Προθεσμία του ΕισΑΠ για την άσκηση αναιρέσεως

Απόσπασμα από την ΑΠ 170/2017 σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την άσκηση αναιρέσεως:

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μήνα. Ύστερα από αυτή την προθεσμία μπορεί να ασκήσει αναίρεση μόνον υπέρ του νόμου για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 510, καθώς και για οποιαδήποτε παράβαση των τύπων της διαδικασίας, χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α’ , β’ και γ’ του Κ.Ποιν.Δ., η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979 και συμπληρώθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 20 του Ν. 2521/1997, η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Η καθαρογραφή της απόφασης πρέπει να γίνει μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, διαφορετικά, ο πρόεδρος του δικαστηρίου έχει πειθαρχική ευθύνη. Η καταχώριση της καθαρογραμμένης απόφασης στο ειδικό βιβλίο απαιτείται μόνο για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αναίρεσης και τυχόν μη καταχώριση δεν εμποδίζει τη παραγραφή της ποινής.

Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση απόφασης οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, που όπως απαγγέλθηκε δεν προσβάλλεται με έφεση, εντός ενός μήνα από τότε που η ανέκκλητη (τελεσίδικη) απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.

Η αξίωση εξέτασης υλικών αποδεικτικών μέσων

Στο άρθρο 333 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠΔ, στην οποία προβλέπεται το δικαίωμα των διαδίκων και των δικηγόρων τους να υποβάλλουν αιτήσεις για θέματα που αφορούν την υπόθεση που συζητείται. Μεταξύ των αιτήσεων αυτών γίνεται δεκτό ότι περιλαμβάνονται και οι αιτήσεις για την διεξαγωγή αποδείξεων.

Εξάλλου από τις αρχές της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας, αλλά και της άμεσης προσωπικής επαφής του κρίνοντος με το αποδεικτικό υλικό προκύπτει και η αξίωση του κατηγορουμένου να βρίσκονται όλα τα δυνητικά χρήσιμα- αξιόλογα αποδεικτικά μέσα στην διάθεση του ποινικού δικαστηρίου.

Το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ’ της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι “κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα  να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας”. Η έννοια του “μάρτυρα” ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ κατά τρόπο αυτόνομο, ανεξάρτητο, δηλαδή, από τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή στο εσωτερικό εθνικό δίκαιο και εξελίχθηκε ώστε να περιλαμβάνει και μη προσωπικά αποδεικτικά μέσα.

Η νομολογιακή αυτή εξέλιξη (βλ. Χριστόπουλος Παναγιώτης, Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητεί την προσκόμιση αποδεικτικών μέσων από τις δικαστικές αρχές, ΠοινΧρον 2016, σελ. 721 επ.) αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην υπόθεση MIRILASHVILI κατά Ρωσίας, της 11ης Δεκεμβρίου 2008, η οποία εξετάζει και την προγενέστερη νομολογία του ΕΔΔΑ.  Συγκεκριμένα στην παρ. 159 της εν λόγω απόφασης καταγράφεται η σκέψη πως το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ μπορεί, ως ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, να τύχει εφαρμογής, όχι μόνον ως προς τους μάρτυρες, αλλά γενικότερα και ως προς κάθε άλλο αποδεικτικό μέσο. Αφορά,  δηλαδή, και την εξέταση υλικών αποδεικτικών μέσων.

Στην υπόθεση Perna κατά Ιταλίας, το ΕΔΔΑ έχει εντάξει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ την πρόσβαση σε έγγραφα στοιχεία, ενώ στην ελληνικού ενδιαφέροντος υπόθεση Γεώργιος Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος το ΕΔΔΑ έπραξε το ίδιο με τα πρωτότυπα έγγραφα και αρχεία ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία ήταν σχετικά με τις διερευνούμενες κατηγορίες.

Στην υπόθεση Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος  ο προσφεύγων καταδικάστηκε για το έγκλημα της απάτης σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι η καταδίκη του βασίσθηκε επί επτά πλαστογραφημένων επιταγών, τα πρωτότυπα των οποίων ουδέποτε επεδείχθησαν από την πολιτικώς ενάγουσα τράπεζα ενώπιον των δικαστηρίων που έκριναν την υπόθεση. Σύμφωνα με τον προσφεύγοντα, εάν τα δικαστήρια είχαν διατάξει την προσκόμιση των πρωτοτύπων των επιταγών αυτών, θα είχε αποδειχθεί ότι δεν ήταν αυτός ο υπαίτιος της απάτης. Εν προκειμένω το  ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση των άρ. 6 παρ. 1 και 3 στοιχ. δ΄ της ΕΣΔΑ, κρίνοντας ότι, εφόσον ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν την βάση της καταδίκης «δεν προσκομίσθηκαν ούτε συζητήθηκαν κατά τρόπο επαρκή στο ακροατήριο ενώπιον του κατηγορουμένου, και παρά τα επανειλημμένα προς τούτο αιτήματα του τελευταίου», η υπό κρίσιν διαδικασία εκτιμώμενη στο σύνολό της δεν πληρούσε τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης.

 

Απάτη και ισάξια αντιπαροχή: Η περίπτωση των πλαστών τίτλων σπουδών

Σχολιασμός της ΑΠ 196/2015

Aποτελεί πάγια παραδοχή της νομολογίας του Αρείου Πάγου, πως για τον υπολογισμό της ζημιάς στο έγκλημα της απάτης συμψηφίζεται κάθε όφελος, που απορρέει από την περιουσιακή διάθεση, εκτός κι αν είναι άχρηστη στον παθόντα, ενόψει των προσωπικών αντικειμενικών αναγκών, συνθηκών και επιδιώξεών του.

Τα παραπάνω αποτελούν, επίσης, και πάγια παραδοχή της θεωρίας, αφού, σύμφωνα με τον καθηγητή Μυλωνόπουλο [Χ. Μυλωνόπουλος, Ειδικό Ποινικό, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας 2006, σελ 511], απάτη περί την πρόσληψη στοιχειοθετείται, όταν ο εργοδότης ζημιώνεται, είτε εξ αιτίας της ανάληψης της υποχρέωσης να καταβάλλει αμοιβή υπερβαίνουσα την ποιότητα των προσδοκώμενων υπηρεσιών, είτε όταν η παρεχόμενη από τον δράστη εργασία δεν ανταποκρίνεται στον καταβαλλόμενο μισθό. Αν επομένως η παρεχόμενη εργασία αντισταθμίζει πλήρως την παρεχόμενη αμοιβή, δεν στοιχειοθετείται περιουσιακή ζημιά.

Όσον αφορά στην πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 196/2015 και στην αναφορά της, ότι προϋπόθεση του παραπάνω συμψηφισμού είναι η νομιμότητα της αντιπαροχής, απαραίτητο είναι να διευκρινισθούν τα εξής: Η συγκεκριμένη απόφαση αφορά στην περίπτωση μίας ιατρού – χειρούργου, η οποία, με πλαστό πτυχίο, ασκούσε ένα λειτούργημα, το οποίο έχει ιδιαίτερους κανόνες δεοντολογίας και του οποίου πρέπει να εξασφαλίζεται η lege artis άσκηση προκειμένου να μην τίθεται σε κίνδυνο η υγεία και η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων. Επιπλέον, εξαιτίας της φύσης του λειτουργήματος αυτού το Δημόσιο είναι εκτεθειμένο σε αγωγές αποζημιώσεως σε περίπτωση οποιουδήποτε ιατρικού σφάλματος.

Τα παραπάνω δεν ισχύουν σε καμία περίπτωση για τους υπαλλήλους, και ειδικά για εκείνους που εκτελούν εργασίες, που σύμφωνα με την λογική και την εμπειρία της καθημερινής ζωής δεν απαιτούν ορισμένο τίτλο σπουδών, προκειμένου να διεξαχθούν ορθά. Στις περιπτώσεις αυτές η νομοθετική απαίτηση για ορισμένο τίτλο σπουδών έχει το νόημα της εξασφάλισης της αξιοκρατίας και όχι της προστασίας της υγείας και της ζωής των συναλλασσόμενων πολιτών. Και είναι, επίσης, φανερό, ότι ουδεμία περίπτωση υπάρχει να υποχρεωθεί το Δημόσιο σε παροχή αποζημιώσεως, αφού ούτε ζημιά υφίστανται οι διοικούμενοι, ούτε κίνδυνος γι’ αυτούς μπορεί να προκύψει. Εύλογα, λοιπόν, εξάγει κανείς το συμπέρασμα, πως η ΑΠ 196/2015 αναφέρεται στην συγκεκριμένη περίπτωση άσκησης ενός σημαντικότατου λειτουργήματος, όπως το ιατρικό, χωρίς τους απαιτούμενους τίτλους σπουδών και δεν ανατρέπει την πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου περί συμψηφισμού άμεσου οφέλους και ζημίας στο έγκλημα της απάτης.

Άλλωστε, η απάτη είναι ένα έγκλημα κατά της περιουσίας, στην οποία ανήκουν όλα τα αγαθά ενός φυσικού ή νομικού προσώπου με οικονομική αξία, εφόσον δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Έτσι στην περιουσία ανήκει και η εργασιακή δύναμη και αντίστοιχα τα αποτελέσματά της, εκτός κι αν ρητά αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, όπως η «εργασία» ενός εκβιαστή ή δολοφόνου. Η εργασία ενός υπαλλήλου, όμως, έχει οπωσδήποτε οικονομική αξία, αφού δεν αποδοκιμάζεται αυτή καθεαυτή από την έννομη τάξη, ακόμα και στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την πρόσληψη.

Το μοναδικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί εύλογα από τα παραπάνω είναι, πως η αντιπαροχή δεν συμψηφίζεται μονάχα, όταν αυτή καθεαυτή είναι μια παράνομη πράξη. Έτσι, η διενέργεια ιατρικών πράξεων χωρίς πτυχίο ιατρικής σχολής συνιστά παράνομη πράξη, καθώς πληρούται, στην περίπτωση μιας εγχείρισης λόγου χάρη, η αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης, χωρίς, φυσικά, να αίρεται το άδικο και ο καταλογισμός του φερόμενου ως ιατρού, αφού ο τελευταίος δεν νοείται, πως ενεργεί σύμφωνα με τους όρους της ιατρικής επιστήμης. Αντίθετα πράξεις, όπως η αρχειοθέτηση εγγράφων, δεν μπορούν υπό καμία λογική εκδοχή να θεωρηθούν παράνομες και το όφελος, που πηγάζει από αυτές για τον εκάστοτε εργοδότη πρέπει να συμψηφιστεί με την όποια ζημιά προκαλεί σε αυτόν η απάτη.

Οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία αδυνατεί να ενταχθεί αρμονικά στο νομολογιακό πλαίσιο, που έχει δημιουργηθεί από τον Άρειο Πάγο τις τελευταίες δεκαετίες και έχει επικυρωθεί από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ποινικής επιστήμης. Και πέρα από το πλήγμα που θα δεχόταν το ποινικό δόγμα, θα οδηγούμασταν και σε καταφανώς ανεπιεική αποτελέσματα, αφού οποιοσδήποτε εργαζόμενος χωρίς τα απαιτούμενα για την ειδικότητά του έγγραφα (π.χ. βιβλιάριο υγείας), που έλαβε ακόμη και τις ελάχιστες αποδοχές για κάποια χειρονακτική εργασία, θα μπορούσε να καταδικασθεί για απάτη.

Κι ούτε είναι, βεβαίως, δυνατόν εκ προοιμίου να θεωρηθεί, πως κάθε δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος δεν διαθέτει ορισμένο νόμιμο δικαιολογητικό τίτλο, στερείται το ήθος και τις λοιπές ιδιότητες, που είναι απαραίτητες για την υπηρεσία του, αφού μια τέτοια παραδοχή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα, πως κάθε πολίτης χωρίς ορισμένο τίτλο σπουδών είναι ανάξιος για την στοιχειώδη εργασία και ηθικά ελέγξιμος. Επομένως, είναι προφανές, πως η απαίτηση ορισμένων τίτλων σπουδών, ουδόλως σχετίζεται με το ήθος και την ικανότητα του μέσου δημοσίου υπαλλήλου, αλλά με την απαίτηση αξιοκρατίας στον δημόσιο τομέα, η οποία, όμως, αφορά, σύμφωνα με την συνταγματική διάκριση των λειτουργιών, την δημόσια διοίκηση και όχι τον ποινικό Δικαστή.

Δεν αμφισβητείται, λοιπόν, εν προκειμένου η ορθότητα της ως άνω απόφασης του Αρείου Πάγου, αλλά η ευρύτητα της διατυπώσεώς της και επισημαίνεται, πως η ερμηνεία της πρέπει να γίνει με προσοχή και με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, που εξετάζεται. Και παρότι νομολογιακά τα Δικαστήρια δεν έχουν την υποχρέωση να αιτιολογούν το πώς ερμηνεύουν τον Νόμο και την νομολογία του Αρείου Πάγου, υπάρχει αναμφίβολα συνταγματικό καθήκον αιτιολόγησης, εάν επιλέγεται μια καινοφανής και δυσμενής για τον κατηγορούμενο ερμηνεία ενός ποινικού νόμου, που εδώ και δεκαετίες ερμηνεύεται από την απολύτως κρατούσα νομολογία και θεωρία με ορισμένο τρόπο.

Άλλωστε, όπως δέχτηκε και το Εφετείο Αθηνών στην υπ’ αρίθμ. 637/2017 απόφασή του (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), «Η πρόσληψή της ναι μεν δεν ήταν σύννομη, πλην όμως δεν προκύπτει σκοπός της να βλάψει το Δημόσιο, με αντίστοιχο δικό της παράνομο περιουσιακό όφελος, καθώς για όσο χρονικό διάστημα, της κατέβαλλε τις αντίστοιχες της θέσης της αποδοχές, η κατηγορούμενη παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες της, όντας συνεπής στις απορρέουσες από τη θέση αυτή υποχρεώσεις της, δοθέντος μάλιστα ότι η συγκεκριμένη θέση εργασίας δεν απαιτούσε εξειδικευμένη γνώση ή άλλες πνευματικές δεξιότητες και επομένως η έλλειψη του ως άνω τίτλου σπουδών, δεν μπορούσε αντικειμενικά να επηρεάσει την ποιότητα των παρεχομένων από αυτήν υπηρεσιών. Άλλωστε, δεν προέκυψε ότι η κατηγορούμενη, ως υπάλληλος στη θυρίδα εξυπηρέτησης κοινού, χωρίς τον ως άνω απολυτήριο τίτλο σπουδών, είχε υποδεέστερες ικανότητες και δεξιότητες από κάποιον που κατείχε τον τίτλο αυτό. Ουδεμία συνεπώς ζημία επήλθε εξ αυτού του λόγου στο Δημόσιο, αφού η κατηγορουμένη προσέφερε πραγματική εργασία, τις σχετικές δε αμοιβές, που της καταβλήθηκαν, θα τις εισέπραττε οποιοσδήποτε άλλος παρείχε τις ως άνω υπηρεσίες, εάν δεν τις παρείχε η κατηγορούμενη. Συνεπώς, τα ως άνω ποσά που η κατηγορούμενη εισέπραξε, τα δικαιούνταν ανεξαρτήτως του σύννομου ή μη χαρακτήρα της πρόσληψής της, αφού και επί άκυρης σύμβασης εργασίας ο εργαζόμενος δικαιούται αμοιβή για την παρασχεθείσα εργασία του, έστω και υπό μορφή αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις του ΑΚ περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 627/2014 (ΠΟΙΝ) Τ.Ν.Π.- ΝΟΜΟΣ), τα δε επιδόματα (δώρα) εορτών, αποδοχές αδείας και επιδόματα αδείας δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (ΑΠ 131/2015 Τ.Ν.Π-ΝΟΜΟΣ). Με βάση όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη και όσα αποδείχθηκαν δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το έγκλημα της απάτης, καθόσον το σύνολο των αποδοχών, που το Δημόσιο κατέβαλε στην κατηγορουμένη εξαιτίας της απατηλής συμπεριφοράς της, ισοσταθμίστηκε με την ισάξια αντιπαροχή της – παροχή υπηρεσιών της – και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί αθώα κατά πλειοψηφία κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό».

Το ίδιο σκεπτικό είχε εκφραστεί από την μειοψηφήσασα άποψη και στην υπ’ αρίθμ 602/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, όπου μεταξύ άλλων είχε γίνει δεκτό, πως «Υπό τα δεδομένα αυτά, ενδεχομένως, το όφελος που προσπορίστηκαν οι κατηγορούμενοι να είναι κατά τι μεγαλύτερο σε σχέση με τις αποδοχές που θα ελάμβαναν με βάση τις ανωτέρω διατάξεις, πλην όμως το τυχόν υπερβάλλον τούτο ποσό αφενός δεν μπορεί να υπολογισθεί επακριβώς και αφετέρου σε καμιά περίπτωση δεν  υπερβαίνει  το  ποσό των 120.000 ευρώ, όπως εύκολα μπορεί να συναχθεί». Εξήχθη, λοιπόν, το εύλογο συμπέρασμα, πως «Κατά συνέπεια η πράξη των κατηγορουμένων δεν θεμελιώνει το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του  Δημοσίου και έπρεπε να κηρυχθούν αθώοι της δεύτερης πράξης».


Ενημέρωση

Με την υπ’ αριθμ. 3/2019 απόφαση της ποινικής Ολομέλειας του ΑΠ έγιναν δεκτά τα παραπάνω καθώς:

(…)

για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, απαιτείται, μεταξύ των άλλων, βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος, με την έννοια που προαναφέρθηκε. Όπως γίνεται δεκτό, δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή, η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη, την οποία αυτός παραπείστηκε να διαπράξει. Έτσι, στην περίπτωση, που κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο επιτύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει τη θέση αυτή, η ζημιά του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσης που παράνομα κατέλαβε, ισοσταθμίζεται από την παροχή της εργασίας του, με συνέπεια να μην υφίσταται βλάβη, εκτός εάν το Δημόσιο ή το ΝΓΤΔΔ απέβλεψε στις ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα του προσλαμβανόμενου, όπως αυτές τεκμηριώνονταν με βάση το τυπικό προσόν, που έθεσε, ως τυπική προϋπόθεση, και το πλαστό πτυχίο παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα και η παροχή εργασίας, ενόψει της φύσης της, απαιτεί κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για «ισάξια αντιπαροχή».Αντίθετη άποψη, ότι προϋπόθεση για να ισοβαθμισθεί η παροχή εργασίας του εξαπατήσαντος με τις παροχές (μισθός) που έλαβε αυτός, αποτελεί, απαραιτήτως, η νομιμότητα της αντιπαροχής, ήτοι η νομιμότητα της εργασίας, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει και του άρθρου 904 ΑΚ, που παρέχεται δυνατότητα στον εργαζόμενο αναζήτησης μη καταβληθέντων (μισθών) για παρασχεθείσα εργασία και επί άκυρης σύμβασης εργασίας και συνακόλουθα και μη νόμιμης εργασίας, με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Στην προκείμενη περίπτωση, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, και προαναφέρθηκαν, ως προς τη βλάβη της περιουσίας του εξαπατηθέντος ΝΠΔΔ, παραβίασε εκ πλαγίου την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, ενώ δέχεται την παροχή εργασίας από την αναιρεσείουσα καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξαπατηθέν ΝΠΔΔ, ως καθαρίστριας, ακολούθως δέχεται ότι η ζημιά του εξαπατηθέντος, ανερχόμενη, κατά τις παραδοχές της, στο ύψος των μικτών μισθών που καταβλήθηκαν στην αναιρεσείουσα, δεν μπορεί να ισοσταθμισθεί λόγω του μη σύννομου της εργασίας της, χωρίς όμως να διευκρινίζει και υπάρχει ασάφεια, ως προς το εάν το πρώτο (ΝΠΔΔ) απέβλεψε σε ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις και προσόντα της αναιρεσείουσας, με βάση το τυπικό προσόν του απολυτηρίου δημοτικού, που έθεσε ως τυπική προϋπόθεση, ούτε εάν το πλαστό πτυχίο (απολυτήριο δημοτικού) παραπέμπει σε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ούτε εάν η παροχή εργασίας ενόψει της φύσης της απαιτούσε κάποια ιδιαίτερη γνώση ή δεξιότητα, ώστε μόνο στις παραπάνω περιπτώσεις η ζημιά του εξαπατηθέντος Ν.Π.ΔΔ, να μη μπορεί να ισοσταθμισθεί με την παροχή εργασίας. Έτσι, όμως κατά τα ως άνω καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής εφαρμογής του νόμου και δη της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης.

