Δικαιώματα της πολιτικής αγωγής σύμφωνα με την ΕΣΔΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δικαστική ακρόαση, εντός εύλογου χρόνου, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει ιδρυθεί από το νόμο, για την εκδίκαση υποθέσεων για τα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ή ποινικής κατηγορίας εναντίον του.

Το ΕΔΔΑ προκειμένου να ελέγξει το αν μια ποινική δίκη είναι συνολικά δίκαιη, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, εξετάζει την συνολική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του τρόπου κτήσης των αποδεικτικών μέσων και λαμβάνει υπόψη τόσο τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου όσο και το συμφέρον της κοινωνίας και των θυμάτων για την τιμώρηση των εγκλημάτων. ( Case of Schatschaschwili v. Germany [GC], 15 December 2015, παρ. 101.)

Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει ότι, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη πολιτικής αγωγής στο εσωτερικό δίκαιο, έστω και με έναν υποτυπώδη εν σπέρματι αστικό χαρακτήρα, τότε αυτή η πολιτική αγωγή εμπίπτει στο πεδίο προστασίας της ΕΣΔΑ. (Αλ.Δημάκης, Προβληματισμοί σχετικά με τις ειδικές ρυθμίσεις για την πολιτική αγωγή, ΠοινΧρον 2010,529) Χαρακτηριστική είναι η απόφαση του ΕΔΔΑ «Αναγνωστόπουλος κατά Ελλάδος», της 3-4-2003:

Όταν η εσωτερική έννομος τάξη προσφέρει προσφυγή στη δικαιοσύνη, όπως η κατάθεση εγκλήσεως με δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, τότε το κράτος έχει την υποχρέωση να μεριμνά ώστε αυτή να απολαύει των θεμελιωδών εγγυήσεων του άρθρου 6.

A cet égard, la Cour estime que lorsque l’ordre juridique interne offre un recours au justiciable, tel le dépôt d’une plainte avec une constitution de partie civile, l’Etat a l’obligation de veiller à ce que celui-ci jouisse des garanties fondamentales de l’article 6.

Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ έχει λάβει χώρα και σε πλήθος άλλων αποφάσεων του ΕΔΔΑ, οι οποίες αφορούν την χώρα μας. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρονται οι αποφάσεις «Γώρου κατά Ελλάδος», της 22-6-2006, «ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος», της 11-4-2002, «Τσαλκιτζής κατά Ελλάδος», της 16-11-2006, «Γκούσης κατά Ελλάδος», της 29-3-2007 και «Λούλη κατά Ελλάδος» της 31-7-2008.

 

Καταχρηστική προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων

Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015 δημιουργήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σύγχυση στον νομικό κόσμο σχετικά με την καταχρηστική προθεσμία των ενδίκων μέσων της έφεσης και της αναίρεσης κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευτεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου.

Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.2 του ΕισΝΚΠολΔ η έναρξη της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεων κατά αποφάσεων, που έχουν δημοσιευθεί πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του εν λόγω νόμου. Η παραπάνω ερμηνευτική εκδοχή είναι και η μόνη που μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού συμβιβάζεται με την διαχρονική λειτουργία του ΕισΝΚΠολΔ (Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ’ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015, Ελευθερία Χ. Κώνστα, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2017, σελ. 362 επ.)

Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος δημιουργίας ανισότητας μεταξύ των διαδίκων χωρίς να τίθεται θέμα δικής τους επιμέλειας, αφού ενδέχεται να είχαν λάβει νομική πληροφόρηση περί της δυνατότητάς του να ασκήσουν έφεση κατά ορισμένες απόφασης, δημοσιευθείσας πριν την έναρξη ισχύος του ν.4335.2015 εντός τριετίας. Επιπλέον θα δημιουργούνταν διάψευση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διαδίκων, ανασφάλεια δικαίου, σύγχυση και δυσλειτουργία στην δικαστηριακή πρακτική.

Τα παραπάνω επιβεβαιωθήκαν απόλυτα από την υπ’ αρίθμ. 519/2017 [1] απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία εξετάζοντας το ζήτημα της καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά αποφάσεων, οι οποίες δημοσιεύτηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 έκρινε πως «Με τις ως άνω προαναφερθείσες διατάξεις δεν παρέχεται αναδρομική ισχύς στη διάταξη του νέου άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ υπό την έννοια ότι αυτή εφαρμόζεται άμεσα επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν την ημερομηνία αυτή, με συνέπεια η αρχικώς προβλεπομένη γιʼ αυτές τριετής καταχρηστική προθεσμία από τη δημοσίευση αυτών να περιορίζεται σε διετή. Τοιαύτη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε άτοπα αποτελέσματα, καθότι αίτηση αναίρεσης κατʼ απόφασης που είχε δημοσιευθεί σε χρόνο μεγαλύτερο της διετίας και μικρότερο της τριετίας πριν την άσκηση της αναίρεσης θα ήταν παραδεκτή ως εμπρόθεσμη, εάν ασκείτο μέχρι τις 31.12.2015, ενώ θα ήταν απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη, εάν ασκείτο αμέσως μετά την 1.1.2016, αφού θα είχε εντωμεταξύ συμπληρωθεί η διετής προθεσμία από τη δημοσίευσή της.»

Επιπλέον κρίθηκε πως «με τη διάταξη του άρθρου 24 του ΕισΝΚΠολΔ, η οποία απηχεί θεμελιώδη αρχή από άποψη διαχρονικού δικονομικού δικαίου ως προς το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, προκειμένου να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος, ούτε να στερείται αυτός κεκτημένων δικονομικών δικαιωμάτων, ορίζεται στην παρ.1 εδ. α αυτής ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο που δημοσιεύεται η απόφαση, ενώ στην παρ.2 αυτής ορίζεται ειδικότερα ότι οι διατάξεις των άρθρων 518 παρ.2, 545 παρ.5 και 564 παρ.2 εφαρμόζονται και στις αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν την εισαγωγή του και ότι οι προθεσμίες που καθορίζονται από τις διατάξεις αυτές αρχίζουν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 18 παρ.2 του ΕισΝΑΚ, η οποία απηχεί γενικότερη επί του ρυθμιζομένου θέματος διαχρονικού δικαίου αντίληψη του νομοθέτη, ορίζεται ότι αν ο χρόνος παραγραφής του Κώδικα είναι συντομότερος από αυτόν που προβλέπει το ως τώρα δίκαιο, υπολογίζεται ο συντομότερος από την εισαγωγή του Κώδικα και αρχίζει από αυτήν. Στην περίπτωση όμως που ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το χρόνο που ορίζεται στο Κώδικα, η παραγραφή συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος παραγραφής του έως τώρα δικαίου. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ. 2 του ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται διετής καταχρηστική  προθεσμία από τη δημοσίευση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης, έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναίρεσης που ασκούνται μετά την 1.1.2016 και στρέφονται κατʼ αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν πριν τη χρονολογία αυτή (έναρξη ισχύος του Ν.  4335/2015 ) υπό την έννοια ότι δεν είναι επιτρεπτή, ως εκπρόθεσμη, η άσκηση αυτής μετά την 1η Ιανουαρίου 2018, οπότε συμπληρώνεται η διετής προθεσμία που προβλέπει η νέα διάταξη του άρθρου 564 παρ.2 από την 1η Ιανουαρίου 2016 (έναρξη εφαρμογής του Ν.  4335/2015) και η οποία αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για την άσκηση αναίρεσης. Στη περίπτωση όμως που εντός της πιο πάνω διετίας (1.1.2016 – 1.1.2018) λήγει η τριετής καταχρηστική προθεσμία, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης της πριν την 1.1.2016 εκδοθείσας απόφασης που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, η ανωτέρω προθεσμία λήγει κατά την χρονολογία αυτή κατʼ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 564 παρ.2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προηγουμένως, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 24 παρ.2 ΕισΝΚΠολΔ και 18 παρ.2 εδ β ΕισΝΑΚ, αναλόγως εφαρμοζομένης και επί προθεσμιών (πρβλ ΟλΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή κατά το άρθρο 817 παρ.4 της ΠολΔ σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968).»

Τα παραπάνω, τα οποία ορθώς δέχεται ο Άρειος Πάγος, ισχύουν τόσο για την καταχρηστική προθεσμία του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, όσο και εκείνου της έφεσης.

[1] Ομοίως και η ΑΠ 520/2017

Τροποποίηση- προσθήκη: Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε τις παραπάνω ορθές παραδοχές του στην υπ’ αρίθμ. 1176/2017 απόφαση του Β1 Τμήματός του και έτσι αναμένεται πλέον να αποφανθεί οριστικά η Ολομέλεια.

Τροποποίηση- προσθήκη: Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφαίνεται ότι για αποφάσεις που δημοσιεύθηκαν πριν την 1-1-2016, χωρίς να επιδοθούν, εξακολουθεί και μετά την 1-1-2016 να ισχύει η τριετής προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο πρώτο, άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015. 

ΑΠ 10/2018

Επικοινωνία γονέων και τέκνων μέσω βιντεοκλήσης

Με αφορμή την απόφαση 127/2017 του ΜπρΑθ, η οποία ρυθμίζει το ζήτημα της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων με τον γονέα, που δεν έχει την επιμέλειά τους, μέσω προγραμμάτων ειδικού λογισμικού.

Το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) προβλέπει πως κάθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής.

Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. μ.α. υπόθεση ΦΟΥΡΚΙΩΤΗΣ κατά της Ελλάδος) αν και το άρθρο 8 στοχεύει κατά κύριο λόγο να προφυλάξει τον ιδιώτη κατά των αυθαιρέτων παρεμβάσεων των δημοσίων εξουσιών, δεν αρκείται στο να διατάξει το Κράτος να απέχει από τέτοιες παρεμβάσεις: σε αυτήν την μάλλον αρνητική δέσμευση μπορούν να προστεθούν θετικές υποχρεώσεις σύμφυτες με έναν πραγματικό σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Αυτές μπορούν να συνεπάγονται την υιοθέτηση μέτρων που στοχεύουν στον σεβασμό της ιδιωτικής και της οικογενειακής ζωής, μέχρι και τις σχέσεις των ιδιωτών μεταξύ τους.

Σε περιπτώσεις, που εμπλέκονται ανήλικα τέκνα, τα συμφέροντά τους πρέπει να αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα για την λήψη της οποιασδήποτε αποφάσεως. Και το συμφέρον των γονέων, όμως, να απολαμβάνουν τακτικής επικοινωνίας με τα τέκνα τους, παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας στην ισορροπία των διαφόρων συμφερόντων που εμπλέκονται.

Επισημαίνεται, επίσης, πως σε υποθέσεις οι οποίες σχετίζονται με την οικογενειακή ζωή, η διάρρηξη της επαφής με ένα πολύ μικρό παιδί μπορεί να οδηγήσει σε μία αυξανόμενη αλλοίωση της σχέσης του με τον γονέα του. Οι προοπτικές μιας οικογενειακής ένωσης θα εξασθενίσουν σταδιακά και θα καταλήξουν στο να εκμηδενιστούν εφόσον δεν επιτραπεί στους βιολογικούς γονείς και στα τέκνα να συναντούνται ή εφόσον συναντούνται τόσο αραιά που κανείς φυσιολογικός δεσμός δεν θα έχει πιθανότητες να δημιουργηθεί μεταξύ τους.

Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως το δικαίωμα της επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους (εφόσον δεν απειλείται η ψυχοσωματική υγεία των τελευταίων) αποτελεί ένα θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται από την ΕΣΔΑ.

Οι πρόσφατες, λοιπόν, αποφάσεις των ημεδαπών δικαστηρίων, όπως η 127/2017 του ΜπρΑθ, είναι βήματα αξιέπαινα, καθώς λαμβάνουν υπόψη την σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη και ρυθμίζουν το ζήτημα της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων με τον γονέα, που δεν έχει την επιμέλειά τους, μέσω προγραμμάτων ειδικού λογισμικού. Με τον τρόπο αυτό διευρύνουν και προστατεύουν ουσιαστικά το δικαίωμα επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους.

Στην προαναφερθείσα, αλλά και σε άλλες συναφείς αποφάσεις, γίνεται ενδεικτική αναφορά σε προγράμματα, όπως το skype, τα οποία επιτρέπουν την οπτική επαφή μεταξύ των χρηστών τους έχοντας για τον λόγο αυτό ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με την κλασική τηλεφωνική επικοινωνία. Γίνεται, λοιπόν, δεκτό το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους μέσω διαδικτυακής επικοινωνίας με την χρήση των καταλλήλων προγραμμάτων σε συγκεκριμένες ώρες και ημέρες.

Επιπλέον, ορίζεται πως ο γονέας, που ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου, θα πρέπει να φροντίζει ώστε εκείνο να βρίσκεται τις συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε κατάλληλο χώρο με πρόσβαση στο διαδίκτυο κ.ο.κ.  Σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη η ωριμότητα του ανηλίκου προκειμένου να γίνεται ορθή και ασφαλής χρήση των απαραιτήτων ηλεκτρονικών μέσων (ηλεκτρονικού υπολογιστή, tablet ή κινητού).

Συμπερασματικά, η επικοινωνία με τη χρήση τεχνολογικών μέσων θεωρείται από την πρόσφατη νομολογία ως ένα μέτρο, το οποίο μπορεί να συμβάλει στην σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ γονέων και ανηλίκων τέκνων, χωρίς να αντικαθιστά την φυσική μεταξύ τους επαφή. Σε περιπτώσεις, όμως, που λόγω αντικειμενικών συνθηκών (διαμονή στο εξωτερικό λ.χ.) η φυσική επαφή είναι για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα αδύνατη, η σημασία της είναι ακόμα μεγαλύτερη.

Για περισσότερα ζητήματα οικογενειακού δικαίου πατήστε εδώ.

Προσωρινή διαταγή αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικής απαιτήσεως

Το δικηγορικό μας γραφείο πέτυχε στις 20 Ιουλίου 2017, στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, την έκδοση προσωρινής διαταγής αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης επί χρηματικής απαιτήσεως, με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παρότι φαινομενικά αυτή η δικονομική δυνατότητα έχει καταργηθεί στον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Θεωρούμε, πως η νομολογιακή αυτή εξέλιξη είναι πολύ σημαντική, ειδικά ενόψει του κύματος αναγκαστικών εκτελέσεων, που πρόκειται να ξεκινήσει από τις τράπεζες το προσεχές φθινόπωρο.

Ως γνωστόν οι προσωρινές διαταγές δεν φέρουν ιδιαίτερη αιτιολογία. Παρατίθεται, λοιπόν, το σχετικό τμήμα της αίτησης αναστολής και η θετική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου:

Επειδή, σύμφωνα με την υπ’ αρίθμ. 11/2017 απόφαση του Α2′ Τμήματος του Αρείου Πάγου (ως Συμβουλίου), παρά την νομοθετική κατάργηση της δικονομικής δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσως επί χρηματικών απαιτήσεων, από τον νόμο 4335/2015, είναι δυνατόν να ζητηθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσως αυτού του είδους με την μορφή της προσωρινής ρύθμισης της καταστάσεως, κατά το άρθρο 731 ΚΠολΔ.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι να υπάρχει βάσιμος λόγος ανακοπής κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ κατά της επιχειρούμενης εκτέλεσης και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής.

Eν προκειμένω, η ανωτέρω ανακοπή μου θα ευδοκιμήσει οπωσδήποτε, αφού οι λόγοι αυτής είναι νόμιμοι και βάσιμοι και αποδεικνύονται παραχρήμα.

Περαιτέρω, μόλις ευδοκιμήσει η ανωτέρω ανακοπή μου, υπάρχει σοβαρότατος κίνδυνος να μείνει ανικανοποίητη η αξίωσή μου για αποκατάσταση των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, λόγω της αφερεγγυότητας του αντιδίκου μου και της κακής του πίστης, την οποία λεπτομερώς τεκμηριώνω στο δικόγραφο της ανακοπής μου.

Επιπλέον, είναι απόλυτα βέβαιο, ότι ο αντίδικος θα επιδιώξει την κατάσχεση των τραπεζικών μου λογαριασμών, η οποία θα λάβει χώρα άμεσα, μόλις δηλαδή παρέλθουν οι τρεις εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της από 13-7-2017 επιταγής του προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 290/2015, προσωρινώς εκτελεστής, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Τακτικής Διαδικασίας), εξέλιξη η οποία θα με καταστρέψει οικονομικά, αναγκάζοντάς με ουσιαστικά να κλείσω την επιχείρησή μου, καθώς ως επιχειρηματίας έχω απόλυτη ανάγκη να προβαίνω σε καθημερινές συναλλαγές μέσω του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή να προβαίνω αφ’ ενός σε εισπράξεις για την πώληση των προϊόντων μου και την παροχή των υπηρεσιών μου και να ικανοποιώ αφ’ ετέρου τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μου προς τους προμηθευτές μου, το Δημόσιο, τον ΕΦΚΑ, τις ΔΕΚΟ, τους εργαζόμενους της επιχειρήσεώς μου κλπ. Από την ενέργεια αυτή του καθού δεν μπορώ να προστατευτώ μονάχα με την ήδη ασκηθείσα ανακοπή μου, καθώς αυτή θα εκδικασθεί αρκετούς μήνες μετά και απόφαση επ’ αυτής θα εκδοθεί πολύ αργότερα, όπως προκύπτει από την κοινή λογική, αλλά και την εμπειρία ενός μέσου νομικού.

Αλλά και αν ακόμη υποτεθεί, ότι η συζήτηση της ανακοπής μου προσδιοριζόταν εντός εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της και η επ’ αυτής απόφαση δημοσιευόταν εντός άλλων εξήντα (60) ημερών από τη συζήτηση, σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πάλι η από 18-7-2017 ασκηθείσα ανακοπή μου δεν θα αρκούσε για να με προστατεύσει, αφού, όπως ήδη προανέφερα, η κατάσχεση των Τραπεζικών μου Λογαριασμών θα γίνει άμεσα, μόλις δηλαδή παρέλθουν οι τρεις εργάσιμες ημέρες από την επίδοση της από 13-7-2017 επιταγής του προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθμ. 290/2015, προσωρινώς εκτελεστής, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (Τακτικής Διαδικασίας).

Έτσι, παρότι η βασιμότητα των λόγων της ανακοπής μου είναι προφανής, αν δεν διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής σε βάρος μου εκτέλεσης, θα μείνω απροστάτευτος δικαστικά για μακρότατο χρονικό διάστημα και θα καταστραφώ οικονομικά. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν αντίθετο και με την συνταγματική επιταγή του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος για παροχή έννομης προστασίας, η οποία κατά την κρατούσα θεωρία στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου περιλαμβάνει και την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας, αφού ο σκοπός του συνταγματικού νομοθέτη είναι η παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας και η μη δημιουργία παγιωμένων καταστάσεων, οι οποίες εκ των υστέρων θα είναι αδύνατον να ανατραπούν προς όφελος εκείνου, που επιτυχώς άσκησε ένα ένδικο μέσο ή βοήθημα.

