Αμεροληψία πραγματογνωμόνων και ΕΣΔΑ

Η αντιμετώπιση των πραγματογνωμόνων από το ΕΔΔΑ

Σχετικά με την κατάθεση ειδικών- πραγματογνωμόνων σε μια ποινική δίκη, η οποία προκαλείται από τις ίδιες τις δικαστικές αρχές, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι εντάσσεται στην έννοια της κατάθεσης μαρτύρων και στις εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 3δ΄ της ΕΣΔΑ, αφού η έννοια του μάρτυρα ερμηνεύεται αυτόνομα από τα εθνικά δίκαια των συμβεβλημένων στην ΕΣΔΑ κρατών (Case of J.M. and other v. Austria, 1 June 2017, παρ. 116.) Το αποτέλεσμα είναι να έχει ο κατηγορούμενος το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες, να αμφισβητεί τα πορίσματα τους και να τους εξετάζει απευθείας κατά την διάρκεια της ποινικής δίκης στο ακροατήριο. (Case of Constantinides v. Greece, 6 October 2016, παρ. 38.) Τα ίδια δικαιώματα έχει και το πρόσωπο, που συμμετέχει στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγων.

Η μεροληψία των πραγματογνωμόνων ως παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων

Η αρχή της ισότητας των όπλων είναι ένα από τα στοιχεία της δίκαιης ακρόασης «(fair hairing»), η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. H νομολογία του ΕΔΔΑ συνάγει ερμηνευτικά από το άρθρο 6 παρ. 1 της EΣΔA την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία συνδέεται και με το δικαίωμα σε μια κατ’ αντιδικία διαδικασία. (Μυλωνάς Ιπποκράτης, H σημασία για την ελληνική ποινική δικονομία της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ΄ άρθρο 6 της EΣΔA, ΠοινΧρον 1999, σελ. 789 επ.) Η εν λόγω αρχή επιτάσσει να δίνεται σε κάθε πλευρά το δικαίωμα να παρουσιάζει του ισχυρισμούς της με έναν τρόπο, που δεν την θέτουν σε μειονεκτική θέση, απέναντι στα πρόσωπα με τα οποία «αντιδικεί». (Case of J.M. and others v. Austria, 1 June 2017, παρ. 119)

Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ η κατάθεση ενός πραγματογνώμονα, που καλείται από το δικαστήριο, είναι αναπόφευκτο πως θα έχει ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα (Case of Constantinides v. Greece, 6 October 2016, παρ. 38) λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος πως η κατάθεση του πραγματογνώμονα, επειδή αφορά, συνήθως, έναν ζήτημα, το οποίο βρίσκεται έξω από τον τομέα γνώσης των δικαστών. (Case of Korošec v. Slovenia, 8 October 2015, παρ. 47. )

Η ιδιαίτερη αποδεικτική των καταθέσεών τους οφείλεται, ακόμη, στο γεγονός ότι οι πραγματογνώμονες θεωρούνται πως αποτελούν ουδέτερους και αμερόληπτους βοηθούς του δικαστηρίου, οι δηλώσεις τους φέρουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με εκείνη των τεχνικών συμβούλων και γενικότερα των λοιπών μαρτύρων με ειδικές γνώσεις. (Emmanuello v. Italy, 31 August 1999, και Bönisch v. Austria, 6 May 1985, § 33).

Η αξιολόγηση της κατάθεσης των πραγματογνωμόνων, λοιπόν, είναι καίριας σημασίας για την αξιολόγηση του αν τηρήθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων (Behruz Vazvan against Finland, 3 November 2015,παρ. 29.) Συγκεκριμένα, αξιολογείται ο ρόλος τους και ο τρόπος, με τον οποίο εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. (Case of Michael GALEA against Malta and Edward PAVIA against Malta, 4 July 2017, παρ. 45., Case of Poletan and Azirovik v. the former Yugoslav Republic of Macedonia, 12 May 2016, παρ. 94.) Για τον παραπάνω λόγο η έλλειψη ουδετερότητας ενός πραγματογνώμονα μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και συνεπώς της θεμελιώδους αρχής της δίκαιης δίκης. (Case of Letincic Letinčić v. CROATIA, 3 May 2016 παρ. 51.)

Σε κάθε περίπτωση οι αμφιβολίες εναντίον της αμεροληψίας των πραγματογνωμόνων θα πρέπει να είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες. (Case of Michael GALEA and Edward PAVIA against Malta, 4 July 2017, παρ. 46.)

Δικαιώματα της πολιτικής αγωγής σύμφωνα με την ΕΣΔΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δικαστική ακρόαση, εντός εύλογου χρόνου, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από το νόμο, για την εκδίκαση υποθέσεων για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ή ποινικής κατηγορίας εναντίον του.

Το ΕΔΔΑ προκειμένου να ελέγξει το αν μια ποινική δίκη είναι συνολικά δίκαιη, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, εξετάζει την συνολική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου κτήσης των αποδεικτικών μέσων και λαμβάνει υπόψη τόσο τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου όσο και το συμφέρον της κοινωνίας και των θυμάτων για την τιμώρηση των εγκλημάτων. ( Case of Schatschaschwili v. Germany [GC], 15 December 2015, παρ. 101.)

Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη πολιτικής αγωγής στο εσωτερικό δίκαιο, έστω και με έναν υποτυπώδη εν σπέρματι αστικό χαρακτήρα, τότε αυτή η πολιτική αγωγή εμπίπτει στο πεδίο προστασίας της ΕΣΔΑ. (Αλ.Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, ΠοινΧρον 2010,529) Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ «Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδος», της 3-4-2003:

Όταν η εσωτερική έννομος τάξη προσφέρει προσφυγή στη δικαιοσύνη, όπως η κατάθεση εγκλήσεως με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, τότε το κράτος έχει την υποχρέωση να μεριμνά ώστε αυτή να απολαύει των θεμελιωδών εγγυήσεων του άρθρου 6.

A cet égard, la Cour estime que lorsque l’ordre juridique interne offre un recours au justiciable, tel le dépôt d’une plainte avec une constitution de partie civile, l’Etat a l’obligation de veiller à ce que celui-ci jouisse des garanties fondamentales de l’article 6.

Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει λάβει χώρα και σε πλήθος άλλων αποφάσεων του ΕΔΔΑ, οι οποίες αφορούν την χώρα μας. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις «Γώρου κατά Ελλάδος», της 22-6-2006, «ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος», της 11-4-2002, «Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος», της 16-11-2006, «Γκούσης κατά Ελλάδος», της 29-3-2007 και «Λούλη κατά Ελλάδος» της 31-7-2008.

 

Οι ακυρότητες της προδικασίας

Εισαγωγή: Έννοια ακυροτήτων και σκοπός

Η ποινική δίκη είναι ένας μηχανισμός επιβολής συγκεκριμένης ποινής για συγκεκριμένο έγκλημα, ένας σύνθετος μηχανισμός, ο οποίος αποτελείται από μια αλληλουχία πράξεων που αρχίζουν με την άσκηση της ποινικής δίωξης και ολοκληρώνονται με την έκδοση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Η κάθε επιμέρους δικονομική πράξη είναι ένας κρίκος μιας αλυσίδας, που οδηγεί στην πραγμάτωση τους σκοπού της ποινής δίκης, που δεν είναι άλλος από την απονομή ουσιαστικού ποινικού δικαίου με την έκδοση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

Τα θεμελιώδη αιτήματα της ποινικής δίκης είναι η ταχεία απάντηση στο έγκλημα, ώστε να αποκατασταθεί η κοινωνική ειρήνη και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην έννομη τάξη και η διασφάλιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, ο οποίος πρέπει να προστατευτεί από ενδεχόμενες καταχρηστικές ενέργειες του πανίσχυρου κατασταλτικού μηχανισμού με βάση το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα λοιπά διεθνή κείμενα που δεσμεύουν τη χώρα μας. Η πρόοδός της επιτυγχάνεται αλλά και ελέγχεται από μια σειρά δικονομικών τύπων, οι οποίοι εξασφαλίζουν την ορθότητα της διαδικασίας και γενικότερα την τήρηση των αρχών της δίκαιης δίκης. Κάθε δικονομική πράξη, λοιπόν, αξιολογείται με βάση την τήρηση ή μη των δικονομικών τύπων και οι δικονομικές κυρώσεις για  τις παραβιάσεις δικονομικών πράξεων ή εγγράφων είναι οι ακυρότητες.

Ο Έλληνας νομοθέτης υπό την επιρροή της γαλλικής και της ιταλικής ποινικής δικονομίας έκανε διάκριση μεταξύ των παραβάσεων που αξιολόγησε ως σοβαρές και λιγότερο σοβαρές. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 170 ΚΠΔ στις μικρότερης σημασίας περιπτώσεις η ακυρότητα της δικονομικής πράξης ή του εγγράφου επέρχεται μονάχα όταν απαγγέλλεται ρητά από τον νόμο επιτυγχάνοντας έτσι μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου.

Παράλληλα, όμως, στο άρθρο 171 ΚΠΔ προσδιορίζονται κάποια πλαίσια περιπτώσεων ή γενικών ρητρών, των οποίων η παράβαση κρίνεται από  τον νομοθέτη ως ιδιαίτερα ουσιώδης για την ποινική διαδικασία με αποτέλεσμα να συνεπάγονται και την  απόλυτη ακυρότητα. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, παραβιάζεται τόσο η διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ η οποία λειτουργεί ως πλαίσιο υπαγωγής όσο και μια άλλη διάταξη του ΚΠΔ, η οποία προσδιορίζει την δικονομική παράβαση χωρίς να απειλεί ρητά την επέλευση της ακυρότητας. Οι απόλυτες ακυρότητες λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας συμπεριλαμβανομένου και του Αρείου Πάγου

 Απόλυτη ακυρότητα επιφέρουν οι παραβιάσεις των διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν: α) τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσής του, β) την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο και σε πράξεις της προδικασίας που ορίζονται στο νόμο, γ) την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος, δ) την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα καθώς επίσης και την νομιμότητα της παράστασης του πολιτικώς ενάγοντος στην διαδικασία του ακροατηρίου.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω οι σχετικές ακυρότητες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η έλλειψη ακροάσεως για την οποία θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια περισσότερο αναλυτικά, προτείνονται από τον εισαγγελέα και τους έχοντες έννομο συμφέρον διαδίκους και δεν λαμβάνονται συνεπώς αυτεπαγγέλτως υπόψη. Αυτό έχει τις εξής συνέπειες: Οι διάδικοι και ο εισαγγελέας δεν μπορούν να προτείνουν ούτε τις σχετικές ακυρότητες που προήλθαν από δικές τους ενέργειες ούτε εκείνες που ρητά αποδέχτηκαν.