Επομένως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο άποψη, είναι βάσιμοι, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε τρίτος λόγος της κρινόμενης από 19.11.2018 αίτησης αναίρεσης, καθώς και ο συμπληρωματικός επ’ αυτού πρώτος λόγος της από 15-1-2019 συμπληρωματικής αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή (εκ πλαγίου παραβίαση) της παραπάνω ουσιαστικής διάταξης, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι δεν επήλθε περιουσιακή βλάβη λόγω του ότι η ζημιά ισοσταθμίστηκε από την παροχή εργασίας, που παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια ως άνω, οι οποίοι πρέπει να γίνουν δεκτοί.

Τέθηκε, επίσης, το ζήτημα της κατ’ εξακολούθηση τέλεσης της απάτης ως εξής:

(…)

το Δικαστήριο της ουσίας ως προς την τέλεση της απάτης κατ’ εξακολούθηση, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 και 386 ΠΚ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον, αφού δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε από την αναιρεσείουσα αρχικά με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ήτοι με την υποβολή στα αρμόδια όργανα του ΝΠΔΔ, στις 13.5.1996, του επίδικου πλαστού τίτλου σπουδών, οπότε και αυτά παραπλανήθηκαν και εξαπατήθηκαν και, έγινε η πρόσληψη αυτής στη θέση καθαρίστριας, η πράξη της απάτης τελέστηκε με την άπαξ ως άνω προκληθείσα πλάνη με θετική ενέργεια. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί, όπως ακολούθως έγινε δεκτό, και καταδικάστηκε, ότι η πράξη αυτή της απάτης συνεχίστηκε και τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, που τέλεσε η αναιρεσείουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 13.5.1996 έως 31.7.2015, με παρασιώπηση της αλήθειας, ήτοι με παράλειψη ανακοίνωσης, κάθε μήνα που εισέπραττε το μισθό της, περί της πλαστότητας του τίτλου και έλλειψης του απαιτούμενου τυπικού προσόντος, δηλαδή με τη μορφή του διαφορετικού υπαλλακτικού τρόπου, διότι υπό τα ανωτέρω περιστατικά, δεν θεμελιώνονται αυτοτελείς απάτες, χωρίς την πρόκληση κάθε φορά νέας χωριστής πλάνης προκληθείσας από νέα χωριστή απατηλή συμπεριφορά και την πρόκληση νέας διαφορετικής βλάβης.

Εταιρικοί κανόνες για την προστασία των προσωπικών δεδομένων

Σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για την ασφαλή επεξεργασία και προστασία των προσωπικών δεδομένων είναι απαραίτητη η κατάρτιση Πολιτικής Ασφαλείας, Σχεδίου Ασφαλείας και Σχεδίου Ανάκαμψης από Καταστροφές. Επωφελής, επίσης, είναι κατά την γνώμη μας και η κατάρτιση Πολιτικής ικανοποίησης δικαιωμάτων των υποκειμένων της επεξεργασίας.

Οι παραπάνω υποχρεώσεις πηγάζουν ευθέως από τον Κανονισμό 2016/679 (GDPR), και στην πλειοψηφία τους ήδη προβλέπονταν από την Οδηγία 95/46/ΕΚ κατ’ εφαρμογή της οποίας ψηφίστηκε και ο νόμος 2472/1997.

Με απλά λόγια και έχοντας κατά νου μια επιχείρηση, η οποία περιορίζεται στην εσωτερική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων και δεν αποστέλλει τέτοιου είδους δεδομένα στην αλλοδαπή θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τις παραπάνω έννοιες.

Η Πολιτική Ασφαλείας

Η Πολιτική Ασφαλείας αποτελεί ένα έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται συνοπτικά οι στόχοι ασφαλείας του υπευθύνου επεξεργασίας και τα μέτρα, που απαιτούνται να ληφθούν για την επίτευξή τους σύμφωνα με την ισχύουσα εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις εγκυκλίους της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας καταγράφει, δηλαδή, τις βασικές αρχές ασφαλείας των προσωπικών δεδομένων, που τηρεί και με αυτόν τον τρόπο αυτοδεσμεύεται.

Στην Πολιτική Ασφαλείας προσδιορίζονται τα προστατευόμενα αγαθά και δίνονται γενικές κατευθύνσεις για τα οργανωτικά, τεχνικά και μέτρα φυσικής ασφάλειας, τα οποία θα εξειδικευτούν στο πλαίσιο του Σχεδίου Ασφαλείας. Προσδιορίζονται, ακόμα, οι επιμέρους τομείς ασφαλείας και οι βασικοί κανόνες, που πρέπει να ακολουθούνται σε αυτούς για την επίτευξη των στόχων, που θέτει η πολιτική ασφαλείας.

Η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένη η Πολιτική Ασφαλείας πρέπει να είναι απλή και κατανοητή απ’ όλους τους εργαζόμενους της επιχείρησης, που χειρίζονται προσωπικά δεδομένα και για τους οποίους είναι δεσμευτική.

Πρέπει, τέλος, να μην υπόκειται συχνά σε τροποποιήσεις, παρά μόνο όταν λαμβάνουν χώρα ποιοτικά σημαντικές αλλαγές στην υποδομή της επιχείρησης. Είναι, με λίγα λόγια, απαραίτητο η Πολιτική Ασφαλείας να έχει μια φιλοσοφία δεκτική γενικεύσεως, ώστε να μην χρειάζεται προσθήκες σε περίπτωση ήσσονος σημασίας μεταβολών της επιχειρησιακής λειτουργίας σε τεχνικό ή οργανωτικό επίπεδο.

Το Σχέδιο Ασφαλείας

Το Σχέδιο Ασφαλείας είναι ένα έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται λεπτομερώς τα οργανωτικά, τεχνικά και μέτρα φυσικής ασφαλείας , που λαμβάνονται προκειμένου να γίνουν πράξη οι θεμελιώδεις αρχές ασφαλείας. Αποτελεί ουσιαστικά ένα πλάνο υλοποίησης των όσων περιγράφονται σε θεωρητικό επίπεδο στην Πολιτική Ασφαλείας και πρέπει να καλύπτει όλη την τεχνολογική υποδομή και τα συστήματα επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων της επιχείρησης. (υλικού και λογισμικού)

Εξαιτίας της φύσης του πρέπει να υπόκειται σε τακτικές επισκοπήσεις ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως στις ενδεχόμενες τροποποιήσεις των πληροφοριακών συστημάτων και υποδομών. Πρέπει, επιπλέον, να περιλαμβάνει διαδικασίες για την εκπόνηση ετησίων ελέγχων, εσωτερικών και εξωτερικών, μέσω των οποίων θα ελέγχεται η αποτελεσματικότητα των μέτρων ασφαλείας και θα εξετάζεται η ανάγκη αναθεώρησης και συμπλήρωσης αυτών.

Οργανωτικά μέτρα ασφαλείας.

 

  1. Ορισμός Υπευθύνου Προστασίας

Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ορίζει «υπεύθυνο προστασίας» δεδομένων, όταν , γίνεται επεξεργασία ιδιαίτερα ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως μεταξύ άλλων βιομετρικών δεδομένων και δεδομένων που σχετίζονται με τη σωματική ή ψυχική υγεία ενός φυσικού προσώπου.

Ο υπεύθυνος προστασίας:

  • ενημερώνει και συμβουλεύει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ή τον εκτελούντα την επεξεργασία και τους υπαλλήλους του για τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τον Κανονισμό και από άλλες διατάξεις του ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων.

  • παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τον Κανονισμό και με άλλες διατάξεις του ευρωπαϊκού ή εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία δεδομένων.

  • παρέχει συμβουλές, όταν του ζητείται, όσον αφορά στην εκπόνηση μελετών εκτίμησης του κινδύνου σχετικά με ορισμένες ιδιαίτερες μορφές επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων.

  • συνεργάζεται με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και ενεργεί ως σημείο επικοινωνίας μεταξύ αυτής και του υπευθύνου επεξεργασίας για ζητήματα που σχετίζονται με την επεξεργασία.

Όταν δεν είναι υποχρεωτικός ο ορισμός υπευθύνου προστασίας είναι δυνατόν να ορίζεται υπεύθυνος ασφαλείας. Πρόκειται για διακριτή θέση εντός της επιχείρησης με την αρμοδιότητα επίβλεψης της εφαρμογής της Πολιτικής και των επιμέρους μέτρων ασφαλείας

  1. Διάκριση και διαβάθμιση ρόλων: Οι υπάλληλοι πρέπει να έχουν πρόσβαση μόνο στα απολύτως απαραίτητα προσωπικά δεδομένα για την εκτέλεση των ρόλων τους, οι οποίοι πρέπει να σαφώς καθορισμένοι. Επίσης, τα δεδομένα πρέπει να διαβαθμίζονται βάση του είδους τους και της ιδιαίτερης ανάγκης για την προστασία τους και να υπάρχουν οι ανάλογοι περιορισμοί στην πρόσβαση σε αυτά.

Η ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων σε υπαλλήλους της επιχείρησης θα πρέπει να αποτυπώνεται γραπτά, όπως και η δέσμευση των εν λόγω υπαλλήλων για την τήρηση των κανόνων εμπιστευτικότητας και απορρήτου.

  1. Τοποθέτηση καταλλήλων υπαλλήλων σε σημαντικούς ρόλους: Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων πρέπει να γίνεται από υπαλλήλους, που διαθέτουν επαρκή προσόντα και γνώσεις για την τήρηση του απορρήτου και των εκάστοτε μέτρων ασφαλείας.