θετική απόφαση

ΑΝΑΝΕΩΣΗ

Εξαιτίας της μεγάλης αναγνωσιμότητας της αρχικής μας ανάρτησης, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την ανανεώσουμε καταγράφοντας τις πρόσφατες νομολογιακές και θεωρητικές εξελίξεις στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Συγκεκριμένα παρά τις μεμονωμένες και λίγες στον αριθμό, αρνητικές δικαστικές αποφάσεις (Βλ. μ.α. ΜΠρΛαμ 223/2016, ΤΝΠ Νόμος) στην θεωρία φαίνεται να επικρατεί η άποψη πως ο νομοθέτης με την κατάργηση του άρθρου 938 ΚΠολΔ δημιούργησε ένα ακούσιο κενό, έχοντας, ίσως, στο μυαλό του μονάχα την περίπτωση της έμμεσης εκτελέσεως μέσω κατασχέσεως και πλειστηριασμού.

Η προσωρινή δικαστική προστασία, όμως, είναι δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ και ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει την λήψη ασφαλιστικών μέτρων από τα δικαστήρια. Δογματικά, μετά την κατάργηση της ειδικότερης διάταξης του άρθρου 938 ΚΠολΔ, δεν φαίνεται να υπάρχουν εμπόδια για την αποδοχή της εφαρμογής του άρθρου 731 ΚΠολΔ προκειμένου να χορηγείται αναστολή μέσω της “ρύθμισης της κατάστασης”. (Ιωάννα Κουκουράκη, Πρόεδρος Πρωτοδικών, Οι αλλαγές που επέφερε στην πολιτική δικονομία ο ν. 4335/2015, Ελληνική Δικαιοσύνη 2017, σελ. 1024.)

Μια διαφορετική αντίληψη εκφράστηκε στην υπ’ αρίθμ. 28/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κέρκυρας (Νομικό Βήμα 2017, σελ. 365), η οποίο έκανε δεκτή την εφαρμογή του άρθρου 937 παρ.1γ’ για την άμεση εκτέλεση.

Επιπλέον το Μονομελές Πρωτοδικείο Αμαλιάδας με την υπ’ αρίθμ. 58/2017 απόφασή του (Ελληνική Δικαιοσύνη 2017, σελ. 1134 επ. με παρατηρήσεις Α.Π. Πανταζόπουλου) έκανε δεκτό πως η συστηματική- τελολογική ερμηνεία του άρθρου 937 παρ.1γ’ καθιστά περιττή την προσφυγή στον θεσμό της προσωρινής ρύθμισης της καταστάσεως. Αναφέρει, μάλιστα, πως σε σχέση με την τελευταία υφίστανται δογματικά προβλήματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό της ως γνησίου ασφαλιστικού μέτρου και συνεπώς με την δυνατότητα εφαρμογής της στην εξεταζομένη περίπτωση).

Την ίδια άποψη εκφράζει και ο καθηγητής Γ. Ορφανίδης στην μονογραφία του «Η αναστολή εκτελέσεως για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά το ν. 4335/2015», εκδόσεις Σάκκουλα 2017.

Διατροφή ανηλίκων τέκνων

Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ και σύμφωνα με την νομολογία προκύπτει ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας, όμως, τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του.

Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου (Α.Π. 1384/2008, Α.Π. 416/2007). Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε, στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβίωσής του, χωρίς, όμως, να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (Α.Π. 377/1993).

Διατροφή μεταξύ συζύγων

Διατροφή μεταξύ εν διαστάσει συζύγων

Όπως δέχεται η σύγχρονη και ορθή νομολογία από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. συνάγεται ότι : α) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού, ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας, β) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την εργασία τους, γ) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρεώσεως προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση και δ) όταν διακοπεί η έγγαμη συμβίωση, οπότε δεν υπάρχει «κοινός οίκος» ούτε «οικογενειακές ανάγκες» , παύει μεν η υποχρέωση συνεισφοράς, διότι δεν είναι νοητή, αλλά ο σύζυγος που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται να απαιτήσει από τον άλλο σύζυγο διατροφή σε χρήμα, προκαταβαλλομένη κάθε μήνα υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που δικαιούται και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, με τη διαφορά ότι ενώ όταν υπάρχει συμβίωση οι υποχρεώσεις συνεισφοράς δεν συμψηφίζονται αλλά εκπληρώνονται αθροιστικώς, όταν διακόπτεται η συμβίωση χωρεί ένα είδους συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, με την έννοια ότι ο δικαιούχος είναι τελικά μόνο εκείνος ο σύζυγος ο οποίος υπό τους όρους της εγγάμου συμβιώσεως όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά και στον οποίο, εφόσον διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, οφείλεται ως διατροφή (σε χρήμα) η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς, χωρίς τη συνδρομή της αδυναμίας του προς διατροφή, διότι η αδυναμία δεν αποτελεί προϋπόθεση παροχής της διατροφής.

 Συνεπώς, ο μετέχων βάσει της οικονομικής του δυνατότητας στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο του ποσού συμμετοχής του άλλου συζύγου, θα δικαιούται, σε περίπτωση διακοπής της εγγάμου συμβιώσεως, διατροφής από τον τελευταίο, αφού κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου.

Διατροφή μεταξύ διαζευγμένων συζύγων

Αντίθετα με τα παραπάνω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390 και 1391 Α.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση αξίωσης του ενός από τους συζύγους για καταβολή σ` αυτόν διατροφής σε χρήμα από τον άλλο, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και να αποδεικνύει τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία και το ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, χωρίς να είναι αναγκαίο και να εξειδικεύει τις ανάγκες αυτές, αναφέροντας και την απαιτουμένη για κάθε μία δαπάνη, αλλά αρκεί μόνο να αναφέρει το συνολικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του αυτών.

Εξάλλου, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στην αγωγή, ούτε στην απόφαση, η αποτίμηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, αφού η υποχρέωση για τη συνεισφορά αυτή υπάρχει όσο διατηρείται η έγγαμη συμβίωση, ενώ όταν αυτή διακοπεί, αντικαθίσταται με τη χρηματική διατροφή, που προσδιορίζεται από τη σύγκριση των εκατέρωθεν οικονομικών δυνατοτήτων. Οι οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων που προσδιορίζουν την αναλογία της συνεισφοράς καθενός απ` αυτούς στη διατροφή αυτή δεν αποτελούν στοιχείο της αγωγής, αλλά ενδέχεται να αποτελέσουν τη βάση σχετικής ένστασης του εναγομένου.

Γνωστοποίηση από τις Δ.Ο.Υ. πληροφοριών, σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση των υποχρεών προς διατροφή προσώπων.

Με την υπ’ αρίθμ. 7/2012 εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δόθηκαν διευκρινήσεις σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας, που προβλέπει γνωστοποίηση πληροφοριών από τις ΔΟΥ σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προς διατροφή προσώπων. Ακολουθεί απόσπασμα της σχετικής εγκυκλίου:

Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 3 4 εδ.β’ Ν.1756/1988 «Περί Κώδικα Οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης των δικαστικών λειτουργών» ο εισαγγελέας πρωτοδικών δικαιούται να παραγγέλλει στις υπηρεσίες του δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οργανισμών κοινής ωφέλειας και όλων γενικά των επιχειρήσεων του δημόσιου τομέα, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 261 του Κ.Π.Δ.

Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1445 Α.Κ., ο καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να δίνει στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά του, εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής. Με αίτηση ενός από τους πρώην συζύγους, που διαβιβάζεται μέσω του αρμόδιου εισαγγελέα, ο εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος οικονομικός έφορος είναι υποχρεωμένοι να δίνουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την περιουσιακή κατάσταση του άλλου συζύγου και προπάντων για τα εισοδήματά του.

Τέλος κατά το άρθρο 51 παρ. 7α Ν. 3842/2010 κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η χορήγηση στοιχείων ακινήτων των φορολογουμένων και στις περιπτώσεις που ορίζονται από το άρθρο 1445 Α.Κ.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η γνωστοποίηση από τις Δ.Ο.Υ. των σχετικών με την περιουσιακή κατάσταση των υποχρεών προς διατροφή προσώπων πληροφοριών, προκειμένου να καθορισθεί το ύψος της, κατόπιν παραγγελίας του αρμοδίου εισαγγελέα Πρωτοδικών, είναι υποχρεωτική και σε περίπτωση άρνησης οι αρμόδιοι υπάλληλοι υπέχουν ποινική ευθύνη (παράβαση του άρθρο169 Π.Κ. και υπό προϋποθέσεις του άρθρου 259 π.κ.).

Παρατηρείται, όμως το φαινόμενο οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. να γνωστοποιούν μόνο τα εισοδήματα των υποχρέων διατροφής προσώπων και όχι τα λοιπά περιουσιακά τους στοιχεία (όπως ακίνητα κλπ.). με αποτέλεσμα να μην αποτυπώνεται η πραγματική οικονομική κατάσταση των υποχρέων προς διατροφή προσώπων και εν τέλει ο ορθός καθορισμός του ύψους της, ή και να αρνούνται ρητά υποστηρίζοντας ότι η γνωστοποίηση των εν λόγω στοιχείων επιτρέπεται μόνο όταν η αιτούμενη διατροφή αφορά τον έναν από τους πρώην συζύγους και όχι άλλα πρόσωπα.

