Παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο για λόγους επιείκειας

Η υπ’ αριθμ. 397/2016 απόφαση του Μονομελους Πρωτοδικείου Κω εξέτασε το ζήτημα της παραχώρησης της οικογενειακής στέγης στον ένα σύζυγο, κατά τη διάρκεια της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, για λόγους επιείκειας, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ιδιοκτήτης αυτής. Παρατίθενται κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης:

«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1393 εδ. α ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας, ενόψει των ειδικών συνθηκών καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στα πλαίσια της εξουσίας του για προστασία της οικογένειας σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, έχει το δικαίωμα να παραχωρήσει την αποκλειστική χρήση ολόκληρου ή τμήματος του ακινήτου, που χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη, στον ένα από τους συζύγους. Η εν λόγω παραχώρηση γίνεται με βάση τις ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατό να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση αυτή να γίνεται και προς το σύζυγο που δεν έχει εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα στο ακίνητο (ΑΠ 1880/2008 Nomos, ΑΠ 1630/2002 ΝοΒ 2003, 1209, ΑΠ 792/2000 ΕλλΔνη 41, 1648, ΕφΑθ 5040/2010 ΕλλΔνη 2013, 480, ΕφΘεσ 2416/1996 Αρμ 1996.1222, ΕφΘεσ 320/1995 ΕλλΔνη 37, 358). Η δικαστική απόφαση, εξάλλου, που ρυθμίζει τη χρήση της οικογενειακής στέγης ισχύει όσο διαρκεί η διάσταση των συζύγων και παραμένουν αμετάβλητα τα πραγματικά περιστατικά που την υπαγόρευσαν. Η μεταβολή των πραγματικών περιστατικών επιτρέπει την αναθεώρηση της απόφασης και την έκδοση νέας (ΕφΑθ 1073/2006 ΕλλΔνη 2007, 609, ΕφΑθ 9076/2003 ΕλλΔνη 45, 895), ενώ, εάν δε ζητηθεί η αναθεώρηση, η απόφαση παύει να ισχύει αυτοδικαίως όταν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος…»

Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο αιτών ζήτησε να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο, η παραχώρηση σε αυτόν προσωρινά της αποκλειστικής χρήσης της συζυγικής οικίας, ιδιοκτησίας της συζύγου του, επικαλούμενος επείγουσα περίπτωση λόγω ειδικών συνθηκών, που αφορούσαν στο πρόσωπό του.

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, κρίνοντας ότι «…Ενόψει όλων των παραπάνω πιθανολογούμενων παραδοχών, ιδίως των νέων συνθηκών ζωής των διαδίκων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, της μειωμένης οικονομικής κατάστασης του αιτούντος και της προσωρινής αδυναμίας του να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες, επιπλέον δε, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι τα τέκνα των διαδίκων είναι σήμερα ηλικία 22 και 17 ετών αντίστοιχα και διαμένουν μόνιμα, όπως προεκτέθηκε, στην Αθήνα, η δε παραμονή του πατέρα τους στην άνω οικία δεν εμποδίζει την μετάβαση των ιδίων, όπως και της καθ` ης, στην Κω και την ευχερή και απρόσκοπτη (λόγω και της ευρυχωρίας της ως άνω οικίας) διαμονή τους στην οικία αυτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγοι επιεικείας επιβάλλουν, ενόψει και των ειδικών συνθηκών κάθε διαδίκου, να παραχωρηθεί προσωρινά στον αιτούντα η χρήση της οικογενειακής στέγης…»

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Μετεγκατάσταση μητέρας στο εξωτερικό

Την υπ’ αριθμ. 4374/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) απασχόλησε το ζήτημα της μετεγκατάστασης στην αλλοδαπή, μητέρας η οποία ασκούσε μέχρι πρότινος την επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου, και το δικαίωμα του πατέρα να ζητήσει την αφαίρεση της επιμέλειας του από την μητέρα και την ανάθεσή της σε αυτόν. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην ανωτέρω απόφαση: 

«Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510 § 1, 1511 § 1, 1513 § 1 εδ. πρώτο, 1514 και 1518 § 1 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα:… Ως κατευθυντήρια γραμμή και βασικό κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων στον έναν από τους γονείς τους, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της ασκήσεως αυτής είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον έναν ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου (ΑΠ 537/ 2012 ΝοΒ 2012. 2359). Επίσης για την ανάθεση της γονικής μέριμνας σε κάποιον γονέα λαμβάνονται υπόψη η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξής του (βλ. ΑΠ 425/1990, ΕλλΔνη 31. 997, ΕφΑθ 9281/1986, ΕλλΔνη 28. 1276, ΕφΑθ 1151/1986, ΕλλΔνη 27. 153) και οι δεσμοί του με τρίτα πρόσωπα (και πέρα από τους συγγενείς του) ή πράγματα. […]Κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα τού ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγωγήσεως και της περιθάλψεως του ανηλίκου τέκνου, και οι, έως τότε, δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης των τέκνων χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, εκτός αν συντρέχει ειδικός λόγος. Για το σκοπό τούτο λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα, η πνευματική ανάπτυξη, η παιδαγωγική καταλληλότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας (βλ. ΑΠ 952/2007, ΕλλΔνη 50. 1666[…] Για την κρισιολόγηση των στοιχείων, που οδηγούν στο σκοπό αυτό, πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν υπέρτερες οικονομικές δυνάμεις του ενός γονέα, να μη γίνεται επιλογή του γονέα με βάση το φύλο, τη γλώσσα, την ιθαγένεια, τις όποιες πεποιθήσεις του, να μην είναι καθοριστικό στοιχείο επιλογής ή απορρίψεώς του το γεγονός ότι πιθανόν είναι υπαίτιος της διασπάσεως της εγγάμου συμβιώσεως (βλ. ΑΠ 1019/1994, ΕΕΝ 62. 615, ΑΠ 4140/1991, ΝοΒ 39. 1104, ΑΠ 728/ 1999, ΕλλΔνη 22. 324, ΑΠ 1968/1988, ΝοΒ 37. 1044, ΑΠ 283/1986, 180/1986, ΕλλΔνη 1986. 1288, 496), εφόσον ο κακός σύζυγος δεν είναι απαραιτήτως και κακός γονέας […] Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1518 § 1 του ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει, πέραν των ανωτέρω αναφερομένων, και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Τέλος, στο άρθρο 5 της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης της 25.10.1980, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2102/1992, ορίζεται ότι: «Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης: α) το «δικαίωμα επιμέλειας» περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στη μέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, β) το «δικαίωμα επικοινωνίας» περιλαμβάνει το δικαίωμα να μεταφέρει κάποιος το παιδί για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τον τόπο της συνήθους διαμονής του». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο γονέας στον οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου τέκνου, έχει δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής του, στα πλαίσια δε αυτού του δικαιώματος μπορεί να απομακρύνει το τέκνο από την Ελλάδα και να το εγκαταστήσει σε άλλη χώρα της επιλογής του (βλ. ΕφΘ 485/1999 Αρμ 2001. 480). Στην περίπτωση αυτή, ο άλλος γονέας έχει δικαίωμα, στα πλαίσια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας με το τέκνο, να το μεταφέρει στην Ελλάδα (όπου είναι ο τόπος της δικής του διαμονής) για ορισμένο χρονικό διάστημα, η διάρκεια του οποίου θα ορισθεί από το δικαστήριο με τη ρυθμίζουσα την άσκηση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας δικαστική απόφαση(Γνμδ ΕισΑΠ1/1999,ΝοΒ48,272.) Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά του τέκνου από τον γονέα που έχει την επιμέλειά του στο εξωτερικό μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα του άλλου γονέα να ζητήσει την αφαίρεση της επιμέλειας και την ανάθεσή της σε αυτόν στα πλαίσια του συμφέροντος του τέκνου (1511 ΑΚ) […]