Χρόνος προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας

Στο σημείο αυτό είμαστε έτοιμοι να περάσουμε στην εξέταση του σύνθετου ζητήματος του χρόνου προβολής των ακυροτήτων της προδικασίας. Σχετικά, λοιπόν, με τον χρόνο προβολής τους καταρχάς ο ΚΠΔ προβλέπει ως απώτατο όριο για τις μεν απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για τις δε σχετικές ακυρότητες της προδικασίας το πέρας αυτής.  Αμετάκλητη καθίσταται η παραπομπή όταν δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου, αν αυτό δεν ασκήθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας ή αν αυτό απορρίφθηκε. Η δε προδικασία περατώνεται πριν από το σημείο έναρξης της προπαρασκευαστικής διαδικασίας κατά το άρθρο 319 ΚΠΔ δια της παραπομπής.

Οι συνέπειες από την μη τήρηση της παραπάνω χρονικής προθεσμίας είναι βαρύτατες, καθώς ακυρότητα που δεν προτάθηκε εντός του παραπάνω χρονικού πλαισίου καλύπτεται. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει εύλογα, λοιπόν, είναι το πόσο η ύπαρξη τέτοιου είδους χρονικών περιορισμών για την προβολή ακυροτήτων της προδικασίας είναι σύμφωνη με το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα ακροάσεως και την ΕΣΔΑ.

Ενδιαφέρον σχετικά παρουσιάζει η ΑΠ 1960/2000 στην οποία αναφέρεται πως η προδικασία δεν είναι απαραίτητη σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, αλλά προβλέπεται προς έλεγχο της κατηγορίας τόσο υπέρ του κατηγορουμένου όσο και υπέρ του νόμου. Σε αυτήν οι εγγυήσεις περί δίκαιης δίκης έχουν αναλογική εφαρμογή, ιδίως όταν λαμβάνονται μέτρα κατά της προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας του κατηγορουμένου. Εν τέλει κρίνεται πως οι δικονομικές διατάξεις, οι οποίες εισάγουν χρονικούς περιορισμούς ως προς την προβολή των ακυροτήτων της προδικασίας δεν αντιβαίνουν στις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ (οι οποίες δεν διακρίνουν ανάμεσα στην προδικασία και στην κύρια διαδικασία) και πιο συγκεκριμένα δεν παραβιάζεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ακουστεί πλήρως κατά τη εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσής του. Εφόσον, δηλαδή, υπάρχει κατά τον ΚΠΔ αρμόδιος δικαστής για να εξετάσει το παράπονο του κατηγορουμένου για τις τυχόν ακυρότητες της προδικασίες, η ύπαρξη ενός χρονικού περιορισμού δεν είναι αυτή καθεαυτή αντίθετη με τις διατάξεις της ΕΣΔΑ.

Τίθεται, βέβαια, ζήτημα στην περίπτωση, που οι χρονικοί περιορισμοί είναι τόσο ασφυκτικοί ώστε στην πράξη το δικαίωμα ακροάσεως του κατηγορουμένου να είναι αδύνατο να ασκηθεί αποτελεσματικά. Συγκεκριμένα θα πρέπει να μας απασχολήσει εάν μετά τις τροποποιήσεις που υπέστη ο ΚΠΔ τα τελευταία χρόνια (και ειδικά με τους νόμους 3160/2003, 3346/2005, 3904/2010 και 4055/2012) υφίσταται αποτελεσματικός τρόπος προβολής των ακυροτήτων που προκύπτουν στην προδικασία.

Το ζήτημα αυτό ανακύπτει με τη μεγαλύτερη ένταση στα πλημμελήματα, όπου οι δικονομικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου είναι ενόψει της ανάγκης για επιτάχυνση της διαδικασίας λιγότερες και η διαδικασία περισσότερο συνοπτική. Συγκεκριμένα σύμφωνα και με το άρθρο 43 ΚΠΔ για όλα τα πλημμελήματα συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς πλημμελειοδικείου δεν είναι αναγκαία οποιαδήποτε προέρευνα της υπόθεσης (λ.χ. προκαταρκτική εξέταση) και είναι επομένως δυνατή η απευθείας εισαγωγή τους στο ακροατήριο. Η προκαταρκτική εξέταση είναι, πλέον, υποχρεωτική μονάχα για τα κακουργήματα, ενώ αστυνομική προανάκριση κατά το άρθρο 243 ΚΠΔ διενεργείται μονάχα υπό τις προϋποθέσεις που αναφέραμε σε προηγούμενο σημείο της εργασίας μας.

Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική, ειδικά για τις περιπτώσεις των πλημμελημάτων, για τα οποία δεν επιτρέπεται η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ κατά του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία θα αναλύσουμε παρακάτω. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος έχει μηδενικό περιθώριο αντίδρασης, αφού ακόμα και αν υποτεθεί ότι πληροφορούνταν κάποια ακυρότητα που έλαβε χώρα στο στάδιο της αστυνομικής προανάκρισης λ.χ. και ζητούσε την κήρυξη της με αυτοτελή αίτηση στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο  δεν θα είχε κανένα μέσο για να εμποδίσει το κλητήριο θέσπισμα να καταστεί αμετάκλητο.

Πέρα, όμως, από περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει λυσιτελής τρόπος για την πρόταση της ακυρότητας της προδικασίας ανακύπτει και ένα επιπλέον ερώτημα. Τι θα συμβεί εάν μια ακυρότητα προταθεί, αλλά δεν εξεταστεί; Και τι θα συμβεί, επιπλέον, στην περίπτωση που το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο επιληφθεί μεν, αλλά αποφασίσει λανθασμένα; Θα καλυφθεί μια ακυρότητα της προδικασίας ακόμη κι αν πρόκειται για μια κατάφωρη παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως η απόσπαση μιας ομολογίας με βασανιστήρια;

Πότε οι ακυρότητες της προδικασίας μπορούν προταθούν στο ακροατήριο;

Με βάση τις παραπάνω σκέψεις μας προκύπτει εύλογα το ερώτημα αν είναι δυνατόν ορισμένες τουλάχιστον από τις απόλυτες ακυρότητες τις προδικασίας να προβάλλονται σε μεταγενέστερο στάδιο. Ως γνωστόν ο κανόνας είναι ότι όσες απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας δεν προταθούν εγκαίρως καλύπτονται και δεν μπορούν να προταθούν στο ακροατήριο. Ήδη, βέβαια, έχει νομολογιακά γίνει αποδεκτό με την ΟλΑΠ 2/1999 ότι, αν γίνει ανάγνωση στο ακροατήριο και αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσης που είχε δώσει στην προδικασία ως μάρτυρας, η ακυρότητα αυτή μπορεί να επαναξιολογηθεί στο ακροατήριο. Η απόφαση αυτή είναι σημαντική, καθώς, μεταξύ άλλων, επισημαίνει πως το δικαστήριο της ουσίας εκφέρει την κρίση του για την ακυρότητα ή μη των καταθέσεων αυτών χωρίς να δεσμεύεται από τις δικαιοδοτικές κρίσεις, που εκφράστηκαν στο στάδιο της προδικασίας.

Συνεχίζοντας χρονολογικά μια σύντομη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας παρατηρούμε ότι στην ΑΠ 1259/2000 γίνεται δεκτό ότι αφού γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, το δικαστικό συμβούλιο δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για να αποφανθεί επί των ακυροτήτων της προδικασίας. Αντίθετη γνώμη εκφράζεται στην αίτηση αναιρέσεως του Αντεισαγγελέα του ΑΠ, όπου τονίζεται πως μια εγκαίρως προταθείσα ακυρότητα της προδικασίας δεν καλύπτεται και επομένως εγκύρως προτείνεται και ως λόγος αναιρέσεως.

Η στάση του Αρείου Πάγου, σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας του Συμβουλίου μετά το αμετάκλητο της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, επαναλαμβάνεται και στην ΑΠ 1260/2000, όπου, όμως, προστίθενται και κάποιες άλλες σκέψεις οι οποίες, χωρίς αμφιβολία, απαιτούν την προσοχή μας. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως σε περίπτωση που στην προδικασία έχει προβληθεί μια ακυρότητα, η οποία δεν έχει κριθεί προ της παραπομπής στο ακροατήριο, τότε μπορεί να προταθεί κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού το απαράδεκτο δεν έχει ταχθεί ως προς το δικαίωμα ακροάσεως, αλλά ως προς το αρμόδιο να κρίνει δικαστικό όργανο, το οποίο μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου δεν μπορεί να είναι σε καμιά περίπτωση το δικαστικό συμβούλιο. Περί αρμοδιότητας του δικαστηρίου της ουσίας γίνεται λόγος και στην εισαγγελική πρόταση και μάλιστα αυτή κρίνεται ως λογικώς αναγκαία με επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 307 στοιχ. Στ. ΚΠΔ.

Και πράγματι με την ΑΠ 1328/2003, αναιρέθηκε απόφαση, που έλαβε υπόψη της εκθέσεις κατάσχεσης και κατ’ οίκον έρευνας διενεργηθέντων στην προκαταρκτική εξέταση παρά το νόμο θίγοντας τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Με την Ολ. ΑΠ. 1/2008, όμως, ο Άρειος Πάγος εξέφρασε την άποψη πως οι ακυρότητες της προδικασίας (επρόκειτο για άκυρη απολογία) δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας και ούτε να αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Έτσι αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου που έκρινε ότι θα έπρεπε να παραπεμφθεί η υπόθεση στον ανακριτή προς λήψη νέας απολογίας και περιόρισε δραστικά τη δυνατότητα να προτείνονται οι ακυρότητες της προδικασίας στο ακροατήριο.

Παρά, όμως, την απόφαση της παραπάνω Ολομέλειας ο Άρειος Πάγος με την ΑΠ 739/2010  αναίρεσε απόφαση, η οποία δεν έλαβε υπόψη την ακυρότητα της προδικασίας προκειμένου να διατάξει την αναστολή της ποινικής δίωξης του κατηγορουμένου λόγω μη επίδοσης σε αυτόν των αποτελεσμάτων εξέτασης χημικού δείγματος κατά τον Αγορανομικό Κώδικα προκειμένου αυτός να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του. Με την ΑΠ 330/2014, όμως, η νομολογία του Αρείου Πάγου επανήλθε στις διατυπώσεις της Ολ. ΑΠ 1/2008 και έτσι τονίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει εξουσία να κηρύξει την ακυρότητα της δια του κλητηρίου θεσπίσματος παραπομπής και να παραπέμψει και πάλι την υπόθεση στην προανάκριση ή ανάκριση, ώστε να επαναληφθεί η άκυρη διαδικαστική πράξη.