Η θέση αυτή όμως δεν στηρίζεται σε διάταξη νόμου, αλλά είναι αυθαίρετη, δεδομένου ότι για την ταυτότητα του νομικού λόγου οι πιο πάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση που ζητείται διατροφή καθ’ όσον διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν από τα δικαστήρια να καθορίσουν το ύψος της.

Νομολογία σχετικά με τον αποκλεισμό της επικοινωνίας τέκνου και γονέα

Η διάταξη του άρθρ. 1532 ΑΚ ορίζει ότι «αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σ’ αυτό, το δικαστήριο εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο Εισαγγελέας μπορεί να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο. Το δικαστήριο μπορεί ιδίως να αφαιρέσει από τον ένα γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ολικά ή μερικά και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο ή αν συντρέχουν και στο πρόσωπο αυτού οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου να αναθέσει την επιμέλεια του τέκνου ολικά ή μερικά σε τρίτο ή να διορίσει επίτροπο». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι περιπτώσεις κακής άσκησης της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας του ανηλίκου που ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το κοινωνικό συμφέρον γενικότερα είναι: α) η παράβαση των καθηκόντων των γονέων, β) η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος τους, γ) η αδυναμία τους να ανταποκριθούν σ’ αυτό.

Σύμφωνα με την νομολογία παράβαση των καθηκόντων των γονέων συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων αυτών με μέτρο κρίσης το οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο των γονέων. Καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος των γονέων συνιστά η άσκηση της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου κατά τρόπο αντίθετο ή μη εναρμονιζόμενο στο σκοπό του, με αποτέλεσμα να διακυβεύονται τα προσωπικά συμφέροντα του τέκνου. Η καταχρηστική άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας είναι δυνατόν να εκδηλωθεί με θετική ενέργεια δηλαδή με πράξη ή με παράλειψη ασκήσεως των καθηκόντων τους. Όμως, η κρίση για το αν συντρέχει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας θα πρέπει να στηριχθεί όχι σε μεμονωμένες πράξεις ή παραλείψεις του υποχρέου – δικαιούχου, αλλά σε μια εκτίμηση της συνολικής συμπεριφοράς του έναντι του τέκνου, εκτός εάν μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη είναι τόσο βαριά, ώστε να αρκεί για να στηρίζει γενική (αρνητική) κρίση.

Ειδικότερα, καταχρηστικά κατά τα ανωτέρω ασκείται η επιμέλεια τέκνου, αν ο έχων την επιμέλεια γονέας παραβαίνει τα καθήκοντα του εκ της επιμέλειας με κίνδυνο να επιφέρει ως συνέπεια βλάβη στην ψυχική ή σωματική ανάπτυξη του τέκνου. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρ. 1520 ΑΚ προς εκείνες των άρθρ. 3§1 και 9§3 του Ν. 2101/1992 «Κύρωση της διεθνούς σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού» συνάγεται, ότι είναι επιτρεπτό να αποκλεισθεί η προσωπική επικοινωνία του γονέως με το ανήλικο τέκνο του, εάν τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τελευταίου (ΑΠ 896/2007).

 

 

Το ζήτημα της κοινής επιμέλειας ή «συνεπιμέλειας»

Η απολύτως κρατούσα πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ των γονέων είναι η ανάθεση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων αποκλειστικά στον έναν εκ των δύο γονέων. Η συγκεκριμένη λύση είναι προβληματική στον βαθμό που μπορεί να οδηγήσει στην αδικαιολόγητη αποξένωση των ανηλίκων τέκνων από τον έναν γονέα, κάτι που θα τραυματίσει ψυχικά ολόκληρη την οικογένεια. Υπάρχει, επίσης, ο κίνδυνος να αισθάνεται ο ένας εκ των δύο γονέων αδικημένος και εξ αφορμής του γεγονότος αυτού να μετατραπούν οι οικογενειακές σχέσεις σε αντικείμενο φανατισμένης αντιδικίας και μίσους.

Εξαιτίας των παραπάνω προτείνεται με σοβαρά επιχειρήματα η πρόταξη της κοινής επιμέλειας ή συνεπιμέλειας των ανηλίκων τέκνων. Η λύση αυτή είναι πράγματι κατάλληλη, όταν υπάρχουν σχέσεις ομαλής συνεργασίας μεταξύ των γονέων και όταν οι συνθήκες διαβίωσής τους επιτρέπουν την τακτική και απρόσκοπτη μεταξύ τους συνεννόηση για τις ανάγκες των ανηλίκων τέκνων τους. Η ευρεία εφαρμογή της, όμως, απαιτεί μια αλλαγή νοοτροπίας στην ελληνική κοινωνία. Είναι απαραίτητο, δηλαδή, να γίνει κατανοητό πως δύο άνθρωποι, που ως ζευγάρι αποδείχτηκαν ασύμβατοι και ενδεχομένως κακή επιρροή ο ένας για τον άλλον, μπορούν, αλλά και πρέπει να είναι καλοί και συνεννοήσιμοι γονείς.

 

synepimeleia m

Ο θεσμός της συνεπιμέλειας των ανήλικων τέκνων προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο καθώς σύμφωνα, με το ισχύον νομικό πλαίσιο (άρθρο 1513 § 1 εδ. 2 και 3 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1514 ΑΚ), σε περί­πτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης, οι επιλογές του δικαστηρίου για την ανάθε­ση της άσκησης της γονικής μέριμνας (εκπροσώπηση, δι­αχείριση και επιμέλεια) των τέκνων γεννημένων σε γάμο είναι οι ακόλουθες τέσσερις: α) να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε ένα από τους γονείς, β) να ανα­θέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας και στους δυο γο­νείς από κοινού, γ) να κατανείμει λειτουργικά ή χρονικά την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων και δ) να την αναθέσει σε τρίτον (Αγαλλοπούλου σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλο ΑΚ, τ. VIII, 2003, σ. 172, αρ. 29, Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. II, 2012, σ. 324).

Μάλιστα, στην υπ’ αριθμ 60/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, γίνεται μια εκτενής ανάλυση ως προς την χρονικά εναλλασσόμενη άσκησης της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων. Σύμφωνα με το σχετικό απόσπασμα :«….Στον ελ­ληνικό Αστικό Κώδικα, προβλέπεται η χρονική κατανομή ή εναλλασσόμενη άσκηση όλων των εκφάνσεων της γο­νικής μέριμνας. Επιφυλάξεις διατυπώθηκαν από την ελ­ληνική θεωρία ως προς τη σκοπιμότητα αυτής της ρύθ­μισης, καθόσον η παράλληλη ύπαρξη δυο κέντρων ζωής θεωρείται ότι δημιουργεί στο τέκνο έλλειψη σταθερότη­τας και ανασφάλεια, που αναστατώνουν και απορρυθμίζουν τη ζωή του παιδιού. Επιπλέον προβλέπεται ότι θα δημιουργηθούν συνεχείς εντάσεις και τριβές μεταξύ των γονέων, καθόσον η εναλλασσόμενη ανατροφή απαιτεί μια πραγματική συνεργασία μεταξύ τους στις επιλογές και στη διαχείριση του ανηλίκου κατά τρόπο παραγωγικό (Παπαχρίστου, Αρμ 1985, 101-103). Στο διεθνή χώρο, υποστηρίζεται σθεναρά ότι με την εναλλασσόμενη κατοικία, κα­τοχυρώνεται μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στους γο­νείς, στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων, προσφέροντας στον ανήλικο τη δυνατότητα να διαβιεί στην κα­θημερινή του ζωή τόσο με τον πατέρα όσο και τη μητέρα. Το παιδί έχει δυο λειτουργικά σπίτια, την πατρική και μη­τρική του κατοικία. Ενθαρρύνεται έτσι η ισόρροπη επαφή του παιδιού και με τους δυο γονείς. Επιπλέον σημειώνε­ται ότι η κοινωνία έχει αλλάξει, η γυναίκα λόγω της επαγ­γελματικής της απασχόλησης βρίσκεται πλέον σε δυσκο­λία να φροντίσει μόνη της τα τέκνα, ενώ η σχέση των πα­τέρων με τα τέκνα τους δεν είναι η ίδια με αυτή που επι­κρατούσε παλαιότερα. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί ότι δυο σαββατοκύριακα εναλλάξ το μήνα, δεν επιτρέπουν στον γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο να ασκήσει μια πραγ­ματική επιρροή στην ανατροφή των τέκνων του. Η θεμα­τική δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε νομικό επίπεδο, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει και τις επιστημονικές ανα­καλύψεις στους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας. Επισημαίνεται ότι από τις νεότερες ιατρικές και ψυχολογι­κές έρευνες δεν προκύπτει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα από την κοινή ανατροφή, που μοιράζεται ισομερώς μετα­ξύ δυο σπιτιών. Αντίθετα, η ύπαρξη της διπλής κατοικί­ας θεωρείται ευεργετική και απαραίτητη για την προστα­σία της ισόρροπης ανάπτυξης ταυ παιδιού. Τα παιδιά που ζουν εναλλάξ και με τους δυο γονείς με ίση κατανομή του χρόνου, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους από εκείνα που υπάγονται σε άλλη ρύθμιση για χωρισμένες οικογένειες (Bjamason/Arnarsson (2011), Joint physical custody and communication with parents: A cross – national study of children in 36 western countries, Journal of Comparative Family Studies, 42, σ. 871-890· Bauserman (2002), Child adjustment in joint-custody versus sole- custody arrangements: a meta analytic review, Journal of Family Psychology, 16, σ. 91-102).

Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) και με­τά τη διάσταση, εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης με το υπ` αρ. 2079/2-10-2015 ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη μέλη να την εισαγάγουν στη νομο­θεσία τους, αποκλείοντας την εφαρμογή της σε περιπτώ­σεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους για τη σωματι­κή και ψυχική υγεία του τέκνου. Αυτό το ψήφισμα, στηρίχθηκε σε μετά – ανάλυση πολυάριθμων διεθνών μελετών (Nielsen (2014), Shared physical custody; Summary of 40 studies on outcomes far children, Journal of Divorce & Remarriage, 55, 613-635), που κατέδειξαν τα οφέλη από την εναλλασσόμενη κατοικία και τις αρνητικές επιπτώσεις που προέρχονται από την αποκλειστική επιμέλεια, στην οποία ο χρόνος συναναστροφής του παιδιού με το λιγό­τερο ευνοημένο γονέα είναι κάτω του 33%. Περαιτέρω, ο χωρισμός δεν είναι καθαυτός δείκτης της έλλειψης γονι­κής ικανότητας, και η υπαιτιότητα του ενός ή του άλλου γονέα για το διαζύγιο ή τη διακοπή της συμβίωσης δεν ασκεί επιρροή στην άσκηση της γονικής μέριμνας. Η κα­ταλληλότητα του ενός γονέα να αναλάβει την άσκηση της επιμέλειας δεν αποτελεί ταυτόχρονα και ένδειξη ακαταλληλότητας του άλλου (Μιχαλακάκου, Η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας κατά τη νομολογία, 2015, σ. 40). Αμφότεροι κατά τεκμήριο είναι ικανοί στο γονεϊκό ρόλο και το ανήλικο έχει το δικαίωμα να διατηρεί μια ισορροπημένη σχέση και με τους δυο γονείς. Ιδανική λύση είναι η διατή­ρηση της συμμετοχής και η ενεργητική παρουσία και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού, γιατί το τελευ­ταίο δεν χρειάζεται μόνο τον καλύτερο από αυτούς (Δεμερτζής, Η ουσιαστική και οικονομική αναγκαία μεταρ­ρύθμιση της επιμέλειας, Δ 2008, 140 επ.). Εξάλλου σημα­ντικό κριτήριο για την εξειδίκευση του συμφέροντος του ανηλίκου αποτελεί η προσωπική του γνώμη, η αναζήτηση της οποίας εξαρτάται από την ωριμότητα αυτού, η οποία προϋποθέτει κάποια ηλικία και πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονι­κή μέριμνα (άρθρο 1511 § 3 ΑΚ), χωρίς όμως να είναι δε­σμευτική. Ως ωριμότητα του τέκνου είναι η ικανότητα να αντιληφθεί το συμφέρον του (ΑΠ 201 /2010 ΝοΒ 2010,174, ΑΠ 1316/2009 ΝοΒ 2010,162 Λαδογιάννης σε Aπ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ II, 2013, σ. 86S, αρ. 8). Η ηλικία από μόνη της δεν είναι ενδεικτική της ωριμότητας (ΑΠ 561 /2003 ΝοΒ 2004, 23). Η γνώμη του ανηλίκου δεν αποτελεί ίδιο απο­δεικτικό μέσο, ούτε πρέπει να εξομοιώνεται με μαρτυρι­κή κατάθεση, και δεν έχει ως σκοπό την απόκτηση απο­δεικτικών στοιχείων. Αντίθετα η ακρόαση πρέπει να απο­σκοπεί στην ανάπτυξη από το παιδί, των σκέψεων, αισθη­μάτων, αναγκών και επιθυμιών του, που θα αποτελέσουν ένα οδηγό για την κρίση του δικαστηρίου και θα συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία (ΜΠρΑθ 60/2017 ΕφΑθ 2017, 55 με παραπομπή σε Σκορίνη-Παπαρρηγοπούλου, Η ευρωπαϊκή Σύμβαση για την ανάπτυξη των δικαιωμάτων των παιδιών Ν 2502/1997. Παρουσίαση των βασικών της σημείων και της σημασίας της στο ισχύον ελληνικό δίκαιο, ΕλλΔνη 2003, 326)…».

Ωστόσο,  παρά την νομοθετική πρόβλεψη του θεσμού της συνεπιμέλειας των ανήλικων τέκνων, στην πράξη τα ελληνικά δικαστήρια αντιμετωπίζουν με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα τον εν λόγω θεσμό και οι σχετικές αποφάσεις είναι προς το παρόν ολιγάριθμες.  Παρατίθενται κατωτέρω, περιλήψεις πρόσφατων αποφάσεων ελληνικών Δικαστηρίων, με τις οποίες ορίσθηκε η χρονικά εναλασσόμενη άσκηση της επιμέλειας ή η λειτουργική κατανομή της επιμέλειας, μίας απόφασης, στην οποία η επιμέλεια ανατέθηκε από κοινού σε δύο γονείς, οι οποίοι διέμεναν σε αυτοτελείς ορόφους μεζονέτας, αλλά και αποφάσεων, με τις οποίες ορίσθηκε ότι επί ορισμένων ζητημάτων (λχ μόρφωση, εκπαίδευση, υγεία και κατοικία) θα συναποφασίζουν και θα φροντίζουν από κοινού και οι δύο γονείς.

Χρονική κατανομή της επιμέλειας

ΜονΠρΑθ 60/2017

 Στην συγκεκριμένη απόφαση, αποφασιστικό κριτήριο για τον σχηματισμό της κρίσιμης δικανικής πεποίθησης, ως προς την ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου, αποτέλεσε η επικοινωνία του Δικαστή με τον ανήλικο, από την οποία προέκυψε ότι ο ανήλικος : «…Έδειξε πολύ στενό ψυχικό δεσμό με τον πατέρα του και απολαμβάνει την επαφή και την επικοινωνία μαζί του, οι σχέσεις του με τον οποίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο για τον ίδιο αλλά παράλληλα και αγάπη και εκτίμηση για τη μητέρα του. Χαρακτηριστική ήταν η δήλωσή του ότι δεν φταίει που οι γονείς του χώρισαν και ότι θα προτιμούσε να ήταν και πάλι μαζί. Κατέληξε ότι προτιμότερη λύση είναι να διαμένει και με τους δυο του γονείς, εναλλάξ ένα μήνα με τον πατέρα του και ένα μήνα με τη μητέρα του. Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου αν είχε εκφράσει αυτή την προτίμησή του στους γονείς του, απάντησε αρνητικά, συμπληρώνοντας ότι περίμενε ότι κάποτε θα τον καλούσε κάποιος δικαστής για να εκφράσει τη γνώμη του. Σε άλλη ερώτηση σχετική με τον εάν η εναλλασσόμενη κατοικία θα διατάρασσε τη σταθερότητα του περιβάλλοντος του, δήλωσε κατά τρόπο ρητό ότι δεν θα τον επηρεάσει καθόλου, γιατί οι κατοικίες των γονέων του καθώς και το σχολείο του είναι σε κοντινή απόσταση με το αυτοκίνητο…».

Λαμβάνοντας υπόψιν τα ανωτέρω, το Δικαστήριο  κατένειμε χρονικά την άσκηση της επιμέλειας μεταξύ των γονέων, και συγκεκριμένα όρισε ότι κατά τους μήνες που λήγουν σε ζυγό αριθμό θα ασκεί την αποκλειστική επιμέλεια ο πατέρας και κατά τους μήνες που λήγουν σε μονό αριθμό η μητέρα, καθώς σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της απόφασης: «…Ενόψει της θέλησης του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων, την οποία οφείλει το Δικαστήριο τούτο να σεβαστεί και να λάβει υπόψη του, συνεκτιμώμενου του βαθμού ωριμότητας και συγκρότησής του σε συνδυασμό με την καταλληλότητα και των δυο γονέων και τη θέληση να ενασχοληθούν συστηματικά με τον υιό τους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν διαθέτουν άλλον κατιόντα, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρονική κατανομή της γονικής μέριμνας είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. Η χρονική ήτοι εναλλασσόμενη άσκηση – κατανομή της επιμέλειας εξασφαλίζει τη συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή του παιδιού και ενισχύει τους δεσμούς του ανηλίκου με αμφότερους τους γονείς του, περιορίζοντας έτσι τις αναπόφευκτα δυσμενείς επιπτώσεις που προκαλεί το διαζύγιο στην ψυχολογία και την εν γένει προσωπικότητά του. Επίσης με την παραλλήλως προσδοκώμενη επίδειξη εκ μέρους των διαδίκων της αυξημένης υπευθυνότητας και ευαισθητοποίησης, πιστεύεται ότι θα αποκατασταθεί το απαραίτητο κλίμα γαλήνης, ηρεμίας, σταθερότητας και ασφάλειας, που είναι αναγκαίο για την απρόσκοπτη εξέλιξη της συνολικής διαδικασίας ολοκληρώσεως της προσωπικότητας του ανηλίκου…».

