Παράνομα και νόμιμα αποδεικτικά μέσα

Στην ελληνική νομολογία τα τελευταία έτη υπήρξε μεγάλη σύγχυση σχετικά με το ποια αποδεικτικά μέσα πρέπει να θεωρούνται απαγορευμένα εξαιτίας της παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας και ποια όχι. Συγκεκριμένα, υπήρξε συχνά μια αδικαιολόγητη εξίσωση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων εκείνων, που ελήφθησαν με την συναίνεση του εταίρου προσώπου και που δεν αφορούν τον πυρήνα της οικογενειακής του ζωής, με εκείνα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είτε ελήφθησαν χωρίς τη συναίνεση του άλλου προσώπου είτε αφορούν ιδιαίτερα ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα (την υγεία λόγου χάρη, τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.)

Η υπ’ αρίθμ. 3626/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελληνική Δικαιοσύνη, σελ. 1173 επ.) αντιμετωπίζει κατά την γνώμη μας το ζήτημα με ορθότητα και κατά το ενδιαφέρον μέρος της έχει ως εξής:

(…)μεταξύ δε αυτών και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων και οι φωτογραφίες οθόνης κινητού τηλεφώνου που απεικονίζουν γραπτά μηνύματα και φωτογραφίες εγγράφων, που προσκομίζονται από τον ανακόπτοντα, που εμπίπτουν στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αριθ.3 ΚΠολΔ και εξομοιούνται με πραγματικά έγγραφα (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 46/2014 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑθ 32/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΠΠρΘεσ 1210/2016 ΤΝΠ-Νόμος)

απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ης, που προβάλλεται με την προσθήκη στις προτάσεις της, ότι πρόκειται περί παρανόμων αποδεικτικών μέσων κατά τα άρθρα 9, 9Α και 19 του Συντάγματος, τα οποία δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, λόγω παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας, καθόσον, αφενός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι αποστολείς του περιεχομένου των άνω εγγράφων, το οποίο δεν αφορά αποκλειστικά απόρρητη σχέση του ιδιωτικού βίου τους, γνωρίζουν ότι αυτό αποθηκεύεται σε υλικό φορέα στο τερματικό του παραλήπτη λαμβάνοντα τη μορφή του ηλεκτρονικού εγγράφου και ότι είναι δυνατή η χρήση του από τον παραλήπτη, ο οποίος δεν το απέκτησε αθέμιτα, όπως λόγου χάρη με παγίδευσή του ή με υποκλοπή, αφετέρου ειδικά το περιεχόμενο των προσκομισθέντων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ρητά επικαλείται και η ίδια η καθ’ ης, ώστε να μην νοείται έλλειψη συναίνεσής της στην χρήση τους (…)

 

Καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 δημιουργήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σύγχυση στον νομικό κόσμο σχετικά με την καταχρηστική προθεσμία των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευτεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 του ΕισΝΚΠολΔ η έναρξη της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεων κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του εν λόγω νόμου. Η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή είναι και η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού συμβιβάζεται με την διαχρονική λειτουργία του ΕισΝΚΠολΔ (Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ’ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, Ελευθερία Χ. Κώνστα, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2017, σελ. 362 επ.)

Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας ανισότητας μεταξύ των διαδίκων χωρίς να τίθεται θέμα δικής τους επιμέλειας, αφού ενδέχεται να είχαν λάβει νομική πληροφόρηση περί της δυνατότητάς του να ασκήσουν έφεση κατά ορισμένες απόφασης, δημοσιευθείσας πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015 εντός τριετίας. Επιπλέον θα δημιουργούνταν διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διαδίκων, ανασφάλεια δικαίου, σύγχυση και δυσλειτουργία στην δικαστηριακή πρακτική.

Τα παραπάνω επιβεβαιωθήκαν απόλυτα από την υπ’ αρίθμ. 519/2017 [1] απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξετάζοντας το ζήτημα της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 έκρινε πως «Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπομένη γιʼ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τοιαύτη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατʼ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της.»

Επιπλέον κρίθηκε πως «με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική  προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν.  4335/2015 ) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν.  4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατʼ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).»

