «ενεργητική και παθητική δωροδοκία σε εμπορικές υποθέσεις», αφορά στη δωροδοκία υπαλλήλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, που πλήττουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό και διώκεται κατ` έγκληση (άρθρο 301 παρ. 1), εκτός εάν η Εισαγγελία κρίνει απαραίτητη για το δημόσιο συμφέρον την αυτεπάγγελτη δίωξη, κάτι που δεν προκύπτει από την υπό κρίση διάταξη ότι συνέβη. Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, ανεξαρτήτως του ότι δεν προκύπτει από την ως άνω εισαγγελική διάταξη ότι η διενεργηθείσα έρευνα από τον Εισαγγελέα του Κίελου αφορά στα ίδια πραγματικά περιστατικά με αυτά για τα οποία κατηγορείται ο προσφεύγων στην Ελλάδα, το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ότι δεν πρέπει να απαγγελθούν κατηγορίες σε βάρος του, στη Γερμανία, αφορά σε τελείως διαφορετικό αδίκημα από την παθητική δωροδοκία που του αποδίδεται, στην Ελλάδα, φέροντας την ιδιότητα του υπαλλήλου. Η τελευταία αυτή δωροδοκία μάλιστα προβλέπεται από τα άρθρα 331 έως 335 του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα, που βρίσκονται στο 30ο Τμήμα αυτού και αφορά στα αδικήματα περί την υπηρεσία, που διώκονται αυτεπάγγελτα. Επομένως, με τα αδικήματα αυτά (των άρθρων 299 και 331 επ. του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα) πλήττονται διαφορετικά έννομα αγαθά, υφίσταται μεταξύ τους αληθινή κατ` ιδέαν συρροή και δεν κωλύεται η άσκηση ποινικής δίωξης στην Ελλάδα κατά του κατηγορούμενου για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας, που αφορά σε εγκλήματα σχετικά με την υπηρεσία ακόμη και αν είχε εκδοθεί απαλλακτική απόφαση κατ` αυτού για το αδίκημα της εμπορικής δωροδοκίας που στρέφεται κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που έχει τεθεί στο αρχείο με διάταξη η ποινική δικογραφία σε βάρος του. Και τούτο διότι, στην περίπτωση της κατ` ιδέαν συρροής, κατά την οποία με την αυτή ενέργεια του δράστη τελούνται περισσότερα εγκλήματα (άρθρο 94 παρ. 2 ΠΚ), το δεδικασμένο εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη και συνεπώς δεν κωλύει τη νέα δίωξη για την κατ` ιδέαν προς την πρώτη αληθώς συρρέουσα και μη κριθείσα άλλη αξιόποινη πράξη, έστω και αν ένα από τα περισσότερα στοιχεία της τελευταίας πράξεως απετέλεσε συγχρόνως στοιχείο του ήδη κριθέντος εγκλήματος (ΑΠ Ολ 1110/1982 ΠοινΧρ 1983, 379, ΑΠ 1699/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1246/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 19/2007 ΠοινΧρ 2007, 915). Άλλωστε, ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να διωχθεί στη Γερμανία για το γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα που έχει τελέσει ως υπάλληλος στην Ελλάδα σε Βάρος του Ελληνικού Δημοσίου». Τα παραπάνω, όπως είναι προφανές, δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωσή που υπάρχει ταυτότητα πράξεως και κατηγορουμένου.

  • Στην υπ’ αρίθμ. C-261/09 του ΔΕΕ στις παρ. 38 και 39 αναφέρεται ρητά πως: «Συναφώς, δεν μπορεί να επαφίεται στην κρίση των δικαστικών αρχών κάθε κράτους μέλους να ερμηνεύσουν βάσει του εθνικού τους δικαίου την έννοια των «ίδιων πράξεων» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου. Πράγματι, από την απαίτηση ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι, καθόσον η ως άνω διάταξη δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών σε ό,τι αφορά την ως άνω έννοια, αυτή πρέπει να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C-66/08, Kozłowski, Συλλογή 2008, σ. I-6041, σκέψεις 41 και 42). Αποτελεί επομένως αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία, λόγω της ιδιότητάς της αυτής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως οποιουδήποτε δικαστηρίου έχει επιληφθεί σχετικής διαφοράς, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον τίτλο VII του πρωτοκόλλου αριθ. 36 της ΣΛΕΕ, σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.

Πρέπει να επισημανθεί ότι και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ περιέχεται η αντίστοιχη έννοια των «ίδιων πραγματικών περιστατικών». Στο πλαίσιο αυτό, ο εν λόγω όρος ερμηνεύθηκε υπό την έννοια ότι αφορούσε μόνο το υποστατό των πραγματικών περιστατικών και περιελάμβανε ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω πραγματικών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος (βλ. αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, C- 436/04, Van Esbroeck, Συλλογή 2006, σ. I-2333, σκέψεις 27, 32 και 36, καθώς και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, C-150/05, Van Straaten, Συλλογή 2006, σ. I-9327, σκέψεις 41, 47 και 48)».