  2. Πρόβλεψη διαδικασίας, η οποία θα τηρείται, όταν ένας υπάλληλος αποχωρεί και θα στοχεύει στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, στα οποία είχε πρόσβαση. Για παράδειγμα ενδείκνυται η κατάργηση όλων των λογαριασμών και κωδικών πρόσβασης, των εξουσιοδοτήσεων και των λογαριασμών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και η απαίτηση επιστροφής οποιουδήποτε εξοπλισμού έχει παρασχεθεί στον εν λόγω υπάλληλο.

  3. Τακτική τήρηση των αρχείων, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα.

  4. Καταγραφή της μεταφοράς εξοπλισμού, που περιέχει αποθηκευμένα προσωπικά δεδομένα (λχ. ηλεκτρονικού υπολογιστή) και εξάρτηση αυτής από ιεραρχικό έλεγχο.

  5. Λήψη κατάλληλων μέτρων για την πλήρη και μόνιμη διαγραφή των προς καταστροφή εντύπων και ηλεκτρονικών αρχείων σύμφωνα και με την υπ’ αρίθμ. 1/2005 Οδηγία της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εφαρμόζονται και στην περίπτωση προγραμματισμένης μαζικής καταστροφής και στην περίπτωση καθημερινής καταστροφής.

Τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να καταστρέφονται με ευθύνη του υπεύθυνου επεξεργασίας αμέσως μετά το πέρας της περιόδου που απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού της επεξεργασίας. Όλως ενδεικτικά εντοπίζεται στην Οδηγία ο εξής πίνακας σχετικά με τις ενδεδειγμένες μεθόδους καταστροφής:

Μέσο επεξεργασίας

Ενδεικνυόμενοι τρόποι καταστροφής

Δεδομένα σε έντυπη μορφή
  1. Τεμαχισμός
  2. Πολτοποίηση-Ανακύκλωση
  3. Αποτέφρωση
Δεδομένα σε ηλεκτρονική ή άλλη μορφή
  1. Αλλοίωση δεδομένων (overwrite)
  2. Μορφοποίηση (format)
  3. Φυσική καταστροφή
  1. Αναγνώριση, αναφορά και άμεση αντιμετώπιση περιστατικών παραβίασης ασφαλείας.

Ως «παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» ορίζεται η παραβίαση της ασφάλειας που οδηγεί σε τυχαία ή παράνομη καταστροφή, απώλεια, μεταβολή, άνευ άδειας κοινολόγηση ή πρόσβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διαβιβάστηκαν, αποθηκεύτηκαν ή υποβλήθηκαν κατ’ άλλο τρόπο σε επεξεργασία.

Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει υποχρέωση αφενός γνωστοποίησης στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα αμελλητί και, ει δυνατόν, εντός 72 ωρών και αφετέρου ανακοίνωσης στο υποκείμενο των δεδομένων, όταν η παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ενδέχεται να θέσει σε υψηλό κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του.

Θα πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη του προσωπικού, που στην συγκεκριμένη περίπτωση θα αναλάβει δράση, και διαδικασίας ταχείας εκτίμηση των συνεπειών της παραβίασης.

  1. Εκπαίδευση του προσωπικού της επιχείρησης σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων, ώστε να γίνει κατανοητός ο ρόλος, που καλούνται να επιτελέσουν, με βάση την Πολιτική Ασφαλείας και το ισχύον νομικό πλαίσιο. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η υιοθέτηση ορθών πρακτικών για την διασφάλιση της ακεραιότητας του πληροφοριακού συστήματος (χρήση μη προβλέψιμων κωδικών πρόσβασης και συνθηματικών, πρόβλεψη διαδικασιών για τον εντοπισμό και την αναφορά των περιστατικών παραβίασης της ασφαλείας, σωστή χρήση των λογαριασμών email και των αποσπώμενων μέσων αποθήκευσης κ.ο.κ.).

Η εκπαίδευση του προσωπικού θα πρέπει να συνεχίζεται και μετά την πρόσληψή του, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και στις εξελισσόμενες ανάγκες της επιχείρησης.

  1. Εκπόνηση μελετών εκτίμησης του κινδύνου σε ορισμένες περιπτώσεις επεξεργασίας με υψηλό ρίσκο, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές προβλέψεις.

Η συγκεκριμένη υποχρέωση των υπευθύνων επεξεργασίας έχει ως στόχο την ενίσχυση της λογικής του προσεκτικού σχεδιασμού, της πρόληψης και της αυτοδέσμευσης.

Τεχνικά Μέτρα ασφαλείας

 

  1. Πρόβλεψη διαδικασιών για την ασφαλή διαχείριση (προσθήκη, μεταβολή και διαγραφή) των λογαριασμών των χρηστών του πληροφοριακού συστήματος, όταν αυτό απαιτείται.

  2. Διασφάλιση του ότι δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε ηλεκτρονικά αρχεία από μη εξουσιοδοτημένους χρήστες. Εγγύηση της ορθής ταυτοποίησης και αυθεντικοποίησης των χρηστών

  3. Διαχείριση των κωδικών ασφαλείας- συνθηματικών των χρηστών ώστε να υπάρχουν ορισμένες ελάχιστες εγγυήσεις για το μήκος, την πολυπλοκότητα και την παλαιότητα των συνθηματικών.

  4. Πρόβλεψη διαδικασιών αυτόματης αποσύνδεσης των χρηστών Η/Υ μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα αδράνειας ή ενεργοποίηση της προφύλαξης οθόνης για την απενεργοποίηση της οποίας θα απαιτείται η χρήση του συνθηματικού πρόσβασης.

  5. Πρόβλεψη διαδικασίας για την τήρηση αντιγράφων ασφαλείας όλων των κρίσιμων αρχείων ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

  6. Προστασία του πληροφοριακού συστήματος (τόσο των προσωπικών υπολογιστών όσο και των διακομιστών) από κακόβουλο λογισμικό με την χρήση καταλλήλων προγραμμάτων και τείχους ασφαλείας. Απαραίτητη κρίνεται εκ τούτου και η χρήση των πλέον πρόσφατων ενημερώσεων ασφαλείας.

  7. Πρόβλεψη δικλείδων ασφαλείας, που θα απαγορεύουν στους απλούς χρήστες ενέργειες, οι οποίες θα μπορούσαν να βλάψουν την ασφάλεια των υπολογιστών τους, όπως η απενεργοποίηση προγραμμάτων ασφαλείας.

  8. Τήρηση αρχείων καταγραφής όλων των ενεργειών στα κρίσιμα συστήματα της επιχείρησης. Στα εν λόγω αρχείο καταγράφονται κατ’ ελάχιστον το αναγνωριστικό του χρήστη που αιτήθηκε την προσπέλαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η ημερομηνία και ώρα του σχετικού αιτήματος, το σύστημα μέσω του οποίου αιτήθηκε την πρόσβαση καθώς και αν τελικά προσπέλασε τα αρχεία που αιτήθηκε.

Προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφάλεια των αρχείων καταγραφής θα πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση μόνο εξουσιοδοτημένων χρηστών σε αυτά.

  1. Αποφυγή ευπαθών ως προς την ασφάλειά τους πρωτοκόλλων δικτύου.

  2. Πρόβλεψη διαδικασιών για την αποτελεσματική κρυπτογράφηση αρχείων με προσωπικά δεδομένα, που τηρούνται σε φορητά αποθηκευτικά μέσα. Επιλογή σύγχρονων και ισχυρών αλγορίθμων κρυπτογράφησης.

  3. Εφαρμογή των ενημερώσεων λογισμικού, τόσο σε επίπεδο επιμέρους εφαρμογών όσο και σε επίπεδο λειτουργικού συστήματος, σε δοκιμαστικό περιβάλλον. Συνίσταται, μάλιστα, η κεντρική διαχείριση των σχετικών ενημερώσεων λογισμικού.

Μέτρα φυσικής ασφαλείας

  1. Περιορισμός και έλεγχος της φυσικής πρόσβασης σε χώρους, όπου βρίσκεται κρίσιμος εξοπλισμός της επιχείρησης. Παραχώρηση δικαιωμάτων πρόσβασης σε ορισμένους ευαίσθητους χώρους μονάχα σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό.

  2. Τήρηση καταλόγου για τα δικαιώματα πρόσβασης και για την κατοχή κωδικών, καρτών εισόδου και κλειδιών από μέλη του προσωπικού.

  3. Μέτρα προστασίας από φυσικές καταστροφές και εγκληματικές ενέργειες (συναγερμός, πόρτες και παράθυρα ασφαλείας, πυροπροστασία, απομάκρυνση εξοπλισμού από υδροσωληνώσεις και πηγές σκόνης, ανιχνευτές υγρασίας και πλημμύρας, αδιάλειπτη παροχή ρεύματος μέσω σταθεροποιητών και γεννητριών, κ.ο.κ.)

  4. Προφύλαξη των φυσικών αρχείων, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα. Τα σχετικά έγγραφα πρέπει να είναι τοποθετημένα σε φωριαμούς και οργανωμένα σε συγκεκριμένα γραφεία, ώστε να μην αφήνονται χωρίς επίβλεψη.

Το Σχέδιο Ανάκαμψης από Καταστροφές

Το Σχέδιο Ανάκαμψης από Καταστροφές είναι ένα έγγραφο, στο οποίο αποτυπώνονται οι διαδικασίες και τα τεχνικά μέτρα που πρέπει να εφαρμόσει ο υπεύθυνος επεξεργασίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε περίπτωση κάποιου εκτάκτου περιστατικού, όπως φυσικής καταστροφής (π.χ. σεισμός, πυρκαγιά, πλημμύρα) ή μεγάλης εμβέλειας περιστατικού ασφαλείας (π.χ. προσβολή από κακόβουλο λογισμικό). Ως εκ τούτου, συμπληρώνει το Σχέδιο Ασφαλείας ή αποτελεί μέρος του.

Το Σχέδιο Ανάκαμψης από Καταστροφές πρέπει να προσδιορίζει τις σημαντικές λειτουργίες και τα αντίστοιχα συστήματα της επιχείρησης, τη στρατηγική προστασίας τους και την προτεραιότητα με την οποία θα τεθούν σε εφαρμογή οι δραστηριότητες αποκατάστασης ή εναλλακτικής λειτουργίας τους.

Στο Σχέδιο Ανάκαμψης από Καταστροφές, πρέπει να προβλέπονται μέτρα που στοχεύουν στα ακόλουθα:

  • Ελαχιστοποίηση διακοπών της κανονικής λειτουργίας.