«…Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, κατά τον θρησκευτικό τύπο, στις … στην Πολιτεία Κηφισιάς από τον οποίο απέκτησαν στις … ένα τέκνο, την Α.Φ.Δ.** Κατόπιν προβλημάτων που παρουσιάστηκαν κατά την έγγαμη συμβίωση, οι διάδικοι προέβησαν συναινετικά σε λύση του γάμου τους με την με αριθμό …/2010 απόφαση του δικαστηρίου αυτού, εκδοθείσα με τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Δυνάμει του από 14.01.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο επικυρώθηκε με την παραπάνω απόφαση, οι διάδικοι συμφώνησαν να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου της ανήλικης θυγατέρας τους στην καθ’ ης η αίτηση ενώ ρυθμίστηκε η άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας του αιτούντος με την ανήλικη. Κατά τα έτη που ακολούθησαν, οι διάδικοι, με γνώμονα το συμφέρον της ανήλικης διατήρησαν αρμονικές σχέσεις. Ειδικότερα, ο αιτών καταβάλλει αδιαλείπτως το ποσό των 350 ευρώ, που είχε συμφωνηθεί με το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό ως συνεισφορά του ιδίου στις ανάγκες διατροφής της ανήλικης, ενώ επιπλέον καλύπτει και άλλα έξοδα του, όπως το ήμισυ των ιατρικών, σχολικών και εξωσχολικών της δαπανών, καθώς και εξ ολοκλήρου τα ασφάλιστρα για τη σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης νοσοκομειακής περίθαλψης. Η δε καθ’ ης η αίτηση, ως ασκούσα την επιμέλεια της ανήλικης, ουδέποτε παρεμπόδισε την επικοινωνία αυτής με τον αιτούντα-πατέρα της, αντιθέτως μάλιστα την ενθάρρυνε, και έτσι το δικαίωμα επικοινωνίας ασκείται τακτικά και πέραν των συμφωνηθέντων με το παραπάνω αναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η ανήλικη να έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς αγάπης με αμφότερους τους γονείς της, έχοντας δε μεγαλώσει σε ένα ήρεμο περιβάλλον, αναπτύχθηκε σε μία ολοκληρωμένη και ώριμη, για την ηλικία της, προσωπικότητα, χωρίς να έχει επιδράσει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της το διαζύγιο των γονέων της. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η καθ’ ης η αίτηση νυμφεύθηκε με τον Αυστραλό υπήκοο και κάτοικο Σύδνευ Αυστραλίας, Α.Μ.**, αποφάσισε δε να εγκατασταθεί, μαζί με το ανήλικο τέκνο των διαδίκων στην παραπάνω πόλη, προκειμένου να συνοικήσει εκεί με το νέο σύζυγό της. Στην απόφασή της αυτή γνωστοποίησε στον αιτούντα, με την από 10.02.2016 εξώδικη πρόσκλησή της, δια της οποίας τον καλούσε να ρυθμίσουν τα σχετικά με την επικοινωνία αυτού με την ανήλικη, ενόψει της παραπάνω επικείμενης μετεγκατάστασης. Πιθανολογήθηκε εξάλλου ότι ο αιτών ουδόλως συμφώνησε με την απόφαση αυτή της καθ’ ης, καθώς θεώρησε ότι δια της παραπάνω μετεγκατάστασης το δικαίωμα επικοινωνίας του με την ανήλικη θυγατέρα του δεν θα ασκείται ουσιαστικά, ακολούθησαν δε συναντήσεις και εξώδικες δηλώσεις και προσκλήσεις προκειμένου να διευθετηθούν τα σχετικά ζητήματα, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, ο αιτών άσκησε την υπό κρίση αίτηση, αιτούμενος να ανατεθεί σε αυτόν η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων. Η επιλογή αυτή του αιτούντος παρά τα περί του αντιθέτου επικαλούμενα από την καθ’ ης δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, καθώς ουδόλως ως αντιφατική μπορεί να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά του, συνιστάμενη αφενός στην ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας και αφετέρου στην αίτηση για ανάθεση σε αυτόν της επιμέλειας της ανήλικης, δεδομένου ότι αυτή εκπορεύεται από την αληθινή ανησυχία του για το μέλλον της ανήλικης και της σχέσης του με αυτή. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω ότι η καθ’ ης προτίθεται, από το Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους, να εγκατασταθεί στην οικία του νέου της συζύγου στο Σύδνεϋ Αυστραλίας, όπου ήδη έχει ανεύρει εργασία. Ο τελευταίος ζει με τα δύο ανήλικα άρρενα τέκνα του, προερχόμενα από προηγούμενο γάμο του, ηλικίας περίπου έντεκα και εννέα ετών. Η γνωριμία, εξάλλου, της καθ’ ης η αίτηση με τον παραπάνω αναφερόμενο νέο σύζυγό της, στα πλαίσια απλών κοινωνικών επαφών, είναι πολυετής, πλην όμως ουδόλως διευκρινίστηκε το χρονικό σημείο έναρξης της ερωτικής της σχέσης με αυτόν, η οποία είχε ως κατάληξη τον γάμο, καθώς ούτε η μάρτυρας της καθ’ ης κατέθεσε περί τούτου με σαφήνεια, περιοριζόμενη να αναφέρει ότι η ίδια έμαθε για τη σχέση προ 1,5 έτους. Πρέπει να σημειωθεί ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έχει κανέναν άλλο δεσμό με την χώρα αυτή (Αυστραλία), καθώς δεν κατοικεί εκεί κανένα συγγενικό ή φιλικό της πρόσωπο. Σο ανήλικο τέκνο των διαδίκων έχει γνωρίσει το νέο σύζυγο της καθ’ ης-μητέρας της, καθώς και τα τέκνα αυτού, πλην όμως η γνωριμία τους περιορίζεται σε ολιγοήμερες επαφές, κατά τη διάρκεια ταξιδιών που η καθ’ ης με την ανήλικη έκαναν στην Αυστραλία και στο Ντουμπάι, καθώς και σε πρόσφατες διακοπές του νέου συζύγου της καθ’ ης με τα ανήλικα τέκνα του στην Ελλάδα. Σημειώνεται ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων και ο νέος σύζυγος της καθ’ ης και τα ανήλικα τέκνα του δεν ομιλούν την ίδια γλώσσα, καθώς αφενός μεν η πρώτη δεν ομιλεί επαρκώς την αγγλική γλώσσα, αφετέρου δε οι λοιποί δεν ομιλούν την ελληνική γλώσσα. Από όλα τα ανωτέρω πιθανολογήθηκαν τα εξής: Η καθ’ ης η αίτηση προτίθεται να εγκατασταθεί, μαζί με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, σε ένα ουσιαστικά άγνωστο για αμφότερες περιβάλλον, και δη σε μία χώρα που απέχει ουσιωδώς τόσο χιλιομετρικά, όσο και ουσιαστικά από την Ελλάδα. Στη χώρα αυτή η ανήλικη θα πρέπεινα προσαρμοστεί σε συνθήκες συμβίωσης με έναν άνδρα, το σύζυγο της καθ’ ης, και δύο ανήλικα αγόρια, τους οποίους ελάχιστα γνωρίζει και με τους οποίους θα έχει, εκ των πραγμάτων, μικρή δυνατότητα επικοινωνίας. Παράλληλα, θα πρέπει να προσαρμοστεί σε ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα, στα πλαίσια του οποίου θα αντιμετωπίσει, εκ της μη γνώσεως της αγγλικής γλώσσας, και τουλάχιστον για το αρχικό χρονικό διάστημα, δυσχέρειες και εμπόδια στη μαθησιακή της εξέλιξη και πρόοδο. Σο τελευταίο αναπόφευκτα θα συμβεί, όσα μέτρα και αν ληφθούν εκ των προτέρων από την καθ’ ης, με την υποβοήθησή της στην εκμάθηση της γλώσσας, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη και η διαφορετικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος της Αυστραλίας από αυτό της Ελλάδας. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων κατά το επερχόμενο σχολικό έτος θα παρακολουθήσει τα μαθήματα της Γ” τάξης του δημοτικού, βρίσκεται συνεπώς σε κρίσιμο σημείο για εκπαιδευτική της εξέλιξη. Πλέον των ανωτέρω, η ανήλικη θα αναγκαστεί να αποκοπεί βίαια από το οικείο και συγγενικό της περιβάλλον. Ειδικότερα, πέραν της τακτικής επαφής της με τον αιτούντα-πατέρα τηςη ανήλικη θα απωλέσει τη συχνή επαφή, που έως τώρα είχε, με τους παππούδες και γιαγιάδες της, τους θείους της, αλλά και με τους φίλους και συμμαθητές της. Η δια ζώσης επαφή εξάλλου, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την τηλεφωνική επικοινωνία, ούτε όμως και από την οπτικοακουστική επικοινωνία μέσω διαδικτύου (skype). Επιπλέον, δεν θα είναι δυνατή η συχνή μετάβαση της ανήλικης στην Ελλάδα, τόσο εξαιτίας της απόστασης, όσο και εξαιτίας της αλλαγής ημισφαιρίου, δεδομένου ότι η Αυστραλία βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, και όσων αυτό συνεπάγεται, όπως είναι η διαφοροποίηση των εποχών, ο αποσυγχρονισμός της ζώνης ώρας και η επίδραση των ανωτέρω στον ανθρώπινο οργανισμό για το χρονικό διάστημα που απαιτείται να μεσολαβήσει μέχρι την προσαρμογή. Τέλος πρέπει να επισημανθεί ότι η εγκατάσταση της ανήλικης στην Αυστραλία, με σκοπό τη συμβίωση της ίδιας και της καθ’ ης η αίτηση-μητέρας της με το σύζυγο της τελευταίας και την οικογένειά του, ουδόλως παρέχει τα εχέγγυα σταθερότητας. Τούτο, δε, ιδίως ενόψει της βραχείας διάρκειας της σχέσης της καθ’ ης με το νέο της σύζυγο, η οποία μάλιστα ήταν, ενόψει των διαφορετικών έως τώρα τόπων κατοικίας τους, εξ αποστάσεως σε συνδυασμό με την επικείμενη συγκατοίκηση δύο ουσιαστικά οικογενειών, με διαφορετικές συνήθειες και τρόπο ζωής και τις δυσχέρειες που αυτή ενέχει. Πιθανολογήθηκε εξάλλου ότι η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων διατηρεί άριστες σχέσεις με τον αιτούντα-πατέρα της με τον οποίο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είχε έως τώρα τακτική επικοινωνία, με συχνές διανυκτερεύσεις στην οικία του, που βρίσκεται στην Αθήνα. Ο αιτών μπορεί να διασφαλίσει ένα σταθερό και άνετο περιβάλλον διαβίωσης για την ανήλικη. Ειδικότερα, ο ίδιος έχει σταθερή κατοικία, την οποία δεν έχει μεταβάλλει από τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσής του με την καθ’ ης και σταθερή απασχόληση, καθώς τυγχάνει δημόσιος υπάλληλος, εργαζόμενος στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με σταθερό ωράριο εργασίας και ικανοποιητικές αποδοχές, λαμβάνοντας περίπου 1.700 ευρώ ως μισθό. Εξάλλου, φροντίζει ο ίδιος για τις διατροφικές ανάγκες της ανήλικης, επιδεικνύει μεγάλη φροντίδα για την καθαριότητα και υγιεινή του σπιτιού του, προκειμένου να διασφαλίζεται η άνετη διαβίωσή της, ενώ ασχολείται ουσιαστικά μαζί της, κατά τον ελεύθερο χρόνο της.Επιπλέον, ενόψει του ότι το ωράριο εργασίας του λήγει στις 15:00, ο αιτών έχει ελεύθερα τα απογεύματά του, ώστε να μπορεί ο ίδιος να ασχοληθεί με την υποβοήθηση της ανήλικης στη σχολική της μελέτη, καθώς και με τις υπόλοιπες εξωσχολικές της δραστηριότητες. Στο έργο του δε αυτό, θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση και αρωγή από τους γονείς του, παππούδες της ανήλικης, οι οποίοι κατοικούν εντός Αττικής και συγκεκριμένα στο Β.Κ.**. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ενόψει της κατοικίας της ανήλικης εντός της πόλης των Αθηνών, θα έχει ανεμπόδιστη επικοινωνία με τους παππούδες της μητρικής γραμμής, καθώς και με το συγγενικό της περιβάλλον. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο αιτών-πατέρας της ανήλικης με τις ενέργειές του και την όλη στάση του δείχνει, πέρα από την αγάπη και στοργή του στο τέκνο του, ότι έχει τα εχέγγυα εκείνα που μπορούν να βοηθήσουν το παιδί στη σωστή του πνευματική, σωματική και ψυχική ανάπτυξη. Εξάλλου, και η ανήλικη, κατά την επικοινωνία που είχε με τη δικαστή του δικαστηρίου αυτού, εξέφρασε την επιθυμία να διαμείνει με τον πατέρα της τον οποία αγαπά εξίσου με τη μητέρα της χωρίς η επιθυμία της αυτή να μεταβάλλεται από την απώλεια της καθημερινής της επαφής με τη μητέρα της εξαιτίας της μετεγκατάστασης αυτής, κατά τα ανωτέρω, στην Αυστραλία. Κατ’ ακολουθία λοιπόν των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη και του προφανούς συμφέροντος του τέκνου, το οποίο, όπως προκύπτει από τις σχετικές για τη γονική μέριμνα διατάξεις (άρθρο 1510 επ. ΑΚ), αναγορεύεται ως το μοναδικό κριτήριο για κάθε απόφαση του Δικαστηρίου, που αφορά την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή του τρόπου άσκησής της (ΑΠ 1976/2008, ΑΠ 1728/1999), επιβάλλει τη διαμονή της ανήλικης στην Ελλάδα, εντός του περιβάλλοντος που η ίδια έχει από τη γέννησή της συνηθίσει, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα στη ζωή της ανάμεσα στα πρόσωπα που αγαπά, και γι’ αυτό θα πρέπει η αποκλειστική επιμέλεια αυτής να ανατεθεί στον αιτούντα πατέρα της…».