Τα παραπάνω, τα οποία ορθώς δέχεται ο Άρειος Πάγος, ισχύουν τόσο για την καταχρηστική προθεσμία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όσο και εκείνου της έφεσης.

[1] Ομοίως και η ΑΠ 520/2017

Τροποποίηση- προσθήκη: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τις παραπάνω ορθές παραδοχές του στην υπ’ αρίθμ. 1176/2017 απόφαση του Β1 Τμήματός του και έτσι αναμένεται πλέον να αποφανθεί οριστικά η Ολομέλεια.

Τροποποίηση- προσθήκη: Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. 

ΑΠ 10/2018

Προσωρινή διαταγή αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικής απαιτήσεως

Το δικηγορικό μας γραφείο πέτυχε στις 20 Ιουλίου 2017, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικής απαιτήσεως, με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παρότι φαινομενικά αυτή η δικονομική δυνατότητα έχει καταργηθεί στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Θεωρούμε, πως η νομολογιακή αυτή εξέλιξη είναι πολύ σημαντική, ειδικά ενόψει του κύματος αναγκαστικών εκτελέσεων, που πρόκειται να ξεκινήσει από τις τράπεζες το προσεχές φθινόπωρο.

Ως γνωστόν οι προσωρινές διαταγές δεν φέρουν ιδιαίτερη αιτιολογία. Παρατίθεται, λοιπόν, το σχετικό τμήμα της αίτησης αναστολής και η θετική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου:

Επειδή, σύμφωνα με την υπ’ αρίθμ. 11/2017 απόφαση του Α2′ Τμήματος του Αρείου Πάγου (ως Συμβουλίου), παρά την νομοθετική κατάργηση της δικονομικής δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσως επί χρηματικών απαιτήσεων, από τον νόμο 4335/2015, είναι δυνατόν να ζητηθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσως αυτού του είδους με την μορφή της προσωρινής ρύθμισης της καταστάσεως, κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι να υπάρχει βάσιμος λόγος ανακοπής κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής.

Eν προκειμένω, η ανωτέρω ανακοπή μου θα ευδοκιμήσει οπωσδήποτε, αφού οι λόγοι αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι και αποδεικνύονται παραχρήμα.

Περαιτέρω, μόλις ευδοκιμήσει η ανωτέρω ανακοπή μου, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να μείνει ανικανοποίητη η αξίωσή μου για αποκατάσταση των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, λόγω της αφερεγγυότητας του αντιδίκου μου και της κακής του πίστης, την οποία λεπτομερώς τεκμηριώνω στο δικόγραφο της ανακοπής μου.

Επιπλέον, είναι απόλυτα βέβαιο, ότι ο αντίδικος θα επιδιώξει την κατάσχεση των τραπεζικών μου λογαριασμών, η οποία θα λάβει χώρα άμεσα, μόλις δηλαδή παρέλθουν οι τρεις εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της από 13-7-2017 επιταγής του προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 290/2015, προσωρινώς εκτελεστής, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Τακτικής Διαδικασίας), εξέλιξη η οποία θα με καταστρέψει οικονομικά, αναγκάζοντάς με ουσιαστικά να κλείσω την επιχείρησή μου, καθώς ως επιχειρηματίας έχω απόλυτη ανάγκη να προβαίνω σε καθημερινές συναλλαγές μέσω του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή να προβαίνω αφ’ ενός σε εισπράξεις για την πώληση των προϊόντων μου και την παροχή των υπηρεσιών μου και να ικανοποιώ αφ’ ετέρου τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μου προς τους προμηθευτές μου, το Δημόσιο, τον ΕΦΚΑ, τις ΔΕΚΟ, τους εργαζόμενους της επιχειρήσεώς μου κλπ. Από την ενέργεια αυτή του καθού δεν μπορώ να προστατευτώ μονάχα με την ήδη ασκηθείσα ανακοπή μου, καθώς αυτή θα εκδικασθεί αρκετούς μήνες μετά και απόφαση επ’ αυτής θα εκδοθεί πολύ αργότερα, όπως προκύπτει από την κοινή λογική, αλλά και την εμπειρία ενός μέσου νομικού.