  • Περιορισμός της έκτασης των ζημιών και καταστροφών και αποφυγή πιθανής κλιμάκωσης αυτών.

  • Εγκατάσταση εναλλακτικών μέσων λειτουργίας εκ των προτέρων,

  • Εκπαίδευση, εξάσκηση και εξοικείωση του ανθρώπινου δυναμικού της επιχείρησης με τις διαδικασίες έκτακτης ανάγκης.

  • Δυνατότητα ταχείας και ομαλής αποκατάστασης της λειτουργίας της επιχείρησης.

Εκ της φύσεώς του το Σχέδιο αυτό πρέπει να ελέγχεται περιοδικά προκειμένου να διαπιστώνεται η αποτελεσματικότητα των μεθόδων ανάκαμψης.

Πολιτική ικανοποίησης δικαιωμάτων των υποκειμένων της επεξεργασίας

Βασική αρχή του Κανονισμού 2016/679 είναι πως τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο, συλλέγονται για καθορισμένους σκοπούς, είναι κατάλληλα, συναφή και περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς της επεξεργασίας μέτρο, είναι ακριβή και, όταν είναι αναγκαίο, επικαιροποιούνται, διατηρούνται υπό μορφή που επιτρέπει την ταυτοποίηση των υποκειμένων τους μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τους σκοπούς της επεξεργασίας και υποβάλλονται σε επεξεργασία κατά τρόπο που εγγυάται την ενδεδειγμένη ασφάλεια τους.

Με βάση τις παραπάνω αρχές προκύπτουν και τα διάφορα δικαιώματα των υποκειμένων της επεξεργασίας (λ.χ. δικαίωμα πρόσβασης, λήψης, διόρθωσης, διαγραφής κ.ο.κ.). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας λαμβάνει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα, ώστε τα υποκείμενα των δεδομένων να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματα αυτά φροντίζοντας, ιδίως, για την κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού του και για την πρόβλεψη διαδικασιών ικανοποίησης των αιτημάτων τους.

Επιπλέον, εάν η νομιμότητα της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στηρίζεται στην συναίνεση του υποκειμένου και όχι σε κάποιον άλλο, εξαιρετικό λόγο τότε ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι το υποκείμενο των δεδομένων συγκατατέθηκε για την επεξεργασία των δεδομένων του προσωπικού χαρακτήρα.

Εάν η συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων παρέχεται στο πλαίσιο γραπτής δήλωσης η οποία αφορά και άλλα θέματα, το αίτημα για συγκατάθεση υποβάλλεται κατά τρόπο ώστε να είναι σαφώς διακριτό από τα άλλα θέματα, σε κατανοητή μορφή και χρησιμοποιώντας απλή διατύπωση. Η συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια, η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη και ρητή συμφωνία του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων, που το αφορούν.

Αυτό θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με τη συμπλήρωση ενός τετραγωνιδίου κατά την επίσκεψη σε διαδικτυακή ιστοσελίδα, με την επιλογή των επιθυμητών τεχνικών ρυθμίσεων για υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών ή με μια δήλωση ή συμπεριφορά που δηλώνει σαφώς, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, ότι το υποκείμενο των δεδομένων αποδέχεται την πρόταση επεξεργασίας των οικείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Επομένως η σιωπή, τα προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια ή η αδράνεια δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως συγκατάθεση. Σε περίπτωση που το υποκείμενο αποσύρει την συγκατάθεσή του, έχει το δικαίωμα να ζητεί την διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν («δικαίωμα στην λήθη»).

Σύντομη επισκόπηση της ποινικής δίωξης των εγκλημάτων

Διακρίσεις των εγκλημάτων

Τα εγκλήματα διακρίνονται σε κακουργήματα, πλημμελήματα και πταίσματα με βάση την απειλούμενη για την τέλεσή τους ποινή. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη (η κάθειρξη δε, χωρίζεται σε πρόσκαιρη με ποινή ανερχόμενη από 5 έως και 20 χρόνια και σε  ισόβια – άρθρο 52 ΠΚ) είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση (στερητική της ελευθερίας ποινή ανερχόμενη από 10 μέρες έως και 5 έτη- άρθρο 53) ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα (άρθρο 18 ΠΚ).

Μια ακόμη διάκριση των εγκλημάτων εντοπίζεται ανάμεσα σε εκείνα που διώκονται αυτεπαγγέλτως (όπως είναι ο κανόνας) και σε εκείνα, τα οποία διώκονται μόνο κατ’ έγκληση. Σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα (άρθρο 117 ΠΚ) αν ένα έγκλημα διώκεται κατ’ έγκληση, και ο δικαιούχος έγκλησης δεν την υποβάλει  μέσα σε 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της πράξη που τελέσθηκε και του προσώπου που την τέλεσε τότε το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται. Σημειώνεται τέλος ότι, ο δικαιούχος της έγκλησης έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί ρητά ενώπιον της αρμόδιας αρχής από το δικαίωμα άσκησής της.

Παραγραφή

Τα κακουργήματα παραγράφονται μετά είκοσι έτη, αν ο νόμος προβλέπει γι’ αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και μετά από δεκαπέντε έτη, σε κάθε άλλη περίπτωση. Τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη (άρθρο 111 ΠΚ).

Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η αναστολή αυτή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα και τρία χρόνια για τα πλημμελήματα (άρθρο 113 ΠΚ). Συνεπώς σε κάθε περίπτωση τα κακουργήματα παραγράφονται μετά την παρέλευση 25 ετών από την τέλεση του εγκλήματος στην περίπτωση που η εν λόγω πράξη τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη και σε 20 χρόνια σε κάθε άλλη περίπτωση ενώ τα πλημμελήματα μετά από 8 έτη. Ο παραπάνω χρονικός περιορισμός δεν ισχύει, όταν η αναστολή γίνεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 59 ΚΠΔ (βλ. μεταξύ άλλων την συχνή περίπτωση της ποινικής διώξεως για το έγκλημα της ψευδούς καταμηνύσεως, η οποία αναστέλλεται, αν για το γεγονός για το οποίο έγινε η  καταμήνυση ασκήθηκε ποινική δίωξη).

Η γέννηση της ποινικής δίκης

Προϋπόθεση για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας είναι η πληροφόρηση του αρμοδίου εισαγγελέα ότι τελέστηκε ένα έγκλημα  (notitia criminis). Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη (άρθρο 36 ΚΠΔ).

Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να ανακοινώσουν χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα οτιδήποτε πληροφορούνται μέσω οποιουδήποτε τρόπου σχετικά με την τέλεση αξιόποινης πράξης που διώκεται αυτεπαγγέλτως. Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι λοιποί δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, αν πληροφορήθηκαν για την τέλεση οιασδήποτε αξιόποινης πράξης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Πρακτικά, όμως, οι αρμόδιοι εισαγγελείς ενημερώνονται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μετά από την κατάθεση μιας μηνύσεως ή εγκλήσεως.

Μήνυση είναι η καταγγελία αυτεπάγγελτα διωκόμενου αδικήματος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πλην του αμέσως παθόντος και αδικηθέντος, ενώ έγκληση είναι η καταγγελία κατ’ έγκληση ή αυτεπαγγέλτως διωκόμενου αδικήματος από τον αμέσως παθόντα ή αδικηθέντα.

Όταν στα χέρια του εισαγγελέα φτάσει μια μήνυση, έγκληση ή αναφορά μελετάται η νομική, λογική και ουσιαστική της βασιμότητα. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη.

Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. (άρθρο 43 ΚΠΔ) Αν το έγκλημα έχει υποπέσει σε παραγραφή ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών θέτει την δικογραφία στο αρχείο (άρθρο 113 ΠΚ)

Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως τα όσα αναφέρονται παραπάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν και για τον χειρισμό της έγκλησης από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών (άρθρο 47 ΚΠΔ) με την διαφορά ότι υπάρχει υποχρέωση συνοπτικής αιτιολόγησης της απορριπτικής διάταξης, ενώ ο εγκαλών έχει δικαίωμα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης.

Ο εγκαλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την έκδοση της απορριπτικής διάταξης μπορεί να προσφύγει κατά αυτής στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αν πρόκειται για κακούργημα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί είτε την άσκηση ποινικής δίωξης στις λοιπές περιπτώσεις (άρθρο 48 ΚΠΔ).

Η άσκηση της ποινικής δίωξης

Ποινική δίωξη είναι η ενέργεια του εισαγγελέα με την οποία η τέλεση μιας αξιόποινης πράξης τίθεται υπό την κρίση του ποινικού δικαστή. Προϋπόθεση για την  άσκηση της ποινικής δίωξης είναι η ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων, που στηρίζουν την κατηγορία.

Πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκειμένου να κριθεί η αναγκαιότητα αυτής ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ενεργεί  προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 31 ΚΠΔ). Στα κακουργήματα η άσκηση προκαταρκτικής εξέτασης είναι κατά κανόνα υποχρεωτική, ενώ στα πλημμελήματα προαιρετική (άρθρο 43 ΚΠΔ).

Εξαίρεση από την υποχρεωτική στα κακουργήματα διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης υπάρχει, όταν έχουν ήδη διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ΚΠΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίζει την περίπτωση της λεγόμενης «αστυνομικής προανάκρισης», που λαμβάνει χώρα, όταν διαπιστωθεί η επ’ αυτοφώρω τέλεση μιας εγκληματικής πράξης. Στην περίπτωση αυτή οι ανακριτικοί υπάλληλοι (στους οποίους εντάσσονται μεταξύ άλλων οι αστυνομικοί) είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις προανακριτικές πράξεις που είναι αναγκαίες για να βεβαιωθεί η πράξη και να ανακαλυφθεί ο δράστης, έστω και χωρίς προηγούμενη παραγγελία του εισαγγελέα. Διευκρινίζεται, πάντως, πως, αν πρόκειται για κακούργημα, ακόμη και μετά την επ’ αυτοφώρω σύλληψη δεν ακολουθείται η διαδικασία του αυτοφώρου (άρθρο 116 ΚΠΔ), αλλά διενεργείται κανονικά και υποχρεωτικά κύρια ανάκριση.