Ελευθερία Αγγελούδη,

Ασκούμενη Δικηγόρος

Προσθήκη (1-8-2020)

Ήδη το άρθρο 1519 ΑΚ τροποποιήθηκε ως εξής:

Μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο.

Το εν λόγω άρθρο σκοπεύει να προστατεύσει τον γονέα, που είναι φορέας του δικαιώματος επικοινωνίας. Αναμένεται, όμως, να διευκρινιστεί από την νομολογία ποια είναι η μεταβολή εκείνη του τόπου κατοικίας, η οποία επιδρά “ουσιωδώς” στο δικαίωμα επικοινωνίας, και υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή θα επιτρέπεται με δικαστική απόφαση. Εξάλλου, είναι συχνό το φαινόμενο ο έχων την αποκλειστική επιμέλεια γονέας να αναγκάζεται να μετακομίσει ή και να μεταναστεύσει στο εξωτερικό για εργασιακούς και οικονομικούς λόγους.

Κωνσταντίνος Πικραμένος

Δικηγόρος

Φιλοσοφικές πεποιθήσεις και επιμέλεια τέκνων: Ζητήματα εμβολιασμού και εκπαίδευσης

Η υπ’ αριθμ. 133/2017 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, εξέτασε μια ιδιαίτερη περίπτωση κακής άσκησης της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων από την μητέρα τους. Συγκεκριμένα η μητέρα, η οποία είχε μετοικήσει από το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ελλάδα, αποφάσισε να εγκατασταθεί σε ένα πρόχειρο παράπηγμα, επιθυμώντας να ζήσει με τα παιδιά της μία φυσική ζωή μακριά από τον πολιτισμό, ενώ ούτε ενέγραψε τα παιδιά της σε σχολείο, ούτε τα εμβολίασε. Το Δικαστήριο, εντοπίζοντας τους κινδύνους αποκοπής από εκπαιδευτικές διαδικασίες και μετάδοσης ασθενειών, διέταξε ασφαλιστικά μέτρα και υποχρέωσε την καθ’ ης εγγράψει τα τέκνα σε σχολείο και να τα εμβολιάσει. Σύμφωνα με τα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης:

«…Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3.Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. 4.(…)». Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, το Σύνταγμα ορίζει την ελάχιστη διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, η οποία είναι εννεαετής. […] Ο ν.1566/1985 «Δομή και λειτουργία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α` 167), ορίζει […] στο άρθρο 3: Η φοίτηση είναι υποχρεωτική στο δημοτικό σχολείο και στο γυμνάσιο, εφόσον ο μαθητής δεν έχει υπερβεί το 16ο έτος της ηλικίας του. Όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου και παραλείπει την εγγραφή ή την εποπτεία του ως προς τη φοίτηση τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 458 του Ποινικού Κώδικα». Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 παρ. 2β του ΠΔ 161/2000 «Όταν μαθητής απουσιάζει αδικαιολόγητα και οι γονείς ή ο κηδεμόνας τους δεν επικοινωνούν με το σχολείο, παρ` όλες τις ειδοποιήσεις, αναζητείται η οικογένειά του μέσω της δημοτικής η αστυνομικής αρχής. Στις περιπτώσεις που η αναζήτηση δεν φέρει αποτέλεσμα, αναφέρεται η διακοπή της φοίτησης στον αρμόδιο Προϊστάμενο, στον οποίο υποβάλλονται και τα σχετικά με την αναζήτηση έγγραφα. Ο Προϊστάμενος της Δ/νσης ή του Γραφείου Π.Ε. αναζητεί το μαθητή σε όλα τα σχολεία του νομού. Όταν και αυτή η ενέργεια δεν φέρει αποτέλεσμα ο Προϊστάμενος υποβάλλει σχετική αναφορά στη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του ΥΠ.Ε.Π.Θ. που συνοδεύεται από έκθεση, η οποία περιέχει τα στοιχεία της έρευνας που έγινε. Η αναζήτηση σε όλα τα σχολεία της χώρας γίνεται από τη Δ/νση Σπουδών Π.Ε. του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκ/των».

[…] Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 2676/1999 ορίζεται ότι «Στα πλαίσια της ιατρικής περίθαλψης που παρέχουν οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί αρμοδιότητας Γ.Γ.Κ.Α. και το Δημόσιο στους ασφαλισμένους και τα μέλη της οικογενείας τους καθιερώνεται η υποχρεωτική προληπτική ιατρική, με σκοπό την έγκαιρη διάγνωση και τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της εκδήλωσης ή την αποτροπή της εμφάνισης νοσηρών καταστάσεων. Η προληπτική ιατρική περιλαμβάνει: α. Εμβολιασμούς παιδιών και ενηλίκων, σύμφωνα με το εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού για την Ελλάδα του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας….» Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται η υποχρεωτικότητα της προληπτικής ιατρικής στην οποία εμπεριέχεται και ο εμβολιασμός.

[…] Κατά το συνδυασμό των άρθρων 732 και 735 συνάγεται ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο κάθε πρόσφορο μέτρο ικανό να ρυθμίσει μία κατάσταση, χωρίς να δεσμεύεται από την σχετική αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, η συμπεριφορά της καθ’ής ενέχει δύο κινδύνους για τα τέκνα που διαβιούν μαζί της. Ειδικότερα, αυτόν της αποκοπής από το σχολείο και τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και του κινδύνου της μετάδοσης ασθενειών σε τρίτους, αλλά και της νόσησης των ιδίων των παιδιών. Οι ανωτέρω δε υποχρεώσεις της καθ’ής, ήτοι να εγγράψει τα παιδιά της σε σχολείο και να τα εμβολιάσει, προσκρούουν σαφώς στις φιλοσοφικές της απόψεις και στο δικαίωμα που έχει αυτή για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, απόψεις που δικαιούται να μεταλαμπαδεύσει και στα παιδιά της, των οποίων έχει την επιμέλεια. Εντούτοις όμως ζώντας εντός μίας κοινωνία που οι υποχρεώσεις των προσώπων που την απαρτίζουν καθορίζεται από ρυθμιστικές του κοινωνικού βίου διατάξεις, στην οποία (κοινωνία) σημειωτέον η ίδια αποφάσισε να ενταχθεί μετοικώντας από το εξωτερικό, οφείλει να ρυθμίσει τη ζωή της σύμφωνα με αυτές. […] Συνεπώς υπό το πρίσμα των αιτιάσεων του αιτούντος ότι η καθ΄ής δεν φροντίζει για την εκπαίδευση των τέκνων τους και για την υγεία τους, κρίνεται ότι πρέπει να υποχρεωθεί αυτή να εγγράψει τα κάτω των 16 ετών τέκνα της από το ερχόμενο σχολικό έτος 2017-2018 σε εκπαιδευτικό ίδρυμα καθώς επίσης και να προβεί στον εμβολιασμό των τέκνων της με τα προβλεπόμενα ως υποχρεωτικά εμβόλια σε δημόσιο θεραπευτικό ίδρυμα…»

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό η γνωστή, υπ’ αριθμ. 1424/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξέτασε παρόμοιο ζήτημα, καθώς έκρινε ως κακή άσκηση της επιμέλειας την επιβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων του γονέα σε ζητήματα σχετικά με την ανατροφή του τέκνου. Ειδικότερα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι, αν και δεν πρέπει κατ’ αρχήν να κάνει διάκριση με βάση τη θρησκεία του γονέα, στα πλαίσια της αναζήτησης του συμφέροντος του παιδιού θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνεκτιμώνται οι επιπτώσεις των συγκεκριμένων θρησκευτικών πεποιθήσεων στη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας. Κρίθηκε έτσι πως:

Ο γονέας που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανήλικου παιδιού του και συγχρόνως είναι αφοσιωμένος στις χιλιαστικές δοξασίες είναι αμφίβολο αν θα γνωστοποιήσει έγκαιρα την ανάγκη μετάγγισης αίματος στο παιδί του, που μπορεί να προκύψει ιδιαίτερα από τραυματισμό του στο παιγνίδι ή σε τροχαίο ατύχημα. Λαμβάνοντας δε υπόψη το ζήλο και την επιμονή της ενάγουσας στις νέες της θρησκευτικές δοξασίες, είναι βέβαιο πως άν διαμένει συνεχώς μαζί της ο ανήλικος γιός της θα ασπασθεί και αυτός τις δοξασίες αυτές, αφού η βούλησή του θα κατευθυνθεί έτσι λόγω της ηλικίας του, δεδομένου ότι και από τα διδάγματα της κοινής πείρας συνάγεται πως τα άτομα της ηλικίας αυτής που έχουν ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη στερούνται κρίσεως και πείρας και υπόκεινται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων.