Η σύγχυση που επικρατεί στην νομολογία είναι φανερή, αλλά ούτε και στην θεωρία υπάρχει ομοφωνία σχετικά με τη βάση, στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί μια ορθολογική λύση του προβλήματος. Σύμφωνα με τον Παπαδαμάκη μπορεί με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 324 ΚΠΔ μια απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας να προταθεί και ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, αν υπήρχε δικονομική αδυναμία πρότασης ακυρότητας μέχρι πέρατος της προδικασίας. Η άποψη αυτή ενώ αναμφίβολα είναι δικαιοπολιτικά ορθή στηρίζεται δια παραπομπής σε ερμηνεία της ΑΠ 1260/2000, η οποία δεν επικράτησε νομολογιακά.

Ο Μοροζίνης εστιάζοντας στην προδικαστική διερεύνηση των πλημμελημάτων υποστηρίζει ότι ιδίως μετά την τροποποίηση του ΚΠΔ με τους νόμους 3160/2003 και 3346/2005 θα πρέπει να γίνεται δεκτή η πρόταση των απολύτων ακυροτήτων στο ακροατήριο (κατ’ εφαρμογή των άρθρων 174 παρ. 2, 175 και 176 παρ. 1 ΚΠΔ) προσβάλλοντας το κύρος του κλητηρίου θεσπίσματος, όταν η προσφυγή στον εισαγγελέα εφετών είτε δεν είναι αποτελεσματική λόγω των προϋποθέσεων, που τάσσει η νομολογία είτε δεν επιτρέπεται από τον νόμο.

Ο Τσόλιας υποστηρίζει πως σε περιπτώσεις απολύτων ακυροτήτων της προδικασίας, που δεν προτάθηκαν μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή, η απόλυτα άκυρη πράξη δεν καθίσταται έγκυρη λόγω της παρέλευσης του χρονικού ορίου για την πρότασή της, αλλά παραμένει άκυρη μέχρι το αμετάκλητο της απόφασης. Συνεπώς ως ορθή λύση προτείνεται το να μην λαμβάνεται υπόψη και να μην αξιολογείται αποδεικτικά.

Σύμφωνα με τον Μπρακουμάτσο η απόφαση 699,780,809,3244/2003 του ΤρΕκΚακΑθ (πρόκειται για την δίκη της 17 Νοέμβρη), η οποία δέχτηκε πως είναι δυνατή η προβολή των ακυροτήτων της προδικασίας στο ακροατήριο σε περίπτωση που μπορεί να αποτελέσει στοιχείο της κύριας διαδικασίας και ιδίως αποδεικτικό μέσο είναι εν μέρει εσφαλμένη, καθώς ουσιαστικά ανατρέπει το άρθρο 173 παρ. 2 ΚΠΔ και την γενικότερη λογική του νομοθέτη περί ίασης των ακυροτήτων, που παρουσιάζονται στην προδικασία.

Αντίθετα υποστηρίζεται πως πρέπει να γίνει η εξής διάκριση:

Με βάση τη διάταξη 177 παρ. 2 ΚΠΔ, που προβλέπει ότι αποδεικτικά μέσα που έχουν ληφθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών δεν λαμβάνονται υπόψη, είναι φανερό πως τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα είναι ανυπόστατα δικονομικά και έτσι το δικαστήριο της ουσίας αδυνατεί να τα επανεξετάσει. Ο Μπρακουμάτσος κάνει χρήση του όρου «ανυπόστατος» κατά τη διδασκαλία του Καρρά για να τονίσει ότι ούτε δεδικασμένο μπορεί να δημιουργηθεί ούτε να θεραπευθεί η πλημμέλεια της προδικασίας εκ των υστέρων. Έτσι, ένα αποδεικτικό μέσο που κτήθηκε μέσω βασανιστηρίων δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποβάλλει το ελάττωμα και από αυτή την άποψη ορθώς εξετάζεται σε κάθε στάση της δίκης.

Επίσης γίνεται επίκληση της νομολογίας του Αρείου Πάγου και ειδικότερα των ΟλΑΠ 2/1999 και 1/2004 σχετικά με το φαινόμενο της «μαρτυροποίησης» του κατηγορουμένου στην προδικασία. Έτσι αν γίνεται ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση εις βάρος του κατηγορουμένου της ανώμοτης κατάθεσής του πρόκειται για περίπτωση επαναξιολόγησης, η οποία δημιουργεί νέα ακυρότητα. Η νομολογία αυτή, όμως, παρότι έχει παγιωθεί πλέον αφορά μονάχα τις απόλυτες ακυρότητες εκείνες, οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο εξέτασης του κατηγορουμένου στα πλαίσιο της προανάκρισης.

Για όλες τις υπόλοιπες ακυρότητες, αντίθετα, εκφράζεται η γνώμη πως δεν είναι δυνατόν να διαπερνούν το ακροατήριο, καθώς αυτό θα σήμαινε την εν τοις πράγμασι κατάργηση του άρθρου 173 παρ. 2 και των χρονικών περιορισμών που αυτό θέτει. Μονάχα για τις ακυρότητες των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης σημειώνεται πως η απόφαση του Τριμελούς Εφετείου είναι σύμφωνη με την ΑΠ 1328/2003 η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει πως  δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα αν παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου ληφθεί υπόψη η κατ’ οίκον έρευνα που διενεργήθηκε παρότι ο νόμος δεν το επιτρέπει στην προκαταρκτική εξέταση.

Οι παραπάνω σκέψεις του Αντισαγγελέα Εφετών παρότι προωθούν τον επιστημονικό διάλογο γεννούν, ειδικά στον βαθμό που συμπίπτουν με την κρατούσα νομολογία, τον βαθύτατο προβληματισμό μας, αφού φανερώνουν την πλήρη έλλειψη ενός δόγματος ικανού να δώσει μια ικανοποιητική λύση στο πότε μια ακυρότητα της προδικασίας διαπερνά το ακροατήριο. Και πράγματι η ορθή τοποθέτηση του ΑΠ περί απόλυτης ακυρότητας σε περίπτωση επαναξιολόγησης των ανώμοτων καταθέσεων θα έπρεπε να γενικευθεί ώστε να καλύπτει κάθε παρόμοια περίπτωση, βαθιάς παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Αντίθετα, ο Μπρακαμούτσος επιλέγει να κάνει λόγο για ανυπόστατες δικονομικές πράξεις στην ειδική περίπτωση των μετά από βασανιστήρια κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, κάτι που παρότι in concreto οδηγεί σε ορθή λύση δεν επιτρέπει μια γενικότερη θεώρηση της προβληματικής. Αντίθετα ορθά ο Παπαδαμάκης κάνει λόγο για επαναξιολόγηση καλυφθείσας ακυρότητας της προδικασίας, η οποία γεννά νέα ακυρότητα.

Επιπλέον παραβλέπεται εντελώς μια άλλη διάσταση του προβλήματος και συγκεκριμένα το αν ο κατηγορούμενος είχε την πραγματική δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα ακρόασής του για τις ακυρότητες της προδικασίας, όπως απαιτεί κατ’ ορθή ερμηνεία το άρθρο 20Σ. Έτσι μια ορθότερη δογματικά προσέγγιση θα ήταν η εξής: Οι ακυρότητες της προδικασίες δεν μπορούν να εξεταστούν από το δικαστήριο της ουσίας εκτός κι αν συντρέχει περίπτωση αφόρητης παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου ή ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε in concreto να προβάλλει αποτελεσματικά το παράπονό του για τις τυχόν ακυρότητες της προδικασίας στο αρμόδιο δικαστικό όργανο.

Προβολή ακυροτήτων στην προδικασία μέσω αυτοτελούς αίτησης και ενδίκων μέσων

Όσον αφορά στον τρόπο προβολής των ακυροτήτων στο στάδιο της προδικασίας καταρχάς προβλέπεται στο άρθρο 176 παρ. 1 ΚΠΔ η δυνατότητα υποβολής αυτοτελούς αίτησης στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, η οποία δεν υπόκειται σε προθεσμία και μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη δυνατότητας για την άσκηση ενδίκων μέσων. (Το δικαστικό συμβούλιο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάζει και την επανάληψη της άκυρης πράξης κατ’ άρθρο 176 παρ. 2 ΚΠΔ, αν αυτό είναι αναγκαίο και εφικτό.) Επισημαίνεται ότι στα διάφορα στάδια της προδικασίας η επίκληση της ακυρότητας μπορεί να γίνει και με το απολογητικό υπόμνημα ή με υπόμνημα ή αίτηση, αρκεί να διατυπώνεται σαφώς αίτημα για την κήρυξη της επισημανθείσας ακυρότητας, το οποίο θα υποχρεώνει και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί σχετικά. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει η δυνατότητα η ακυρότητα να προβληθεί και με την άσκηση του τυχόν προβλεπόμενου ενδίκου μέσου.

Σχετικά με το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων σημειώνεται ως μια προκαταρκτική παρατήρηση πως όταν η παραπομπή γίνεται με βούλευμα οι απόλυτες ακυρότητες προβάλλονται μέχρι και ενώπιον του Αρείου Πάγου καθώς προβλέπεται σχετικός λόγος αναίρεσης του βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ. Δυνατότητα για άσκηση αναίρεσης δεν έχει, όμως, ο κατηγορούμενος αλλά ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών για βουλεύματα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, ο εισαγγελέας εφετών για βουλεύματα του συμβουλίου εφετών και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για οποιοδήποτε βούλευμα, όπως ρυθμίζεται στο άρθρο 483 ΚΠΔ παρ. 1-3.

 Στο άρθρο 478 ΚΠΔ θεμελιώνεται η απόλυτη ακυρότητα ως λόγος έφεσης κατά βουλεύματος από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, που παραπέμπεται για κακούργημα, ενώ αναμφίβολα υπάρχει και η δυνατότητα για αυτόν να υποβάλλει αίτηση προς τον αρμόδιο εισαγγελέα ώστε να ασκήσει εκείνος αναίρεση εκ μέρους του για λόγους δικαιοσύνης. Παρότι προκύπτει από το γράμμα του νόμου επισημαίνεται κι εδώ πως έφεση εναντίον της απόφασης που λαμβάνει το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατόπιν αυτοτελούς αίτησης του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 176 ΚΠΔ δεν επιτρέπεται.

Δικαίωμα άσκησης έφεσης εναντίον οποιουδήποτε βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών έχει ο εισαγγελέας εφετών σύμφωνα με το άρθρο 479 ΚΠΔ. Όσον αφορά στις σχετικές ακυρότητες της διαδικασίας τονίζεται πως δεν προβλέπεται σχετικός λόγος αναίρεσης του βουλεύματος ενώ ούτε έφεση μπορεί να ασκήσει ο κατηγορούμενος για τον λόγο αυτό.

