Προθεσμία του ΕισΑΠ για την άσκηση αναιρέσεως

Απόσπασμα από την ΑΠ 170/2017 σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την άσκηση αναιρέσεως:

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μήνα. Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνον υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α’ , β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και συμπληρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2521/1997, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογραφή της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση απόφασης οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, που όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση, εντός ενός μήνα από τότε που η ανέκκλητη (τελεσίδικη) απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.

Καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 δημιουργήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σύγχυση στον νομικό κόσμο σχετικά με την καταχρηστική προθεσμία των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευτεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 του ΕισΝΚΠολΔ η έναρξη της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεων κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του εν λόγω νόμου. Η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή είναι και η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού συμβιβάζεται με την διαχρονική λειτουργία του ΕισΝΚΠολΔ (Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ’ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, Ελευθερία Χ. Κώνστα, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2017, σελ. 362 επ.)

Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας ανισότητας μεταξύ των διαδίκων χωρίς να τίθεται θέμα δικής τους επιμέλειας, αφού ενδέχεται να είχαν λάβει νομική πληροφόρηση περί της δυνατότητάς του να ασκήσουν έφεση κατά ορισμένες απόφασης, δημοσιευθείσας πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015 εντός τριετίας. Επιπλέον θα δημιουργούνταν διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διαδίκων, ανασφάλεια δικαίου, σύγχυση και δυσλειτουργία στην δικαστηριακή πρακτική.

Τα παραπάνω επιβεβαιωθήκαν απόλυτα από την υπ’ αρίθμ. 519/2017 [1] απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξετάζοντας το ζήτημα της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 έκρινε πως «Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπομένη γιʼ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τοιαύτη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατʼ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της.»

Επιπλέον κρίθηκε πως «με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική  προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν.  4335/2015 ) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν.  4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατʼ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).»

Τα παραπάνω, τα οποία ορθώς δέχεται ο Άρειος Πάγος, ισχύουν τόσο για την καταχρηστική προθεσμία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όσο και εκείνου της έφεσης.

[1] Ομοίως και η ΑΠ 520/2017

Τροποποίηση- προσθήκη: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τις παραπάνω ορθές παραδοχές του στην υπ’ αρίθμ. 1176/2017 απόφαση του Β1 Τμήματός του και έτσι αναμένεται πλέον να αποφανθεί οριστικά η Ολομέλεια.

Τροποποίηση- προσθήκη: Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. 

ΑΠ 10/2018

Η έλλειψη αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων ως λόγος αναίρεσης

Ένας συχνός λόγος αναίρεσης που προβάλλεται κατά των αποφάσεων των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων είναι η έλλειψη αιτιολογίας των αποφάσεών τους. Υπάρχει, όμως, μεγάλη αβεβαιότητα ως προς το αν ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα γίνει τελικά δεκτός, καθώς η νομολογία του Αρείου Πάγου είναι ασταθής και δεν φαίνεται να έχει υιοθετήσει ορισμένη σαφή κριτήρια.

Το πρόβλημα παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση σε περιπτώσεις, στις οποίες τα αποδεικτικά μέσα μας επιτρέπουν σε ένα πρώτο στάδιο να υποστηρίξουμε δύο τουλάχιστον εκδοχές της πραγματικότητας, εκ των ποίων η μια οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου και η άλλη στην καταδίκη του. Στην πράξη πρόκειται για ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο, το οποίο τα περισσότερα δικαστήρια αντιμετωπίζουν με το να αγνοούν εντελώς την μία λογική εκδοχή, χωρίς να παρέχουν επιχειρήματα για την απόρριψή της.

Όταν αυτό συμβαίνει μπορούμε να υποστηρίξουμε πως η εν λόγω δικαστική απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε πως υπάρχει αιτιολογία αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί επαρκής σύμφωνη με τον νόμο και το Σύνταγμα. Και αυτό γιατί το Δικαστήριο παρότι έχει την ελευθερία εκτίμησης των αποδείξεων οφείλει να εκθέτει αναλυτικά και εμπεριστατωμένα τον συλλογισμό που ακολούθησε για να φτάσει στα συμπεράσματά του. Όταν, όμως, το δικαστήριο δεν εξετάζει συγκριτικά και εξονυχιστικά την αξιοπιστία των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων και δεν παραθέτει τις συγκεκριμένες αποδείξεις που ελήφθησαν υπόψη το αποτέλεσμα είναι ο συλλογισμός του να μην είναι διυποκειμενικά ελέγξιμος και ούτε είναι δυνατόν να διαπιστωθεί ότι το δικαστήριο κινήθηκε εντός του πλαισίου, που ορίζει η λογική και η εμπειρία της ζωής.

Όταν υπάρχουν, δηλαδή, δύο λογικά ενδεχόμενα, δύο εκδοχές της πραγματικότητες η κρίση του δικαστηρίου για την ουσία της υποθέσεως, παρότι  είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα ενός ανοιχτού και λογικού συλλογισμού. Έτσι το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα και σε καμία περίπτωση να μην προβαίνει στον επιλεκτικό παραγκωνισμό μερικών εξ αυτών χωρίς να εξηγεί πειστικά το συμπέρασμά του μέσω της επίκλησης των αποδεικτικών μέσων. Απαιτείται, με λίγα λόγια, ο λειτουργικός συσχετισμός, η συνεκτίμηση και η συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι η επιλεκτική εξέταση και χρήση τους.

Σχετικά με τα παραπάνω Η ΟλΑΠ 9/2001 έχει κρίνει πως δεν αρκεί να προσδιορίζονται κατ’ είδος τα αποδεικτικά μέσα, αλλά πρέπει να αναφέρονται και οι σκέψεις με βάση τις οποίες τα περιστατικά αναγόμενα στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις συνιστούν ή όχι πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Επίσης, σύμφωνα με την ΟλΑΠ  1/2005 απαιτείται να προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία – και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή – όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ.

Επιπλέον, με πρόσφατες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως η 129/2007 γίνεται δεκτό ότι «πάγια η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι «επιλεκτική», να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μια τέτοια αιτιολογία ως εμπεριστατωμένη. Ετσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως ή του βουλεύματος, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή.» Πρέπει, δηλαδή, στην αιτιολογία να αναφέρεται «γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.» Οι παραδοχές αυτές επαναλαμβάνονται και στην ΑΠ 1702/2008, όπου επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως «πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείσθηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο, αντιφατικό ή απλώς διαφορετικό. Ο δε αναιρετικός έλεγχος επ’ αυτού εστιάζεται, στο αν το Δικαστήριο πραγματοποίησε λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων και όχι επιλεκτική λήψη μερικών μόνο εξ αυτών.»