Πλαστά πτυχία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου

Με αφορμή την πρόσφατη νομική επικαιρότητα και συζήτηση σχετικά με το ζήτημα των πλαστών πτυχίων και της απάτης εις βάρος του Δημοσίου αναρτούμε την υπ’ αριθμ. 946/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, στην οποία δικηγόρος του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου ήταν ο εξαιρετικός συνάδελφος κ. Διαμαντής Μπιλιάνης. Συγκεκριμένα έγινε δεκτό πως:

Χρόνος τέλεσης της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος, είναι δε αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επέλευσης της ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος.

Έγινε, λοιπόν, δεκτό πως η τελεσθείσα απάτη είναι έγκλημα στιγμιαίο, κάτι που έχει ευνοϊκές συνέπειες τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό της ως κακουργηματικής ή πλημμεληματικής όσο και ως προς την παραγραφή.

Ολόκληρη η απόφαση είναι προσβάσιμη εδώ.

Ασφαλιστικά μέτρα επίδειξης εγγράφων

Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας, Αριθ. 57/2018 (Ασφ. Μ.), ΝΒ, 2018, σελ. 1467-1470

Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νόμιμου μεριδούχου κατά Τράπεζας για την επίδειξη εγγράφων σχετικών με τους κοινούς λογαριασμούς του κληρονομούμενου. Προϋποθέσεις επίδειξης εγγράφων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται επί μη εκκρεμούς δίκης ως εν προκειμένω (πρβλ. και άρθρα 450 – 452 ΚΠολΔ επί εκκρεμών δικών), για τη θεμελίωση αξιώσεως επιδείξεως εγγράφου προϋπόθεση είναι η κατοχή του εγγράφου χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξιώσεως κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος, αν, μεταξύ άλλων το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν. Οι περιπτώσεις, που προβλέπονται περιοριστικά και διαζευκτικά στην εν λόγω διάταξη, εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και είναι οι εξής: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικώς το συμφέρον αυτού αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου.

Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξιώσεως (ΕφΑΘ 2456/2002 ΕΕμιιΔ 2002. 331). Επίσης, κατά την κρατούσα τόσο στη θεωρία, όσο και στη νομολογία γνώμη, γίνεται δεκτό ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, αυτός, που έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 § 1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος, ενώ μπορεί, ακόμη, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Αν στη σχετική αίτηση δεν περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά των περιστατικών, που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως, αυτή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (ΜΠρΑΘ 7533/ 2000 ΔΕΕ 2001. 284. ΜΠρΑΘ 11843/1997, ΕΤρΑξ ΧρΔ 1999. 673).

Σημειώνεται ότι, κατά την ως άνω κρατούσα γνώμη, η, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινή ρύθμιση της ως άνω διαφοράς, δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 § 4 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την πλήρη ικανοποίησή του, αρκετή η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνισταμένου στη γνώση του ασφαλιστέου δικαιώματος, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ εαυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού [ΑΠ 1613/ 2000 ΕλλΔνη 42. 681, ΠΠρΘ13436/1993 ΕΤρΑξ ΧρΔ 1994. 67, ΜΠρΠειρ 5768/ 2005 ΔΕΕ 2006. 775, ΜΠρΑΘ 8604/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2380/ 2003 ΕΝαυτΔ 2003. 55, ΜΠρΘ 23434/2001. Αρμ 2002. 8, ΜΠρΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001. 97. Βαθρακοκοίλης, ΕρμΚΠολΔ τ. Δ’ στο άρθρο 692 αριθ. 12 ο. 101 – 102, Κρουσταλάκης «Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ» Δ 1. 649, Τζίφρας Ασφαλιστικά Μέτρα Έκδ. 1980 ο. 321, ειδικά επί κοινού λογαριασμού: (ΜΠρΘ 9211/ 2016. ΔΕΕ 2017. 74, ΜΠρΑΘ 5271/2014, ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΟ 77/2015. ΝΟΜΟΣ)], ή διότι η επίδειξη διατάσσεται προς διασφάλιση των συμφερόντων του αιτούντος, λόγω της βραδύτητας της οριστικής εκδικάσεως του σχετικού αιτήματος, σε συνδυασμό και με το γεγονός της μη επελεύσεως βλάβης στον καθ’ ου από την επίδειξη του εγγράφου (…)

Συστήματα βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας

«Όταν οι πράξεις επεξεργασίας ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ευθύνεται για τη διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων, ώστε να αξιολογήσει, ιδίως, την προέλευση, τη φύση, την πιθανότητα και τη σοβαρότητα του εν λόγω κινδύνου».

Η εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων (ΕΑΠΔ) είναι μια διαδικασία που περιγράφει την επεξεργασία των δεδομένων, αξιολογεί την αναγκαιότητα και την αναλογικότητά της και συνδράμει στη διαχείριση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων.

Η εκτίμηση αντικτύπου αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την πλήρωση της υποχρέωσης λογοδοσίας, καθώς παρέχει συνδρομή στους υπεύθυνους επεξεργασίας για να αποδεικνύουν ότι έχουν ληφθεί τα ενδεδειγμένα μέτρα. Η εκτίμηση αντικτύπου, δηλαδή, είναι μια διαδικασία εμπέδωσης και απόδειξης της συμμόρφωσης.

Βάσει του GDPR, η παράλειψη διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου σε επεξεργασία που υπόκειται σε απαίτηση διενέργειας εκτίμηση αντικτύπου ή η διενέργεια εκτίμησης αντικτύπου με εσφαλμένο τρόπο μπορούν να επιφέρουν διοικητικό πρόστιμο ύψους έως 10 εκατ. ευρώ ή, σε περίπτωση επιχείρησης, έως 2 % του συνολικού παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο.

Τα ελάχιστα στοιχεία μιας έκθεσης αντικτύπου σύμφωνα με τον GDPR είναι:

  • H συστηματική περιγραφή των προβλεπόμενων πράξεων επεξεργασίας και των σκοπών της επεξεργασίας, περιλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας,
  • H εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των πράξεων επεξεργασίας σε συνάρτηση με τους σκοπούς,
  • H εκτίμηση των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και
  • Tα προβλεπόμενα μέτρα αντιμετώπισης των κινδύνων, περιλαμβανομένων των εγγυήσεων, των μέτρων και μηχανισμών ασφάλειας, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και να αποδεικνύεται η συμμόρφωση προς τον παρόντα κανονισμό, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των υποκειμένων των δεδομένων και άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων·

Εκτίμηση αντικτύπου και συστήματα βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας

Η λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης σε χώρους εργασίας διέπεται από ιδιαίτερα αυστηρές προϋποθέσεις, αφού μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στα δικαιώματα των εργαζομένων της επιχείρησης όσο και των συναλλασσομένων με την επιχείρηση. Κατά το μέρος, που δεν έρχεται σε αντίθεση με τον GDPR εξακολουθεί να έχει εφαρμογή η υπ’ αρίθμ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ).

Σύμφωνα με το άρθρο 7 της εν λόγω Οδηγίας το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας. Υπενθυμίζεται πως μετά μετά τις 25 Μαΐου 2018 δεν υφίσταται πλέον υποχρέωση γνωστοποίησης βιντεοεπιτήρησης στην Αρχή.

Το μόνο μέσο, λοιπόν, που διαθέτει ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκειμένου να αποδείξει την σύννομη δράση του και την συμμόρφωσή του με τις απαιτήσεις του GDPR είναι η εκπόνηση εκτίμησης αντικτύπου. Σημειώνεται, μάλιστα, πως η ΑΠΔΠΧ έχει ήδη επιδείξει μεγάλη αυστηρότητα απέναντι σε συστήματα βιντεοεπιτήρησης, τα οποία λειτουργούν παρανόμως. Με την απόφαση της υπ’ αρίθμ. 41/2018, η οποία εκδόθηκε στις 9-5-2018, ήτοι πριν από την εφαρμογή του GDPR, η Αρχή επέβαλε πρόστιμο 50.000 ευρώ σε δικηγορική εταιρία, για την λειτουργία παρανόμου συστήματος βινετοεπιτήρης.

Yπαναχώρηση από σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, σε περίπτωση υπαγωγής στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά

Η υπ’ αριθμ. 660/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου (εκουσία δικαιοδοσία) εξέτασε το ζήτημα της υπαναχώρησης του πωλητή από σύμβαση πώλησης με παρακράτηση κυριότητας, στην περίπτωση που ο αγοραστής έχει υπαχθεί με προσωρινή διαταγή στον νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010). Ειδικότερα με την εν λόγω απόφαση το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση αυτή, η υπαναχώρηση από την σύμβαση πωλήσεως είναι άκυρη, διότι η χορηγηθείσα προσωρινή διαταγή έχει ως συνέπεια την απαγόρευση κάθε μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος-αγοραστή καθώς και κάθε αλλοίωση ή μείωση της περιουσίας του, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης δικαιώματος κυριότητας.

Παρατίθεται κατωτέρω το σχετικό απόσπασμα της υπ’ αριθμ. 660/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου (εκουσία δικαιοδοσία).