ΜονΠρΑθ 7131/2017

Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέ­ρον και των δυο γονέων για τα ανήλικα τέκνα τους και ότι και οι δυο είναι κατάλληλοι για την ανάθεση της άσκησης της επιμέλειά τους. Σημαντικό κριτήριο στο σχη­ματισμό της κρίσιμης δικανικής πεποίθησης, όσον αφορά την ανάθεση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων, αποτέλεσε και στην περίπτωση αυτή, η προσωπική επικοι­νωνία της Δικαστή με το ανήλικο τέκνο, από την οποία προέκυψε ότι: «…ήταν σε θέση να παράσχει απαντήσεις σε ότι ερωτήθηκε και χωρίς δι­σταγμό ή επιφύλαξη είπε ότι αγαπά εξίσου τους δύο γονείς του, περνά εξίσου καλά και με τους δύο και τόνισε ότι δεν θέλει να χάσει κανέναν από αυτούς. Ότι δεν είχε πρόβλημα με την εναλ­λασσόμενη διανυκτέρευση στο σπίτι του πατέρα του κατά τα παρελθόνα έτη ενώ εξέφρασε θετική γνώμη τόσο για τη νέα σύζυγο του αιτούντος όσο και για τον σύντροφο της καθ’ ης, επισήμανε δε ότι δεν επιθυμεί να αλλάξει σχολείο αλλά θέλει να διατηρήσει τους φίλους του και τις δραστηριότητές του, όπως και ο αδελφός του…»

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι «…η χρονική κατανο­μή της επιμέλειας είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση. Η χρονι­κή ήτοι εναλλασσόμενη άσκηση- κατανομή της επιμέλει­ας, την οποία εν τοις πράγμασι επί τέσσερα περίπου έτη εφάρμοζαν επιτυχώς οι ήδη αντίδικοι με τον ήδη αιτούντα να έχει αναλάβει τη μεταφορά των ανηλίκων στο σχολείο τους και την επιστροφή τους κατά τις ημέρες διαμονής με τη μητέρα τους, εξασφαλίζει τη συμμετοχή και των δυο γονέων στην ανατροφή των παιδιών και ενισχύει τους δε­σμούς των ανηλίκων με αμφότερους τους γονείς τους…» Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο όρισε, προσωρινά, ότι κατά τους μήνες που λήγουν σε ζυγό αριθμό θα ασκεί την επιμέλεια ο αιτών πατέρας και κατά τους μήνες που λήγουν σε μονό αριθμό η καθ’ ης μητέρα.

ΜονΠρΑθ 5652/2018

Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, οριστικά και στους δυο γονείς και όρισε ότι θα την ασκούν 15 ημέρες τον μήνα ο καθένας, κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ τους. Στο σκεπτικό της απόφασης επισημαίνεται η καταλληλόλητα και των δύο γονέων ως προς την ανάθεση στο πρόσωπό τους της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων τους. Ειδικότερα, στην απόφαση επισημαίνεται ότι η ενάγουσα – μητέρα των ανήλικων τέκνων, η οποία διαμένει μαζί τους, έχει δημιουργήσει ένα κατάλληλο περιβάλλον για την ομαλή ψυχοσωματική τους ανάπτυξη, παρά το πρόβλημα υγείας της  (σκλήρυνση κατά πλάκας), το οποίο διαχειρίζεται με αγωγή φαρμακευτική και δεν συνιστά εμπόδιο στην άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων. Από την άλλη μεριά, έκρινε ότι ο εναγόμενος πατέρας, ο οποίος  αναλώνει πολύ από τον χρόνο του με τα ανήλικα τέκνα του, έχει αναπτύξει έναν υγιή ψυχικό και συναισθηματικό δεσμό μαζί τους, καθώς μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης τα ανήλικα περνούσαν μισό μήνα περίπου με αυτόν. Επιπλέον, το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη βαρύτητα στο γεγονός ότι η πρώην κοινή συζυγική κατοικία των διαδίκων και η νέα κατοικία του εναγομένου βρίσκονται σε κοντινή απόσταση καθώς και ότι σε κάθε σπίτι, τα ανήλικα έχουν το δικό τους δωμάτιο.

ΜονΠρ Νάξου 156/2017

Αποφασιστικό και κρίσιμο κριτήριο για την ανάθεση της επιμέλειας του μεγαλύτερου ανήλικου τέκνου των διαδίκων, υπήρξε και στην περίπτωση αυτή η βούληση του ίδιου, όπως προέκυψε από την επικοινωνία του με τον Δικαστή, από την οποία εξήχθει το συμπέρασμα ότι ο ανήλικος: «..Έδειξε πολύ στενό ψυχικό δεσμό με τον πατέρα του και απολαμβάνει την επαφή και την επι­κοινωνία μαζί του, δήλωσε ότι από τότε που μετακόμισε μαζί του νιώθει πολύ καλύτερα, έχει ηρεμήσει, περνάει ποιοτικό χρόνο μαζί του χωρίς ωστόσο να παραμελεί τις σχολικές υποχρεώσεις του, ενώ εξέφρασε την βούληση να παραμείνει μεν με τον πατέρα του αλλά να πηγαίνει και στη μητέρα του, αισθανόμενος θλίψη για το ότι δεν βλέπει πλέον συχνά τη μικρή αδελφή του, ωστόσο, όπως χαρα­κτηριστικά είπε, του φαίνεται αρκετά δύσκολο συναισθη­ματικά έστω και να διανυκτερεύσει στην οικία της μητέ­ρας του, μετά τους έντονους καυγάδες που είχαν, ελπίζο­ντας ότι με την πάροδο του χρόνου θα εξομαλυνθούν τα πράγματα…».

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εναλλασσόμενη άσκηση της επιμέλειας του μεγαλύτερου εκ των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση και αποφάσισε την προσωρινή ανάθεση της επιμέλειας και στους δύο από κοινού, λαμβάνοντας υπόψιν τόσο την θέληση του ανηλίκου όσο και το γεγονός ότι οι κατοικίες των γονέων βρίσκονται σε μικρή σχετικά απόσταση. Εν τέλει, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι διάδικοι θα πρέπει να αναλαμβάνουν απο­κλειστικά και τα έξοδα της διατροφής για το χρονικό διά­στημα που τους ανατίθεται η προσωρινή αποκλειστική επιμέλεια του τέκνου, ήτοι ο πατέρας κατά τους μήνες που λήγουν σε ζυγό αριθμό και η μητέρα του μήνες που λήγουν σε μονό αριθμό.

MονΠρ Ξάνθης 250/2016

Το Δικαστήριο απέδωσε και στην περίπτωση αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα, στο γεγονός ότι η πρώην κοινή συζυγική κατοικία των διαδίκων και η νέα κατοικία της αιτούσας μητέρας του ανήλικου βρίσκονται στην ίδια επαρχιακή πόλη. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: «Σε κάθε σπίτι ο ενός έτους ανήλικος έχει ή θα πρέπει να έχει το δικό του παιδικό δωμάτιο, ο ίδιος φυσικά στην ηλικία που βρίσκεται διαμορφώνει τώρα στην ψυχοσύνθεσή του το οικείο περιβάλλον του και πρέπει να συναναστρέφεται εξίσου και με τους δύο γονείς του και να περνά ισότιμο χρόνο και με τους δύο τόσο στη διάρκεια της ημέρας, όσο και στη διάρκεια του μήνα.»  Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο ανέθεσε προσωρινά την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου από κοινού στη μητέρα και στον πατέρα του και όρισε ότι θα την ασκούν 15 ημέρες τον μήνα ο καθένας.

Απόρριψη της χρονικής κατανομή της επιμέλειας

ΜονΠρΑθ 39/2015

Το Δικαστήριο στην συγκεκριμένη περίπτωση ανέθεσε την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας του προσώπου των ανήλικων τέκνων των διαδίκων στην ενάγουσα μητέρα τους και απέρριψε το αίτημα του πατέρα να κατανεμηθεί χρονικά η άσκηση της επιμέλειάς τους, καθώς έκρινε ότι  «…προσκρούει αναμφίβολα στο συμφέρον των ανηλίκων τέκνων, με γνώμονα το οποίο και μόνο κρίνει το Δικαστήριο, εφόσον μια τέτοια λύση, πέραν του ότι θα υποβάλει τα τέκνα σε μια διαρκή μετακίνηση από τη μία οικία στην άλλη, θα είχε ενδεχομένως κάποιο νόημα, αν υπήρχε σύμπνοια και ταύτιση απόψεων μεταξύ των διαδίκων ως προς τον τρόπο ανατροφής και διαπαιδαγώγησης των τέκνων τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο οι ίδιες οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων είναι τεταμένες, αλλά παρατηρείται και από τους ισχυρισμούς τους σαφώς διαφορετική φιλοσοφία και τρόπος σκέψης ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, γεγονός που θα καθιστούσε τα τέκνα δέκτες διαφορετικών υποδείξεων, προτροπών και μηνυμάτων, αν προκρινόταν η παραπάνω λύση, με αναπόφευκτες συνέπειες στην ψυχοσύνθεση τους και με προφανή τον κίνδυνο για τη διάσπαση της προσωπικότητας τους…».

ΜονΠρ Θεσσαλ 13715/2017

Το Δικαστήριο, παρόλο που επεσήμανε ότι η ιδανική λύση θα ήταν η χρονική κατανομή άσκησης της επιμέλειας της ανήλικης κόρης των διαδίκων, όπως αυτή εφαρμοζόταν στην πράξη έως τότε, έκρινε ότι αυτή είναι ανέφικτη, λόγω της εκδηλωθείσας πρόθεσης της αιτούσας – μητέρας  να μετοικήσει σε άλλη πόλη. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο ανέθεσε προ­σωρινά την  άσκηση της επιμέλειας της ανήλικης αποκλειστικά στον πατέρα της, με το σκεπτικό ότι είναι προς το συμφέρον της να μην απομακρυνθεί από το οι­κείο περιβάλλον της περιοχής της, όπου βρίσκεται η οικογενειακή στέγη, το σχολείο της και οι φίλοι της.