Το συμβούλιο εφετών αποφασίζει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών και μπορεί ως γνωστόν να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου, όπως συνάγεται και από το άρθρο 318 ΚΠΔ. Αν η έφεση για λόγο απόλυτης ακυρότητας γίνει δεκτή το συμβούλιο εφετών αποφαίνεται ανέκκλητα για την υπόθεση, αφού επαναληφθεί η άκυρη πράξη στο πλαίσιο περαιτέρω ανάκρισης σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι απαραίτητο. Αν, όμως, απορριφθεί η έφεση του κατηγορουμένου δεν έχει την εξουσία να συμπληρώσει ή να διορθώσει το βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, όπως επισημαίνεται στην ΑΠ 947/1982.

Τα ιδεολογικά θεμέλια του δικαίου της Ε.Ε.

Εισαγωγή

Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως οργανισμός που είχε ως κυρίαρχο στόχο την ελεύθερη κίνηση προσώπων και αγαθών και μονάχα δευτερευόντως ενδιαφερόταν για ζητήματα που άπτονται του ποινικού δικαίου. Σύντομα, όμως, κατέστη φανερό ότι προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω οικονομικός στόχος ήταν απαραίτητη η σε ενωσιακό επίπεδο συνεργασία των κρατών- μελών στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων, που με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ έλαβε τη μορφή του τρίτου πυλώνα της Ε.Ε., ενώ ακολούθησε η δημιουργία του Χώρου Ειρήνης Ασφάλειας και Δικαιοσύνης (Χ.Ε.Α.Δ), με τη συνθήκη του Άμστερνταμ.

Στο πλαίσιο του λεγόμενου διακυβερνητικού συστήματος οι σχετικές πρωτοβουλίες προέρχονταν από τα Κράτη μέλη και προκειμένου να λάβουν την μορφή της Απόφασης- Πλαισίου απαιτούνταν ομοφωνία, ενώ στη συνέχεια απαιτούνταν και η μεταφορά των συμφωνηθέντων στην εθνική νομοθεσία του κάθε κράτους μέλους έτσι ώστε να επιτευχθεί νομική δεσμευτικότητα.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση άλλαξε δραστικά το τοπίο. Οι τρεις πυλώνες καταργήθηκαν, το ποινικό δίκαιο εντάχθηκε στην συνήθη νομοθετική διαδικασία (άρθρο 294 ΣΛΕΕ) και το πρότυπο της διακυβερνητικού συστήματος εγκαταλείφθηκε δίνοντας τη θέση του σε ένα «μεταεθνικό πρότυπο συλλειτουργίας» ή αλλιώς «συνεργατικό μοντέλο θεσμοθέτησης».

Η εξουσιοδότηση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ποινική νομοθέτηση διευρύνθηκε, η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις ενισχύθηκε όπως και η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, ενώ έγιναν σημαντικές προσπάθειες προκειμένου να περισταλεί το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα κατά τη θέσπιση ποινικών κανόνων. Σημαντική είναι επίσης η δυνατότητα προσχώρησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ και η αναγνώριση της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. ως ισόκυρης με τις Συνθήκες.

Μετά την σύντομη αυτή εισαγωγή θα εξετάσουμε εκτενέστερα το ιδεολογικό υπόβαθρο  από το οποίο αντλεί νομιμοποίηση το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Μια παρατήρηση που έχει γίνει από μεγάλο μέρος της θεωρίας για τους ποινικούς κανόνες της Ε.Ε. είναι πως αυτοί αντί να εδράζονται σε ένα λογικά δομημένο σύστημα αρχών υπακούουν κυρίαρχα στην ανάγκη για καταπολέμηση της εγκληματικότητας με κάθε τρόπο, δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερα έμφαση στην πρόληψη. Από την ίδια, μάλιστα, την περιγραφή των στοιχείων, που προσδιορίζουν το Χώρο Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης στο άρθρο 67 ΣΛΕΕ διαπιστώνεται η ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της ασφάλειας. Η ασφάλεια, όμως, δεν αποτελεί έννομο αγαθό καθεαυτή και δεν αναφέρεται ως τέτοια στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., αλλά απότοκο της προστασίας συγκεκριμένων έννομων αγαθών.

Η εξέλιξη αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τα ατομικά δικαιώματα και δημιουργεί την ανάγκη για την αναζήτηση των θεμελιωδών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου και την ανάπτυξη μιας ποινικής δογματικής, η οποία θα εγγυάται την ενδοσυστηματική συνοχή των παραγόμενων νομικών κανόνων, αλλά και την σταθερή τους προσήλωση στον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η ανάγκη για ουσιαστική νομιμοποίηση του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου

Ως γνωστόν με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έγινε προσπάθεια να αμβλυνθεί το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα. Προκειμένου, όμως, ένας κανόνας του ποινικού δικαίου να είναι ουσιαστικά νομιμοποιημένος θα πρέπει όχι μόνο να προέρχεται από δημοκρατικώς νομιμοποιημένα νομοθετικά όργανα, αλλά και να θεσπίζεται σε αρμονία με τις γενικές αρχές του δικαίου. Και ενώ με τη συνθήκη της Λισαβόνας αναγνωρίζονται ρητά οι αρχές της αναλογικότητας και της επικουρικότητας, η ανάπτυξη μιας πλήρους ποινικής θεωρίας σε επίπεδο Ε.Ε. παραμένει το ζητούμενο.

Μέχρι στιγμής οι πολυάριθμες ρυθμίσεις στο πεδίο του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου δεν εκφράζουν μια ενιαία αντίληψη, αλλά αντίθετα επιδιώκουν ευκαιριακά να αντιμετωπίζουν τα εκάστοτε ανακύπτοντα προβλήματα προασπίζοντας μονόπλευρα ορισμένα συμφέροντα, όπως η εσωτερική ασφάλεια, η καταστολή ορισμένων πράξεων με ιδιαίτερα μεγάλη κοινωνικοηθική απαξία και η προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. Γι’ αυτόν τον λόγο χαρακτηρίζονται, μάλιστα, ως σύνολο κανόνων. Η συνοχή, όμως, των κανόνων δικαίου είναι απαραίτητη όχι μόνο για να διαθέτουν πειστικότητα και σοβαρότητα, αλλά και προκειμένου να μπορεί να ελεγχθεί το εάν συμβαδίζουν με τις γενικές αρχές του δικαίου.

Αναγκαίο είναι, λοιπόν, είναι να ενταχθούν σε ένα σύστημα ώστε να βρίσκονται σε αρμονία όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με τις γενικές αρχές του ενωσιακού δικαίου και τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, από τις οποίες αντλούν και την ουσιαστική τους νομιμοποίηση. Βασικοί άξονες μια τέτοιας ερμηνευτικής προσέγγισης θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση κοινών τόπων ανάμεσα στα κράτη- μέλη με τα διαφορετικά τους εθνικά συστήματα, οι βασικές αρχές της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ, η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των θεωρητικών του ευρωπαϊκού δικαίου και των ποινικολόγων και η αξιοποίηση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.

Αισιόδοξη εξέλιξη στην πορεία για την ουσιαστική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών ποινικών κανόνων αποτελεί το γεγονός πως σε μια αναφορά της Επιτροπής το 2011 σχετικά με την Ευρωπαϊκή Εγκληματική Πολιτική και το μέλλον αυτής τονίστηκε η ανάγκη για μια πιο ενδοσυστηματικώς συνεπή και συνεκτική («coherent and consistent») κατεύθυνση. Σύμφωνα με τον A. Klip η παραπάνω παραδοχή συνιστά τρανή απόδειξη πως η μέχρι τώρα πολιτική της Ε.Ε. στον τομέα του ποινικού δικαίου έπασχε σοβαρότατα στους παραπάνω τομείς.

Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει τη σημασία που έχει η αρχή της επικουρικότητας, αλλά και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον τομέα του ποινικού δικαίου. Προκειμένου να διαφυλαχθούν τα παραπάνω προτάσσονται οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, που οδηγούν στη χρήση του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου. Έτσι, σε ένα πρώτο επίπεδο ο ενωσιακός νομοθέτης θα πρέπει να ερευνά μήπως υπάρχουν πιο ήπια μέσα από την θέσπιση ποινικών κανόνων, που να είναι επαρκή. Αν η απάντηση είναι αρνητική μπορεί μεν να θεσπίζει ποινικούς κανόνες, αλλά θα πρέπει: α) να υιοθετεί ελάχιστους («minimum») αλλά επαρκώς σαφείς και ορισμένους κανόνες β) να επιλέγει την συγκεκριμένη ποινική κύρωση με βάση τα κριτήρια της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας γ) να λαμβάνει υπόψη του συγκεκριμένα στοιχεία για τη φύση και τα αποτελέσματα της εκάστοτε ρυθμιζόμενης περίπτωσης και δ) να επιλέγει αποτελεσματικές ποινικές κυρώσεις.

Δυστυχώς, όμως, στο παρελθόν τόσο η Επιτροπή όσο και το ΔΕΚ έδειξαν να δέχονται πως αυταπόδεικτα η θέσπιση ποινικών κανόνων είναι μια αποτελεσματική λύση καθεαυτή. Η σκέψη αυτή είναι, βέβαια, λανθασμένη, γιατί όπως τόνισε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας το ποινικό δίκαιο δεν είναι ένα τεχνικό εργαλείο τόνωσης της αποτελεσματικότητας της διεθνούς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αλλά ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, που σχετίζεται με μια ιδιαίτερα ευαίσθητη δημοκρατική πτυχή. Η ανάγκη, πάντως, να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στην ανάγκη για αποτελεσματικότητα και στη χρήση του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου αναγνωρίζεται εμμέσως από την Επιτροπή, όταν γίνεται λόγος για διερεύνηση συγκεκριμένων στοιχείων («factual evidence») στην κάθε περίπτωση.