«…Εν προκειμένω, με την υπ’αριθμ. 00047288 σύμβαση χορήγησης δανείου χρηματοδότησης αγοράς αυτοκινήτου, η οποία καταρτίστηκε μεταξύ του αιτούντος ως αγοραστή, της πωλήτριας επιχείρησης ………………….. και της δεύτερης καθ’ης ως πιστώτριας, ο αιτών αγόρασε το κατωτέρω αναφερόμενο δίκυκλο όχημα από την πωλήτρια επιχείρηση έναντι τιμήματος ύψους 4.000€, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλει στην πωλήτρια επιχείρηση η δεύτερη καθ’ης – πιστώτρια τράπεζα. Επιπλέον, ως αναλύεται και ανωτέρω, μετά την καταβολή της χρηματοδότησης στον πωλητή, συμφωνήθηκε ρητώς η μεταβίβαση όλης της έννομης σχέσης της πώλησης από την πωλήτρια επιχείρηση στη δεύτερη καθ’ης, το δε όχημα παραδόθηκε στον αγοραστή-αιτούντα μόνο κατά την κατοχή και χρήση του, υπό τον όρο παρακράτησης της κυριότητας και νομής του μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 84 ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καθυστέρησης αποπληρωμής των δόσεων, η πιστώτρια τράπεζα θα είχε το δικαίωμα αφενός να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης και να αξιώσει την παράδοση του ανωτέρω οχήματος και αφετέρου να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, της δε καταγγελίας έχουσας ως συνέπεια να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του δανείου, ήτοι και οι μελλοντικές δόσεις του, ενώ επιπλέον συμφωνήθηκε ότι το μέρος του δανείου που θα είχε αποπληρωθεί μέχρι την αφαίρεση του οχήματος θα θεωρείται μίσθωμα για τη χρήση του και αποζημίωση για τη φθορά του οχήματος (ιδ. όρους 1.7, 1.9 και 1.10 συμβάσεως). Η δεύτερη καθ’ ης μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτηση αίτησης, ήτοι μέχρι την 21-4-2015 δεν είχε υπαναχωρήσει από την ανωτέρω σύμβαση πώλησης, υπαναχώρησε δε την 18.9.2018, ήτοι μία μέρα πριν την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως, επιδίδοντας στον αιτούντα τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2406/18-9-2018 αγωγή της, με την οποία κατήγγειλε τη δανειακή σύμβαση και υπαναχώρησε από τη σύμβαση πωλήσεως (ιδ. προσκομιζόμενη αγωγή και υπ’αριθμ. 7057Β/18-9-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Μαρίας Παππά). Η υπαναχώρηση ωστόσο αυτή είναι άκυρη, ως αντιβαίνουσα στην επί της υπό κρίση αιτήσεως χορηγηθείσα από 12.9.2016 προσωρινή διαταγή της Ειρηνοδίκη Ιλίου, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κάθε μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος και κάθε αλλοίωση ή μείωση αυτής. Δεδομένου ότι το δικαίωμα προσδοκίας κτήσης δικαιώματος κυριότητας του ως άνω οχήματος συνιστά περιουσιακό στοιχείο του αιτούντος, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω περί δυνατότητας ελέγχου της υπαναχωρήσεως ως καταχρηστικής κατ’άρθρο 281 ΑΚ στα πλαίσια της παρούσης, η δεύτερη καθ’ης, εφόσον γίνει δεκτή η αίτηση του αιτούντος, θα μετέχει κανονικά στη ρύθμιση και υποχρεούται να αποδεχθεί την εκπλήρωση της σύμβασης, όπως αυτή θα διαμορφωθεί ως προς το ύψος του οφειλόμενου ποσού, καθώς και τον τρόπο και χρόνο πληρωμής του από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των διατάξεων του Ν.3869/2010. Περαιτέρω, το κατωτέρω αναφερόμενο δίκυκλο όχημα θα εξαιρεθεί από την εκποίηση, καθώς ο αιτών έχει απλή κατοχή και χρήση αυτού και, ως εκ τούτου, το παραπάνω αναφερόμενο όχημα δεν αποτελεί περιουσιακό του στοιχείο (βλ. και την προσκομιζόμενη άδεια κυκλοφορίας στην οποία εμφαίνεται η παρακράτηση κυριότητας), πλην όμως σε περίπτωση τήρησης της παρούσας ρυθμίσεως θα καταστεί στο μέλλον κύριος και νομέας αυτού, ως αναλύεται και ανωτέρω…»

Η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει στην παρούσα μελέτη είναι η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων κατηγορίας, διαδικασία η οποία ρυθμίζεται προεχόντως από το άρθρο 226Α ΚΠΔ. Το άρθρο αυτό εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη υπό την επιρροή πλήθους διεθνών νομικών κειμένων, τα οποία δεν αφομοιώθηκαν πάντοτε με επιτυχία από τον Έλληνα νομοθέτη.

Συνοπτικά, στις 2 Σεπτεμβρίου 1990 ξεκίνησε η εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού του Ο.Η.Ε., η οποία κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 2101/1992. Στις 18 Ιανουαρίου 2002 τέθηκε σε ισχύ το Προαιρετικό Πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με την εμπορία παιδιών, την παιδική πορνεία και παιδική πορνογραφία, το οποίο κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 3625/2007.

Στο άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου αυτού καταγράφεται πως τα Κράτη Μέρη υιοθετούν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των παιδιών-θυμάτων μεταξύ άλλων: αναγνωρίζοντας την ευπάθεια των παιδιών-θυμάτων και προσαρμόζοντας τις διαδικασίες για την αναγνώριση των ιδιαίτερων αναγκών τους, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι ιδιαίτερες ανάγκες τους ως μαρτύρων, ενημερώνοντας τα παιδιά-θύματα για τα δικαιώματά τους, τον ρόλο τους και το πλαίσιο, τον χρόνο και την πρόοδο της διαδικασίας και την έκβαση των υποθέσεών τους, προστατεύοντας, ως αρμόζει, την ιδιωτική ζωή και την ταυτότητα των παιδιών-θυμάτων. Τονίζεται, όμως, παράλληλα πως καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να θίγει ή να είναι ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη και αμερόληπτη δίκη.

Με βάση τα παραπάνω ο Έλληνας νομοθέτης έκρινε πως ήταν επιβεβλημένο να προβεί σε ριζικές αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι με το τρίτο άρθρο του νόμου 3625/2007 προστέθηκε το άρθρο 226Α για πρώτη φορά στον ΚΠΔ, ενώ έγιναν και άλλες τροποποιήσεις στην ημεδαπή νομοθεσία προκειμένου να ληφθούν μέτρα προστασίας των ανηλίκων.

Το 2007 υπεγράφη από τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Lanzarote η Σύμβαση για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Η Σύμβαση αυτή κυρώθηκε από την χώρα μας με τον νόμο 3727/2008, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 226Α ΚΠΔ, αφού η χώρα μας ανέλαβε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τον τρόπο διεξαγωγής των συνεντεύξεων με ανηλίκους.

Λίγα χρόνια αργότερα η Οδηγία 2012/29/ΕΕ συστηματοποίησε τους κανόνες για την προστασία των θυμάτων κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας1 και ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον νόμο 4267/2014, ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 226Α του ΚΠΔ. Επειδή, όμως, κρίθηκε πως η εφαρμογή των προστατευτικών για τα ανήλικα θύματα προβλέψεων της Οδηγίας δεν εφαρμόστηκε στην πράξη2 με την αναμενόμενη επιτυχία ο Έλληνας νομοθέτης επανήλθε ψηφίζοντας τον νόμο 4478/2017, ο οποίος μεταξύ άλλων τροποποίησε εκ νέου το άρθρο 226Α ΚΠΔ φιλοδοξώντας να αποτρέψει την περαιτέρω θυματοποίηση των παιδιών κατά τη διερεύνηση των σε βάρος τους διαπραχθέντων ποινικών αδικημάτων.

Μετά, λοιπόν, από την πλέον πρόσφατη τροποποίησή του, η οποία έλαβε χώρα με τον ν. 4478/2017 το άρθρο 226Α ΚΠΔ έχει ως εξής:

«1. Κατά την εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/ 2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγµατογνώµων, ειδικά εκπαιδευµένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων ή που περιλαµβάνεται στον πίνακα πραγµατογνωµόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρµόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208. Η εξέταση ως µάρτυρα του ανήλικου θύµατος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυµάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασµένους και προσαρµοσµένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και µε όσο το δυνατόν περιορισµένο αριθµό συνεντεύξεων.

2. Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιµάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόµενος προς τούτο µε τους προανακριτικούς υπαλλήλους και µε τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιµοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές µεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση µε τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος µπορεί να συνοδεύεται από τον νόµιµο εκπρόσωπό του, εκτός αν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού µε αιτιολογηµένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συµφερόντων ή ανάµειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώµενη πράξη.

3. Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο, όταν αυτό είναι δυνατόν. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.

4. Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως.

5. Μετά την εισαγωγή της υπόθεσης που αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.

6. Η διάταξη του άρθρου 239 §2 εφαρμόζεται ανάλογα και επί ανηλίκων θυμάτων των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 πράξεων. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνική έρευνα μπορεί να διεξαχθεί και από κοινωνικούς λειτουργούς δήμων ή νομαρχιών.».

Οι βασικές ρυθμίσεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ

Βασικός στόχος του άρθρου 226Α ΚΠΔ είναι η προστασία του ανηλίκου- θύματος σεξουαλικής κακοποίησης και η εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από συναισθήματα κατάθεσης3. Όπως προκύπτει και από το Κεφ. Α1 παρ. 4 της αιτιολογικής έκθεσης του Ν. 3625/2007 η παρουσία παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου κατά την εξέταση του παιδιού έχει ως σκοπό τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και ασφάλειας4, προκειμένου το ανήλικο θύμα να καταθέσει χωρίς να αισθάνεται κίνδυνο, φόβο και απομόνωση. Η ακολουθούμενη διαδικασία, λοιπόν, στοχεύει στην εξασφάλιση αντικειμενικής και ανεπηρέαστης από τα συναισθήματα κατάθεσης των ανηλίκων θυμάτων5, αλλά και στην αποτροπή του περαιτέρω ηθικού τραυματισμού του φερόμενου ως παθόντος ανηλίκου6.