Λειτουργική κατανομή της επιμέλειας

ΜονΠρΑΘ 5524/2017

Το Δικαστήριο ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου στην μητέρα του, με την εξαίρεση ορισμένων επί μέρους τομέων, την επιμέλεια των οποίων ανέθεσε στον πατέρα του, ορίζοντας την ταυ­τόχρονη ανάληψη από αυτόν της υποχρεώσεως απ’ ευθεί­ας καλύψεως των εξόδων που σχετίζονται με τους τομείς αυτούς. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχετικό απόσπασμα της απόφασης: «Ως τέτοιοι τομείς προκρίνονται στην προκειμένη περίπτωση οι αναφερόμενοι στην εκπαίδευση (φοίτηση σε εγνωσμέ­νης αξίας ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, εκμάθηση ξένων γλωσ­σών, καθώς και ενασχόληση με αθλητικές και λοιπές δρα­στηριότητες) και στην υγεία του ανηλίκου (παρακολούθη­ση από ειδικούς επιστήμονες επαγγελματιών ψυχικής υγεί­ας). Το κύριο κριτήριο στο σχηματισμό της κρίσιμης δικανικής πεποίθησης αποτέλεσε το γεγονός ότι η ενάγουσα – εναγομένη συνεχίζει να αγνοεί τις υποδείξεις των ειδι­κών επιστημόνων επαγγελματιών ψυχικής υγείας που συ­νέστησαν τακτική παρακολούθηση του παιδιού, σε αντί­θεση με τον ενάγοντα – εναγόμενο που αντιλαμβάνεται και συμφωνεί με τις υποδείξεις τους, δηλαδή για ανάγκη στα­θερής ψυχοθεραπείας του ανηλίκου για επαρκές χρονικό διάστημα, προκειμένου να μην εμφανίσει ψυχοπαθολογία, λόγω της συγκρουσιακής σχέσης των γονέων, θεωρεί απα­ραίτητη την παρουσία και των δύο γονέων στη ζωή του, τη φοίτηση σε ιδιωτικό σχολείο που θα εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση του τέκνου και την αξιοποί­ηση των ικανοτήτων και των ταλέντων του, με την παρα­κολούθηση εξωσχολικών δραστηριοτήτων. Μάλιστα, ο πα­τέρας έχει δηλώσει σαφώς την πρόθεσή του να αναλάΒει πλήρως την κάλυψη των εξόδων, επιπλέον της επιδικασθείσας δαπάνης…»

 

 

ΜονΕφΑθ 4948/2015

Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είναι αναγκαία η άσκηση της επιμέλειας επί του προσώπου των ανηλίκων καθ`όλο το πε­ριεχόμενο της από τη διάδικο μητέρα και ανέθεσε ορισμένους επί μέρους τομείς της επιμέλειας στον πατέρα των ανηλίκων και ειδικότερα αυτούς που αφορούν: «στην εκπαίδευση των ανηλίκων (φοίτηση σε εγνωσμένης αξίας ιδιωτικό εκπαιδευτήριο, τυχόν απαιτούμενα πρόσθετα φροντιστηριακά μαθήματα -είτε σε οργανωμένο φροντιστήριο είτε κατ` οίκον- ενισχυτικής διδασκαλίας σχολικών μαθημάτων, εκ­μάθησης ξένων γλωσσών, καθώς και ενασχόληση με αθλητικές και λοιπές δραστηριότητες, όπως χορός, μουσική κ.λπ). […]…Επ`ωφελεία των ανηλίκων, επίσης, θα είναι η ανάληψη εκ μέρους του διαδίκου πατέρα τους του τομέα της επιμέλειας που σχετίζεται με την υ­γειονομική και φαρμακευτική τους περίθαλψη. Σημειωτέον ότι ήδη γι` αυτό το σκοπό έχει καταρτισθεί σύμβαση ασφαλίσεώς τους σε ασφαλιστική εταιρία και ο πατέρας τους θα καλύπτει το κόστος των ετήσιων ασφαλίστρων…»

Ανάθεση από κοινού της επιμέλειας σε δύο γονείς, οι οποίοι διέμεναν σε αυτοτελείς ορόφους μεζονέτας

ΜονΠρΑθ 3738/2018

Με τη συγκεκριμένη απόφαση ρυθμίστηκε προσωρινά η χρήση της οικογενειακής οικίας με την απόδοση του πρώτου ορόφου της μεζονέτας στην αιτούσα-καθ’ ης όπου διαμένει προσωρινά με τα τέκνα και την απόδοση του ισογείου στον αιτούντα-καθ’ ου, ενώ λόγω της συγκατοίκησης αυτής ανατέθηκε προσωρινά από κοινού η επιμέλεια των ανηλίκων σε αμφοτέρους τους διαδίκους και δεν επιδικάσθηκε προσωρινά διατροφή για τους ανηλίκους.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης: «…Η εν λόγω οικία πιθανολογείται ότι μπορεί να λειτουργήσει έστω και προσωρινά ως δύο αυτοτελείς οικίες ανά όροφο, καθώς κάθε όροφος είναι αυτόνομος και λειτουργικός αφού διαθέτει κουζίνα και μπάνιο. Στον πρώτο όροφο υπάρχουν τρία υπνοδωμάτια, μικρή κουζίνα και μπάνιο, συνεπώς μπορούν εκεί να διαμένουν η αιτούσα-καθ’ ης με τα τέκνα, τα οποία ούτως ή άλλως εκεί έχουν τα υπνοδωμάτιά τους, ενώ στο ισόγειο υπάρχει σαλόνι, υπνοδωμάτιο, κουζίνα και μπάνιο όπου μπορεί να διαμένει o αιτών-καθ’ ου. Δεν πιθανολογήθηκε ότι από την συγκατοίκηση στην μεζονέτα σε ξεχωριστούς ορόφους είναι δυνατό να προκαλούνται έριδες και διαπληκτισμοί, ενώ η συγκατοίκησή αυτή είναι και προς όφελος των ανηλίκων τέκνων, αφού και στον ίδιο χώρο θα εξακολουθήσουν να διαμένουν αλλά και με αμφότερους τους γονείς τους θα έχουν επικοινωνία. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πιθανολογείται ότι με την ανωτέρω ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης επιλύεται το ζήτημα της ξεχωριστής διαμονής των διαδίκων αλλά και ταυτόχρονα αποφεύγονται έξοδα μετοίκησης κάποιου από τους δύο, που στην παρούσα φάση είναι δυσβάσταχτα για αμφοτέρους…»

 

Συναπόφαση των γονέων ως προς συγκεκριμένους τομείς της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου

ΜονΠρΑθ 7488/2017

Το Δικαστήριο ανέθεσε προσωρινά την αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας των ανήλικων τέκνων στο πρόσωπο της μητέρας τους, πλην του στοιχείου του προσδιορισμού του τόπου διαμονής των ανηλίκων και δη του προσδιορισμού της χώρας διαμονής αυτών, ως προς το οποίο έκρινε ότι η επιμέλεια θα πρέπει να ασκείται και από τους δύο γονείς από κοινού, με την αιτιολογία ότι «… πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα […], ελληνικής καταγωγής εκ του πατρός της και ιταλικής καταγωγής εκ της μητρός της, γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στη … και ναι μεν είναι μόνιμα εγκατεστημένη και η ίδια και οι γονείς της στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, πλην όμως διατηρεί δεσμούς τόσο με την … όσο και με την …  και για το λόγο αυτό έχει ήδη προβεί σε έκδοση διαβατηρίων για τα ανήλικα τέκνα της, προκειμένου να μπορεί να επισκεφθεί μαζί τους τις ανωτέρω χώρες. Για το λόγο αυτό, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να θελήσει στο μέλλον, και μέχρι την εκδίκαση της οριστικής περί της επιμέλειας αγωγής, να μετοικήσει έστω και προσωρινά σε κάποια από τις δύο χώρες, γεγονός που θα είχε δυσμενή επίπτωση στην ψυχολογία των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, καθόσον, θα τα αναστάτωνε και θα τα αποδιοργάνωνε, ενώ θα τους στερούσε και την τακτική επικοινωνία με τον πατέρα τους-καθ’ου»

ΜΠρΑθ 14143/2019

Όπως και αμέσως παραπάνω. έτσι και στην εν λόγω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε πως πρέπει να οριστεί κοινή επιμέλεια (συνεπιμέλεια) του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους μεταξύ των διαδίκων ως προς τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής τους, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος να εγκατασταθούν μελλοντικά τα τέκνα των διαδίκων, με μονομερείς ενέργειες της μητέρας τους, σε χώρα του εξωτερικού

ΜονΠρΑθ 3944/2018

Παρότι η επιμέλεια του ανηλίκου τέκνου ανατέθηκε στην μητέρα του, έγινε δεκτό ότι για τα ζητήματα της μόρφωσης και της εκπαίδευσης, της υγείας και της περίθαλψης αλλά και του καθορισμού της κατοικίας του θα συναποφασίζουν και θα φροντίζουν από κοινού και οι δύο γονείς. Επίσης, έγινε δεκτό ότι μέρος της καταβληθείσας διατροφής θα πρέπει να συμψηφιστεί με το αγοραίο μίσθωμα του ιδιόκτητου διαμερίσματος, που ο πατέρας παραχώρησε κατά χρήση στην μητέρα και το ανήλικο τέκνο του, προκειμένου το τελευταίο να κατοικεί κοντά στον ίδιο, αλλά και στο σχολείο, που φοιτά.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την υπ’ αρίθμ. 3944/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εδώ.