Η προκαταρκτική εξέταση, τελούμενη εκ των αρμόδιων κάθε φορά ανακριτικών υπαλλήλων,  είναι η διαδικασία ελέγχου των πληροφοριών σχετικά με την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης. Σκοπός της είναι η αποφυγή άσκοπων ποινικών διώξεων μέσω της του ελέγχου της βασιμότητας των υφιστάμενων υπονοιών για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης.

Aν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης αυτό φέρει την ιδιότητα του υπόπτου (και όχι του κατηγορουμένου) και καλείται για παροχή εξηγήσεων ενώ εξετάζεται ανωμοτί. Τα δικαιώματα που αναγνωρίζει ο ΚΠΔ στο εν λόγω άτομο εξομοιώνονται δε με τα όσα παρέχονται στον κατηγορούμενο. Έχει λοιπόν δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας, να προτείνει μάρτυρες προς εξέταση και να προσαγάγει άλλα αποδεικτικά μέσα προς αντίκρουση των καταγγελλομένων σε βάρος του (άρθρο 31 ΚΠΔ).

Μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης και εφόσον προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία, αν πρόκειται για κακούργημα, η διαδικασία που ακολουθείται είναι συνήθως η εξής. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί ποινική δίωξη παραγγέλλοντας την διενέργεια κύριας ανακρίσεως. Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνον ο ανακριτής μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει.

Η κύρια ανάκριση δεν μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη, αν δεν απολογηθεί ο κατηγορούμενος. Αν ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία, από απείθεια όμως δεν παρουσιάζεται και ο ανακριτής κρίνει ότι υπάρχουν ενδείξεις εναντίον του, τότε η ανάκριση μπορεί να θεωρηθεί τελειωμένη με την έκδοση εντάλματος σύλληψης ή βίαιης προσαγωγής (άρθρο 270 ΚΠΔ).

Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται κατά κανόνα από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος υποβάλλει ταυτόχρονα και πρόταση προς το συμβούλιο, είτε για την οριστική ή προσωρινή παύσης της ποινικής δίωξης, την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή από την άλλη πλευρά την μη απαγγελία κατηγοριών εναντίον του (άρθρο 308 ΚΠΔ).

Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν (και προφορικά) στον εισαγγελέα, και σε χρονικό διάστημα πριν την κατάρτιση της πρότασής του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας οφείλει σ’ αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του.

Το συμβούλιο μετά από την υποβολή της πρότασης του εισαγγελέα, μπορεί: α) να αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία, β) να παύει οριστικά την ποινική δίωξη, γ) να παύει προσωρινά την ποινική δίωξη, μόνο όμως για τα κακουργήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, της ληστείας, της εκβίασης, της κλοπής (και ζωοκλοπής) και του εμπρησμού, δ) να διατάσσει περαιτέρω ανάκριση και ε) να παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου εφόσον υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς τούτο. Το συμβούλιο συνεδριάζει χωρίς την παρουσία του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο, μπορεί να διατάξει την εμφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων, οπότε καλείται και ο εισαγγελέας (άρθρο 309 ΚΠΔ).

Κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο για κακούργημα, μπορεί να ασκηθεί έφεση μόνο για τους λόγους της απόλυτης ακυρότητας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 478 ΚΠΔ) εντός δέκα ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρο 473 ΚΠΔ).

Δ κακουργήματα
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Αν πρόκειται για πλημμέλημα και προκύπτουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις, που στηρίζουν την κατηγορία ο εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως ήδη αναφέραμε στα πλημμελήματα, η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης δεν είναι υποχρεωτική, και εναπόκειται στην κρίση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Συνήθως η ποινική δίωξη στα πλημμελήματα ασκείται με την απευθείας παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με κλητήριο θέσπισμα.

Η μόνη δυνατότητα αντίδρασης του κατηγορουμένου, που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου, είναι η προσφυγή στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος (άρθρο 322 ΚΠΔ). Σκοπός της προσφυγής είναι η αποφυγή της παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για νομικούς ή και για ουσιαστικούς λόγους.

Δ πλημμ
Αν έχει λάβει χώρα αστυνομική προανάκριση προχωράμε αμέσως στο στάδιο της ποινικής διώξεως, η οποία ασκείται εφόσον υπάρχουν επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις.

Σύντομη αναφορά στον ρόλο της πολιτικής αγωγής

Ο πολιτικώς ενάγων συμπίπτει κατά κανόνα με το πρόσωπο του εγκαλούντα και εμφανίζεται ως το θύμα του εκδικαζόμενου εγκλήματος. Η πολιτική αγωγή αφορά στις αστικής φύσεως αξιώσεις, οι οποίες πηγάζουν από το έγκλημα σύμφωνα με το αστικό δίκαιο (αξίωση για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης) και μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους προβλεπόμενους σύμφωνα με τον ΑΚ δικαιούχους (άρθρο 63 ΚΠΔ).

Οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει την πολιτική αγωγή στο ποινικό δικαστήριο (άρθρο 63) μπορεί να δηλώσει ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στην ποινική διαδικασία. Οι ανήλικοι και όσοι άλλοι ανίκανοι, παρίστανται με τους νόμιμους αντιπροσώπους τους σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 82 ΚΠΔ). Στην περίπτωση όμως που η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος είναι παράνομη διότι δεν πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις και εντούτοις αυτός συμμετέχει στη δίκη, τότε επέρχεται απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 ΚΠΔ).

Το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι’ αυτήν. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τα σαράντα τέσσερα ευρώ (άρθρο 65 ΚΠΔ).

Η δήλωση του πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική προδικασία γίνεται είτε στην έγκληση είτε με άλλο έγγραφο, έως την περάτωση της ανάκρισης προς την αρμόδιο εισαγγελέα (άρθρο 83 ΚΠΔ). Για την άσκηση των δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής στην προδικασία πρέπει να προηγείται η κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία. (άρθρο 108 ΚΠΔ)

Για τα δικαιώματα της πολιτικής αγωγής μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα εδώ.

Βασική βιβλιογραφία

Ανδρουλάκης Νικόλαος, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας.

Καρράς Αργύριος, Ποινικό δικονομικό δίκαιο, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη.

Παπαδαμάκης Αδάμ, Ποινική Δικονομία: Η δομή της ποινικής δίκης, εκδόσεις Σάκκουλα.

Loot Boxes και νομοθεσία για τα τυχερά παίγνια

Τον τελευταίο καιρό γίνεται παγκοσμίως μια έντονη συζήτηση σχετικά με τα «loot boxes». Ένα «loot box», «loot crate»,  «booster pack» ή «prize crate» σε ένα βιντεοπαιχνίδι είναι ένα αναλώσιμο ψηφιακό αντικείμενο, το οποίο o παίκτης μπορεί να εξαργυρώσει λαμβάνοντας κάποια περαιτέρω, άγνωστα εκ των προτέρων και τυχαία επιλεγόμενα, ψηφιακά αντικείμενα.

5TFRV78QE1MC1497657145433
Overwatch

Τα ψηφιακά αντικείμενα αυτά μπορεί να είναι είτε απλές επιλογές αισθητικής εξατομίκευσης του παιχνιδιού και της εικόνας του παίκτη είτε χρήσιμα για το παιχνίδι αντικείμενα, υπό την έννοια ότι δίνουν στον χρήστη τους ένα πλεονέκτημα, όταν τα χρησιμοποιεί.

Συνήθως, τα «loot boxes» μπορούν να αγοραστούν έναντι ενός συγκεκριμένου χρηματικού αντιτίμου και εξαργυρώνονται εντός του παιχνιδιού  με εντυπωσιακά ηχητικά και οπτικά εφέ.

Τα ψηφιακά αντικείμενα, που μπορεί ο παίκτης να κερδίσει μέσω των «loot boxes» διακρίνονται με βάση την σπανιότητα τους ενώ οι πιθανότητες για το άνοιγμα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου είναι αντιστρόφως ανάλογες της σπανιότητάς του.

Ιδιαίτερα γνωστό παράδειγμα παιχνιδιού, που περιλαμβάνει «loot boxes», είναι το «Team Fortress 2», ενώ η οικονομική επιτυχία του «FIFA Ultimate Team Mode» ήδη από το 2010 φαίνεται πως γιγάντωσε το φαινόμενο. Στις μέρες μας τα πλέον γνωστά παραδείγματα είναι τα παιχνίδια «Overwatch», «Middle-earth: Shadow of War» αλλά και «Star Wars Battlefront II», το οποίο, μάλιστα βρέθηκε στο στόχαστρο εντονότατης κριτικής εξαιτίας του υψηλού, κρυφού κόστους του.

Εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηριστικών και του γεγονότος πως τα παιχνίδια με «loot boxes» είναι μεταξύ άλλων διαθέσιμα σε ανηλίκους συζητείται έντονα μήπως θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, όπως τα τυχερά παιχνίδια.

Σύμφωνα με το ισχύον στην χώρα μας νομικό πλαίσιο (Ν. 4002/2011, όπως έχει τροποποιηθεί και σήμερα ισχύει) προκειμένου ένα παίγνιο να χαρακτηριστεί ως τυχερό πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:

  • Να υφίσταται, έστω και εν μέρει, επιρροή της τύχης στο αποτέλεσμα του παιγνίου.
  • Να υφίσταται οικονομική διακινδύνευση (wager ή bet), που ως τέτοια νοείται η επιλογή του παίκτη να αναλάβει τον κίνδυνο επένδυσης στο αποτέλεσμα του παιγνίου, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας του στοιχείου αυτού, προκειμένου να επιδιώξει άμεσα ή έμμεσα οικονομικό όφελος από το αποτέλεσμα διεξαγωγής του παιγνίου.

Τονίζεται δε ότι ο χαρακτηρισμός ενός παιχνιδιού ως τυχερού έχει σοβαρότατες συνέπειες:

  • Για την διεξαγωγή τυχερών παιγνίων απαιτείται άδεια, πιστοποίηση και εποπτεία από την αρμόδια αρχή («Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων»). Επίσης, η συμμετοχή στα τυχερά παίγνια, επιτρέπεται μόνο πρόσωπα που έχουν συμπληρώσει το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας τους, ενώ και η εμπορική προώθηση των τυχερών παιγνίων υπόκειται σε περιορισμούς. Οι παραβάτες των νομικών αυτών διατάξεων απειλούνται με σοβαρότατες ποινικές και διοικητικές κυρώσεις.