Όσον αφορά στην παρουσία τρίτων προσώπων, κατά τη διάρκεια αποκλειστικά της εξέτασης -και όχι της προετοιμασίας7– του ανηλίκου, η παράγραφος δύο του άρθρου 226Α ΚΠΔ επιτρέπει την παρουσία του κηδεμόνα του ανήλικου θύματος εκτός κι αν με απόφαση του ανακριτή αυτό απαγορευτεί για σπουδαίο λόγο, όπως είναι η ανάμιξη του κηδεμόνα στην υπόθεση ή η ύπαρξη μιας κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων. Η ρύθμιση αυτή, αν και σε πρώτη ανάγνωση φαντάζει εύλογη, είναι προβληματική, καθώς οι κηδεμόνες των ανηλίκων είναι εξαιρετικά πιθανόν να έχουν ήδη ακούσει μια πρώτη αφήγηση των γεγονότων από τoν ανήλικο, με αποτέλεσμα έστω και άθελα τους να έχουν συγκεκριμένες προσδοκίες, που θα εμποδίσουν την απολύτως ελεύθερη εξιστόρηση των γεγονότων από τον ανήλικο. Για τον λόγο αυτό έχει υποστηριχθεί πως θα ήταν προτιμότερο οι ανήλικοι να εξετάζονται χωρίς την παρουσία άλλων προσώπων και ειδικά των προσώπων εκείνων, τα οποία εκ του ρόλου τους έχουν εξουσία επάνω τους8. Η συγκεκριμένη, όμως, νομοθετική επιλογή αποτέλεσε διεθνή υποχρέωση της χώρας μας9.

Αντίθετα, η παρουσία του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου κατά την διαδικασία της εξέτασης αποκλείεται σε κάθε περίπτωση. Η απαγόρευση αυτή προκύπτει ευθέως από την γενική διάταξη του άρθρου 97 παρ.1 ΚΠΔ, από την οποία προβλέπεται εξαίρεση μονάχα στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 219 ΚΠΔ10. Επιπλέον αποκλείεται και η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου εκ μέρους του κατηγορουμένου. Η απαγόρευση αυτή, όπως δέχεται και η νομολογία11, προκύπτει ρητά από το γράμμα του άρθρου 226Α σύμφωνα με το οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 204-208 ΚΠΔ περί πραγματογνωμοσύνης.

Παρότι, δηλαδή, στο ίδιο το άρθρο γίνεται χρήση του όρου πραγματογνωμοσύνη γίνεται, επίσης, ρητή μνεία πως οι διατάξεις των άρθρων 204-208 Κ.Π.Δ. δεν εφαρμόζονται. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ειδική διαδικασία, διαφοροποιημένη από τις συνήθεις ρυθμίσεις του ΚΠΔ. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι το προϊόν της εργασίας του πραγματογνώμονα χαρακτηρίζεται από τον νομοθέτη ως “έκθεση” και όχι ως γνωμοδότηση, όπως στο άρθρο 198 ΚΠΔ.

Έτσι, η δυνατότητα του κατηγορουμένου να θέτει ερωτήσεις στον ανήλικο περιορίζεται μονάχα στην περίπτωση της παραγράφου πέντε του άρθρου 226Α ΚΠΔ12. Σύμφωνα με αυτή, αφού η υπόθεση έχει εισαχθεί στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την συμπληρωματική εξέταση του ανηλίκου, στον οποίον θα τεθούν πρόσθετες ερωτήσεις μέσω του ανακριτικού υπαλλήλου. Η ικανοποίηση, όμως, του αιτήματος αυτού βρίσκεται, σαφώς, στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Με βάση τη συγκεκριμένη νομοθετική πρόβλεψη, ο μοναδικός τρόπος για να ελεγχθεί η αμεροληψία και η επιστημονική ορθότητα της εξέτασης του ανήλικου είναι η καταγραφή της σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Μέχρι την τροποποίηση, που επέφερε ο νόμος 4478/2017, η διαδικασία αυτή ετίθετο ως δυνατότητα και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ο κατηγορούμενος καλείτο να εμπιστευτεί τυφλά την έγγραφη αποτύπωση της κατάθεσης του ανηλίκου, η οποία γίνεται με ευθύνη των ανακριτικών οργάνων.

Επισημαίνεται, πάντως, πως η παράγραφος 4 του άρθρου 226Α ΚΠΔ δεν τροποποιήθηκε, όπως ήταν απαραίτητο, προκειμένου να προβλέπει ρητά πως και η προβολή της βιντεοσκοπημένης κατάθεσης του ανηλίκου στο ακροατήριο είναι υποχρεωτική. Τέτοια, όμως, είναι η ενδεδειγμένη ερμηνεία της εν λόγω παραγράφου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η νομοθετική πρόβλεψη περί υποχρεωτικής βιντεοσκόπησης της κατάθεσης του ανηλίκου θα ήταν άνευ νοήματος.

Εξάλλου, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η αναπαραγωγή κατά την διάρκεια της δίκης της βιντεοσκοπημένης εξέτασης του μάρτυρα θεωρείται πως επιτρέπει στο δικαστήριο και στον κατηγορούμενο να παρατηρήσουν την συμπεριφορά του μάρτυρα και να σχηματίσουν την δική τους άποψη για την αξιοπιστία του. Η άποψη αυτή πέρα από τις αποφάσεις D.T. v. The Netherlands13, Rosin v. Estonia14 και González Nájera v. Spain15, εντοπίζεται και σε άλλες πρόσφατες αποφάσεις του ΕΔΔΑ16, οι οποίες δεν σχετίζονται με την εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων, οι οποίοι είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.

Όσον αφορά στον αριθμό των διενεργούμενων συνεντεύξεων με τον ανήλικο επισημαίνεται από τη νομολογία πως πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη μέριμνα από τον ανακριτή, ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε επιπλέον εξέταση του ανηλίκου, που φέρεται ως θύμα, προκειμένου να αποφεύγεται η περαιτέρω θυματοποίησή του και η πρόκληση δυσμενών συνεπειών στην ψυχοσύνθεσή του17. Αυτό επιτάσσει, άλλωστε, και η σύμφωνη με το δίκαιο της Ε.Ε. ερμηνεία των νόμων, αφού η αποφυγή περιττών εξετάσεων του ανηλίκου αποτελεί ξεκάθαρο σκοπό της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ως περιττή μια επιπλέον εξέταση, εφόσον είναι αναγκαία για την αποκάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας18.

Τέλος, ο ρόλος των προσώπων, που θα εξετάσουν τον ανήλικο μάρτυρα είναι εξαιρετικά σημαντικός, καθώς η ενδεχόμενη έλλειψη επαγγελματισμού και κατάρτισης εκ μέρους τους ενδέχεται όχι μόνο να επιβαρύνουν συναισθηματικά τον ανήλικο, αλλά να καθοδηγήσουν την κατάθεσή του19 και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία της. Και στον τομέα αυτό είναι άκρως σημαντική η μεταρρύθμιση, που επέφερε ο νόμος 4478/2017, αφού πλέον η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται διά του παρισταµένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου, ο οποίος φέρει σαφώς περισσότερα εχέγγυα για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας και την αποφυγή καθοδηγητικών ερωτήσεων και γενικότερα της χρήσης ακατάλληλων μεθόδων.

Η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ

Αρκετές από τις επιλογές του Έλληνα νομοθέτη δεν βρίσκονται σε αρμονία με την σχετική, πρόσφατη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνοπτικά, αναφέρεται πως μια σημαντική παραδοχή του ΕΔΔΑ, η οποία εμφανίστηκε τόσο στην υπόθεση Vronchenko v. Estonia20 όσο και στην υπόθεση Rosin v. Estonia21, είναι πως εφόσον οι εθνικές αρχές ήταν σε θέση να διαπιστώσουν πως ο ανήλικος μάρτυρας δεν θα μπορεί να εξεταστεί στο ακροατήριο, θα πρέπει να μεριμνούν ώστε ο κατηγορούμενος να έχει την ευκαιρία να τον εξετάσει στην προδικασία.

Μάλιστα, προ της αποφάσεως Al-Khawaja and Tahery22 το ΕΔΔΑ είχε νομολογήσει πως ο ανήλικος μάρτυρας θα έπρεπε να είχε εξεταστεί με έναν τρόπο, που να αποτελεί το λειτουργικό ισοδύναμο της κλασικής εξέτασης μαρτύρων23. Μετά την απόφαση Al-Khawaja and Tahery, όμως, το ΕΔΔΑ σε σειρά αποφάσεών του έκανε δεκτό πως είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν αποδεικτικά οι ανέλεγκτες μαρτυρικές καταθέσεις των ανηλίκων μαρτύρων, εφόσον λαμβάνονται επαρκή αντισταθμιστικά μέτρα για την διασφάλιση της αξιοπιστίας τους και συγκεκριμένα αν οι ανήλικοι έχουν εξεταστεί από ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι έχουν αποφανθεί επί της αξιοπιστίας τους24.

Η νομολογία αυτή, η οποία ερμηνεύει το δικαίωμα εξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας αυστηρά λειτουργικά, δεν έχει ακόμα επικρατήσει ολοκληρωτικά25. Ακόμα, όμως, κι αν επικρατήσει, πρέπει να επισημανθεί πως η διαδικασία στην οποία αναφέρεται το ΕΔΔΑ ουδεμία σχέση έχει με την διαδικασία, που ακολουθείται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 226Α ΚΠΔ, αφού καθ’ ημάς δεν προβλέπεται κάποια διαδικασία ελέγχου της αξιοπιστίας του ανηλίκου.