Αντί επιλόγου: Επίλυση διαφωνίας σχετικά με ζήτημα, ως προς το οποίο έχει ορισθεί η συναπόφαση των γονέων

ΜονΠρΑθ 6305/2013

Η συγκεκριμένη περίπτωση αφορά επίλυση διαφωνίας των γονέων ως προς την επιλογή του σχολείου στο οποίο θα φοιτήσει το ανήλικο τέκνο, κατόπιν έκδοσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία είχε ορισθεί η ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου στην αιτούσα-μητέρα, πλην των ζητημάτων της υγείας και της εκπαίδευσης για τα οποία ορίσθηκε ότι πρέπει να υπάρχει συναπόφαση και των δύο γονέων. Η αιτούσα ζήτησε να διαταχθεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με τα οποία να της επιτραπεί να εγγράψει το ανήλικο τέκνο στην Α` Δημοτικού συγκεκριμένου εκπαιδευτηρίου.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του καθ` ου η αίτηση περί απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης, διότι η αιτούσα, θα έπρεπε καταρχήν να ζητήσει την έκδοση της απόφασης περί ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της εκδοθείσας απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, το Δικαστήριο έκρινε ότι «…πρέπει να απορριφθεί, καθώς, με την κρινομένη αίτηση, η αιτούσα δεν επιδιώκει την ανάκληση της ως άνω υπ` αριθ. απόφασης, η οποία είχε ρυθμίσει τις σχέσεις των διαδίκων με το τέκνο τους (επιμέλεια-διατροφή-επικοινωνία),……….. παρά μόνο, επιδιώκοντας την επέμβαση του δικαστηρίου για την άρση μία μεμονωμένης μεταξύ τους διαφωνίας στα θέματα της εκπαίδευσης, ζητεί την προσωρινή ρύθμιση του ειδικότερου θέματος της εγγραφής του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων στα εκπαιδευτήρια «……….», λόγω της άρνησης του καθού να εγγραφεί σ` αυτά…».

Γονική μέριμνα και επιμέλεια ανηλίκων τέκνων

Σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας των τέκνων στον έναν εκ των δύο γονέων σε περίπτωση διαζυγίου ή διακοπή της μεταξύ τους έγγαμης συμβίωσης η νομολογία του Αρείου Πάγου έχει καταλήξει σε σημαντικά πορίσματα, τα κυριότερα εκ των οποίων παρουσιάζονται παρακάτω:

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επί πλέον δε και την διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του.

Στην περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση δε της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο.

Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μία ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα.

Για την εξειδίκευση της αόριστης αυτής νομικής έννοιας δεν παρέχονται από τον νομοθέτη εκ των προτέρων προσδιοριστικά στοιχεία πέραν από το επιβαλλόμενο στον δικαστή καθήκον να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους.

Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του δεν αποτελούν κυρίαρχο κατά νόμο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου αναφορικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας στον ένα ή τον άλλο από τους γονείς του, γιατί η άποψη ότι η γονική μέριμνα των μικρής ηλικίας τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, κατά τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή στη μητέρα, ενώ για το μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου.

Για την εξεύρεση του γονέα εκείνου που εξυπηρετεί καλύτερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου κρίσιμα προς τούτο στοιχεία είναι, μεταξύ άλλων, η καταλληλότητα του ή των γονέων για την ανάληψη του έργου της διαπαιδαγώγησης και της περίθαλψης του ανηλίκου τέκνου, και οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και αδελφούς του. Για το σκοπό αυτό λαμβάνεται υπόψη η προσωπικότητα και η παιδαγωγική καταλληλότητα του κάθε γονέα και συνεκτιμώνται οι συνθήκες κατοικίας και η οικονομική κατάσταση τούτων. Αρνητικά λαμβάνεται υπόψη η κλονισμένη ψυχική υγεία ενός γονέα, ακόμα κι αν βρίσκεται σε ύφεση, χωρίς ωστόσο να μπορεί να αποκλειστεί μια έξαρση ή υποτροπή στο μέλλον.

Από το συνδυασμό, επίσης, των ίδιων πιο πάνω διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι οι ικανότητες των γονέων, το περιβάλλον, το επάγγελμα, η πνευματική τους ανάπτυξη και η δράση τους στο κοινωνικό σύνολο, η ικανότητα προσαρμογής τους στις απαιτήσεις της σύγχρονης κοινωνίας μέσα στα πλαίσια της λογικής και ορθολογικής αντιμετώπισης των θεμάτων των νέων, η σταθερότητα των συνθηκών ανάπτυξης του τέκνου χωρίς εναλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης, περιλαμβάνονται στα κριτήρια προσδιορισμού του συμφέροντος του τέκνου. Αυτό δε ισχύει ανεξάρτητα από την υπαιτιότητα των γονέων ως προς το διαζύγιο ή τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, εκτός εάν η συμπεριφορά του υπαίτιου έχει επιδράσει και στην άσκηση της γονικής μέριμνας – επιμέλειας, ώστε να ανακύπτει αντίθεση στο συμφέρον του τέκνου, λόγω της έκτασης και της βαρύτητας της συμπεριφοράς του αυτής, δηλωτικής της δομής του χαρακτήρα του και της εν γένει προσωπικότητας του, έτσι ώστε και έναντι του τέκνου να αναμένεται από αυτόν η τήρηση της ίδιας συμπεριφοράς ΑΠ 1218/2006).

Επίσης, από το συνδυασμό των ίδιων πιο πάνω διατάξεων των άρθρ. 1510, 1511, 1512, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, και ότι το συμφέρον του τέκνου λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια, προς διαπίστωση δε της συνδρομής του εξετάζονται πάντα τα επωφελή και πρόσφορα για τον ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Ουσιώδους σημασίας είναι και η επισημαινόμενη στο νόμο ύπαρξη ιδιαίτερου δεσμού του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του και η περί αυτού ρητώς εκφραζόμενη προτίμησή του, την οποία συνεκτιμά το δικαστήριο ύστερα και από τη στάθμιση του βαθμού της ωριμότητάς του. Με δεδομένη την ύπαρξη του εν λόγω δεσμού του τέκνου προς το συγκεκριμένο γονέα, αυτός θεωρείται ότι έχει τη δυνατότητα αποτελεσματικότερης διαπαιδαγώγησης προς όφελος του ανηλίκου και επομένως ότι είναι ο πλέον κατάλληλος για την επιμέλεια του, όμως υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο ιδιαίτερος αυτός δεσμός του τέκνου προς τον ένα από τους γονείς του έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως ψυχική στάση, η οποία είναι προϊόν της ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του ανηλίκου, που έχει την στοιχειώδη ικανότητα διακρίσεως.

Πρέπει δε να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη ότι ο ανήλικος, που έχει ακόμη ατελή την ψυχοπνευματική ανάπτυξη και την προσωπικότητά του υπό διαμόρφωση, υπόκειται ευχερώς σε επιδράσεις και υποβολές των γονέων ή άλλων, οι οποίες, έστω και χωρίς επίγνωση γενόμενες, οδηγούν ασφαλώς στο σχηματισμό της μονομερούς διαμόρφωσης και προτίμησης προς τον ένα από τους γονείς, οπότε η προτίμησή του δεν εξυπηρετεί πάντοτε και το αληθές συμφέρον του.

Η διάσπαση εξάλλου της έγγαμης συμβίωσης των γονέων, με συνεπακόλουθο και την διάσπαση της οικογενειακής συνοχής κλονίζει σοβαρώς την ψυχική ισορροπία του τέκνου που αισθάνεται ανασφάλεια και επιζητεί στήριγμα. Οι μεταξύ των συζύγων δημιουργούμενες έντονες αντιθέσεις ενίοτε αποκλείουν κάθε συνεννόηση μεταξύ τους, αλλά και σε σχέση με τα τέκνα τους, τα οποία όχι σπανίως χρησιμοποιούνται ως όργανα για την άσκηση παντοειδών πιέσεων και την ικανοποίηση εκδικητικών διαθέσεων. Έτσι, υπό το κράτος της κατάστασης αυτής ο γονέας που αναλαμβάνει την γονική μέριμνα ή την επιμέλεια έχει, κατά την επιταγή του νόμου, πρόσθετα καθήκοντα και αυξημένη την ευθύνη της αντιμετώπισης των ως άνω ειδικών περιστάσεων κατά προέχοντα λόγο, και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση στο τέκνο κατάλληλων συνθηκών προσαρμογής (ΑΠ 1910/2005).

Τονίζεται πως όταν η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου έχει ανατεθεί και στους δύο γονείς, όπως είναι ο κανόνας, αλλά η επιμέλεια του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα από τους γονείς, τότε αυτός έχει αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα τρέχοντα και καθημερινά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με την επιμέλεια του τέκνου, όχι όμως για τα σοβαρά ζητήματα, ως προς τα οποία η λήψη αποφάσεων εξακολουθεί να παραμένει στον πυρήνα της γονικής μέριμνας, με συνέπεια να είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίζουν αυτοί από κοινού για τη διευθέτηση τέτοιων (σοβαρών) ζητημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ονοματοδοσία. Αν τυχόν διαφωνούν οι γονείς μεταξύ τους ως προς τη διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων, θα αποφασίσει το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 1512 Α.Κ.