Το παραπάνω σκεπτικό για τη χρήση του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου, αλλά και για την αναμενόμενη αποτελεσματικότητά του αντανακλάται και σε πρόσφατες οδηγίες όπως η 2014/57/ΕΕ περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς, όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Η θέσπιση των διοικητικών κυρώσεων από τα κράτη μέλη έχει έως τώρα αποδειχθεί ανεπαρκής ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τους κανόνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση των καταχρήσεων αγοράς… Η πρόβλεψη από όλα τα κράτη μέλη ποινικών κυρώσεων τουλάχιστον για τα σοβαρά αδικήματα κατάχρησης αγοράς είναι συνεπώς απαραίτητη για μια αποτελεσματική εφαρμογή της ενωσιακής πολιτικής…»

Ένα ακόμα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής νομιμοποίησης του ποινικού δικαίου είναι πως με το πρόγραμμα της Στοκχόλμης το 2009 ήρθε στο προσκήνιο η ανάγκη προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο πλαίσιο του προγράμματος της Στοκχόλμης που αφορά την περίοδο 2009-2014 κρίνει ότι προτεραιότητα για τα επόμενα έτη θα είναι η επικέντρωση στα συμφέροντα και τις ανάγκες των πολιτών. «Η πρόκληση θα είναι να εξασφαλισθεί ο σεβασμός των θεμελιωδών ελευθεριών και της ακεραιότητας του προσώπου και ταυτοχρόνως να διασφαλισθεί η ασφάλεια στην Ευρώπη. Είναι εξαιρετικά σημαντικό τα μέτρα επιβολής του νόμου, αφενός, και τα μέτρα διαφύλαξης των ατομικών δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και των κανόνων διεθνούς προστασίας, αφετέρου, να ακολουθούν αρμονικά την ίδια κατεύθυνση και να αλληλοενισχύονται.» Η εξέλιξη αυτή ήταν φυσικά θετική, αλλά στην θεωρία εκφράστηκε κριτική για την δεκαετή καθυστέρηση, αφού ήδη από το 1999 με τα συμπεράσματα δράσης του Συμβουλίου του Τάμπερε, η έμφαση είχε δοθεί αποκλειστικά σχεδόν στο μέγεθος της ασφάλειας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με πρότυπες διατάξεις προς καθοδήγηση των εργασιών του στον τομέα του ποινικού δικαίου, το οποίο εκδόθηκε το 2009. Συγκεκριμένα αναφέρεται πως οι ποινικές διατάξεις θα πρέπει να επικεντρώνονται στη συμπεριφορά που θίγει πράγματι ή απειλεί σοβαρά το δικαίωμα ή ουσιώδες συμφέρον που αποτελεί το αντικείμενο προστασίας, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγεται η ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς σε αδικαιολόγητα πρώιμο στάδιο. Η συμπεριφορά που εμπεριέχει απλώς αόριστο κίνδυνο για το προστατευόμενο δικαίωμα ή συμφέρον θα πρέπει να ποινικοποιείται μόνο εφόσον αυτό είναι σκόπιμο λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του δικαιώματος ή συμφέροντος που αποτελεί το αντικείμενο προστασίας.

Οι παρατηρήσεις αυτές του Συμβουλίου είναι ένα εξαιρετικό ερέθισμα για να εξετάσουμε κάποιες σημαντικές αντιλήψεις της θεωρίας σχετικά με το ζήτημα των θεμελιωδών αρχών, που μπορούν να αντληθούν από τις ευρωπαϊκές συνθήκες και τα εθνικά συντάγματα των κρατών- μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου.

Καταρχήν, σχετικά με το ζήτημα της ανάγκης ύπαρξης ενός εννόμου αγαθού αξίου προστασίας προκειμένου να θεσπιστεί ένας ποινικός κανόνας, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αφορά εάν το ευρωπαϊκό δίκαιο πρέπει να υιοθετήσει την «αρχή της βλάβης», όπως αυτή εκφράστηκε από τον J.S. Mill ή εάν μπορεί να περιλαμβάνει πατερναλιστικά στοιχεία. Σημαντικά στοιχεία παρέχουν οι αποφάσεις του ΕυρΔΔΑ, όπως η απόφαση Κοκκινάκης κατά Ελλάδας, στην οποία επισημαίνεται ότι για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως κοινωνικοηθικά ανυπόφορη είναι σημαντική τόσο η απαξία του αποτελέσματος όσο και η απαξία της συμπεριφοράς.

Έχει, επίσης, επισημανθεί ότι αόριστες έννοιες, όπως η «συλλογική ασφάλεια» και η «ευρωπαϊκή δημόσια τάξη» δεν μπορούν ούτε να παράσχουν ασφαλές κριτήριο ποινικοποίησης ούτε να θεωρηθούν ως προστατευτέα από το ποινικό δίκαιο έννομα αγαθά. Αντίθετα, ο ενωσιακός νομοθέτης οφείλει να προστατεύει τα θεμελιώδη συμφέροντα, τα οποία προέρχονται από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, εφόσον δεν βρίσκονται σε αντίθεση με τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών- μελών και εφόσον, προσβάλλονται, σε κάποιον σημαντικό βαθμό.

Όσον αφορά στην αρχή της χρήσης του ποινικού δικαίου ως εσχάτου μέσου επισημαίνεται ότι με αυτή υποδηλώνεται τόσο ένας ποσοτικός, όσο και ένας ποιοτικός περιορισμός. Σε κανονιστικό επίπεδο συνδέεται με την αρχή της αναλογικότητας, αφού το έσχατο μέσο είναι σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και αναγκαίο, εφόσον δεν υπάρχει ηπιότερο. Η αρχή της ultima ratio, όμως, δεν μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε σκοπό, αλλά μονάχα σε πράξεις με ιδιαίτερη κοινονικοηθική απαξία. Μάλιστα, σε κάθε επιμέρους περίπτωση θα πρέπει να διαπιστώνεται με εμπειρικά στοιχεία πως η ποινική κύρωση συνιστά πραγματικά το έσχατο μέσο.

Η τήρηση της αρχής αυτής στην πράξη έχει αποδειχθεί δύσκολο έργο, καθώς, όπως έχει ήδη τονιστεί τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. συχνά θεωρούν πως η υιοθέτηση ποινικών κυρώσεων είναι η πλέον ταχεία και αποτελεσματική απάντηση σε διάφορα εγκληματικά φαινόμενα. Επί παραδείγματος έχουμε, ήδη, αναφερθεί στην Απόφαση Πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ για την τρομοκρατία με την οποία η ποινική προστασία μεταφέρθηκε προς τα εμπρός με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υποστηριχθεί πως έχουν εξαντληθεί όλοι οι ηπιότεροι εναλλακτικοί τρόποι αντιμετώπισης πριν την επιβολή βαρύτατων ποινικών κυρώσεων. Το ίδιο ισχύει και για συμπεριφορές, οι οποίες είναι συγκριτικά ήσσονος κοινωνικοηθικής απαξίας, όπως η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα και που θα μπορούσαν, ίσως, να αντιμετωπιστούν με διοικητικά μέτρα.

Μεγάλης σημασίας είναι και η αρχή της νομιμότητας, η οποία κατοχυρώνεται στα άρθρα 7 παρ. 1 ΕΣΔΑ, 49 παρ.1 Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και στο άρθρο 6 παρ. 3 της ΣΕΕ, με την αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που πηγάζουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, και έχει δυο ειδικότερες εκφάνσεις:

Από τη μία πλευρά επιτάσσει τη σαφή περιγραφή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πράξης που τιμωρείται απαγορεύοντας τις επικίνδυνες για τις ατομικές ελευθερίες αόριστες διατυπώσεις, που, άλλωστε, υπόκεινται στον έλεγχο του ΔΕΕ. Δεδομένου ότι οι οδηγίες της Ε.Ε. με ποινικό περιεχόμενο είναι δεσμευτικές για τα κράτη- μέλη, τα οποία μπορούν να υποστούν ακόμα και κυρώσεις κατά το άρθρο 260 ΣΛΕΕ σε περίπτωση μη μεταφοράς, είναι φανερό ότι το περιεχόμενό τους πρέπει να ορίζεται με επαρκή σαφήνεια. έτσι ώστε να εξασφαλίζεται και η προβλεψιμότητα των ποινικών κανόνων από τους πολίτες.

Μια άλλη πτυχή της αρχής της νομιμότητας είναι η απαγόρευση της αναδρομικότητας των ποινικών νόμων, η οποία θεωρείται γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, που εδράζεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών- μελών. Μια εξαίρεση υπέρ των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ορίζεται πλέον ρητά στο άρθρο 49 παρ. 1 της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., όπου ορίζεται η αναδρομική εφαρμογή της ευνοϊκότερης για τον κατηγορούμενο ρύθμισης.

Επισημαίνεται όμως και μια εξαίρεση σε βάρος των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Το ΔΕΚ στην υπόθεση Berlusconi δέχθηκε εμμέσως ότι όταν η υποχρέωση απειλής επαρκώς αποτρεπτικής ποινής εδράζεται σε Κανονισμό, ο εθνικός νόμος στερείται εξουσίας να απειλήσει μεταγενέστερα μια ηπιότερη ποινή, στην περίπτωση δε αυτή το εθνικό δικαστήριο θα πρέπει να αγνοήσει τον ευνοϊκότερο ποινικό νόμο, ο οποίος θα έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του Κανονισμού.

Τέλος, σχετικά με την αρχή της ενοχής αυτή συνάγεται από το άρθρο 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. στο οποίο κατοχυρώνεται το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά και από το άρθρο 1 του Χάρτη, όπου κατοχυρώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η αρχή της ενοχής επιτάσσει το σεβασμό του ανθρώπου ως υποκειμένου και την επιβολή σε αυτόν ποινικών κυρώσεων μονάχα όταν διαπιστώνεται μια σαφώς προσδιορισμένη υποκειμενική του ευθύνη για το άδικο, που έθεσε. Ακόμη, όμως, και αν επιβληθεί κάποια ποινή αυτή θα πρέπει να είναι ανάλογη της υποκειμενικής του ευθύνης και όχι μεγαλύτερη.

Σχετικά με το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων η Ε.Ε. οφείλει να αναγνωρίσει πως το νομικό σύστημα ορισμένων κρατών- μελών, όπως η Ελλάδα και η Γερμανία, δεν αναγνωρίζει μια τέτοιου είδους ρύθμιση και να εξακολουθήσει να απέχει από την επιβολή υποχρεώσεων ποινικοποίησης της συμπεριφοράς των ποινικών προσώπων. Μια τέτοια πρωτοβουλία θα ερχόταν σε αφόρητη αντίθεση με τις επιλογές ορισμένων εθνικών ποινικών νομοθετών σχετικά με την αρχή της ενοχής και θα δημιουργούσε σημαντικότατα προβλήματα συνοχής στις πληττόμενες έννομες τάξεις.

Βασική βιβλιογραφία

Δ. Κιούπης , Ρ.-Ε. Παπαδοπούλου , Δ. Μουζάκης, «Το ποινικό δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.

Καϊάφα-Γκμπάντι Μαρία, Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο & Συνθήκη της Λισσαβώνας, εκδόσεις Σάκκουλας, 2011.

Σπύρος Αθ. Καρανικόλας, «Η επίδραση του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη.», εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012.

Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, ”Κοινοτικό Ποινικό Δίκαιο και Γενικές Αρχές του Κοινοτικού Δικαίου», ΠοινΧρον 2010, σελ. 161-168.

Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, » Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας», ΠοινΧρον 2011, σελ. 81-92.

Η έλλειψη αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων ως λόγος αναίρεσης

Ένας συχνός λόγος αναίρεσης που προβάλλεται κατά των αποφάσεων των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων είναι η έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεών τους. Υπάρχει, όμως, μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το αν ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα γίνει τελικά δεκτός, καθώς η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι ασταθής και δεν φαίνεται να έχει υιοθετήσει ορισμένη σαφή κριτήρια.

Το πρόβλημα παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση σε περιπτώσεις, στις οποίες τα αποδεικτικά μέσα μας επιτρέπουν σε ένα πρώτο στάδιο να υποστηρίξουμε δύο τουλάχιστον εκδοχές της πραγματικότητας, εκ των ποίων η μια οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου και η άλλη στην καταδίκη του. Στην πράξη πρόκειται για ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, το οποίο τα περισσότερα δικαστήρια αντιμετωπίζουν με το να αγνοούν εντελώς την μία λογική εκδοχή, χωρίς να παρέχουν επιχειρήματα για την απόρριψή της.

Όταν αυτό συμβαίνει μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η εν λόγω δικαστική απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε πως υπάρχει αιτιολογία αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί επαρκής σύμφωνη με τον νόμο και το Σύνταγμα. Και αυτό γιατί το Δικαστήριο παρότι έχει την ελευθερία εκτίμησης των αποδείξεων οφείλει να εκθέτει αναλυτικά και εμπεριστατωμένα τον συλλογισμό που ακολούθησε για να φτάσει στα συμπεράσματά του. Όταν, όμως, το δικαστήριο δεν εξετάζει συγκριτικά και εξονυχιστικά την αξιοπιστία των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων και δεν παραθέτει τις συγκεκριμένες αποδείξεις που ελήφθησαν υπόψη το αποτέλεσμα είναι ο συλλογισμός του να μην είναι διυποκειμενικά ελέγξιμος και ούτε είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο κινήθηκε εντός του πλαισίου, που ορίζει η λογική και η εμπειρία της ζωής.

Όταν υπάρχουν, δηλαδή, δύο λογικά ενδεχόμενα, δύο εκδοχές της πραγματικότητες η κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υποθέσεως, παρότι  είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και λογικού συλλογισμού. Έτσι το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα και σε καμία περίπτωση να μην προβαίνει στον επιλεκτικό παραγκωνισμό μερικών εξ αυτών χωρίς να εξηγεί πειστικά το συμπέρασμά του μέσω της επίκλησης των αποδεικτικών μέσων. Απαιτείται, με λίγα λόγια, ο λειτουργικός συσχετισμός, η συνεκτίμηση και η συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι η επιλεκτική εξέταση και χρήση τους.

Σχετικά με τα παραπάνω Η ΟλΑΠ 9/2001 έχει κρίνει πως δεν αρκεί να προσδιορίζονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, αλλά πρέπει να αναφέρονται και οι σκέψεις με βάση τις οποίες τα περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις συνιστούν ή όχι πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Επίσης, σύμφωνα με την ΟλΑΠ  1/2005 απαιτείται να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία – και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή – όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.

Επιπλέον, με πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η 129/2007 γίνεται δεκτό ότι «πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Ετσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή.» Πρέπει, δηλαδή, στην αιτιολογία να αναφέρεται «γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.» Οι παραδοχές αυτές επαναλαμβάνονται και στην ΑΠ 1702/2008, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως «πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.»

 

Δικαιολόγηση και χρησιμότητα των ελαφρυντικών περιστάσεων

Δικαιολόγηση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Σύμφωνα με τις ενωτικές θεωρίες, κρατούσες στην θεωρία και την νομολογία, ο σκοπός της ποινής είναι ο συνδυασμός της γενικής και της ειδικής πρόληψης με απώτατο όριο την ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό η ποινή έχει ως σκοπό να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ισχύ και εγκυρότητα των κανόνων δικαίου, οφείλει όμως ταυτόχρονα να μην υπερβαίνει τα όρια της ειδικής πρόληψης. Σε αντίθετη περίπτωση θα χρησιμοποιούσε τον δράστη ως μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί, αφού θα παραβίαζε την συνταγματική αρχή της ανθρώπινης αξίας. Γι’ αυτό η ποιότητα της προσωπικότητάς του θα πρέπει να συνεκτιμηθεί κατά τη διεργασία της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, προκειμένου και η τελικά επιβαλλόμενη ποινή να συνδράμει στον πραγματικό σωφρονισμό του δράστη. Περαιτέρω η ιδέα της δίκαιης ανταπόδοσης δεν αποτελεί δικαιολογητική βάση της ποινής, αλλά θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως έσχατο όριό της, ώστε να μην επιβάλλονται δυσανάλογα μεγάλες συγκριτικά με το άδικο που τέθηκε ποινές ακόμη κι αν κρίνονται αναγκαίες στο πλαίσιο της γενικής και ειδικής πρόληψης. Αυτό επιβάλλεται από την αρχή της ενοχής και της αναλογικότητας.

Σύμφωνα με την σύντομη αυτή ανάπτυξη μπορούμε να κάνουμε τις εξής παρατηρήσεις. Οι ελαφρυντικές περιστάσεις φαίνεται πως μειώνουν την ανάγκη της ειδικής πρόληψης, της προσπάθειας, δηλαδή, αποτροπής του συγκεκριμένου δράστη από περαιτέρω αξιόποινες πράξεις.  Συγκεκριμένα, οι ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου έντιμου βίου, την ειλικρινούς μεταμέλειας και της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρόνο μετά την αξιόποινη πράξη, ειδικά με τον τρόπο που έχουν ερμηνευτεί από την νομολογία, παραπέμπουν σε έναν δράστη για τον οποίον η διάπραξη της αξιόποινης πράξης αποτέλεσε ένα ξεκάθαρα αταίριαστο με το ήθος του συμβάν, ένα σφάλμα για το οποίο έμπρακτα έχει μετανοήσει ή μια πράξη της οποίας δεν υπήρξε συνέχεια, αλλά αντίθετα επακολούθησε θετική συμπεριφορά.

Ο δράστης αυτός είναι σαφές ότι έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από έναν μέσο δράστη, αφού εγκλημάτησε αντίθετα προς την προσωπικότητά του και άρα θα είναι περισσότερο δεκτικός στη διαδικασία επανακοινωνικοποίησής του.

Αλλά και οι ελαφρυντικές περιστάσεις των μη ταπεινών αιτίων και της οργής ή βίαιης θλίψης φαίνεται ότι προσδίδουν στην πράξη έναν εξόχως έκτακτο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα σε μια ευνομούμενη κοινωνία εκείνος, ο οποίος διακατέχεται από μη ταπεινά κίνητρα, τεκμαίρεται πως δεν θα στραφεί σε παράνομες δραστηριότητες εκτός κι αν βρεθεί σε μια τραγική και σπάνια κατάσταση. Επιπλέον θεωρείται δεδομένο πως η συμπεριφορά των κοινωνών μεταξύ τους διαπνέεται από έναν ελάχιστο σεβασμό και δεν είναι τέτοιου είδους (ανάρμοστη ηθικά ή άδικη νομικά), ώστε να προκαλέσει σε έναν εχέφρονα άνθρωπο θλίψη ή οργή. Αν, λοιπόν, ο κατηγορούμενος εγκληματήσει στις παραπάνω συνθήκες δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του είναι γενικότερα εχθρική απέναντι στην έννομη τάξη και τα αγαθά που προστατεύει σε σύγκριση πάντα με εκείνον που εγκληματεί σε συνηθισμένες συνθήκες. Αυτή η σύγκριση μας αποκαλύπτει πως υπάρχουν μειωμένες ειδικοπροληπτικές ανάγκες.

Ο σκοπός της ειδικής πρόληψης είναι ιδιαίτερα σημαντικός καθώς φανερώνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας η επιβαλλόμενη ποινή να είναι λειτουργική, να μπορεί, δηλαδή, να εκπληρώνει τον απώτερο σκοπό της, το σωφρονισμό του δράστη, με την ελάχιστη δυνατή βλάβη των εννόμων αγαθών του. Άλλωστε, υπέρμετρα βαριές ποινές που δε συνάδουν με την προσωπικότητα του δράστη μόνο αντίθετα αποτελέσματα μπορεί να έχουν, διότι, όταν η προσωπικότητα του δράστη εμφανίζεται «ακίνδυνη», η επιβολή της νόμιμης ποινής, έστω και κατά το ελάχιστο όριό της θα είναι ανώφελη και αδικαιολόγητα σκληρή.

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι ελαφρυντικές περιστάσεις είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για τον έλληνα δικαστή, καθώς του επιτρέπουν να επιβάλει ποινές που δεν υπερβαίνουν την ανάγκη για ειδική πρόληψη.

Άτυπη χρήση των ελαφρυντικών περιστάσεων

Παρότι ο βασικός σκοπός της πρόβλεψης των ελαφρυντικών περιστάσεων είναι η προσαρμογή του πλαισίου των ποινών σε μια εξαιρετική περίπτωση δράστη, που έχει μικρότερη ανάγκη σωφρονισμού από τον μέσο όρο, στην πράξη το άρθρο 84 ΠΚ χρησιμοποιείται και σαν εργαλείο από τον ποινικό δικαστή προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή εξοντωτικών ποινών σε δράστες που δεν διαφέρουν από τον μέσο όρο. Συγκεκριμένα, είναι συχνό φαινόμενο στο ελληνικό ποινικό σύστημα οι δικαστικοί λειτουργοί να δεσμεύονται από ιδιαίτερα αυστηρά κατώτατα όρια ποινών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 167 ΠΚ για την αντίσταση κατά της αρχής και η νομοθεσία περί ναρκωτικών ουσιών, που πολύ συχνά τροποποιείται με τρόπο πρόχειρο και ευκαιριακό.

Σε τέτοιο είδους περιπτώσεις η αναγνώριση των ελαφρυντικών δίνει άτυπα στους δικαστικούς λειτουργούς την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν ένα κατώτερο πλαίσιο ποινής, που ανταποκρίνεται καλύτερα στην ιδέα περί δικαιοσύνης. Η πρακτική αυτή, που δεν γίνεται ελαφρά τη καρδία, αποδεικνύει τη χρησιμότητα της διάταξης ως αντιστάθμισμα στις πάγιες υπερβολές του ποινικού νομοθέτη και την ευφυΐα της διατύπωσής της. Το σαφές μειονέκτημα, όμως, μιας τέτοιας πρακτικής είναι πως μοιραία παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού η εφαρμογή του κανονικού ή του μειωμένου πλαισίου ποινής βασίζεται στο προσωπικό αίσθημα δικαίου του δικαστή και όχι στις αξιολογήσεις του νομοθέτη.