  • Στην παρ. 33 της υπ’ αρίθμ. C-467/04 αποφάσεως του ΔΕΕ αναφέρεται ρητά, πως «Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνει το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, έχει εφαρμογή στην περίπτωση αμετάκλητης αποφάσεως συμβαλλομένου κράτους που εκδόθηκε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως και με την οποία κατηγορούμενος απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής του εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη».

  • Επισημαίνεται πως εξαιτίας των παραπάνω δημιουργείται και απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1δ’ ΚΠΔ, αφού παραβιάζονται διατάξεις, που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο. Άλλωστε, η μη δίωξη του κατηγορουμένου για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο, συνιστά υπερασπιστικό του δικαίωμα, το οποίο ρητά προβλέπεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο «Κανένας δεν διώκεται, ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα, για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».-

  • Μάλιστα, και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου-ΕΔΔΑ, στην απόφασή του Sergey Zolotukhin v. Russia (Μείζονα Σύνθεση, 14939/03, 10 Φεβρουαρίου 2009, παρ. 79) συγκαταλέγει το άρθρο 50 του Χάρτη στα διεθνή κείμενα, που θεμελιώνουν την αρχή ne bis in idem και θεμελιώνουν υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου. Εξάλλου, ως γνωστόν το δεδικασμένο αποτελεί «αρνητική δικονομική προϋπόθεση» για την κίνηση της ποινικής δίωξης. Το παραπάνω προκύπτει ρητά από το άρθρο 310 παρ. 1 εδάφιο γ’, σύμφωνα με το οποίο «στην περίπτωση που συντρέχει δεδικασμένο ή δεν υπάρχει η έγκληση, η αίτηση ή η άδεια που απαιτείται για τη δίωξη (άρθρ. 55), το Συμβούλιο κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη». Επομένως, είναι σαφές, πως εν προκειμένω δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1β’ ΚΠΔ, αφού παραβίαζονται διατάξεις που αφορούν στην «κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα» (ίδετε Λυμπερόπουλος Λ., Η ανίσχυρη διαδικαστική πράξη, 2008, σελ. 80-81).-

Λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω επιχειρηματολογία η υπ’ αριθμ. 1665/2019 απόφαση του Γ’ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, δικαίωσε τον κατηγορούμενο κρίνοντας τα εξής:

Το προαναφερθέν άρθρο 50 του Χάρτη μετά την ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας, τυγχάνει εφαρμογής και επί αποφάσεων μίας δημόσιας αρχής που μετέχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης εντός της οικείας έννομης τάξεως, όπως είναι η Εισαγγελία συμβαλλόμενου κράτους, με τις οποίες παύει αμετάκλητα η ποινική δίωξη σε ένα κράτος μέλος, έστω και αν αυτές λαμβάνονται χωρίς την παρέμβαση Δικαστηρίου και δεν έχουν τη μορφή δικαστικής απόφασης. Τούτο διότι η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή διακηρύσσεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, σε διαδικασίες που οδηγούν εξάλειψη της δυνατότητας άσκησης δίωξης και διεξήχθησαν σε άλλο κράτος μέλος χωρίς την παρέμβαση Δικαστηρίου, δεν μπορεί να εξαρτάται από την προϋπόθεση να μην απαιτεί ούτε η νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους παρόμοια παρέμβαση Δικαστηρίου (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, υπόθεση C-486/14, Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 11ης Φεβρουάριου 2003, υπόθεση C-187 και C-385/01, σκέψεις 28, 34 και 38, ιστοσελίδα curia.europa.eu). Προκειμένου να κριθεί αν μία διάταξη αποτελεί απόφαση με την οποία κάποιος δικάζεται αμετάκλητα, κατά την έννοια του άρθρου 50 του Χάρτη, πρέπει να εξακριβώνεται αν η διάταξη αυτή εκδόθηκε κατόπιν εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, υπόθεση C-486/14, οπ.π.). Τέλος, η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας λόγω νεώτερων ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, κατά το άρθρο 4 παρ. 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεδομένης της ανάγκης να ελέγχεται αν τα στοιχεία που προβάλλονται είναι πράγματι καινούρια στοιχεία, κάθε νέα διαδικασία που στηρίζεται σε αυτή τη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορεί να κινηθεί μόνο στο συμβαλλόμενο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εκδόθηκε η επίμαχη διάταξη (Ε.Δ.Α.Α. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, υπόθεση C-398/12, ιστοσελίδα curia.europa.eu).

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Μ.Δ.Ε. Ποινικού Δικαίου