Κριτική και προτάσεις

Σύμφωνα με τον Γ. Τριανταφύλλου ο βασικός ποιοτικός δείκτης μιας δικαστικής απόφασης καθορίζεται από την τήρηση αφενός της αρχής της αμεσότητας και αφετέρου της αρχής της υπεράσπισης, της δυνατότητας, δηλαδή, του κατηγορουμένου να αντιπαρατεθεί με όλα τα αποδεικτικά μέσο στο ακροατήριο26.

Εκκινώντας από την βάση αυτή, επισημαίνουμε πως η βασική κριτική που ασκείται στις διατάξεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ αφορά στον υπερβολικό περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος δεν έχει σε κανένα στάδιο της ποινικής δίκης την ευκαιρία να εξετάσει τον ανήλικο μάρτυρα, ενώ ακόμα και ο συνήγορος του δεν έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί την εξέταση του ανηλίκου και να υποβάλει συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ερωτήσεις, όταν αυτό είναι αναγκαίο27. Εξάλλου, η πρόβλεψη για την δυνατότητα συμπληρωματικής εξέτασης δεν επιλύει το πρόβλημα, αφού η αποδοχή ή μη του αιτήματος βρίσκεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.

Χαρακτηριστική είναι η σχετική έκθεση που συνέταξε η Β’ Διεύθυνση Επιστημονικών Μελετών της Βουλής (τμήμα νομοτεχνικής επεξεργασίας σχεδίων και προτάσεων νόμων) επί του νόμου 3625/2007, με το οποίο, όπως αναφέραμε ανωτέρω, εισήχθη το άρθρο 226Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Συγκεκριμένα διατυπώνεται η άποψη πως σε περίπτωση που δεν γίνει δεκτή η αίτηση του κατηγορουμένου για εξέταση του μάρτυρα είναι δυνατόν να προκύψουν ζητήματα συμβατότητας με το άρθρο 6 §3 εδ. Δ της ΕΣΔΑ.

Σε επίπεδο θεωρίας ο Χαραλαμπάκης επισημαίνει πως με τον αποκλεισμό της δυνατότητας εξέτασης του ανηλίκου προκύπτουν μεγάλες δυσχέρειες στην προσπάθεια για την ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας, καθώς χωρίς τις εκατέρωθεν παρεμβάσεις και παρατηρήσεις δεν είναι δυνατόν να σχηματιστεί ασφαλής εικόνα για τα ερευνώμενα γεγονότα28. Επίσης, υποστηρίζει ότι υπάρχουν ηπιότερα μέσα προκειμένου να προστατευτούν ψυχικά οι ανήλικοι μάρτυρες, όπως η διεξαγωγή της δίκης κεκλεισμένων των θυρών και η υποβολή των ερωτήσεων σε αυτούς μόνο διά του προεδρεύοντος29.

Η Διονυσοπούλου θεωρεί την συγκεκριμένη διάταξη αντίθετη με την νομολογία του ΕΔΔΑ30. Ομοίως, ασυμβίβαστη με την νομολογία του ΕΔΔΑ χαρακτηρίζεται η διάταξη και από τον Γιανακούρα31. Ο Χριστόπουλος εστιάζει την κριτική του στον αποκλεισμό όχι μόνο του κατηγορουμένου, αλλά και του συνηγόρου του από την εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα32, ενώ ο Α. Τριανταφύλλου αναφέρει πως η απαγόρευση διορισμού τεχνικού συμβούλου οδηγεί σε δυσανάλογο περιορισμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων33.

Καταγράφεται, πάντως, πως μέρος της θεωρίας φαίνεται να έχει υιοθετήσει την άποψη πως η εισαγωγή του άρθρου 226Α στον ΚΠΔ με την συγκεκριμένη του μορφή αποτελούσε υποχρέωση της χώρας μας προερχόμενη από διεθνείς συμβάσεις34. Ουδέποτε, όμως, ανέλαβε ο Έλληνας νομοθέτης την υποχρέωση να απαγορεύσει την εξέταση του ανήλικου μάρτυρα από τον κατηγορούμενο με κάθε μέσο, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.

Με βάση όλα τα παραπάνω το άρθρο 226Α ΚΠΔ θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να δίνεται η ευκαιρία στον κατηγορούμενο να συμμετέχει στην εξέταση του ανηλίκου μάρτυρα, μέσω του συνηγόρου ή του τεχνικού του συμβούλου, προκειμένου αφενός να διασφαλίζεται η ορθότητα και αντικειμενικότητα της διαδικασίας και αφετέρου να προβάλλεται αποτελεσματικά η θέση της υπεράσπισης μέσω και της αμφισβήτησης των αντίθετων προς αυτή ισχυρισμών. Με τον τρόπο αυτό ο περιορισμός του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάζει τον ανήλικο μάρτυρα θα εξισορροπείται αποτελεσματικά, αφού θα έχει στην διάθεσή του μια πραγματικά λειτουργικά ισοδύναμη δυνατότητα.

Επιπλέον, είναι απαραίτητο το δικάζον δικαστήριο και ο κατηγορούμενος να έχουν πρόσβαση στο ακριβές περιεχόμενο της κατάθεσης του μάρτυρα, ώστε αφενός να παρατηρούν τις πάσης φύσεως αντιδράσεις του και αφετέρου να ελέγχουν αν τέθηκαν στον ανήλικο καθοδηγητικές ερωτήσεις και αν παρερμηνεύτηκαν ή αποτυπώθηκαν εσφαλμένα τα λόγια και οι ενέργειές του.

Επομένως, η υποχρεωτική βιντεοσκόπηση και προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου μάρτυρα είναι επιβεβλημένη τόσο ως ασφαλιστική δικλείδα υπέρ του κατηγορουμένου για την τήρηση των νόμιμων διαδικασιών όσο και ως, μερική έστω, ικανοποίηση των επιταγών, που απορρέουν από την αρχή της αμεσότητας.

1 Η εν λόγω Οδηγία αντικατέστησε την Απόφαση-Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ.

2 Στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται πως οι διατάξεις του άρθρου 226Α ΚΠΔ για την προστασία των ανηλίκων είχαν παραμείνει «ανεφάρμοστες» στην πράξη. Η διαπίστωση αυτή προκαλεί απορία εξαιτίας της γενικής διατύπωσης, αφού είναι γνωστό πως το άρθρο 226Α ΚΠΔ για την εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων εφαρμόστηκε στην πράξη, ενώ υπάρχει και σχετική νομολογία.

3 ΕφΑθ(ΜΟΔ) 83/2009 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

4 Βλ. την εισηγητική έκθεση του νόμου 3625/2007 σχετικά.

5 ΑΠ 928/2012 (ΤΝΠ ΔΣΑ).

6 ΜΟΕΑθ 381-383, 410-413 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

7 Κατά την προετοιμασία του ανηλίκου για την εξέταση του ως μάρτυρα δεν μπορεί αυτός να συνοδεύεται από κανέναν, διότι η παρουσία άλλου ατόμου κατά το χρόνο διεξαγωγής της διαδικασίας αυτής καταστρατηγεί τον σκοπό του νόμου, επιφέροντας τα αντίθετα αποτελέσματα, εξ ου και ρητά αποκλείστηκε η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 204-208 ΚΠΔ περί των τεχνικών συμβούλων. Βλ. σχετικά ΕφΔωδ 8/2014 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

8 S.l. Ceci, D.F. Ross, M.P. Toglia, Perspectives on Children’s Testimony, Springer-Verlag New York Inc., 1989, σελ. 195.

9 Συγκεκριμένα με την Σύμβαση του Lanzarote ο εθνικός νομοθέτης υποχρεώθηκε ρητά να επιτρέπει στον ανήλικο μάρτυρα να συνοδεύεται από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του κατά την διαρκεια της εξέτασής του.

10 «Οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να παρίστανται με συνήγορο σε κάθε ανακριτική πράξη, με εξαίρεση την εξέταση των μαρτύρων και των κατηγορουμένων, εκτός αν πρόκειται για την περίπτωση της παρ. 2 του άρθρου 219.»

11 ΣυμβΠλημμΡοδ 222/2012 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

12 Σημειώνεται πως η εν λόγω νομοθετική επιλογή δεν αποτέλεσε απόρροια των διεθνών δεσμεύσεων, που έχει αναλάβει η χώρα μας, καθώς από την μελέτη των σχετικών νομικών κειμένων προκύπτει πως σε καμία περίπτωση δεν απαγορεύεται η έμμεση εξέταση του ανηλίκου από τον κατηγορούμενο, μέσω τρίτων προσώπων.

13 D.T. v. The Netherlands, Application no. 25307/10, παρ. 50.

14 Rosin v. Estonia, Application no. 26540/08, παρ. 62.

15 González Nájera, Application no. 61047/13, παρ. 54.

16 Case of Chmura v. Poland, Application no. 18475/05, παρ. 50.

17 Διάταξη Ανακριτή ΠλημμΡεθ 158/2014 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

18 Σύμφωνα με την Σύμβαση του Lanzarote o αριθμός των συνεντεύξεων είναι όσο το δυνατό πιο περιορισμένος και όσο ακριβώς χρειάζεται για το σκοπό των ποινικών διαδικασιών. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν απαγορεύεται η επανάληψή τους, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την διερεύνηση της ουσιαστικής αλήθειας.

19 Καθοδηγητική είναι η ερώτηση, η οποία ενδεικνύει εμμέσως την επιθυμητή απάντηση ή λαμβάνει ως δεδομένα τα γεγονότα, για την διαλεύκανση των οποίων εξετάζεται ευθύς εξαρχής ο μάρτυρας. Η εξέταση με την χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων μπορεί να οδηγήσει είτε στην δημιουργία ψευδών αναμνήσεων είτε ψευδών λεπτομερειών εντός πραγματικών αναμνήσεων, βλ. Edith Greene, Kirk Heilbrun, William H. Fortune, Michael T. Nietzel, Wrightsman’s Psychology and the Legal System 6th Edition, Thomson Wadsworth, 2007, σελ. 407.