Σκοπός της επέμβασης του νομοθέτη για την ρύθμιση των τυχερών παιγνίων είναι σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο (βλ. μ.α. ΑΠ 272/2012) η αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί ο εθισμός στα παίγνια και των φαινομένων παρανόμου πλουτισμού.

Η εμπλοκή με τα τυχερά παίγνια ενέχει, επίσης, υψηλό κίνδυνο διαπράξεως εγκλημάτων και συνιστά ενθάρρυνση της σπατάλης, η οποία μπορεί να έχει επιβλαβείς συνέπειες επί ατομικού και κοινωνικού επιπέδου (βλ. ΣτΕ 2144/2009, μ.π.π.). Εξάλλου, το Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ένωσης (Δ.Ε.Ε. πρώην Δ.Ε.Κ.) δέχεται πως είναι επιτρεπτός ο νομοθετικός περιορισμός των τυχερών παιγνίων προκειμένου να εξυπηρετηθούν λόγοι γενικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την προστασία των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως,

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (βλ. DSM-V) η συμμετοχή σε ένα τυχερό παίγνιο συνίσταται στο να διακινδυνεύεται ένα αντικείμενο αξίας με στόχο να αποκτηθεί κάτι μεγαλύτερης αξίας. Η συμμετοχή στα τυχερά παίγνια θεωρείται πως συνιστά ψυχική διαταραχή, όταν λαμβάνει χώρα ως επαναλαμβανόμενη και επίμονη συμπεριφορά, η οποία επηρεάζει αρνητικά την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή του ατόμου. Ένας τέτοιος εθισμός μπορεί να γεννηθεί σε εφηβική ή νεαρή ηλικία και να εξελιχθεί προς το χειρότερο με το πέρασμα των χρόνων.

Ο εθισμός στο τυχερά παίγνια εκφράζεται συχνά μέσω της συνεχούς προσπάθειας να αντισταθμιστούν οι μέχρι στιγμής ζημιές μέσω περαιτέρω συμμετοχής σε αυτά με ακόμα μεγαλύτερα, μάλιστα, υπό διακινδύνευση ποσά και περισσότερο ρίσκο.

shadow-of-war1
Middle-Earth: Shadow of War

Με βάση όλα τα παραπάνω εξάγεται εύλογα το συμπέρασμα πως ο μηχανισμός των «loot boxes» ομοιάζει σημαντικά με εκείνων των τυχερών παιγνίων. Υπάρχει, όμως, το απαιτούμενο από την ελληνική έννομη τάξη στοιχείο του σκοπούμενου οικονομικού οφέλους;

Προσπαθώντας να δώσουμε μια απάντηση στο ζήτημα αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι, όταν τα παιχνίδια επιτρέπουν στους παίκτες τους την ανταλλαγή ψηφιακών αντικειμένων μεταξύ τους, οι παίκτες τους συχνά χρησιμοποιούν εξωτερικές ιστοσελίδες προκειμένου είτε να ανταλλάσσουν τα ψηφιακά αντικείμενα έναντι χρημάτων είτε να χρησιμοποιούν τα ψηφιακά αντικείμενα ως ισοτιμία παρανόμου στοιχηματισμού.  Για τους λόγους αυτούς τα περισσότερα σύγχρονα βιντεοπαιχνίδια με «loot boxes» δεν επιτρέπουν πλέον την ανταλλαγή ψηφιακών αντικειμένων στους παίκτες τους.

Τον Μάρτιο του 2017 η Επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου για τα τυχερά παίγνια εξέδωσε μια έκθεση, η οποία επιβεβαιώνει τον συλλογισμό αυτό, αφού καταλήγει στο συμπέρασμα πως η δυνατότητα να ανταλλαχθούν τα ψηφιακά αντικείμενα με χρήματα ή με άλλα αντικείμενα αξίας είναι αυτή, που οδηγεί στον χαρακτηρισμό ενός βιντεοπαιχνιδιού ως τυχερού παιγνίου. Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν υπάρχει ευθέως αυτή η δυνατότητα; Μπορεί τότε ένα βιντεοπαιχνίδι να θεωρηθεί ως τυχερό παίγνιο;

Η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, αν και σε ακραίες περιπτώσεις είναι νοητό να ζητηθεί αποζημίωση λόγω αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Κατά τα λοιπά οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν ένα βιντεοπαιχνίδι το οποίο διαφημίζεται ελεύθερα και απευθύνεται μεταξύ άλλων και σε παιδιά δικαιούται να χρησιμοποιεί ψυχολογικούς μηχανισμούς, που παραπέμπουν ακόμα και αισθητικά σε μηχανήματα καζίνο, προκείμενου να αποσπάσει το μέγιστο δυνατό κέρδος από τον χρήστη του. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως τα «loot boxes» σχετίζονται με τον εθισμό στα βιντεοπαιχνίδια εξαιτίας του τρόπου ανταμοιβής του παίκτη, που τα εξαργυρώνει, ο οποίος είναι παρόμοιος με τον τρόπο ανταμοιβής σε κλασικά τυχερά παιχνίδια, όπως τα φρουτάκια.

Το επιχείρημα περί της δυνατότητας του παίκτη να επιλέξει να τα αγνοήσει δεν ευσταθεί, αφού ακόμα κι αν δεν υποκύπτουν όλοι στον πειρασμό να αγοράσουν «loot boxes» οι εταιρίες στοχεύουν στους λίγους και ενδεχομένως περισσότερο ψυχολογικά ευάλωτους, που ξοδεύουν τα πολλά, τις αποκαλούμενες «φάλαινες» («whales»). Τθεται, λοιπόν, επιτακτικά η αναγκαιότητα ρυθμιστικής επέμβασης του νομοθέτη προς την κατεύθυνση της προστασίας των καταναλωτών, και ειδικά των ανηλίκων, από εμπορικές πρακτικές, οι οποίες παγκοσμίως τείνουν να αναγνωριστούν ως αθέμιτες.

Κανονισμός 2016/679 και βασικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων

Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει τόσο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις όσο και σε δημόσιες αρχές να κάνουν χρήση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε πρωτοφανή κλίμακα για την επιδίωξη των δραστηριοτήτων τους. Κρίθηκε, λοιπόν, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγκαία η δημιουργία ενός νομικού πλαισίου, το οποίο θεσπίζει κοινούς για όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανόνες, που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν η δημιουργία του Κανονισμού 2016/679, ο οποίος  τίθεται σε εφαρμογή από τις 25 Μαΐου 2018. Ο Κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

 

Από τις 25 Μαΐου 2018 ο Κανονισμός θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή και οι παραβάτες του θα απειλούνται με υψηλά διοικητικά πρόστιμα και αγωγές αποζημίωσης. Ήδη μεγάλα δικηγορικά γραφεία και σύνδεσμοι καταναλωτών έχουν δημιουργήσει την υποδομή για να δεχτούν το πρώτο μεγάλο κύμα καταγγελιών και να στραφούν νομικά εναντίον των επιχειρήσεων, που ηθελημένα ή αθέλητα δεν θα ανταποκρίνονται στα νέα πρότυπα. Η συμμόρφωση, λοιπόν, με τις απαιτήσεις του Κανονισμού είναι μονόδρομος και παρά τις αρχικές δυσκολίες ελπίζουμε, πως θα συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της επιχείρησής σας και στην λειτουργία της σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Στην προσπάθεια σας για την βέλτιστη δυνατή προετοιμασία της επιχείρησής σας το δικηγορικό μας γραφείο μπορεί να σταθεί αρωγός παρέχοντες εξειδικευμένες υπηρεσίες συμβουλευτικής, εκπαίδευσης και, κυρίως, προετοιμασίας και γραπτής αποτύπωσης των νέων εσωτερικών κανονισμών για την ασφαλή απόκτηση, χρήση και διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Με εκτίμηση,

Μιχαήλ Πικραμένος

Διαφωνία γονέων ως προς την επιλογή σχολείου

Τον τελευταίο καιρό έχει εκδοθεί ένας σημαντικός αριθμός δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες προσπαθούν να εξισορροπήσουν τις εύλογες επιθυμίες των εβρισκόμενων σε διάσταση ή των διαζευγμένων γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, έχοντας ως ως γνώμονα τα βέλτιστα συμφέροντά των τελευταίων. Μια τέτοια απόφαση είναι και η ΜΠρΑθ 4711/2016 (Ελληνική δικαιοσύνη 2017, σελ.1128 επ. με σημείωμα Γ. Βαλμαντώνη.), η οποία θίγει το μείζον ζήτημα της επιλογής του κατάλληλου εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Κατά πάγια νομολογία, όταν η επιμέλεια ενός ανηλίκου τέκνου, έχει ανατεθεί, σε περίπτωση διάστασης των γονέων, με δικαστική απόφαση σε ένα από τους γονείς, τότε αυτός έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει μόνος του, για τα τρέχοντα και καθημερινά μόνο θέματα, που σχετίζονται με την επιμέλεια του τέκνου, και όχι για εκείνα που από τη φύση τους είναι κρίσιμα για τη ζωή του (όπως η ονοματοδοσία, η επιλογή αναδόχου, η επιλογή θρησκεύματος, μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση, η αλλαγή σχολείου κ.α.)

Γι’ τα παραπάνω δεν είναι αρκετή, η απόφαση του ενός από τους γονείς. Και τούτο γιατί, και αν ακόμα η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου έχει τεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, η λήψη της απόφασης επί των πιο σοβαρών ζητημάτων.

Κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων και προσφυγής τους στο δικαστήριο είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που συνίσταται στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα (ΑΠ 317/2015).