Μια συνολική θεωρητική λύση στο παραπάνω πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η κατάργηση των ελαφρυντικών περιστάσεων σε συνδυασμό με την κατάργηση των κατωτάτων ορίων ποινής και ενδεχομένως και της διάκρισης από το εθνικό ποινικό δίκαιο των  ειδών στέρησης της ελευθερίας. Αξίζει να σημειωθεί πως η κατάργηση των κατώτατων ορίων της ποινής έλαβε πράγματι χώρα στον νέο γαλλικό ΠΚ, αλλά αναφορικά με τη χώρα μας μια τέτοια εξέλιξη φαντάζει εξαιρετικά μακρινή. Επιπλέον υποστηρίζεται  έντονα και η άποψη πως η διατήρηση κατωτάτων ορίων των ποινών επιτελεί σημαντική γενικοπροληπτική λειτουργία και ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία και η διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

Κατά τη γνώμη μας, μάλιστα, υπάρχει κι ένας ακόμα παράγοντας πέρα από τον αριθμητικό προσδιορισμό της ποινής, που καθιστά την διατήρηση των ελαφρυντικών περιστάσεων ενδεδειγμένη καθώς η ποινή επιβάλλεται ως γνωστόν ως ιδιαίτερη αποδοκιμασία του δράστη από την έννομη τάξη. Έτσι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως η αναγνώριση μιας ελαφρυντικής περίστασης είναι σε κάθε περίπτωση σημαντική, γιατί εκτός από το να ορίζει ένα μειωμένο πλαίσιο ποινής συνεπάγεται και μια θετική ηθική αξιολόγηση για τον κατηγορούμενο.

 

Η ερμηνεία των ελαφρυντικών περιστάσεων από τον Άρειο Πάγο

Μπορεί η κορυφαία στιγμή της ακροαματικής διαδικασίας στην ποινική δίκη να είναι η στιγμή της κήρυξης της ενοχής ή της αθωότητας του κατηγορουμένου, αλλά εξαιρετική σημασία έχει και το ύψος της ποινής, που τελικά θα επιβληθεί, και το αν αυτή θα εκτιθεί ή θα ανασταλεί για κάποιο χρονικό διάστημα. Το άρθρο 84 ΠΚ, λοιπόν, έχει τεράστια σημασία για την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού συνεπάγεται τη δυνατότητα μείωσης του απειλούμενου πλαισίου ποινής, αλλά και για τον δικαστή που διαθέτει ένα εργαλείο για την προσαρμογή των εκάστοτε ποινών σε χαμηλότερο ύψος, αν αυτό επιβάλλεται για λόγους δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα η διάταξη του άρθρου 84 ΠΚ προβλέπει πως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του.

Οι διατάξεις για τις ελαφρυντικές περιστάσεις βρίσκονται στο πέμπτο κεφάλαιο του γενικού μέρους, που αφορά στην επιμέτρηση της ποινής. Σχετικά με το εύρος εφαρμογής του άρθρου 84 ΠΚ, αυτό καλύπτει όλα τα εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα αλλά, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 12, 83 και 84 ΠΚ, και όλα τα εγκλήματα των ειδικών ποινικών νόμων, εκτός εάν στους τελευταίους ορίζεται διαφορετικά.

Η νομολογία, βοηθούμενη και από τη διατύπωση του νόμου, έχει προσδώσει στις ελαφρυντικές περιστάσεις αξιολογικό περιεχόμενο και είναι στην κρίση του δικαστή να διαπιστώσει αν συντρέχουν. Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο  αξιολογικές είναι οι έννοιες, η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται με τη βοήθεια μια νομικής ή κοινωνικοηθικής αξιολόγησης. Το πλήρες και ακριβές τους περιεχόμενο μπορεί να διαπιστωθεί μονάχα μέσω της εφαρμογής ενός κανόνα, ο οποίος μπορεί να είναι είτε νομικός είτε εξωνομικός. Στην τελευταία περίπτωση ο νομοθέτης συνειδητά αφήνει στον δικαστή το περιθώριο να κρίνει με τη βοήθεια ορισμένων κανόνων αν η εκάστοτε αξιολογική έννοια συντρέχει η όχι.

Η αποδοχή ή όχι της συνδρομής τους έγκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η εξειδίκευση, όμως, των παραπάνω αόριστων νομικών εννοιών, το αν, δηλαδή, τα προσαχθέντα και αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν ή όχι σε αυτές, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στο σημείο αυτό είναι η κατάλληλη στιγμή για να μας απασχολήσει η ερμηνεία των ελαφρυντικών περιστάσεων από την νομολογία, εστιάζοντας, κυρίως, σε κάποιες πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

Καταρχήν θα εξετάσουμε πώς έχει αποκρυσταλλωθεί η ερμηνεία της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, η οποία εμφανίζεται συχνότατα στην πράξη και για αυτό τον λόγο υπάρχει και πλούσιο νομολογιακό υλικό. Μια εξαιρετικά συνηθισμένη διατύπωση που επαναλαμβάνεται συχνά στις αρεοπαγιτικές αποφάσεις είναι  πως δεν αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά.

Παρατηρούμε, λοιπόν, πως το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί για τα δικαστήριά μας «μαχητό τεκμήριο» και πως η νομική έννοια του έντιμου βίου απομακρύνεται γενικότερα από την έννοια που έχει ο έντιμος βίος στην καθημερινή ζωή. Σύμφωνα με εργασία που δημοσιεύθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού του προγράμματος από το 2002 παρατηρείται ότι προκειμένου να αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου είναι απαραίτητη η ύπαρξη «επωφελούς για την κοινωνία δραστηριότητας». Το παραπάνω είναι εύλογο αφού η αναγνώριση της συνδρομής μια ελαφρυντικής περίστασης ενέχει την υποχρεωτική μείωση του πλαισίου ποινής και επομένως αναφέρεται σε μια κατάσταση που διαφέρει από τον μέσο όρο σύμφωνα με ουσιαστικά και όχι τυπικά κριτήρια. Πάντως, μιας και αναφερθήκαμε στο ποινικό μητρώο τονίζουμε πως η ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης κρίνεται ορθώς πως  δεν αποκλείει την πιθανότητα ύπαρξης πρότερου έντιμου βίου, ειδικά όταν αφορά έγκλημα αμέλειας ή γενικότερα έγκλημα, το οποίο δε συγκεντρώνει ιδιαίτερη ποινική απαξία.

Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να μας απασχολήσει είναι η παραδοχή πως η ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, αποτυπώνεται στην όλη συγκεκριμένη εγκληματική του δραστηριότητα και μπορεί ως εκ της βαρύτητας των πράξεών του να αποκλείσει την αναγνώριση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου. Η διατύπωση αυτή ενώ είναι, ίσως, ακριβής αναφορικά με εγκλήματα διαρκή ή κατά συρροή είναι ατυχής όσον αφορά στη διάπραξη μεμονωμένων εγκλημάτων, τα οποία παρά τη βαρύτητά τους ενδέχεται να συνιστούν πράγματι μεμονωμένα γεγονότα και εκτροπή σε σχέση με τον μέχρι τότε έντιμο βίο.

Ενδιαφέρον είναι, επίσης, πως σχετικά με το στοιχείο της ιδιαίτερης επικινδυνότητας η νομολογία και μέρος της θεωρίας δέχονται την δυνατότητα της παράλληλης συνδρομής με το ελαφρυντικό στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου. Αυτό είναι εύλογο, αφού η ιδιαίτερη επικινδυνότητα αναφέρεται στο μέλλον αποτελώντας μια πρόγνωση, η οποία μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην βαρύτητα μιας συγκεκριμένης πράξης. Από την άλλη αξίζει να τονιστεί ότι κατά το Ν. Χωραφά η διάπραξη του εγκλήματος είναι αναγκαίο, αλλά μη επαρκές στοιχείο της κρίσης για την ύπαρξη επικινδυνότητας στο πρόσωπο του δράστη. Η κρίση για την επικινδυνότητα του δράστη βασίζεται σε τρία στοιχεία, στη βαρύτητα του τελεσθέντος εγκλήματος ως σύμπτωμα της ποιότητας του δράστη, στην ποιότητα και την ένταση των αιτίων που τον ώθησαν στο έγκλημα, και τέλος, στις οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις. Παρατηρούμε δηλ. ότι με το πιο πάνω σκεπτικό οι οικογενειακές, κοινωνικές και προσωπικές περιστάσεις του δράστη, που λαμβάνονται υπόψη κατά το άρθρο 84 ΠΚ για την κρίση περί της εντιμότητας ή μη του πρότερου βίου του δράστη, συνδέονται άμεσα και με την έννοια της επικινδυνότητάς του. Η σχέση της επικινδυνότητας της προσωπικότητας του δράστη και του πρότερου βίου του είναι χωρίς αμφιβολία δεδομένη, το ζήτημα όμως αυτό ξεπερνά το θεματικό πλαίσιο της παρούσας μελέτης.

Σχετικά με την αντιμετώπιση των χρηστών ναρκωτικών ουσιών η εξάρτηση από τα ναρκωτικά εμφανίζεται ως λόγος απόρριψης της ελαφρυντικής περίστασης σε τέσσερις σχετικά πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου: στην 1155/89, στην 118/2003, στην 546/2003 και στην 1737/2010. Στην τελευταία, μάλιστα, σημειώνεται χαρακτηριστικά πως ο κατηγορούμενος είναι χρόνιος χρήστης ναρκωτικών ουσιών (ινδικής κάνναβης), γεγονός που συνεπικουρεί στην κρίση ότι ο βίος του δεν ήταν έντιμος εφ’ όσον εξακολουθητικά προέβαινε στην αξιόποινη πράξη της χρήσεως αυτών των ουσιών. Οι αποφάσεις αυτές φαίνεται να αποτελούν αναπαραγωγή στερεοτυπικών απόψεων σε σχέση με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών και σίγουρα γεννούν προβληματισμό για τη συνολική αντιμετώπιση του μεγάλου αυτού προβλήματος.

Με βάση τα παραπάνω παρατηρούμε εν συντομία πως η ελαφρυντική περίσταση του εντίμου βίου εμφανίζει δύο στοιχεία: ένα χρονικό («προηγούμενη») και ένα ποιοτικό («έντιμη»), ενώ ως προς το πεδίο, με άξονα το οποίο κρίνεται η προηγούμενη από το έγκλημα ζωή του δράστη, αυτό εμφανίζεται ευρύτατο.