20 Vronchenko v. Estonia, Application no. 59632/09, παρ. 65.

21 Rosin v. Estonia, ο.π., παρ. 57-60.

22 Al-Khawaja and Tahery v. the United Kingdom, Grand Chamber, Applications nos. 26766/05 and 22228/06.

23 Μεταξύ άλλων Bocos-Cuesta v. the Netherlands, Application no. 54789/00, παρ. 71.

24 D.T. v. The Netherlands, ο.π., παρ. 50-52, Vronchenko v. Estonia, ο.π., παρ. 64, Rosin v. Estonia, ο.π., παρ. 61.

25 Η αντίληψη αυτή φάνηκε να τροποποιείται στην υπόθεση González Nájera (ο.π., παρ. 49, 56), καθώς στην συγκεκριμένη υπόθεση η αξιολόγηση της κατάθεσης των ανηλίκων από ειδικούς δεν τέθηκε ως το κυρίαρχο σημείο για την διαπίστωση ή μη παράβασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Επειδή, όμως, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικαίωμά του προς εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων κατηγορίας, δεν μας επιτρέπεται να εξάγουμε απολύτως ασφαλή συμπεράσματα. Το ίδιο συμβαίνει και με την πλέον πρόσφατη απόφαση Przydział v. Poland (Application no. 15487/08, παρ. 52) καθώς η κατάθεση της ανήλικης δεν αποτέλεσε εν προκειμένω ούτε το μοναδικό ούτε το αποφασιστικό αποδεικτικό μέσο και επομένως η απόρριψη της σχετικής προσφυγής ως απαράδεκτης ήταν πλήρως αναμενόμενη με βάση την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ.

26 Τριανταφύλλου Γεώργιος, Αρχή της αμεσότητας και προσωπική απόδειξη, ΠοινΧρον ΜΕ, σελ. 410.

27 Παπαδημητράκης Γεώργιος, Η αντιμετώπιση των ανηλίκων θυμάτων στην αγγλική ποινική δίκη, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1014.

28 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Ποινικός Λόγος 2007, σελ. 829. και Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ΠοινΧρον 2011, σελ. 565 επ.

29 Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, ΠοινΧρον 2011, σελ. 565 επ.

30 Διονυσοπούλου Αθανασία, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου στην εξέταση μαρτύρων κατηγορίας, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 208.

31 Γιανακούρας Π. σε Κοτσαλής Λεωνίδας, Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο: Ερμηνεία των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη 2014, σελ. 684.

32 Χριστόπουλος Παναγιώτης, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας κατά το άρθρο 6 παρ.3δ’ της ΕΣΔΑ, ΠοινΔικ 2009, σελ. 1299.

33 Τριανταφύλλου Αναστάσιος, Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης στην ποινική δίκη, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2014, σελ. 256.

34 Καρράς Αργύριος, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Συστηματική Ερμηνεία και Μεθοδολογική κατ’ άρθρο Ανάπτυξη, 3η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σελ. 442.

Αίτηση στον ΕισΑΠ για άσκηση αναίρεσης κατά αθωωτικών αποφάσεων

Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μήνα. Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνον υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α’ , β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και συμπληρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2521/1997, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογραφή της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής. Η προθεσμία του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α’ , β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναστέλλεται κατά τον μήνα Αύγουστο.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση απόφασης οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προσβάλλεται με έφεση, εντός ενός μήνα από τότε που η ανέκκλητη (τελεσίδικη) απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου (ΑΠ 170/2017).

Περαιτέρω, αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να υποβάλλει αίτηση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση σε περίπτωση που αθωωτική απόφαση βαρύνεται με νομικά σφάλματα.

Ωστόσο, συμβαίνει στην πράξη να απορρίπτονται σχετικές αιτήσεις κατά αποφάσεων πρωτοβαθμίων δικαστηρίων με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος άσκησης αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά συγκεκριμένης απόφασης, λόγω παρέλευσης της νόμιμης προς τούτο προθεσμίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, ήτοι αυτής του διμήνου από τη δημοσίευση της απόφασης έως την καταχώρηση της στο ειδικό βιβλίο.

Η συγκεκριμένη άποψη αναπτύσσεται στην υπ’ αριθμόν 1104/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου, της οποίας γίνεται επίκληση όσον αφορά την απόρριψη της αίτησης μας, αναφέρει στο σκεπτικό της όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα τα εξής : “Κατά τη διάταξη του άρθρ. 505 παρ. 2 εδ. α του ΚΠοινΔ «ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (αρ. 483 παρ. 3)» δηλαδή εντός μηνός από την δημοσίευση τους αν αυτές είναι πρωτοβάθμιες. Από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και όπως τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 3 προστέθηκαν με το άρθρο 10 του Ν. 4274/2014, και ορίζει ότι «η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογράφηση της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει την παραγραφή της ποινής», προκύπτει ότι η πιο πάνω τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει μετά την ισχύ της πιο πάνω διατάξεως της παρ. 3, όχι από τη δημοσίευσή της, αλλά από την καταχώρησή της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠοινΔ, ειδικό βιβλίο του Δικαστηρίου, ενώ αν ουδόλως καταχωρηθεί, η αναίρεση είναι πάντα εμπρόθεσμη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί αναίρεση κατά αποφάσεων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων που προσβάλλονται με έφεση: α) εντός μηνός από την δημοσίευσή τους ή β) εντός μηνός από την καταχώρηση τους στο ειδικό βιβλίο μετά από δική του πρωτοβουλία, που πρέπει να εκδηλώνεται εντός δύο μηνών από την δημοσίευση τους. Σε περίπτωση που η απόφαση καταχωρηθεί στο παραπάνω βιβλίο εντός διμήνου με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικαστηρίου που την εξέδωσε τότε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατ’ αυτής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση αυτή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση εναντίον οποιασδήποτε αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ

Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η υπ’ αριθμόν 1104/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου ερμηνεύει το σχετικό άρθρο με τρόπο που θέτει μια προϋπόθεση του παραδεκτού, που ουσιαστικά αποκλείει και παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης στην δικαιοσύνη.

Ειδικότερα, με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ, προστατεύεται ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, αυτό της πρόσβασης στην δικαιοσύνη. Παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη υπάρχει και στην περίπτωση της υπερβολικής τυπολατρίας, η οποία αφορά την ιδιαίτερα αυστηρή ερμηνεία των δικονομικών κανόνων, που μπορεί να στερήσει από τους προσφεύγοντες το δικαίωμα της πρόσβασής τους σε δικαστήριο, όπως είναι οι αυστηρές ερμηνείες προθεσμιών και διαδικαστικών κανόνων.

Συμπερασματικά, η ερμηνεία του άρθρου 473 παράγραφος 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως προϋπόθεσης του παραδεκτού είναι λανθασμένη, καθώς είναι σαφές ότι η προθεσμία που ορίζει η διάταξη είναι ενδεικτική και δεν θέτει δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μετά από αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος. Τα παραπάνω προκύπτουν τόσο από την γραμματική ερμηνεία της διάταξης όσο και από την σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ερμηνεία. Επομένως η προσέγγιση του Αρείου Πάγου, όπως εκφράστηκε με την υπ’ αριθμόν 1104/2015 απόφαση του αποτελεί κατά την κρίση μας υπερβολικό φορμαλισμό και τυπολατρία και σε συνδυασμό με τις αδυναμίες στην οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις του συστήματος, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της καθυστέρησης της καθαρογραφής των αποφάσεων, οδηγεί στην στέρηση και την παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Ελευθερία Αγγελούδη

Συρροή λόγων διαζυγίου

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου (μεταξύ άλλων ΑΠ 1563/2002), από τις διατάξεις του άρθρου 1439 ΑΚ σε συσχετισμό προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1-2 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, δεν συνάγεται, ότι επί συρροής των ως άνω λόγων διαζυγίου ισχύει προτεραιότητα διερευνήσεως και παραδοχής του για συγκεκριμένη χρονική διάσταση λόγου διαζυγίου, δοθέντος μάλιστα και του ότι δεν αποκλείεται η παραδοχή του από την παρ.1 του άρθρου 1439 του ΑΚ λόγου να εξυπηρετεί ηθικό συμφέρον του ενάγοντος.-

 Εξάλλου, αν και κατά τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1439 του ΑΚ, η λύση του γάμου για κάποιον από τους λόγους, που προβλέπονται από αυτές, δεν εξαρτάται από την υπαιτιότητα κανενός από τους διαδίκους συζύγους, είναι προφανές ότι καθένας από αυτούς έχει ηθικό τουλάχιστον έννομο συμφέρον να λυθεί ο γάμος τους για το λόγο που αφορά αποκλειστικά το πρόσωπο του άλλου, δεδομένου ότι ο γάμος είναι κοινωνικός θεσμός κατ’ εξοχήν ηθικός.-

 Πέραν τούτου, ο νομοθέτης κάνει στο άρθρο 1439 ΑΚ ειδική μνεία στην περίπτωση άσκησης ενδοοικογενειακής βίας, προβλέποντας ρητά πως αποτελεί τεκμήριο ισχυρού κλονισμού. Η εν λόγω ρύθμιση προηγείται, μάλιστα, της αναφοράς του νομοθέτη στην διετή διάσταση, κάτι που είναι σύμφωνο, τόσο με τις ειδικές νομοθετικές προβλέψεις περί της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας, όσο και με την συνταγματική προστασία των εννόμων αγαθών.-

 Και πραγματικά θα ήταν μη ανεκτό σε ένα κράτος δικαίου να λύεται ένας γάμος, όπου σημειώθηκαν σοβαρότατα και αποδεδειγμένα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, για οποιονδήποτε άλλο λόγο.-

 Η αιτιολογία μιας τέτοιας απόφασης θα αποτελούσε βαθύτατη προσβολή στην τιμή και στην υπόληψη του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο θα υφίστατο δευτερογενή θυματοποίηση, εφόσον οι δικαστικές αρχές του αρνούνταν το δικαίωμα ουσιαστικής ακροάσεως και αναγνώριζαν την λύση του γάμου του, με αυτόν που το κακοποίησε, για λόγους τυπικούς.-