Αλλά και αν ακόμη υποτεθεί, ότι η συζήτηση της ανακοπής μου προσδιοριζόταν εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της και η επ’ αυτής απόφαση δημοσιευόταν εντός άλλων εξήντα (60) ημερών από τη συζήτηση, σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πάλι η από 18-7-2017 ασκηθείσα ανακοπή μου δεν θα αρκούσε για να με προστατεύσει, αφού, όπως ήδη προανέφερα, η κατάσχεση των Τραπεζικών μου Λογαριασμών θα γίνει άμεσα, μόλις δηλαδή παρέλθουν οι τρεις εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της από 13-7-2017 επιταγής του προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 290/2015, προσωρινώς εκτελεστής, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Τακτικής Διαδικασίας).

Έτσι, παρότι η βασιμότητα των λόγων της ανακοπής μου είναι προφανής, αν δεν διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής σε βάρος μου εκτέλεσης, θα μείνω απροστάτευτος δικαστικά για μακρότατο χρονικό διάστημα και θα καταστραφώ οικονομικά. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αντίθετο και με την συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος για παροχή έννομης προστασίας, η οποία κατά την κρατούσα θεωρία στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου περιλαμβάνει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, αφού ο σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη είναι η παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας και η μη δημιουργία παγιωμένων καταστάσεων, οι οποίες εκ των υστέρων θα είναι αδύνατον να ανατραπούν προς όφελος εκείνου, που επιτυχώς άσκησε ένα ένδικο μέσο ή βοήθημα.

θετική απόφαση

ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Εξαιτίας της μεγάλης αναγνωσιμότητας της αρχικής μας ανάρτησης, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την ανανεώσουμε καταγράφοντας τις πρόσφατες νομολογιακές και θεωρητικές εξελίξεις στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Συγκεκριμένα παρά τις μεμονωμένες και λίγες στον αριθμό, αρνητικές δικαστικές αποφάσεις (Βλ. μ.α. ΜΠρΛαμ 223/2016, ΤΝΠ Νόμος) στην θεωρία φαίνεται να επικρατεί η άποψη πως ο νομοθέτης με την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ δημιούργησε ένα ακούσιο κενό, έχοντας, ίσως, στο μυαλό του μονάχα την περίπτωση της έμμεσης εκτελέσεως μέσω κατασχέσεως και πλειστηριασμού.

Η προσωρινή δικαστική προστασία, όμως, είναι δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ και ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει την λήψη ασφαλιστικών μέτρων από τα δικαστήρια. Δογματικά, μετά την κατάργηση της ειδικότερης διάταξης του άρθρου 938 ΚΠολΔ, δεν φαίνεται να υπάρχουν εμπόδια για την αποδοχή της εφαρμογής του άρθρου 731 ΚΠολΔ προκειμένου να χορηγείται αναστολή μέσω της “ρύθμισης της κατάστασης”. (Ιωάννα Κουκουράκη, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο ν. 4335/2015, Ελληνική Δικαιοσύνη 2017, σελ. 1024.)

Μια διαφορετική αντίληψη εκφράστηκε στην υπ’ αρίθμ. 28/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κέρκυρας (Νομικό Βήμα 2017, σελ. 365), η οποίο έκανε δεκτή την εφαρμογή του άρθρου 937 παρ.1γ’ για την άμεση εκτέλεση.

Επιπλέον το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας με την υπ’ αρίθμ. 58/2017 απόφασή του (Ελληνική Δικαιοσύνη 2017, σελ. 1134 επ. με παρατηρήσεις Α.Π. Πανταζόπουλου) έκανε δεκτό πως η συστηματική- τελολογική ερμηνεία του άρθρου 937 παρ.1γ’ καθιστά περιττή την προσφυγή στον θεσμό της προσωρινής ρύθμισης της καταστάσεως. Αναφέρει, μάλιστα, πως σε σχέση με την τελευταία υφίστανται δογματικά προβλήματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ως γνησίου ασφαλιστικού μέτρου και συνεπώς με την δυνατότητα εφαρμογής της στην εξεταζομένη περίπτωση).

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο καθηγητής Γ. Ορφανίδης στην μονογραφία του «Η αναστολή εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το ν. 4335/2015», εκδόσεις Σάκκουλα 2017.