Σχετικά με την αναπόφευκτη αναγωγή σε συγκεκριμένα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς, παρατηρούμε ότι ανακύπτουν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτον, είναι αδύνατο να τεθούν κοινά και διαχρονικά κριτήρια αξιολόγησης της ποιότητας του πρότερου βίου για κάθε δράστη, και δεύτερον ότι υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος αυτά να προσλάβουν έντονη ηθική χροιά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ενδιαφέρον μας στέφεται στη γενικότερη στάση του κατηγορουμένου απέναντι στα έννομα αγαθά έτσι ώστε να αποδειχθεί αν το έγκλημα που διέπραξε αποτελεί παραφωνία στον έως τότε έντιμο βίο του και εξαιρετική περίπτωση εκτροπής του από την απαίτηση του κοινωνικού συνόλου κάθε μέλος του να σέβεται τα έννομα αγαθά.

Σχετικά με την δεύτερη ελαφρυντική περίσταση παρατηρούμε πως αναφέρεται μια ολόκληρη ομάδα περιπτώσεων, των οποίων το κοινό χαρακτηριστικό είναι πως ο δράστης ενήργησε κάτω από ένα καθεστώς ψυχικής πίεσης.

Στην νομολογία μη ταπεινά χαρακτηρίζονται τα αίτια τα οποία δεν προδίδουν κακοβουλία του δράστη ή διαστροφή του χαρακτήρα του. Τέτοιου είδους κίνητρα είναι όσα φανερώνουν μια θετική στάση του δράστη απέναντι σε κάποια αγαθά, που προστατεύονται από την έννομη τάξη. Στα μη ταπεινά αίτια αναφέρεται συχνά η έλλειψη φιλοκέρδειας και η αναγνώρισή τους έχει γίνει από τον Άρειο Πάγο σε περιπτώσεις χρεών προς το δημόσιο (ΑΠ 313/2009 και ΑΠ 903/2006) και παράνομης υλοτομίας (ΑΠ 650/2007)

Μεγάλη ένδεια είναι μια κατάσταση η οποία προέκυψε από δυσχερείς αντικειμενικές περιστάσεις και όχι από υπαιτιότητα του κατηγορουμένου και η οποία επιπλέον δημιουργεί την πεποίθηση πως πρόκειται για έναν εγκληματία εκ περιστάσεως.

Η σοβαρή απειλή πρέπει να δικαιολογεί μεν την επιεική μεταχείριση του δράστη χωρίς, όμως, να είναι τόσο έντονη ώστε να υπάρχει κατάσταση ανάγκης που αίρει τον καταλογισμό, οπότε και θα εφαρμοζόταν το άρθρο 32 ΠΚ. Μπορεί να στρέφεται κατά του προσώπου του κατηγορουμένου, στενών του προσώπων ή της περιουσίας του και κριτήριό μας θα είναι πάντοτε οι προσωπικές του παραστάσεις.

Αντίστοιχα από τις σχέσεις υπακοής εξαιρούνται οι σχέσεις της ιεραρχικής προσταγής, αφού σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται το άρθρο 21 ΠΚ και το αν υπάρχει ή όχι επιβολή τρίτου προσώπου θα κριθεί από τις προσωπικές παραστάσεις του κατηγορουμένου.

Σχετικά με την τρίτη ελαφρυντική περίσταση επισημαίνεται ότι η άδικη πράξη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αξιόποινη, ενώ μπορεί να έχει προκληθεί και από ατύχημα. Όσον αφορά στην οργή και στη θλίψη του κατηγορουμένου αυτές κρίνονται σύμφωνα με τις προσωπικές του παραστάσεις, ενώ μεταξύ της ανάρμοστης συμπεριφοράς και της αξιόποινης πράξης δεν πρέπει να έχει μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ο Άρειος Πάγος στην πρόσφατη απόφαση ΑΠ 172/2015 έχει κρίνει ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. Επίσης ενδιαφέρον έχουν και αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η ΑΠ 1154/1988, όπου γίνεται δεκτό ότι η παραδοχή του ότι μια ανθρωποκτονία τελέστηκε σε ήρεμη κατάσταση δεν έρχεται σε αντίφαση με την αναγνώριση ελαφρυντικού εξαιτίας της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος, αφού η αναφορά της οργής δεν γίνεται υπό την έννοια της διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργείται μια κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Όπως είναι αναμενόμενο η Καϊάφα- Γκμπάντι, η οποία θεωρεί πως το συγκεκριμένο ελαφρυντικό σχετίζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, επικρίνει την απόφαση ως λανθασμένη.

Σχετικά με την τέταρτη ελαφρυντική περίσταση έχει κριθεί πως για να συντρέξει πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά να εκδηλώνεται και εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με περιστατικά τα οποία να δεικνύουν ότι αυτός μετεμελήθη και για τον λόγο αυτό επεζήτησε ειλικρινώς και όχι προσχηματικώς να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως. Η ομολογία από μόνη της δεν επαρκεί σύμφωνα με την νομολογία ούτε και η απλή ρηματική μεταμέλεια κατά τη διεξαγωγή της δίκης, αν και πρέπει να μας επιτραπεί η εμπειρική παρατήρηση πως συχνά συμβαίνει στην πράξη το αντίθετο ως εκδήλωση επιείκειας.

Σχετικά με την μετάνοια που αναφέρεται στο άρθρο 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής κυριάρχησε στη νομολογία η άποψη πως είναι κατά περιεχόμενο ταυτόσημη με τη μετάνοια του άρθρου 84 ΠΚ. Σύμφωνα με Χαραλαμπάκη ο νομοθέτης θέλησε η μεταμέλεια να λαμβάνεται υπόψη σε δύο σημεία. Οφείλει, πάντως, στην δεύτερη περίπτωση να είναι τέτοιας έντασης ώστε να καθιστά αναγκαία τη μείωση του πλαισίου της επιβαλλόμενης ποινής.

Σχετικά, τέλος, με την πέμπτη ελαφρυντική περίσταση, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εξαιτίας και των αργών ρυθμών απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, που επιτρέπει συνήθως την παρέλευση μακρού χρόνου, αναφέρεται στη νομολογία πως για να συντρέξει πρέπει η συμπεριφορά του κατηγορουμένου να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα υπό καθεστώς ελευθερίας στην κοινωνία, διότι τότε μόνον η επιλογή του αυτή μαρτυρεί την πραγματική του διάθεση και ενέχει σοβαρή στάση για την βελτιωμένη, και χωρίς παραπτώματα διαβίωσή του, για την οποία και πρέπει να επιβραβευθεί.

Επίσης από την νομολογία του Αρείου πάγου διευκρινίζεται πως η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν συνιστά καθεαυτή την ελαφρυντική περίσταση της μετά τις πράξεις καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Η σκέψη αυτή είναι ορθή στο βαθμό που δεν αρκείται σε ένα τυπικό στοιχείο, όπως ένα φύλλο καλής διαγωγής, αλλά ελλιπής εφόσον δεν αναγνωρίζει πως και ένας κρατούμενος έχει την ευκαιρία να κάνει θετικές ενέργειες προς έναν έντιμο βίο μέσω της εθελοντικής εργασίας ή εκπαίδευσης λόγου χάρη. Ορθότερη είναι στο σημείο αυτό η διατύπωση της ΑΠ 1073/2011, η οποία αναφέρει ότι  δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, εφόσον η συμπεριφορά του είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς ενός κρατουμένου.

Η παραπάνω αναφερόμενη απόφαση σηματοδότησε μερική στροφή της νομολογίας, αλλά η ανάγκη για σταθεροποίηση της νομολογίας στο συγκεκριμένο ζήτημα παραμένει καθώς ο ισχυρισμός πως η καλή διαγωγή στις φυλακές δε συνιστά καλή συμπεριφορά ως μοναδικός λόγος απόρριψης του ελαφρυντικού εμφανίζεται σε είκοσι έξι αποφάσεις του Αρείου Πάγου από το 1989 έως το 2009.


2020 update

Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιουλίου 2019:

Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως: α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.

Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.

Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.

Οι ποινές της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλονται και όταν πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίπτωσης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις, ότι οι διατάξεις της παρ. 2 περ. α’ και ε’ του άρθρου 84 του ισχύοντος από 1.7.2019 Ποινικού Κώδικα είναι ευμενέστερες των αντίστοιχων προϊσχυσάντων διατάξεων. Μάλιστα, το ζήτημα αυτό απασχόλησε την υπ’ αριθμ. 1466/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, στο σκεπτικό της οποίας αναλύονται οι εν λόγω τροποποιήσεις ως εξής: ‘’Η υπό στοιχείο α’ που συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Κριτήριο επομένως για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 του Κ.Π.Δ.. Εν όψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ.2α) του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α’ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου.’’

Επίσης, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση της παρ. 2 περ. ε’ του άρ 84 ΠΚ, στο σκεπτικό της ως άνω υπ’ αριθμ. 1466/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου αναφέρεται ότι: ‘’Η υπό στοιχείο ε’, που συνίσταται στο ότι «ο υπαίτιος «συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.». Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής.’’

Στην υπ’ αριθμ. 157/2020, όμως, απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρεται πως Συνάμα, οι διατάξεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ του νέου Ποινικού Κώδικα, που αφορούν τις ελαφρυντικές περιστάσεις του προτέρου σύννομου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερες των αντιστοίχων προϊσχυσασών διατάξεων του καταργηθέντος Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της πρώτης ελαφρυντικής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου την «έντιμης» ζωής και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. β’ του Συντάγματος «απαραβίαστη» προηγούμενη ιδιωτική οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Επομένως, κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του νέου Π.Κ. είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου και, πάντως, το λευκό ποινικό μητρώο δεν αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση της συνδρομής της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης, του δικαστή δυναμένου να κρίνει στο πλαίσιο που ορίζεται από το άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. Ως προς την άλλη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση, βάσει της νέας διάταξης, ακόμη και όταν αυτός υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής και αυτή η παράμετρος καθιστά ευμενέστερη την τώρα ισχύουσα διάταξη. Αντιθέτως, τόσο κατά το άρθρο 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Π.Κ., όσο και κατά το αντίστοιχο άρθρο του Ν.Π.Κ. ελαφρυντική περίσταση θεωρείται και το ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Επίσης, στο άρθρο 85 του Π.Π.Κ. ορίζετο ότι «Όταν συντρέχουν περισσότεροι από ένας λόγοι για τη μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84), εφαρμόζεται μόνο μία φορά η μείωση της ποινής σύμφωνα με το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83, στην επιμέτρηση της ποινής λαμβάνονται υπόψη όλοι οι πιο πάνω λόγοι και ελαφρυντικές περιστάσεις», ενώ κατά την παρ. 1 του αντίστοιχου άρθρου του Ν.Π.Κ. ορίζεται ότι «Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή».”