Σημειώνεται πως η εγγραφή σε ένα ιδιωτικό σχολείο, σε αντίθεση με την εγγραφή σε ένα δημόσιο σχολείο, δεν θεωρείται «τρέχον θέμα» και έτσι απαιτείται η συγκατάθεση αμφοτέρων των γονέων.  Η εξεταζόμενη περίπτωση, όμως, είχε την ιδιαιτερότητα πως υπήρξε διαφωνία των γονέων ως προς την επιλογή όχι μεταξύ ένος δημοσίου και ενός ιδιωτικού σχολείου, αλλά μεταξύ δύο ιδιωτικών σχολείων. Η μητέρα επιθυμούσε την συνέχιση της φοίτησης του τέκνου σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, στο οποίο ήταν ήδη εγγεγραμμένο, με βασική την αγγλική γλώσσα και με προσανατολισμό ακαδημαϊκών σπουδών σε ιδρύματα του εξωτερικού, ενώ ο πατέρας επιθυμούσε την εγγραφή του τέκνου του σε ιδιωτικό σχολείο, το οποίο θα ακολουθεί το ελληνικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας, που θα επιτρέπει τη δυνατότητα συμμετοχής στις πανελλήνιες εξετάσεις.

Το Δικαστήριο με γνώμονα την διασφάλιση της σταθερότητας στις συνθήκες ανάπτυξής του ανηλίκου και την αρμονική ένταξή, προσαρμογή και ανταπόκρισή του στο σχολικό περιβάλλον αποφάσισε πως την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν θα εξυπηρετείτο το συμφέρον της ανήλικης με τη λήψη αποφάσεως περί νέας μεταβολής στο σχολικό της περιβάλλον, ιδίως ενόψει της αναστάτωσης που είχε βιώσει λόγω της διαφωνίας των γονέων της ως προς το θέμα αυτό.

Δέχτηκε, όμως, την διεύρυνση της επικοινωνίας της ανήλικης με τον πατέρα της, προκειμένου αυτός να ενισχύει τη διδασκαλία των νέων και αρχαίων ελληνικών στο τέκνο του.  Η ενίσχυση αυτή κρίθηκε προς το συμφέρον της, καθώς διευρύνει το πεδίο των εκπαιδευτικών επιλογών της και ενισχύει την αρμονικότερη ένταξή της στην ελληνική κοινωνία.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δέχτηκε πως ο πατέρας έχει ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με την κόρη του, το οποίο πηγάζει ευθέως από το νόμο (άρθρο 1520 ΑΚ), και πως υφίστατο επείγουσα περίπτωση, που επέτασσε η διάρκεια της να διευρυνθεί από το Δικαστήριο. Για να καταλήξει στην παραπάνω απόφαση έλαβε υπόψη πρωτεύοντος το βέλτιστο συμφέρον της ανήλικης, όπως, αναλύθηκε παραπάνω, και επικουρικά την προοπτική ενίσχυσης και εμβάθυνσης της επικοινωνίας με τον πατέρα της μέσω της ελληνικής παιδείας και ειδικότερα της κατανόησης της ελληνικής γλώσσας, παράδοσης και ιστορίας.

Παράνομα και νόμιμα αποδεικτικά μέσα

Στην ελληνική νομολογία τα τελευταία έτη υπήρξε μεγάλη σύγχυση σχετικά με το ποια αποδεικτικά μέσα πρέπει να θεωρούνται απαγορευμένα εξαιτίας της παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας και ποια όχι. Συγκεκριμένα, υπήρξε συχνά μια αδικαιολόγητη εξίσωση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων εκείνων, που ελήφθησαν με την συναίνεση του εταίρου προσώπου και που δεν αφορούν τον πυρήνα της οικογενειακής του ζωής, με εκείνα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είτε ελήφθησαν χωρίς τη συναίνεση του άλλου προσώπου είτε αφορούν ιδιαίτερα ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα (την υγεία λόγου χάρη, τις πολιτικές του πεποιθήσεις ή τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.)

Η υπ’ αρίθμ. 3626/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ελληνική Δικαιοσύνη, σελ. 1173 επ.) αντιμετωπίζει κατά την γνώμη μας το ζήτημα με ορθότητα και κατά το ενδιαφέρον μέρος της έχει ως εξής:

(…)μεταξύ δε αυτών και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων και οι φωτογραφίες οθόνης κινητού τηλεφώνου που απεικονίζουν γραπτά μηνύματα και φωτογραφίες εγγράφων, που προσκομίζονται από τον ανακόπτοντα, που εμπίπτουν στην έννοια της μηχανικής απεικόνισης του άρθρου 444 αριθ.3 ΚΠολΔ και εξομοιούνται με πραγματικά έγγραφα (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 46/2014 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΑθ 32/2011 ΤΝΠ-Νόμος, ΠΠρΘεσ 1210/2016 ΤΝΠ-Νόμος)

απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ης, που προβάλλεται με την προσθήκη στις προτάσεις της, ότι πρόκειται περί παρανόμων αποδεικτικών μέσων κατά τα άρθρα 9, 9Α και 19 του Συντάγματος, τα οποία δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, λόγω παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας, καθόσον, αφενός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι αποστολείς του περιεχομένου των άνω εγγράφων, το οποίο δεν αφορά αποκλειστικά απόρρητη σχέση του ιδιωτικού βίου τους, γνωρίζουν ότι αυτό αποθηκεύεται σε υλικό φορέα στο τερματικό του παραλήπτη λαμβάνοντα τη μορφή του ηλεκτρονικού εγγράφου και ότι είναι δυνατή η χρήση του από τον παραλήπτη, ο οποίος δεν το απέκτησε αθέμιτα, όπως λόγου χάρη με παγίδευσή του ή με υποκλοπή, αφετέρου ειδικά το περιεχόμενο των προσκομισθέντων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ρητά επικαλείται και η ίδια η καθ’ ης, ώστε να μην νοείται έλλειψη συναίνεσής της στην χρήση τους (…)

 

Αμεροληψία πραγματογνωμόνων και ΕΣΔΑ

Η αντιμετώπιση των πραγματογνωμόνων από το ΕΔΔΑ

Σχετικά με την κατάθεση ειδικών- πραγματογνωμόνων σε μια ποινική δίκη, η οποία προκαλείται από τις ίδιες τις δικαστικές αρχές, το ΕΔΔΑ τονίζει ότι εντάσσεται στην έννοια της κατάθεσης μαρτύρων και στις εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ. 3δ΄ της ΕΣΔΑ, αφού η έννοια του μάρτυρα ερμηνεύεται αυτόνομα από τα εθνικά δίκαια των συμβεβλημένων στην ΕΣΔΑ κρατών (Case of J.M. and other v. Austria, 1 June 2017, παρ. 116.) Το αποτέλεσμα είναι να έχει ο κατηγορούμενος το δικαίωμα να θέτει ερωτήσεις στους πραγματογνώμονες, να αμφισβητεί τα πορίσματα τους και να τους εξετάζει απευθείας κατά την διάρκεια της ποινικής δίκης στο ακροατήριο. (Case of Constantinides v. Greece, 6 October 2016, παρ. 38.) Τα ίδια δικαιώματα έχει και το πρόσωπο, που συμμετέχει στην ποινική δίκη ως πολιτικώς ενάγων.

Η μεροληψία των πραγματογνωμόνων ως παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων

Η αρχή της ισότητας των όπλων είναι ένα από τα στοιχεία της δίκαιης ακρόασης «(fair hairing»), η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. H νομολογία του ΕΔΔΑ συνάγει ερμηνευτικά από το άρθρο 6 παρ. 1 της EΣΔA την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία συνδέεται και με το δικαίωμα σε μια κατ’ αντιδικία διαδικασία. (Μυλωνάς Ιπποκράτης, H σημασία για την ελληνική ποινική δικονομία της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατ΄ άρθρο 6 της EΣΔA, ΠοινΧρον 1999, σελ. 789 επ.) Η εν λόγω αρχή επιτάσσει να δίνεται σε κάθε πλευρά το δικαίωμα να παρουσιάζει του ισχυρισμούς της με έναν τρόπο, που δεν την θέτουν σε μειονεκτική θέση, απέναντι στα πρόσωπα με τα οποία «αντιδικεί». (Case of J.M. and others v. Austria, 1 June 2017, παρ. 119)

Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ η κατάθεση ενός πραγματογνώμονα, που καλείται από το δικαστήριο, είναι αναπόφευκτο πως θα έχει ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα (Case of Constantinides v. Greece, 6 October 2016, παρ. 38) λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος πως η κατάθεση του πραγματογνώμονα, επειδή αφορά, συνήθως, έναν ζήτημα, το οποίο βρίσκεται έξω από τον τομέα γνώσης των δικαστών. (Case of Korošec v. Slovenia, 8 October 2015, παρ. 47. )

Η ιδιαίτερη αποδεικτική των καταθέσεών τους οφείλεται, ακόμη, στο γεγονός ότι οι πραγματογνώμονες θεωρούνται πως αποτελούν ουδέτερους και αμερόληπτους βοηθούς του δικαστηρίου, οι δηλώσεις τους φέρουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με εκείνη των τεχνικών συμβούλων και γενικότερα των λοιπών μαρτύρων με ειδικές γνώσεις. (Emmanuello v. Italy, 31 August 1999, και Bönisch v. Austria, 6 May 1985, § 33).

Η αξιολόγηση της κατάθεσης των πραγματογνωμόνων, λοιπόν, είναι καίριας σημασίας για την αξιολόγηση του αν τηρήθηκε η αρχή της ισότητας των όπλων (Behruz Vazvan against Finland, 3 November 2015,παρ. 29.) Συγκεκριμένα, αξιολογείται ο ρόλος τους και ο τρόπος, με τον οποίο εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. (Case of Michael GALEA against Malta and Edward PAVIA against Malta, 4 July 2017, παρ. 45., Case of Poletan and Azirovik v. the former Yugoslav Republic of Macedonia, 12 May 2016, παρ. 94.) Για τον παραπάνω λόγο η έλλειψη ουδετερότητας ενός πραγματογνώμονα μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και συνεπώς της θεμελιώδους αρχής της δίκαιης δίκης. (Case of Letincic Letinčić v. CROATIA, 3 May 2016 παρ. 51.)

Σε κάθε περίπτωση οι αμφιβολίες εναντίον της αμεροληψίας των πραγματογνωμόνων θα πρέπει να είναι αντικειμενικά δικαιολογημένες. (Case of Michael GALEA and Edward PAVIA against Malta, 4 July 2017, παρ. 46.)